Τρίτη 25 Μαΐου 2010

MARIE-LOUISE VON FRANZ : Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (2)

Κεφάλαιο 1ο

Ο βίος του Απουλήιου και οι φιλοσοφικές του πεποιθήσεις

Πριν επιληφθούμε από πιο κοντά με το περιεχόμενο του «Χρυσού γαιδάρου», θά 'πρεπε να αναλογιστούμε τα λίγα που γνωρίζουμε για την ζωή του συγγραφέα Απουλήιου. Γιατί μόνο λίγα είναι ιστορικώς αξιόπιστα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως γεγονότα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της παραδοθείσης βιογραφίας μένει θρυλικό. Ο Απουλήιος είχε γεννηθή γύρω στο 124/125 στα Μάδαρα, μια μικρή πόλη που υπάρχει ακόμα σήμερα στην Αλγερία, ως γυιός ενός υψηλού Ρωμαίου αξιωματούχου. Σύμφωνα με μιαν περιγραφή του παρουσιαστικού του, που παραδίδει πως ήταν ξανθός και με ανοιχτόχρωμο δέρμα, μπορεί να υποθέση κανείς πως διέθετε λίγο γερμανικό αίμα από εισβολείς στη βόρεια Αφρική. Ζούσε στα Μάδαρα μέχρι την κορύφωση της σταδιοδρομίας του στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. Την εποχή της γέννησής του οι επιστολές του Παύλου είχαν ήδη γραφή, αλλά πιθανώς όχι ακόμα τα Ευαγγέλια. Γνώριζε τον χριστιανισμό ως μιαν απ’ τις πολυάριθμες, παράξενες τοπικές αιρέσεις, όπως υπήρχαν εκείνη την εποχή σε πολλές παραλλαγές στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Δεν είχε έρθει ωστόσο σίγουρα σε εγγύτερη επαφή με τη χριστιανική διδασκαλία. Απ’ τη μεριά της μητέρας του αξίωνε συγγένεια με τον Πλούταρχο, τον μεγάλο νεοπλατωνικό φιλόσοφο, αλλά κάποιοι το θεωρούν κι αυτό έναν θρύλο και πιστεύουν, πως ο Απουλήιος ήγειρε αυτήν την απαίτηση, μόνο επειδή ήταν ο ίδιος ένας μεγάλος θαυμαστής και οπαδός του Πλούταρχου και της νεοπλατωνικής σχολής. Κάτι που το ομολογεί σε ένα απ’ τα φιλοσοφικά του κείμενα. Όπως όμως γνωρίζουμε, δεν πρόκειται πια εδώ για την καθαρά πλατωνική διδασκαλία, αλλά για ένα μείγμα πλατωνικών με πυθαγόρεια, στωικά και άλλα στοιχεία. Ο Απουλήιος ήταν ένας ευφυής διανοούμενος και εξαιρετικά προικισμένος σε διάφορες σφαίρες γνώσης, που προσπαθούσε να διακριθή – ανάλογα με τους ηγέτες διανοούμενους στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εντελώς με το ύφος των Ελλήνων σοφιστών – από πολλών ειδών απόψεις. Έγραφε έτσι φυσιογνωστικά και φιλοσοφικά έργα, ποίηση, αφηγήσεις, δράματα και ήταν επιπλέον ένας εξαίρετος νομικός. Αυτή η ικανότητα, να ασχολείται στα πιο διαφορετικά πεδία, ήταν το ιδανικό των διανοουμένων ανθρώπων αυτής της εποχής, και εξηγεί εν μέρει την πολλαπλή παραλλαγή του ύφους, που συναντάμε στον «Χρυσό γάιδαρο», απ’ τη δραματική ως την απλή, και μάλιστα απλοϊκή αφήγηση, απ’ τη φυσική ροή των λέξεων μέχρι την ακραία επιτήδευση κι απ’ τη λαϊκή μέχρι την πιο υψηλή πνευματικότητα.

Η μοναδική βιογραφική λεπτομέρεια, που γνωρίζουμε εκτός απ’ αυτά για την ζωή του Λούκιου Απουλήιου, προέρχεται από μιαν περίφημη δίκη, στην οποίαν ενεπλάκη το 158 μ.Χ. Μαθαίνουμε από ’κεί, ότι νυμφεύτηκε σχετικά αργά. Τα μοναδικά ερωτικά ποιήματα που διασώθηκαν είναι ομοφυλοφιλικά, και απευθύνονται σε νεαρούς άντρες. Είχε πιθανώς, όπως οι περισσότεροι Ρωμαίοι αυτής της εποχής, μιαν ορισμένη αμφισεξουαλική ροπή, αν δεν ήταν μάλιστα στην πρώιμη νεότητά του και ομοφυλόφιλος. Σ’ ένα ταξίδι με κάποιον συμφοιτητή του Ποντικιάνους, ο Απουλήιος αρρώστησε στην Οία στην Τρίπολη. Κι όταν αρρώσταινε κάποιος εκείνη την εποχή ταξιδεύοντας, δεν ήταν και τόσο απλό. Δεν μπορούσε να πάη αμέσως στον πιο κοντινό γιατρό ή νοσοκομείο: έτσι τον έσυρε ο Ποντικιάνους στο σπίτι μιας πλούσιας χήρας με το όνομα Εμίλλα Πουντεντίλλα. Ο Απουλήιος κι αυτή ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Εκείνη ήταν περίπου πενήντα κι αυτός πιθανώς τριάντα χρόνων. Η γυναίκα είχε χηρέψει πριν από δεκατέσσερα χρόνια, κι ο πρώην πενθερός της την είχε πιέσει επίμονα να ξαναπαντρευτή. Εκείνη είχε μείνει ωστόσο όλον αυτόν τον καιρό μόνη. Τότε διασταυρώθηκαν με τον Απουλήιο, που έμεινε άρρωστος στο σπίτι της και τον περιποιόταν: το ρομάντσο ξεκίνησε, κι εκείνος τη νυμφεύτηκε. Αυτό δυσαρέστησε μερικά απ’ τα μέλη της οικογένειάς της, που είχαν ήδη σχεδιάσει, τί θα γινόταν με την περιουσία της μετά τον θάνατό της. Μαζί με τον δεύτερο γυιο απ’ τον πρώτο της γάμο (παραλείπω λεπτομέρειες, γιατί δεν γνωρίζει κανείς σίγουρα αν είναι αυθεντικές) διατύπωσαν μιαν κατηγορία, ότι ο Απουλήιος είχε χρησιμοποιήσει τη μαγεία, για να κερδίση τη γυναίκα. Όπως προκύπτει απ’ την ιστορία, είχε ένα ισχυρό μητρικό σύμπλεγμα, κι έτσι δεν ήταν εντελώς αφύσικο, να περιέλθη σε μιαν κάπως μεγαλύτερη, όμως ακόμα ωραία και πλούσια κυρία. Η χρήση της μαγείας επέφερε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βαρειά τιμωρία. Έτσι διέτρεξε ο Απουλήιος κάποιον κίνδυνο, γιατί και η κατηγορία δεν ήταν απολύτως φανταστική. Είχε πράγματι ενδιαφερθή με πάθος γι’ αυτό που ονομάζουμε σήμερα παραψυχολογικά φαινόμενα, και δεν μπορούσε έτσι να αρνηθή, πως ήταν εξοικειωμένος με τη μαγεία. Θα του ήταν αδύνατο να υπερασπιστή απόλυτα τον εαυτό του απέναντι σ’αυτήν την κατηγορία. Διαθέτουμε την «Απολογία» του, την υπεράσπισή του μπροστά στο δικαστήριο, όπου οικοδόμησε περισσότερο πάνω σε ευφραδείς, σκωπτικά επιθετικές εφόδους και στην υπεράσπιση της καθαρότητας των κινήτρων του στον γάμο, και υπεξέφυγε κομψά την πράγματι επικίνδυνη ερώτηση για τη μαγεία. Με βάση αυτήν τη λαμπρή αυτοϋπεράσπιση αθωώθηκε. Το επεισόδιο αυτό μάς παρέχει κάποιες πληροφορίες για την ιδιωτική του ζωή. Δεν είχε παιδιά, αλλά ο γάμος του μοιάζει να ήταν πολύ ευτυχισμένος: Η γυναίκα του έγινε η πνευματική του συνεργάτις, έγραφε μάλιστα κομμάτια απ’ τους πολυάριθμους λόγους του, περιόδευε μαζί του και έκανε κι η ίδια παραδόσεις. Εκείνος συντηρούσε με μεγάλη γενναιοδωρία τους θετούς του γυιους, τους γυιους της γυναίκας του απ’ τον πρώτο της γάμο, και είχε μόλις ορίσει, πριν απ’ την έγερση της κατηγορίας, πως θα έπαιρναν αυτοί την περιουσία της μητέρας τους. Αυτό ήταν ένα σημαντικό σημείο στην υπεράσπισή του, καθώς μπορούσε να αποδείξη, ότι δεν είχε προσπαθήσει ποτέ, χωρίς να γνωρίζη για μιαν απειλητική κατηγορία, να πάρη στα χέρια του την περιουσία. Ολόκληρη η κατηγορία κατέρρευσε.

Σε κατοπινά χρόνια ανέλαβε διάφορες επίσημες θέσεις στη ρωμαϊκή διοίκηση, και ήταν για ένα χρονικό διάστημα ιερέας του Ασκληπιού – ως sacerdos provinciae – στην Καρθαγένη. Οι υπηρεσίες αυτές ήταν την εποχή εκείνη καθαρά διοικητικές. Πληρώνονταν καλά, δεν είχαν όμως να κάνουν και πολύ μ’ αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα θρησκεία. Θαυμάζονταν ως επιτυχημένος ρήτορας και πήρε πολλές διακρίσεις. Επέστρεψε αργότερα ακόμα μια φορά στη Ρώμη και εργάστηκε εκεί ως νομικός. Στα μέσα της ζωής του έγραψε για τη μύησή του στη λατρεία της Ίσιδας˙ αυτό είναι κατά τη γνώμη μου ένα απολύτως αυθεντικό μέρος της βιογραφίας του. Το μυθιστόρημα γράφτηκε πιθανώς γύρω στο 170, μετά την «Απολογία».

Όταν διάβαζα για πρώτη φορά τον «Χρυσό γάιδαρο», με είχε απωθήσει το αστείο, επιτηδευμένο, ειρωνικό, πάρα πολύ ανθηρό ύφος του. Αν αναρωτηθούμε όμως, τί φανερώνει ψυχολογικά αυτός ο τρόπος γραφής, πρέπει να πούμε, πως είναι η τυπική γλώσσα μιας διχασμένης προσωπικότητας. Κάθε φορά που είναι κάποιος αποκομμένος απ’ τις πρωτόγονες, απλοϊκές, γνησιότερες συγκινήσεις του, του λείπει η δυνατότητα της απλής εκφραστικότητας. Που αντικαθίσταται με όλα τα είδη των επιτηδευμένων εκφράσεων.

Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας πέρα απ’ αυτό, ότι ο Απουλήιος ζούσε σε μιαν κατάσταση, που μπορούμε να την παρατηρήσουμε ακόμα σε μοντέρνους Ευρωπαίους: Ήταν μέλος μιας εγκατεστημένης στη βόρεια Αφρική ρωμαϊκής οικογένειας, που θα είχε επιδείξει στη δεύτερη γενιά ορισμένα τυπικά ελαττώματα, που τα περιγράφουμε σήμερα με την αγγλική έκφραση «to go black». Όταν πηγαίνουν άνθρωποι από μια περιοχή λευκού πολιτισμού σε τέτοιες χώρες, στις οποίες οι πρωτόγονες μορφές ζωής και συμπεριφοράς έχουν διατηρηθή καλύτερα στο φυσικό τους πλαίσιο απ’ ό,τι σε μας, τότε αναζωογονούνται και ενισχύονται τα ενστικτώδη στρώματα της προσωπικότητας και οι γνήσιες, πρωτόγονες ορμές. Αν αυτό δεν προσεχθή και δεν αφομοιωθή κατά έναν ορισμένο τρόπο, διαμορφώνεται μια διχασμένη προσωπικότητα. Μπορεί να το παρατηρήση π.χ. κανείς αυτό σε Εγγλέζους, που έχουν ζήσει μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αφρική. Έχουν έναν αξιοθαύμαστο τρόπο, να μην επιτρέπουν να ταραχθούν στις συνήθειές τους˙ αλλάζουν ακόμα και στους θάμνους τα ρούχα για το βράδυ, φοράνε σμόκιν και εξώπλατα φορέματα και διαβάζουν εγχώριες εφημερίδες, ενώ είναι περικυκλωμένοι από κουνούπια, φίδια και πάνθηρες. Αλλ’ αυτό δεν βοηθάει σε τίποτα, γιατί η έγχρωμη νοοτροπία περνάει στον καθένα που ζη στην Αφρική, κι όταν επισκέπτεται κανείς τέτοιες οικογένειες, φαίνεται, ότι ζουν μεν με το ύφος του λευκού ανθρώπου, ότι εισβάλλουν όμως εδώ κι εκεί αφρικανικά χαρακτηριστικά, με την αρνητική έννοια: τα σκεύη είναι φθαρμένα, οι κουρτίνες δεν είναι καθαρές. Υπάρχουν εκεί πολλών ειδών λεπτομέρειες, όπου η αυτοπειθαρχία του πολιτισμένου λευκού ανθρώπου διαλύεται. Η πρωτόγονη νοοτροπία εισχωρεί κρυφά, σε μιαν κατώτερη όμως βαθμίδα, όπου και είναι γνωστή ως το επονομαζόμενο «going black». Είναι πράγματι ένα σύμπτωμα για κάτι που βρίσκεται πιο βαθειά, γιατί υπάρχει μια ελαφριά «abaissement du niveau mental» («ελάττωση του διανοητικού επιπέδου» - σ.σ.: Η έκφραση αυτή προέρχεται απ’ τον Pierre Janet, που χαρακτηρίζει έτσι μιαν κατάσταση ελαττωμένης συνείδησης, η οποία επιτρέπει την εμφάνιση περιεχομένων του ασυνείδητου στο φως της μέρας) και μια ενίσχυση των πρωτόγονων στρωμάτων της προσωπικότητας. Αν αυτό παρατηρηθή και γίνη συνειδητά αποδεκτό, μπορούμε να το ονομάσουμε μιαν επαύξηση αξιών, αλλ’ είναι φυσικά μια δύσκολη εργασία για τον λευκό άνθρωπο, που ζη κάτω από τέτοιες συνθήκες, να βρεθή πάλι σε αρμονία με το πρωτόγονο μέσα του.

Πρόκειται για ένα συμβάν, που μπορεί να παρατηρηθή σε όλες τις εποχές, κι έτσι συνέβη βέβαια και στη δεύτερη γενιά των Ρωμαίων μετά τη μετανάστευσή τους στις βορειοαφρικανικές χώρες. Ο Απουλήιος μεγάλωνε σε μια μικρή αλγερική πόλη, που δεν ήταν στην ατμόσφαιρά της με κανέναν απολύτως τρόπο ευρωπαϊκή˙ αυτό εξηγεί πιθανώς και το παράξενο ρήγμα στη δομή της προσωπικότητάς του. Αυτό φαινόταν σ’ αυτόν περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλους Ρωμαίους της εποχής του, εφόσον είχε κατά κάποιον τρόπο, όπως θα δούμε, ένα αφρικανικό ασυνείδητο και μια ρωμαϊκή συνείδηση. Στη διάρκεια της νεότητάς του μιλούσε πιθανώς καρχηδονιακά. Σ’ ένα μέρος του ζούσε η βόρεια Αφρική, κυρίως η Αίγυπτος, που ήταν ο αντιπρόσωπος του πιο υψηλού πολιτισμού της Αφρικής εκείνον τον καιρό. Ένα άλλο μέρος του ήταν ένας διανοητικός φιλόσοφος απ’ τη Ρώμη. Μόλις ένα πρόσωπο δεν μπορεί να εκφράση ισχυρές συγκινήσεις, χάνει την απλότητα της γλώσσας, γιατί η συγκίνηση είναι η μεγάλη απλοποιός και ενοποιός της έκφρασης. Αυτό εξηγεί και το ανθηρό ύφος του Απουλήιου, στον οποίον έχει κανείς την αίσθηση, ότι δεν έχει αγγιχθή απ’ το θέμα του. Στην πραγματικότητα το θέμα του είναι βέβαια αυτός, προσπαθεί όμως να κρατηθή απ’ έξω. Παίρνει μια διφορούμενη στάση, σαν να έχη κάπου οπουδήποτε αγγιχθή, αλλά να δοκίμασε μετά συνειδητά, να μετεωρισθή ειρωνικά από πάνω.

Θα μπορούσε ν’ αναρωτηθή κανείς εδώ, αν υπάρχη ένας παραλληλισμός ανάμεσα στη στάση ενός ανθρώπου απ’ τον δεύτερον αιώνα μ.Χ. και σ’ αυτήν του μοντέρνου ανθρώπου. Παρατηρεί κανείς πράγματι μιαν παρόμοια συμπεριφορά, που προδίδει έναν συγκρίσιμο διαχωρισμό, στα περιοδικά και τις δημοσιεύσεις για την παραψυχολογία, τη μαγεία και τις απόκρυφες ύλες της εποχής μας. Οι συγγραφείς είναι γοητευμένοι απ’ το θέμα τους, που επίσης κάπου τους αγγίζει, αλλά εμφανίζουν ταυτόχρονα – εν μέρει για να φανούν πεφωτισμένοι (ελευθερόφρονες), κι εν μέρει από φόβο – μιαν καταδεχτική έκφραση απέναντι στο υλικό που χειρίζονται, που υποδηλώνει, πως αυτοί οι ίδιοι δεν δίνουν πίστη σε τέτοια πράγματα. Μπορούμε να πούμε, πως είναι τυπικό για μιαν υπερβολικά ορθολογική συνείδηση, το να φοβάται τα απόκρυφα φαινόμενα και να επαίρεται γι’ αυτό ειρωνικά ή «πεφωτισμένα» απέναντί τους.

Προς μεγάλη μου έκπληξη έχω συναντήσει κι εγώ πρωτόγονους ανθρώπους, που πίστευαν απόλυτα στη μαγεία και τα φαντάσματα, τα οποία έβλεπαν και με τα οποία μιλούσαν, κρατούσαν ωστόσο την ίδια στάση. Είχαμε στην οικογένειά μας ένα κορίτσι, που καταγόταν από μιαν πολύ πρωτόγονη, αγροτική οικογένεια, είχε παραψυχολογικά χαρίσματα και μπορούσε να συνομιλή με τα πνεύματα. Μιλούσε τρείς βδομάδες τον μήνα με πνεύματα, τα εξόρκιζε και έκανε κάθε τι το πιθανό μ’ αυτά. Όμως μετά αισθανόταν ξαφνικά, πως αυτό πήγαινε πάρα πολύ μακριά, κι έλεγε: «Ξεύρετε, τα πνεύματα δεν υπάρχουν, κι όλα αυτά είναι ανοησία». Την επόμενη μέρα μιλούσε ξανά μαζί τους. Ήμουν κατάπληκτη, όταν το ανακάλυπτα αυτό στην παιδική μου ηλικία, μέχρι που έμαθα πως οι σιβηριανοί σαμάνοι, που περιβάλλονται πλήρως από παραψυχολογικά φαινόμενα, έχουν ζωντανές εμπειρίες με τέτοια απόκρυφα πράγματα και γνωρίζουν άρα περισσότερα γι’ αυτό απ’ οποιονδήποτε άλλον, συμπεριφέρονται έτσι ακριβώς ανάμεσα στους συντρόφους τους. Όταν συναντιούνται, κάνουν σαν να μην ήταν το έργο τους τίποτα άλλο, παρά μαγεία και εξαπάτηση.

Βλέπουμε εδώ δυό αμφίσημες αντιδράσεις: η μια είναι φόβος, επειδή τέτοια πράγματα είναι επικίνδυνα, και αγωνίζεται κανείς να τα απωθήση έτσι, ώστε το Εγώ να προφυλαχθή απλήγωτο, να κρατηθή το κεφάλι πάνω απ’ το νερό. Η άλλη στάση είναι ειδικά αυτή του πολιτισμένου ανθρώπου και δείχνει περιέργεια, έλξη και γοητεία. Θα φανή, πως είχε κι ο Απουλήιος το ίδιο πρόβλημα. Ήταν απ’ τη μια πλευρά εντελώς γοητευμένος από απόκρυφα, παραψυχολογικά προβλήματα και έδειχνε απ’ την άλλη αυτήν την αντίδραση, που μπορούμε να την ερμηνεύσουμε ως διανοητική αποστασιοποίηση βασισμένη σ’ έναν κατανοητό φόβο.

Αν προσπαθήσουμε να δούμε πιο βαθειά, τί συνέβαινε στο πίσω μέρος της εποχής, μέσα στην οποία είχε την ατυχία να γεννηθή ο Απουλήιος, τότε παρατηρούμε, πως ήταν μια εποχή που έμοιαζε από διαφορετική άποψη με τη δική μας. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν εξωτερικά ακόμα στο ύψος της πολιτικής της δύναμης, όμως η αρχική θρησκευτικο-ηθική ορμή, ολόκληρη η ηθική διάρθρωση της Αυτοκρατορίας ήταν ήδη εντελώς εκφυλισμένη. Για να χρησιμοποιήσουμε μια δραστική γλώσσα: ο Απουλήιος είχε γεννηθή μέσα στο αποσυντιθέμενο πτώμα ενός θνήσκοντος πολιτισμού, καθόσον εννοούνται μ’ αυτό πνευματικές αξίες. Σ’ αυτήν την εκφυλισμένη αυτοκρατορία είχε βέβαια ήδη ξεκινήσει στη λιγότερο αναμενόμενη γωνιά η ανανέωση, σ’ έναν τόπο, που δεν θα το είχε υποθέσει κανείς: στη Ναζαρέτ. Διαδίδονταν όμως αργά, κρυφά και υπόγεια στον απλό λαό, και κυρίως στους κύκλους των σκλάβων.

Αν θέλη ν’ αποκτήση κανείς μιαν αίσθηση, τί σκέφτονταν τα καλλιεργημένα, προνομιούχα και μορφωμένα στρώματα αυτής της εποχής στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του καιρού γύρω απ’ τη γέννηση του χριστιανισμού, πρέπει να διαβάση το γράμμα, που έγραφε ο Πλίνιος το έτος 119 μ.Χ. στον αυτοκράτορα Τραϊανό, το αρχαιότερο ντοκουμέντο για τους χριστιανούς, που διαθέτουμε απ’ αυτήν την εποχή. Όταν έγινε ο Πλίνιος διοικητής της Βιθυνίας, του παρουσίασαν μιάν ανώνυμη λίστα προσώπων, που ανήκαν τάχα σε μια χριστιανική αίρεση, που την κατηγορούσαν, πως ήταν επικίνδυνη για την ασφάλεια του κράτους. Έγραφε το έτος 119 μ.Χ. στον Τραϊανό, πως είχε ανακαλύψει αυτούς τους ανθρώπους κι εφόσον δεν επιτρεπόταν να βασανίζονται Ρωμαίοι πολίτες, είχε βασανίσει δυό σκλάβες, που ανήκαν στην αίρεση. Δεν μπόρεσε όμως, όπως έλεγε, να μαντεύση κάτι περισσότερο απ’ αυτές από μια διεστραμμένη δεισιδαιμονία (prava superstitio), για την οποία πίστευε, πως επρόκειτο εδώ για εντελώς αθώες πολιτικά συνήθειες. Οι άνθρωποι αυτοί συναντιόντουσαν την Κυριακή, που την ονόμαζαν την ημέρα του Κυρίου. Τραγουδούσαν μαζί συγκεκριμένα τραγούδια και προσευχές και θα έτρωγαν μαζί. Επειδή μπορούσε παρ’ όλα αυτά να είναι αυτό τόπος επώασης πολιτικών συνομωσιών, απαγόρευσε το κυριακάτικο φαγητό, απελευθέρωσε όμως απ’ την άλλη τον «παραπλανημένο, τρελλό λαό». Η έρευνα είχε ωστόσο το επιθυμητό αποτέλεσμα: οι ζωέμποροι είχαν πιθανώς παραπονεθή προηγουμένως, ότι πουλιόντουσαν λιγότερα ζώα για πράξεις θυσίας, η αγορά όμως είχε τώρα ανακάμψει.

Οι λέξεις “prava superstitio” ( διεστραμμένη δεισιδαιμονία ) μας επιτρέπουν να διακρίνουμε, τί σκέφτονταν οι μορφωμένοι άνθρωποι εκείνης της εποχής γι’ αυτήν την καινούργια υπόγεια κίνηση. Φαίνεται όμως εδώ απ’ την άλλη μεριά το επαναφυπνιζόμενο ενδιαφέρον των ανθρώπων, που αναζητούσαν θρησκευτική ανανέωση. Ακόμα πιο ελκυστικές ήταν οι λατρείες του Μίθρα, του Διόνυσου και αιγυπτιακές λατρείες, τα μυστήρια του Σέραπι και της Ίσιδας, στα οποία εύρισκαν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής εσωτερική πλήρωση. Μόνο ένα μικρό μέρος του πληθυσμού είχε μυηθή ωστόσο σ’ αυτές τις μυστικές λατρείες. Το μεγαλύτερο μέρος δεν πίστευε τίποτα πια. Ακολουθούσε ένα είδος μηδενιστικής ή εθνικιστικής φιλοσοφίας, ενώ τα θρησκευτικά ενδιαφέροντα των κατώτερων στρωμάτων του πληθυσμού προς την πρωτογενή βαθμίδα μαγείας και δεισιδαιμονίας, αστρολογίας, μαντείας, χειρομαντείας και τέτοιων αρχαϊκών σχέσεων επέστρεφαν στο ασυνείδητο.
Ο Απουλήιος πήγε κατ’ αρχάς στην Καρθαγένη στο σχολείο, σπούδασε μετά αργότερα στην Αθήνα τις κλασσικές επιστήμες και έγινε ένας απ’ τους θαυμαστές του Πλούταρχου. Αγωνιζόταν να γίνη αποδεκτός σε όσο το δυνατόν περισσότερες μυστηριακές λατρείες, που μπορούσε να το κάνη βασισμένος στις οικογενειακές του σχέσεις. Μυήθηκε πιθανώς στα Ελευσίνια μυστήρια, κατέβηκε στη σπηλιά του Τροφώνιου και ταξίδεψε αργότερα στη Μικρά Ασία αναζητώντας άλλες μυστηριακές λατρείες, ενδεχομένως εκείνη του Μίθρα.

Απ’ τα έργα του διατηρήθηκαν εντελώς ακέραια μόνον η Απολογία του, μερικά φιλοσοφικά δοκίμια και το πραγματευόμενο εδώ μυθιστόρημα. «Ο χρυσός γάιδαρος» ήταν λόγω του πορνογραφικού περιεχομένου του το ευνοημένο κείμενο των φτωχών άσημων μοναχών και μοναζουσών στα μοναστήρια στη διάρκεια ολόκληρου του Μεσαίωνα. Έφτιαχναν αντίγραφα και έπαιρναν από ’κεί όλες τις απαγορευμένες πληροφορίες, έτσι ώστε να διατηρηθή μ’ αυτόν τον τρόπο ευτυχώς το βιβλίο μέχρι σήμερα.

Για να πλησιάσουμε ωστόσο περισσότερο στο περιεχόμενο του μυθιστορήματος, πρέπει να εξετάσουμε έστω για λίγο και τις φιλοσοφικές ιδέες του συγγραφέα, προπάντων εφόσον αυτές αναφέρονται στη θεωρία του για την ανθρώπινη ψυχή. Ανάλογα με τις απόψεις του Πλούταρχου «De genio Socratis» εξέδωσε κι αυτός τις δικές του κάτω από τον τίτλο «De Deo Socratis». Πρόκειται σ’ αυτό το σύγγραμμα για το δαιμόνιο του Σωκράτη για μιαν εξόχως ενδιαφέρουσα θεωρία με την εξής ουσία: λέει, πως οι Ολύμπιοι Θεοί, στους οποίους πίστευαν οι άνθρωποι αυτής της εποχής, είναι πάρα πολύ απομακρυσμένοι, ώστε να αναλάβουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο με αίσθημα την ανθρώπινη ύπαρξη. Κοίταζαν τυχαία ούτως ειπείν απ’ τον Όλυμπο προς τα κάτω, και μόνον όταν τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα, έστελναν το χτύπημα μιας αστραπής, δεν ενδιαφέρονταν όμως αλλιώς συγκινισιακά κατά κανέναν τρόπο για τις ανθρώπινες υποθέσεις. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να φέρη γι’ αυτό τις ασήμαντές του φροντίδες κι εκείνο, που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε προσωπικά αισθήματα και ευαισθησίες, μπροστά στους θεούς. Αυτά τα διαβίβαζαν οι «δαίμονες», πνεύματα με τη θετική σημασία της λέξης. Αυτοί οι δαίμονες ήταν τα αρχετυπικά υποδείγματα γι’ αυτό, που έγιναν αργότερα, στον χριστιανισμό, οι άγγελοι. Έφερναν τις προσευχές των ανθρωπίνων υπάρξεων ψηλά προς τους θεούς και μεσολαβούσαν ως αγγελιοφόροι προς τα ’δώ και προς τα ’κεί.

Σε αντίθεση με τους Ολύμπιους θεούς, μπορούσαν οι δαίμονες να συγκινηθούν συναισθηματικά. Μπορούσαν να αισθανθούν συμπόνοια ή οργή και να επηρεασθούν. Μπορούσε να τους δώση κανείς με τη μαγεία ή τις προσευχές μια θετική ή αρνητική ώθηση. Πέρα όμως απ’ αυτό είχε κάθε ξεχωριστό άτομο τον «ίδιό» του «δαίμονα», τον δικό του ειδικό δαίμονα. Δεν λέω «δαίμονας», αφού αυτό προκαλεί αρνητικούς συνδυασμούς – λανθασμένα στα δικά μας συμφραζόμενα, αφού πρόκειται για μια μεταγενέστερη εποχή -, αλλά δαίμων, τη λέξη που μεταφράζει κατάλληλα ο Απουλήιος με το καλό πνεύμα στα λατινικά. Από γιουγκιανή άποψη θα μπορούσε να χαρακτηρίση κανείς το καλό πνεύμα (genius) ως προσυνειδητή μορφή της ατομικότητας – ως προσυνειδητό Εγώ και προσυνειδητόν Εαυτό (Selbst) ταυτόχρονα - , δηλαδή ως πυρήνα ολόκληρης της προσωπικότητας. Στη Ρώμη πρόσφερνε π.χ. κάποιος τη μέρα των γενεθλίων του στο ίδιό του το καλό πνεύμα μια θυσία, ώστε να επιθυμή αυτό να του προσφέρη μια καρποφόρα καινούργια χρονιά. Το καλό πνεύμα καθιστούσε κάποιον «πνευματικά καλόν» – να σπινθηροβολά από πνεύμα και ζωή. Η ρίζα της λέξης έχει φυσικά να κάνη κάτι και με το γένος (genus) – τη σεξουαλικότητα, βοηθούσε έναν άντρα ή μιά γυναίκα στη σεξουαλική δύναμη, τον καθιστούσε επαγγελματικά ικανό και πνευματικά δημιουργικό. Μπορούσε να καθιστά επίσης κάποιον πνευματώδη - ευφυή, να τον μεταθέτη σε καλή διάθεση, να τον καθιστά ικανό να εκρέη ζωτική δύναμη και να αισθάνεται σε όλα τα επίπεδα ευτυχισμένα ζωντανός, να είναι δημιουργικά «μεγαλοφυής». ( Η σημερινή δική μας ειδική χρήση της λέξης Genius είναι απέναντι σ’ αυτό πολύ περιορισμένη.) Οι γυναίκες είχαν στη θέση ενός Genius έναν ειδικό θηλυκό ψυχικό πυρήνα, μια Juno.

Όταν εξευγένιζε κάποιος τον ιδιαίτερό του δαίμονα με τον σωστό τρόπο της ηθικής και θρησκευτικής διαγωγής, τότε αυτός εξελισσόταν – όπως λέει ο Απουλήιος – μετά τον θάνατο σε μια θετική μορφή, που την ονομάζει Λάρητα (Lar). Οι Λάρητες είναι σπιτικοί θεοί. Στη Ρώμη μιλούσε κανείς για Πένητες και Λάρητες. Είναι τα πνεύματα των πεθαμένων. Αυτό που απομένει απ’ την ανθρώπινη ύπαρξη μετά τον θάνατο, γίνεται ένας Λάρης, ένα θετικό, προστατευτικό καλό πνεύμα του σπιτιού. Στο ρωμαϊκό σπίτι τιμόνταν περαιτέρω η μνήμη ενός νεκρού. Ο γυιός έχυνε κρασί για τους Λάρητες, που κατοικούσαν σε μικρά αγάλματα σπιτικών θεών, βρίσκονταν συνήθως πάνω στο τζάκι και ενσάρκωναν το πνεύμα των νεκρών. Θεωρούσε κανείς γι’ αυτούς, πως πολλαπλασίαζαν τη γονιμότητα της οικογένειας και προφύλασσαν το σπίτι από συμφορά φωτιάς και νερού. Αγρυπνούσαν για τα ερχόμενα ως ένα είδος θετικού προστατευτικού προγονικού πνεύματος. Σύμφωνα με τον Απουλήιο γινόταν εκείνος, που παραμελούσε τον ίδιό του δαίμονα, μετά τον θάνατο μια Λάρβα, ένα κακό πνεύμα, που τον ξυπνούσε και τον ενοχλούσε τη νύχτα. Έκανε τους ανθρώπους κατειλημμένους κι έφερνε αρρώστεια, που έπρεπε να εξορκισθή.

Σε τέτοιες παραστάσεις πίστης διατηρούνται ακόμα οι αρχαιότερες αρχετυπικές ιδέες της ανθρωπότητας. Η ιδέα ενός προγονικού πνεύματος, που γίνεται οικιακό πνεύμα, συναντάται σε πολλές αφρικανικές φυλές, που διατηρούν κρανία των προγόνων τους στην καλύβα ως ένα είδος προστατευτικών πνευμάτων. Η ιδέα, ότι εξαρτάται απ’ τη διαγωγή ενός ανθρώπου, αν θα γίνη μετά τον θάνατο ένα θετικό ή αρνητικό πνεύμα, είναι μάλλον περιορισμένη στη Ρώμη, αν και υπάρχει επίσης σε ορισμένες πρωτόγονες φυλές. Στη δυτική Νιγηρία π.χ. έχουν οι άνθρωποι τις ίδιες ιδέες, πιστεύουν όμως, πως η θετική ή αρνητική συμπεριφορά ενός προγονικού πνεύματος δεν εξαρτάται μόνο, απ’ το αν έχη συμπεριφερθή σωστά κάποιος στη διάρκεια της ζωής του σύμφωνα με τα δικά τους μέτρα (νομίζουν εντελώς γενικά, ότι ένας καλός άνθρωπος γίνεται ένα καλό πνεύμα κι ένας κακός ένα κακό πνεύμα). Έχουν όμως ταυτόχρονα και ορισμένους νόμους – ταμπού. Όταν πηδάη μια γάτα ή ένα άλλο ακάθαρτο ζώο πάνω απ’ το πτώμα ενός καλού ανθρώπου, πριν αυτός να καή, μπορεί να σημαίνη, πως θα γίνη ένα κακό πνεύμα. Σύμφωνα με τον Απουλήιο εξαρτάται ωστόσο η ποιότητα του Λάρητα που αποτελεί τον δαίμονα ή της Λάρβας απ’ τη θρησκευτική και ηθική στάση. Λέει, πως ορισμένες δεσπόζουσες θρησκευτικές προσωπικότητες, π.χ. ο Σωκράτης κι ο Ασκληπιός, ανέπτυσσαν σ’ έναν τέτοιον βαθμό τον εσωτερικό τους δαίμονα στη διάρκεια της ζωής τους, ώστε γινόταν ορατός απ’ αυτούς ως ένα αυτόνομο μέρος. Ο Σωκράτης κατείχε στη διάρκεια της ζωής του αυτήν τη στενή εσωτερική επαφή προς τη μεγαλύτερή (σπουδαιότερή) του προσωπικότητα, προς αυτό, που θα εξακολουθούσε να ζη μετά τον θάνατό του ως η ψυχή του. Εξέχουσες θρησκευτικές προσωπικότητες ανέπτυσσαν τον δαίμονά τους σε κάτι υψηλότερο απ’ ό,τι το μέσο άτομο. Ανύψωναν το δυναμικό της ασυνείδητης μεγαλύτερης (σπουδαιότερης) προσωπικότητάς τους ή το φόρτωναν σε τέτοια έκταση, ώστε ο δαίμονάς τους γινόταν μετά τον θάνατό τους ένα είδος συλλογικής ή τοπικής θεότητας. Και δεν προσεύχονταν μόνον οι λιγοστοί απόγονοι σ’ αυτόν τον Λάρητα τιμώντας τον ως πρόγονο, αλλά τον λάτρευαν πολλοί άνθρωποι ή απευθύνονταν σ’ αυτόν παρακαλώντας τον για βοήθεια, έτσι ώστε γινόταν ένα προστατευτικό πνεύμα μιας ολόκληρης κοινότητας.

Υπάρχουν ως προς αυτό αναρίθμητοι παραλληλισμοί. Έτσι βλέπει κανείς ακόμα σήμερα παντού στην Αίγυπτο τα πανέμορφα μικρά μνήματα των σεΐχηδων, γιατί τέτοιοι ευσεβείς άνθρωποι δεν εξορίζονταν στο νεκροταφείο, αλλ’ είχαν μικρά ταφικά παρεκκλήσια στην έρημο, όπου πηγαίνουν κι άλλοι εκτός απ’ τους συγγενείς να προσευχηθούν. Ακόμα κι ο σπόρος ή η αρχή της λατρείας των αγίων στην καθολική εκκλησία είναι παρόμοιος, αφού κατάγεται εν μέρει απ’ αυτήν την τιμή του καλού πνεύματος μιας νεκρής δεσπόζουσας θρησκευτικής προσωπικότητας. Στην καθολική εκκλησία ξεκίνησε αυτό με τα μνήματα των μαρτύρων και εξελίχθηκε αργότερα σε κείνο, που ονομάζουμε σήμερα λατρεία των αγίων. Δεν έγινε ωστόσο αυτή η λατρεία μέρος του δόγματος πριν τον 11ο και 12ο αιώνα.

Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε από πιο κοντά αυτήν τη θεωρία του καλού πνεύματος του Απουλήιου, αφού δεν έχει ερευνηθή ακόμα, με λίγες εξαιρέσεις, μέχρι τώρα σοβαρά: Σε λογοτεχνικά έργα την υπαινίσσονται το πολύ με υποτιμητικό τρόπο ως μιαν επανάληψη των ιδεών του νεοπλατωνισμού ή του Πλούταρχου. Μου φαίνεται όμως, πως ο τρόπος της δικής του παρουσίασης σημαίνει παρ’ όλ’ αυτά περισσότερα. Κατά την άποψή μου δεν είναι μόνο ιδέα πίστεως ή θεωρία, αλλά περιέχει περισσότερο ή λιγότερο αυτό που π ί σ τ ε υ ε συνειδητά ο Απουλήιος. Για κείνους που μπορούν να το ξεκλειδώσουν με τη βοήθεια της γιουγκιανής ψυχολογίας του βάθους, προκύπτει μια πολύ διδακτική εικόνα. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως αντιπροσωπεύει τη σχέση ενός ανθρώπου αυτής της εποχής με τον εαυτό του (Selbst). Με το "Selbst" εννοεί ο Γιουνγκ ως γνωστό τη συνειδητή και ασυνείδητη ολότητα της ψυχής – ένα είδος πυρήνα (nucleus), που ρυθμίζει κεντρικά τις ψυχικές λειτουργίες και που δεν ταυτίζεται κατά κανέναν τρόπο με το συνειδητό Εγώ. Οι Ινδοί, όπως και μερικοί απ’ τους μυστικούς μας, έχουν αναζητήσει μεταξύ των άλλων άμεσες εμπειρίες μ’αυτόν τον πυρήνα (atman) και του έχουν αναγνωρίσει μιαν εσωτερική πραγματικότητα, που είχε όμως πιο συχνά προβληθή σε μιαν εξωτερική μορφή ή έναν προστατευτικό δαίμονα. Στο τέλος του «Χρυσού γαϊδάρου» εμφανίζεται αυτός ο δαίμων ή το σύμβολο του Ταυτού στη μορφή του θεού Όσιρι˙ προηγουμένως έχει ήδη ενσαρκωθή με τον θεό Έρωτα. Ο Όσιρις ήταν για τους Αιγύπτιους ένας συλλογικός θεός, όμως δέχονταν πως ζούσε και σε κάθε άτομο και παρίστανε την ψυχή που επιζούσε μετά τον θάνατο. Κατά τον Πλούταρχο ο Όσιρις είναι ένας «δαίμων». Σε όλους τους πρωτόγονους πολιτισμούς το ασυνείδητο θεωρείται κατ’ αρχάς ως μια εξωτερική ύπαρξη, είτε με τη μορφή ενός αόρατου πνεύματος, που μας συνοδεύει, είτε με προβολή σ’ ένα φυλαχτό, έναν φαρμακευτικό σάκκο ή έναν άλλον φορέα παρόμοιου είδους. Οι γνωστικοί έβλεπαν σ’ αυτό το πνεύμα μιαν «προσφυή ψυχή». Το ότι επρόκειτο όμως για ένα εσωτερικό στοιχείο του ατόμου καθαρά ψυχικής φύσης, άρχισαν να το αναγνωρίζουν όλο και πιο καθαρά προπάντων στις μυστηριακές λατρείες της ύστερης αρχαιότητας. Κι αυτό το βίωσε πάρα πολύ βαθειά ο Απουλήιος.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: