Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (1)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το κείμενο τού Απουλήϊου "οι μεταμορφώσεις ή ο χρυσός γάϊδαρος" έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Νεφέλη τουλάχιστον. Η  Φόν-Φράντς υπήρξε μαθήτρια και συνεργάτης τού Γιούνγκ, έγραψε πολύ σημαντικά βιβλία στά οποία εκτίθεται η ψυχολογική μέθοδος τού βάθους, τού Γιούνγκ, με μεγάλη τέχνη και ακρίβεια. Τό σχόλιό της στό χρυσό γάϊδαρο, το οποίο θα αναρτήσουμε σιγά-σιγά, μετέφρασε από τα γερμανικά ο Σταύρος Νικολαϊδης. Με την μετάφραση τού κειμένου αυτού θα θέλαμε να προσφέρουμε μιά ερμηνεία τού φαινομένου πού πλήττει σήμερα τούς Έλληνες. Το κείμενο αναλύει την κατάληψη τού ανθρώπου από την θηλυκή λεγόμενη αρχή, την αρχή της ηδονής και την απελευθέρωσή του από την κατάληψη αυτή. Θα γίνει δε φανερό πως ο άνθρωπος πού είναι αφιερωμένος στην αρχή τής ηδονής αδυνατεί απολύτως να καταλάβει τι γίνεται γύρω  του. Έχει ελάχιστη επαφή με το περιβάλλον και ανύπαρκτη αυτογνωσία. Αντιθέτως οδηγείται με αλάνθαστη ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή. Χάρη στον κόπο και την τέχνη τού Σταύρου Νικολαϊδη μπορούμε να χαρούμε αυτό το μοναδικό σχόλιο.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Το περίφημο μυθιστόρημα του Απουλήιου απ’ τα Μάδαρα, για το οποίο και θα μιλήσουμε στις επόμενες σελίδες, υπήρξε σ’ όλες τις εποχές αντικείμενο αντιφατικών αξιολογήσεων. Και υπάρχουν γι’ αυτό διάφοροι λόγοι: άλλοι που συναρτώνται με τις πηγές και τη σύνθεση, κι άλλοι με το πρόσωπο του συγγραφέα.

Αυτό το λατινικό κείμενο απ’ τον 2ο μ.Χ. αιώνα μπορεί πραγματικά να μπερδέψη τους σχολιαστές, γιατί μοιάζει να έχη γραφή σε δυό επίπεδα. Διηγείται μιαν κύρια ιστορία, εκείνη του Λούκιου και των μεταβολών του, κι επιπλέον, μέσα στην εξέλιξη της υπόθεσης, μερικές αφηγήσεις, που αν τις κοιτάξη κανείς από μιαν επιφανειακή και καθαρά ορθολογική πλευρά, δεν φαίνονται να σχετίζονται και πολύ με τις περιπέτειες του ήρωα. Ακόμα κι αυτά που γνωρίζουμε για τις πηγές του μυθιστορήματος, εξηγούν και επιβεβαιώνουν τη διχαστική εντύπωση, καθώς δεν προκύπτει σαφώς πως η υπόθεση προέρχεται από έναν και μόνο συγγραφέα. Ο Απουλήιος είχε εμπνευσθή από μια χαμένη αφήγηση, που έχει αποδοθή στον Λούκιο απ’ τις Πάτρες. Το κείμενο αυτό αναφερόταν απ’ την πλευρά του σ’ ένα χαμένο ελληνικό πρωτότυπο, το οποίο είχε χρησιμεύσει επίσης για το γραπτό ενός ψευδο-Λούκιου, με τον τίτλο «Ο γάιδαρος». Υπήρχε επίσης μια μη υφιστάμενη σήμερα συλλογή αφηγήσεων από διάφορους συγγραφείς, απ’ τους οποίους μπορεί κανείς να υποθέση, πως η συλλογή εκείνη αντιστοιχούσε στο είδος του «Δεκαήμερου» του Βοκκάκιου ή των «Θρύλων του Καντέρμπουρι» του Τσώτσερ. Αυτά τα πρώιμα έργα δεν περιείχαν ωστόσο ούτε τον μύθο για «τον Έρωτα και την Ψυχή» ούτε την αναφορά στη μύηση του ήρωα στα μυστήρια της Ίσιδας, με την οποία και τελειώνει το βιβλίο του Απουλήιου. Ο οποίος δεν πρόσθεσε όμως μόνον αυτά τα δυό σημαντικά κεφάλαια, αλλά άλλαξε πιθανώς και τις ενδιάμεσες αφηγήσεις, ώστε να τις ταιριάξη με τα νέα συμφραζόμενα της κεντρικής του αφήγησης και να διαμορφώση μ’ έναν ενιαίο τρόπο το σύνολο. Μπορεί λοιπόν να θεωρήση κανείς τη σύλληψη και το συμβολικό περιεχόμενο του βιβλίου, σε γενικές γραμμές, και παρ’ όλα τα ενάντια, ως ένα δικό του έργο.

Πρέπει να παραδεχτούμε, ότι ο τρόπος συγγραφής εμφανίζεται, ιδωμένος από λογοτεχνικής πλευράς, περίπλοκος, με επιτηδεύσεις και λογοπαίγνια. Κι αν δεν έχη κανείς καθόλου γνώση για το ιστορικό υπόβαθρο, θα μπορούσε μάλιστα να σκεφτή πως πρόκειται για τη γλώσσα ενός νευρωτικού˙ αντιστοιχεί όμως στην πραγματικότητα στους συνηθισμένους ακριβώς σε κείνη την εποχή τρόπους έκφρασης, πρόκειται για τον επονομασθέντα μιλησιακό τρόπο, τον οποίον είχε μάθει πιθανώς ο Απουλήιος στη διάρκεια της σπουδής του. Παρόμοια κρίθηκε συχνά, από λογοτεχνικής πλευράς, και η όλη σύνθεση, επειδή ο συγγραφέας εισάγει συχνά μιαν ιστορία με τα εξής λόγια : « … κι αυτό μου θυμίζει μιαν πολύ αστεία ιστορία …» , αντί να καταβάλη τον κόπο, να την εντάξη λογικά. Αυτός ο τρόπος μιας αρκετά χαλαρής σύνθεσης δίνει την εντύπωση ενός ορισμένου «υποβιβασμού του νοητικού επιπέδου» απ’ τον συγγραφέα. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτή πως ο Απουλήιος συνέθεσε, ως επιτυχημένος συγγραφέας και ρήτορας, με μεγάλη βιασύνη το μυθιστόρημα κι ότι μπόρεσε να αναμειχθή μ’ αυτόν τον τρόπο το ασυνείδητό του σε εξαιρετικό βαθμό. Το συνολικό νόημα προέκυψε έτσι περισσότερο από μια λειτουργία ασυνείδητων συνδυασμών παρά λογικής σκέψης. Κι αυτό μου φαίνεται πως εξηγεί, σ’ έναν βαθμό, τη διαίρεση της σύνθεσης του έργου σε δυό μέρη.

«Ο χρυσός γάιδαρος» έδωσε, όπως ήδη αναφέραμε, σε όλες τις εποχές την αφορμή για μια σειρά αξιοπρόσεχτων σχολιασμών, που οι συγγραφείς τους κυμαίνονταν απ’ τον μεγαλύτερο θαυμασμό ως την απόλυτη απώθηση. Δεν πρόκειται, κατά την άποψη ορισμένων συγγραφέων, παρά για μιαν κακή και πρόχειρη συλλογή ανεκδότων, που ήταν ήδη τα περισσότερα γνωστά. Κι αν το δη κανείς ολόκληρο, δεν μπορεί να βρη σ’ αυτό παρά μόνο σάτιρα και επιφανειακή ευχαρίστηση. Ανάμεσα ωστόσο σε κείνους που σχημάτισαν μιαν ανώτερη γνώμη, ο Καρλ Κερένυι αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος των μελετών του στον υπέροχο μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, τη θρησκευτική σημασία του οποίου και αναγνώρισε με εντελώς αξιόλογο τρόπο. Ο Ράινχολντ Μέρκελμπαχ έδειξε μετά απ’ την πλευρά του, ότι πίσω απ’ τον συμβολικό ιστό αυτού του μύθου είναι κρυμμένο ένα βαθύτερο νόημα, και πως όλα τα νήματα αυτού του ιστού οδηγούν στη μύηση στα μυστήρια της Ίσιδας στο τέλος του βιβλίου. Ο Μέρκελμπαχ κατανόησε σωστά και διάφορες άλλες ιστορίες του κειμένου ως κρυμμένες υποδείξεις για τα μυστήρια αυτά, χωρίς να αναλύση ωστόσο το βιβλίο εξ ολοκλήρου. Σύμφωνα όμως με όλα όσα γνωρίζω για τη λογοτεχνία αυτού του είδους, μου φαίνεται αδύνατο αλλά και μη νόμιμο, να ερμηνευτούν κομμάτια αυτού του έργου ξεχωριστά και να προσμετρηθή μόνο σ’ αυτά μια βαθειά σημασία: το μυθιστόρημα αποτελεί ένα σύνολο.

Σε κάποιες παλιές μεταφράσεις, ένα μεγάλο μέρος των αισχρών ανεκδότων είχε παραλειφθή. Διάφορες σύγχρονες εκδόσεις κράτησαν αντίθετα τα σεξουαλικά «περάσματα», υποτίμησαν όμως γι’ αυτό το μυστήριο της μύησης, γιατί το θεώρησαν ως άχρηστη, μυστική προσθήκη, η οποία μπέρδευε τα κείμενα του βιβλίου και δεν ταίριαζε με το πνεύμα του υπόλοιπου έργου. Ορισμένοι πολυμαθείς συγγραφείς κατέβαλαν κόπο να αποδείξουν, πως το τελευταίο, ενδέκατο κεφάλαιο πρέπει να έχη προστεθή, ή από έναν άλλον συγγραφέα, ή κι απ’ τον ίδιον τον Απουλήιο σε κάποια μεταγενέστερη στιγμή του βίου του.

Βρισκόμαστε εδώ μπροστά στο βασικό πρόβλημα του κειμένου, εφόσον η τάση να παραλείψουμε τη μια ή την άλλην άποψη μπορεί να δικαιολογηθή από έναν συγκεκριμένο ψυχικό διαχωρισμό, που αντανακλάται και στο κείμενο. Μοιάζει σαν να μπορούσε μόνο πολύ δύσκολα να αναγνωρίση κανείς, ότι η διάσταση ανάμεσα στις ενστικτώδεις ορμές και την πνευματική τους πλευρά είναι τυπική για ανθρώπους μιας ορισμένης θρησκευτικής ιδιοσυγκρασίας. Και η διάσταση αυτή υπήρξε επιπλέον ένα γενικό πνευματικό πρόβλημα, ειδικά στην εποχή του Απουλήιου. Ένα απ΄τα μεγάλα κατορθώματα του συγγραφέα είναι μάλιστα ακριβώς η ικανότητά του, να προσεγγίζη σ’ αυτό το έργο τις δυο πλευρές της ψυχικής διάσπασης τη μια στην άλλη, χωρίς να θυσιάζη καμμιάν απ’ τις δυο, ούτε τη σεξουαλική ούτε τη θρησκευτική. Γι’αυτό και θ’ακολουθήσουμε στη δική μας εδώ ερμηνεία πιστά τη δική του διαδρομή.

Μια άλλη πηγή δυσκολιών είναι, για πολλούς σχολιαστές, ότι δεν είναι εξοικειωμένοι με την ψυχολογία του ασυνείδητου και υποθέτουν ως εκ τούτου ότι ο Απουλήιος έχει εκφράσει συνειδητά όλους τους συμβολικούς υπαινιγμούς που εμφανίζονται στο μυθιστόρημά του, κάτι που εμένα μου φαίνεται – όπως το έχω ήδη πη – ελάχιστα πιθανό. Είμαι βέβαια πεπεισμένη πως ο Απουλήιος έχει αναλογιστή πάνω στο θέμα του και πως άφησε σκόπιμα να εισρεύσουν πολλές συμβολικές ιδέες, πιστεύω όμως πως κάποιες άλλες του «έχουν έρθει» απ’ το ασυνείδητο «στον νου», χωρίς να αντιλαμβάνεται απολύτως πόσο συμφωνούσαν με το συνειδητό του σχέδιο. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίση τα επεισόδια που ο Απουλήιος προσέλαβε συνειδητά στην αφήγησή του δίκαια ως αλληγορίες, με την πλατωνική έννοια του όρου: μια βαθειά, φιλοσοφική σημασία, που κρύβεται κάτω από μιαν επιφανειακή φαντασία. Στηριγμένος σ’αυτήν τη θέση, ο Μέρκελμπαχ μάς εφιστά την προσοχή στο ότι ο Απουλήιος έχει προσδώσει σχεδόν σε όλα τα πρόσωπά του ονόματα γεμάτα σημασία. Είναι σίγουρα λοιπόν εντελώς μέσα στις προθέσεις του το ότι, όταν μετατρέπεται ο Λούκιος σε γάιδαρο, υπάρχει εδώ ένας υπαινιγμός για τον Σεθ, τον εχθρό του Όσιρι και της Ίσιδας: ο Σεθ έχει πράγματι παρασταθή ως ένα γαιδουρόμορφο ζώο. Το να υπομένης μιαν ζωή ως γάιδαρος σημαίνει γι’ αυτό – όπως το τονίζει κι ο Μέρκελμπαχ – να υποφέρης μιαν «ζωή χωρίς την Ίσιδα». Δεν είναι όμως απαραίτητο να συμπεράνουμε, απ’ το γεγονός ότι ο Απουλήιος συνάρμοσε συνειδητά κάποια συμβολικά στοιχεία, πως συνέγραψε και το μυθιστόρημα μόνο με το συνειδητό του Εγώ. Η συμβολή του ασυνείδητου στο έργο αυτό είναι τόσο πιο πιθανή, καθόσον γνωρίζουμε ότι ο Απουλήιος βίωσε πράγματι μια βαθύτατη θρησκευτική μεταβολή. Πρόκειται, όπως υποδεικνύει και ο όρος «conversion» (μεταστροφή, προσηλυτισμός), για μιαν ξαφνική και ριζική μεταστροφή, όπως συνέβη, μεταξύ άλλων, και στον Παύλο και τον Αυγουστίνο. Τέτοιες μεταστροφές δεν εξελίσσονται βέβαια τόσο γρήγορα, όπως εμφανίζονται: μπορούμε όμως να παρακολουθήσουμε σήμερα, χάρις στην ψυχολογία του βάθους, την προετοιμασία τους στο ασυνείδητο. Μπορούμε να δούμε καθημερινά στην αναλυτική μας πράξη ότι αναδύονται στα όνειρα συμβολικά θέματα, που προαναγγέλλουν μιαν ψυχική εξέλιξη, η οποία θα συνειδητοποιηθή μερικές φορές κατ’ αρχάς ύστερα από μήνες, ακόμα και χρόνια. Σε περιπτώσεις ορισμένων νευρωτικών, ψυχικών συγχύσεων μπορεί να ζη ο άνθρωπος για μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτως ειπείν δυο ζωές: μια συνειδητή στην επιφάνεια και μιαν άλλη, η οποία προετοιμάζεται κρυφά σ’ ένα πολύ βαθύτερο επίπεδο, στο ασυνείδητο. Οι «Μεταμορφώσεις» ή «Ο χρυσός γάιδαρος» είναι η περιγραφή μιας τέτοιας εξέλιξης, σε δυο τροχιές, του Απουλήιου-Λούκιου, που καταλήγει στην ενοποίηση του προσηλυτισμού του.

Η μοίρα του Λούκιου είναι, απ’ την οπτική γωνιά της γιουγκιανής ψυχολογίας, αυτή ενός άντρα, που υποφέρει από ένα αρνητικό μητρικό σύμπλεγμα, ένα σύμπλεγμα που το παρουσιάζει μάλιστα στην κλασσική του μορφή. Στο μεταξύ εμφανίζεται επίσης η πλευρά του θετικού μητρικού συμπλέγματος στην ιστορία, καθώς η αντίστροφη πλευρά ενός συμπλέγματος κινείται κι αυτή πάντα, ασυνείδητα, μαζί. Μοιάζει σαν να είχε ο ίδιος ο Απουλήιος μια θετική σχέση προς τη μητέρα του και να επεξεργάζεται στην περιγραφή του, μέσα σ’ολόκληρο το βιβλίο, την αντίθετη πλευρά του προβλήματος: και γνωρίζουμε πράγματι πως συνήψε, περίπου στα τριάντα του, γάμο με μιαν ώριμη γυναίκα, που είχε ήδη έναν γυιο περίπου 20 χρόνων, και πως έζησε μαζί της ευτυχισμένα μέχρι τον θάνατό του: δεν αποδεσμεύτηκε λοιπόν ποτέ, ούτως ειπείν, εντελώς απ’ τη «μητέρα».

Όλα αυτά αφορούν όμως μόνο στην προσωπική πλευρά του προβλήματος. Όπως έχει δείξει ο Γιουνγκ, η «μητέρα» συμβολίζει, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, και ολόκληρο το ασυνείδητο ενός άντρα. Όταν εμφανίζεται λοιπόν, στο τέλος του μυθιστορήματος, αυτό το ασυνείδητο στην αρχετυπική μορφή της μεγάλης μητέρας-θεάς, πρόκειται για την προσωποποίηση ενός εσωτερικού κόσμου, που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της συνειδητής προσωπικότητας. Είναι ο κόσμος που ο Κ.Γκ.Γιουνγκ έχει ονομάσει: «η πραγματικότητα της ψυχής». Ιδωμένο απ’ αυτήν τη σκοπιά, το μυθιστόρημα του Απουλήιου έχει τη θέση του δίπλα στα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως είναι ο «Φάουστ» κι η «Θεία Κωμωδία». Πρόκειται για μιαν περιγραφή συμβάντων που εξελίσσονται βαθειά στο συλλογικό ασυνείδητο, απ’ τα οποία κάποια αρχίζουν να συνειδητοποιούνται για πρώτη φορά στην εποχή μας. Πρόκειται, για να το προαναγγείλουμε, για το πρόβλημα μιας ενσάρκωσης της θηλυκής αρχής και για την αναγνώρισή της στον σύνολο, πατριαρχικό δυτικό κόσμο. Και γι’ αυτό είμαι πεπεισμένη, πως το μυθιστόρημα του Απουλήιου έχει και τώρα ακόμα να προσφέρη ένα σημαντικό μήνυμα στον μοντέρνο άνθρωπο.

(Συνεχίζεται)
 
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: