Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής - ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ (2)

  Συνέχεια από: Τρίτη 7 Μαρτίου 2023

ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΥΖΙΚΟΥ


2

Από τον ίδιο λόγο, στο λεγόμενο· «Ποια είναι η σοφία που με περιβάλλει και τι είναι αυτό το μεγάλο μυστήριο; Ή μήπως θέλει, ενώ είμαστε μοίρα του Θεού κι έχουμε απορρεύσει από τον ουρανό, για να μη κυριευθούμε από έπαρση εξαιτίας της αξίας μας και καταφρονήσουμε τον Κύριο, να προσβλέπουμε πάντοτε προς αυτόν κατά τη μάχη και την πάλη μας προς το σώμα και η ασθένεια η δεμένη μαζί μας να είναι παιδαγωγία για το αξίωμά μας;».


Όταν κάποιοι διαβάζουν αυτά τα λόγια, επειδή δεν περιμένουν κανένα μισθό, όπως φαίνεται, για τον κόπο τους προς αναζήτηση της αλήθειας, καταφεύγουν στο εύκολο που αντλεί πολλή βοήθεια από τα ελληνικά διδάγματα, μιλώντας και για τη λογική ενότητα των λογικών όντων που κατά τη γνώμη τους υπήρχε κάποτε, σύμφωνα με την οποία είμαστε σύμφυτοι (συμφυείς) με το Θεό και είχαμε σταθερή παραμονή μέσα σ' αυτόνΑκόμη και για την γενόμενη κίνηση που άρχισε, κι εξαιτίας της -διασκορπισμένα σε διάφορες κατευθύνσεις- τα λογικά (για τη δημιουργία του σωματικού τούτου κόσμου) μας έκαναν να δούμε το Θεό, για να δεθούν αυτά μέσα σε σώματα προς τιμωρία για τις προηγούμενες αμαρτίες τους· αυτά νομίζουν ότι υπαινίσσεται ο δάσκαλος με τα λόγια αυτά. Αλλ' αγνόησαν ότι κάνουν αδύνατες υποθέσεις και καταστοχάζονται απραγματοποίητα πράγματα, όπως προχωρώντας με λογική θ' αποδείξει ο αληθινός λόγος.

Αν δηλαδή το Θείον είναι ακίνητον, επειδή πληρώνει (γεμίζει) τα πάντα, ενώ το κάθετι που έχει λάβει το είναι από το μη ον είναι κινητό, επειδή οπωσδήποτε κινείται προς κάποια αιτία και δεν έχει σταματήσει ακόμα κανένα κινούμενο, επειδή δεν έχει ακόμα αναπαύσει στο έσχατο επιθυμητό τη δύναμη της επιθυμίας του (γιατί κανένα άλλο δεν μπορεί ως από τη φύση του να σταματήσει αυτό που κινείται, παρά μόνο όταν φανεί το έσχατο), άρα κανένα κινούμενο δε σταμάτησε, επειδή δεν επέτυχε ακόμα το έσχατο επιθυμητό· για το λόγο ότι δε σταμάτησε με την εμφάνισή του την κίνηση εκείνων που κινούνται γύρω από αυτό. Κι αν αυτό λένε ότι έγινε κάποτε με διαταγή και τα λογικά διασκορπίστηκαν με παράγγελμα από τη σταθερή παραμονή τους μέσα στο έσχατο και μόνο επιθυμητό, για να μη φλυαρώ για το ποια είναι η απόδειξη, θα υποθέσουν αναγκαστικά ότι τα λογικά όντα θα έχουν στο άπειρο τις ίδιες μεταπτώσεις στα ίδια. Γιατί αυτό που μπόρεσαν από την πείρα τους μια φορά να το περιφρονήσουν, κανένας λόγος δε θα εμποδίσει να μπορούν να το περιφρονούν για πάντα. Να συμπεριφέρονται όμως έτσι τα λογικά όντα και να μην έχουν ούτε να ελπίζουν κάποιο αμετακίνητο θεμέλιο της σταθερότητάς τους μέσα στο καλό, τι άλλο θα μπορούσε να υπάρξει πιο ελεεινό από αυτό;

Εάν πάλι ισχυρισθούν ότι μπορούν αλλά δε θέλουν, επειδή έχουν λάβει πείρα για το αντίθετο, και έτσι πάλι όχι γι' αυτό το ίδιο ως καλό, αλλά εξαιτίας του αντίθετου εξ ανάγκης δείχνουν τη στοργή τους προς το καλό, επειδή δεν είναι από τη φύση του (αγαθό) ή κυρίως ποθητό. Γιατί ό,τι δεν είναι από τον εαυτό του αγαθό και ποθητό και δεν προσελκύει προς τον εαυτό του κάθε κίνηση, δεν είναι κυρίως καλό. Και γι' αυτό δικαιολογημένα ούτε και συγκρατεί την επιθυμία εκείνων που ευχαριστεί, αλλά στο τέλος και χάρη θα ομολογήσουν στο κακό, εκείνοι που καλλιεργούν αυτό το φρόνημα, γιατί τάχα από αυτό διδάχθηκαν το δέον και έμαθαν καλά πως είναι η παγίωση μέσα στο καλό, και θα μπορούσαν αυτό να το πουν υποχρεωτικά γένεση. Αυτό βέβαια, αν κατάλαβαν ότι αρμόζει σ' αυτούς και είναι χρησιμότερη από την ίδια τη φύση, επειδή τους διδάσκει εκείνο που τους συμφέρει και επειδή γεννά το σπουδαιότερο από όλα τα αποκτήματα, εννοώ την αγάπη, σύμφωνα με την οποία κατά φυσικό λόγο όλα όσα γίνονται από το Θεό συγκεντρώνονται στο Θεό κατά τρόπο μόνιμο και αμετάβλητο.

Και πάλι η γένεση των αισθητών και νοητών που δημιούργησε ο Θεός προεπινοείται της κινήσεως. Γιατί δεν είναι δυνατόν να υπάρχει πριν από τη γένεση κίνηση. Η κίνηση δηλαδή εκείνων που έχουν γίνει είναι των νοητών νοητή και των αισθητών αισθητή. Γιατί δεν υπάρχει κανένα απολύτως από όσα έχουν δημιουργηθεί που να είναι ακίνητο κατά την ουσία του, ούτε από αυτά ακόμα τα άψυχα και τα αισθητά, όπως ενόμισαν οι πιο επιμελείς μελετητές των όντων. Γιατί δίδαξαν αυτοί ότι όλα κινούνται ή ευθύγραμα ή κυκλικά ή ελικοειδώς. Κάθε κίνηση δηλαδή δημιουργείται με τον απλό ή τον σύνθετο τρόπο. Εάν λοιπόν προεπινοείται η γένεση της κίνησης εκείνων που την έχουν, τότε η κίνηση νοείται μετά τη γένεση εκείνων που την έχουν, επειδή έρχεται στο νου έπειτα από αυτήν. Και αυτήν την κίνηση την ονομάζουν δύναμη φυσική, που σπεύδει προς το οικείο τέλος ή πάθος, δηλαδή την κίνηση, που γίνεται από το ένα στο άλλο, κι έχει ως τέλος το απαθές, ή ενέργεια δραστική που τέλος της έχει το αυτοτελές. Κανένα από όσα έχουν δημιουργηθεί δεν είναι τέλος του εαυτού του, επειδή δεν είναι ούτε το ίδιο αιτία του εαυτού του, γιατί αλλιώς θα ήταν αγένητο (αδημιούργητο), άναρχον και ακίνητον (και δε θα είχε αρχή ούτε κίνηση), αφού δεν θα έχει από ποιο κατά κάποιο τρόπο να κινηθεί. Γιατί υπερβαίνει τη φύση των όντων, αφού δεν υπάρχει εξαιτίας κανενός, αν είναι αληθινός, έστω κι αν είναι ξενικός ο ορισμός, που λέει
· «Τέλος είναι εκείνο που εξαιτίας του υπάρχουν τα πάντα, αυτό όμως υπάρχει εξαιτίας κανενός». Ούτε αυτοτελές είναι, γιατί είναι ανενεργό επειδή δεν είναι πλήρες και επίσης δεν έχει το είναι του από πουθενά. Γιατί το αυτοτελές είναι κατά κάποιο τρόπο και χωρίς αιτία. Ούτε απαθές είναι, επειδή είναι και μόνο και άπειρο και απεριόριστο. Γιατί το απαθές δεν έχει καθόλου στη φύση του το πάσχειν, επειδή ούτε ποθεί κάτι άλλο ούτε το κινεί προς κάτι άλλο ο πόθος του.

Κανένα λοιπόν από τα δημιουργημένα που είχε κίνηση δε σταμάτησε, επειδή δεν πέτυχε ακόμα την πρώτη και μόνη αιτία, από την οποία λαμβάνουν τα όντα το είναι, ή επειδή δεν βρέθηκε ακόμα μέσα στο έσχατο ποθητό, ώστε να νομισθεί ότι ο διασκορπισμός των λογικών όντων από την προηγούμενη ενότητα προκάλεσε στη συνέχεια μέσα του τη γένεση των σωμάτων. Και το επιβεβαιώνουν αυτό οι άγιοι ο Μωυσής και ο Δαβίδ και ο Παύλος, και ο Κύριός τους ο Χριστός, ο ένας διηγούμενος τον βίο του προπάτορα και λέγοντας «να μη δοκιμάσετε από το δένδρο της ζωής», και σ' άλλο σημείο, «δεν φθάσατε ακόμα ως τώρα στην ανάπαυση και στην κληρονομία που σας δίνει ο Κύριος ο Θεός σας». Ο άλλος λέγοντας «θα χορτάσω ατενίζοντας τη δόξα σου», και «ένιωσε δίψα η ψυχή μου για το Θεό που είναι ισχυρός και ζωντανός
· πότε θα φθάσω και θα δω με τα μάτια μου το Θεό». Και ο Παύλος γράφοντας στους Φιλιππησίους· «μήπως και φθάσω στην ανάσταση των νεκρών· δεν λέγω βέβαια ότι ήδη την έχω επιτύχει ή ότι είμαι ήδη τέλειος, αλλά επιδιώκω να επιτύχω εκείνο για το οποίο με έκανε και ο Χριστός δικό του». Και στους Εβραίους γράφει· «γιατί εκείνος που εισήλθε στην κατάπαυση του Θεού, σταμάτησε κι αυτός από τα έργα του, όπως ο Θεός από τα δικά του». Και πάλι στην ίδια επιστολή διαβεβαιώνει ότι κανένας δεν επέτυχε τις υποσχέσεις. Ο Κύριος πάλι λέγει· «ελάτε προς εμένα όλοι όσοι κοπιάζετε και λυγίζετε από το φορτίο των μόχθων σας, και εγώ θα σας αναπαύσω».

Απολύτως λοιπόν κανένα από τα δημιουργήματα δε σταμάτησε τη φυσική δύναμή του να κινείται προς τον οικείο σκοπό του, ούτε σταμάτησε την ενέργειά του να την καθοδηγεί προς τον οικείο τέλος του, ούτε έδρεψε τους καρπούς του πάθους της κίνησης, δηλαδή την απάθεια και την ακινησία. Γιατί του Θεού μόνον ιδιότητα είναι το τέλος και η τελειότητα και η απάθεια, επειδή είναι ακίνητος και πλήρης και απαθής, ενώ γνώρισμα των δημιουργημάτων είναι η κίνηση προς το άναρχο τέλος και το σταμάτημα στο άσχετο με το ποσό τέλειο τέλος, και το ν' αποκτήσουν, αλλά να μη είναι ή να γίνουν στην ουσία τους χωρίς ποιο. Γιατί είναι φανερό πως κάθετι που γίνεται και δημιουργείται δεν είναι απεριόριστο. Το πάθος βέβαια πρέπει να το εννοήσουμε με την καλή του έννοια
· γιατί δεν δηλώνεται εδώ το πάθος με την έννοια της τροπής ή της φθοράς, αλλά με τη φυσική ιδιότητα που έχουν όλα τα όντα. Όλα δηλαδή όσα έχουν δημιουργηθεί υφίστανται την κίνηση, επειδή τα ίδια δεν είναι αυτοκίνητα ή αυτοδύναμα.

Αν λοιπόν τα λογικά έχουν γίνει, οπωσδήποτε τότε και κινούνται, γιατί εξαιτίας της ύπαρξής τους κινούνται από την αρχή φυσικώς και με τη δική τους γνώμη προς ένα τέλος για χάρη της μακαριότητας (το ευ είναι). Τέλος δηλαδή της κίνησης όσων κινούνται είναι να υπάρχουν μέσα στο ίδιο το μακάριο είναι, όπως ακριβώς είναι και αρχή το ίδιο το είναι, δηλαδή ο Θεός, ο οποίος και το είναι δίνει και το μακάριο είναι χαρίζει, αφού είναι αρχή και τέλος.

Αν πάλι το νοερό κινείται νοερά ανάλογα με τον εαυτό του, τότε οπωσδήποτε και νοεί
· κι αν νοεί, οπωσδήποτε και ποθεί το αντικείμενο της νόησής του· κι αν ποθεί, υφίσταται οπωσδήποτε και την έκσταση προς αυτό που είναι το ποθητό του· κι αν υφίσταται, είναι φανερό και ότι σπεύδει, κι αν σπεύδει, τότε οπωσδήποτε και επιτείνει τη σφοδρότητα της κίνησης· κι αν επιτείνει ολοένα τη σφοδρότητα της κίνησης, δε σταματά ώσπου να εισέλθει όλο μέσα σ' όλο το ποθητό και να περιληφθεί από όλο, δεχόμενο εκουσίως όλο κι αυτό με τη προαίρεσή του και συνειδητά τη σωτηρία αυτή περιγραφή, για να λάβει ολόκληρο την ποιότητα ολόκληρου εκείνου που το περιγράφει, ώστε καθόλου να μη θέλει στο εξής αυτό που περιγράφεται ν' αναγνωρίζεται ακέραιο από τον εαυτό του, αλλά από αυτό που το περιγράφει. Να γίνει δηλαδή όπως ο αέρας που τον διαπερνά ως πέρα το φως και η φωτιά το σίδερο, όλη σε όλο πυρακτωμένο, ή οποιοδήποτε άλλο από τα όμοια.

Από αυτά συμπερασματικά και κατ’ εικασία μόνο λαμβάνουμε όχι εκείνην που είχαμε και έχει παραφθαρεί, αλλά τη μελλοντική για τους άξιους μετουσία της αγαθότητας
· γιατί όσα ελπίζουμε είναι πάνω από όλα αυτά, αφού, σύμφωνα μ' εκείνο που έχει γραφεί, είναι επέκεινα από όραση και από ακοή και από διάνοια. Και ίσως αυτή είναι η υποταγή, σύμφωνα με την οποία λέει ο θείος Απόστολος ότι ο υιός υποτάσσει στον Πατέρα, όσους δέχονται εκούσια την υποταγή, που έπειτ' από αυτήν ή χάρη σ' αυτήν, «καταργείται ο έσχατος εχθρός, ο θάνατος», επειδή το αυτεξούσιό μας, μέσω του οποίου εισήλθε μέσα μας κι επικύρωσε το κράτος της φθοράς, παραχωρήθηκε εξ ολοκλήρου στο Θεό και που καλά κυβερνά με το να κυβερνάται μη θέλοντας να κάνει κάτι που δεν θέλει ο Θεός, όπως ακριβώς ο ίδιος ο Σωτήρας αποτυπώνοντας στον εαυτό του τον άνθρωπο λέει στον Πατέρα του «όχι όμως όπως θέλω εγώ, αλλά όπως εσύ». Κι έπειτ' από αυτόν ο θείος Παύλος που, σα να έχει αρνηθεί τον εαυτό του και δε γνωρίζει αν έχει πια ζωή δική του, λέει· «και δεν ζω πια εγώ, γιατί ζει μέσα μου ο Χριστός».

Ας μη σας ταράσσει αυτός ο λόγος. Γιατί δεν ισχυρίζομαι πως καταργείται το αυτεξούσιο, αλλά γίνεται μάλλον θέση του φυσική και πάγια και αμετάθετη, δηλαδή παραχώρηση με τη γνώμη μας, ώστε, απ' όπου έχουμε το είναι, από εκεί να ποθήσουμε να λάβουμε και την κίνηση, γιατί η εικόνα ανέβηκε στο αρχέτυπο και προσαρμοσμένη μ' ακρίβεια στο αρχέτυπο σαν εκτύπωμα σφραγίδας και μη έχοντας στο εξής ούτε μπορώντας που αλλού να κατευθυνθεί, ή, για να το πω σαφέστερα και αληθέστερα, μη θέλοντας ενώ μπορεί, γιατί έχει αναλάβει τη θεία ενέργεια, ή καλύτερα με τη θέωση έχει γίνει θεός, κι ευχαριστιέται περισσότερο με την έκστασή της από όσα υπάρχουν φυσικώς σ' αυτήν και όσα νοούνται, κι αυτό, επειδή την έχει υπερκινήσει η χάρη του Πνεύματος κι έδειξε πως έχει μόνο το Θεό να ενεργεί, ώστε να είναι μία και μόνη διαμέσου όλων ενέργεια, του Θεού και των αξίων του Θεού, ή καλύτερα του Θεού μόνο, γιατί έχει περιχωρήσει φιλάνθρωπα όλος όλους τους άξιους. Γιατί είναι απόλυτη ανάγκη όλα να παύσουν την αυτεξούσια κίνηση του πόθου τους προς κάτι άλλο, επειδή φάνηκε και μετέχεται το έσχατο ποθητό, που χωρείται από τον καθένα αχώρητα, για να το πω έτσι, ανάλογα με τη δύναμη εκείνων που το χωρούν, προς το οποίο σπεύδει όλη η πολιτεία και η διάνοια κάθε υψηλού «και στο οποίο σταματά κάθε επιθυμία και δεν προχωρεί καθόλου περ' από αυτό
· γιατί ούτε έχει αυτό όπου τείνει κάθε επειγόμενου η κίνηση και όπου για όσους έχουν γεννηθεί υπάρχει η ανάπαυση από κάθε θεωρία», λέει αυτός ο μακάριος δάσκαλος. Ούτε θα μπορέσει τότε να φανεί κάτι έξω από το Θεό ή να φέρεται κατά του Θεού, για να δελεάσει την επιθυμία κάποιου να κλίνει προς αυτό, επειδή όλα θα έχουν περιληφθεί μέσα σ' αυτόν, νοητά και αισθητά κατά την άφραστη φανέρωση και παρουσία τους όπως ούτε τα αστρικά φώτα και τα ίδια τα άστρα κατά τη διάρκεια της ημέρας, μόλις φανεί ο ήλιος με το άπλετο και ασύγκριτο φως που σκεπάζει την ιδιότητά τους να είναι φώτα κι αυτά, δεν τα αντιλαμβάνεται η αίσθηση ότι καν υπάρχουν. 

Στην περίπτωση όμως του Θεού αυτό συμβαίνει ακόμα περισσότερο και τόσο, όσο η απόσταση ανάμεσα στον άκτιστο και στα κτίσματα είναι άπειρη και διαφορετική. Γιατί τότε μαθαίνοντας, νομίζω, και την ουσιαστική ύπαρξη των όντων ως προς το τι είναι και το πως και το από ποιο εξαρτώνται, δε θα κινηθούμε πια επιθυμητικά προς κάτι για να το γνωρίσουμε, επειδή θα έχει πια ολοκληρωθεί η γνώση μας για καθένα από τα έπειτ' από το Θεό, και μόνη που θα μας περιμένει να την απολαύσουμε ανάλογα στον καθένα θα είναι η άπειρη και θεία και απερίληπτη γνώση που μετέχουμε. Κι αυτό είναι εκείνο που γίνεται αντικείμενο φιλοσοφικής ανάλυσης από τον θεοφόρο αυτόν δάσκαλο «να τον γνωρίσομε κάποτε κι εμείς όσο μας έχει γνωρίσει, όταν ομολογώντας με το νου μας και με το λόγο μας το θεόμορφο τούτο και θείο το αναμίξουμε με τον εαυτό μας και η εικόνα ανεβεί προς το αρχέτυπο, που τώρα την συνέχει ο πόθος του». Για το ότι λοιπόν δεν υπάρχει η θρυλούμενη ενότητα και για το πως συμπεραίνουμε από τα νοήματα και τις σκέψεις της Γραφής που είναι εφικτές τώρα σ' εμάς, ότι θα είναι η κατάσταση των μελλοντικών, ας λεχθούν αυτά.

Για το πως τώρα, ενώ είμαστε μοίρα του Θεού, αποκοπήκαμε από αυτόν, με την οδηγία του Θεού θα συνεχίσω από το σημείο αυτό το λόγο μου.

Ποιος, που έχει τη λογική γνώση και σοφία για τα όντα ότι ο Θεός τα έφερε στο είναι από το μη είναι, αν στην άπειρη διαφορά και ποικιλία των φυσικών όντων φέρει τη θεωρητική δύναμη της ψυχής και με τη λογική εξέταση ξεχωρίσει με το νού του το λόγο της δημιουργίας τους, δεν θα θεωρήσει πολλούς λόγους τον ένα λόγο, που θα διακρίνεται μέσα στην αδιαίρετη διαφορά των κτισμάτων εξαιτίας της ασύγχυτης ιδιομορφίας τους έναντι των άλλων και του εαυτού τους; Και πάλι τους πολλούς λόγους θα τους θεωρήσει ως ένα, που με την αναφορά όλων σ' αυτόν υπάρχει ασύγχυτα από τον εαυτό του, ο Θεός Λόγος του Θεού και Πατρός, που έχει τη δική του ουσία και τη δική του υπόσταση ως αρχή και αιτία των όλων, «από την οποία κτίσθηκαν τα πάντα, τα ουράνια και τα επίγεια, είτε ορατά είτε αόρατα, είτε θρόνοι, είτε κυριότητες, είτε αρχές, είτε εξουσίες, όλα κτίσθηκαν από αυτόν, μέσω αυτού και γι' αυτόν».
Έχοντας λοιπόν τους λόγους των δημιουργημάτων πριν από τους αιώνες υποταγμένους σ' αυτόν με θέληση αγαθή δημιούργησε σύμφωνα μ' αυτή την κτίση από το μηδέν, την ορατή και την αόρατη, έχοντας δημιουργήσει και δημιουργώντας με λόγο και σοφία τα πάντα κατά τον δέοντα χρόνο και όλα γενικά και χωριστά το καθένα. Πιστεύουμε ότι ο Λόγος προηγείται της δημιουργίας των αγγέλων, ο Λόγος προηγείται της καθεμιάς από τις ουσίες και τις δυνάμεις που συμπληρώνουν τον άνω κόσμο· ο Λόγος προηγείται της δημιουργίας των ανθρώπων, ο Λόγος προηγείται της δημιουργίας καθενός όντος που έλαβε το είναι από το Θεό, για να μην τα αναφέρω καθ’ έκαστον, και ο οποίος Λόγος είναι από άπειρη υπεροχή εξαιτίας του εαυτού του άφραστος και ακατανόητος και επέκεινα από κάθε κτίσμα και από τη διαφορά και τη διάκριση που υπάρχει και νοείται σ' αυτήν, και ο ίδιος μέσα σε όλα που προέρχονται από αυτόν φανερώνεται και πολλαπλασιάζεται αγαθοπρεπώς κατά την αναλογία που έχει το κάθε ον, και ανακεφαλαιώνει τα πάντα μέσα στον εαυτό του, στον οποίο έχουν το είναι και τη διαμονή και από τον οποίο προέρχονται όσα έγιναν, όπως έγιναν και για ό,τι έγιναν, και τα οποία, είτε μένουν σταθερά είτε κινούνται, μετέχουν του Θεού. Γιατί όλα, επειδή έχουν γίνει από το Θεό, κατ' αναλογία μετέχουν του Θεού, ή κατά το νού ή κατά το λόγο ή κατά την αίσθηση ή τη ζωτική κίνηση ή την επιτηδειότητα της ουσίας και της έξης, όπως πιστεύει ο μεγάλος και θεοφάντωρ Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.

Καθένα λοιπόν από τα νοερά και λογικά όντα, από τους αγγέλους δηλαδή και τους ανθρώπους, με τον λόγο αυτόν της δημιουργίας του, που βρίσκεται μέσα στο Θεό, λέγεται και είναι μοίρα του Θεού, εξαιτίας του λόγου του που, όπως λέχθηκε, προϋπάρχει μέσα στο Θεό. Χωρίς αμφιβολία λοιπόν αν κινηθεί σύμφωνα με το λόγο του, θα βρεθεί μέσα στο Θεό, μέσα στον οποίο προϋπάρχει ο λόγος του είναι του ως αρχή και αιτία του, και αν δεν θελήσει να στρέψει τον πόθο του σε κανένα άλλο εκτός από την ίδια του την αρχή, δεν αποκόπτεται από το Θεό, αλλά μάλλον με την ανάτασή του προς αυτόν και με την προσήκουσα μετοχή του Θεού γίνεται θεός και λέγεται μοίρα Θεού, επειδή σύμφωνα με τη φύση του σοφά και συνετά μ' ευπρεπή κίνηση φτάνοντας στην ίδια του την αρχή κι αιτία, μετά την ίδια του την αρχή και την άνοδο και αποκατάστασή του στο Λόγο, σύμφωνα με τον οποίο δημιουργήθηκε, δεν έχει στο εξής που αλλού να κινηθεί και πως αλλιώς να κινηθεί, αφού η κίνησή του, όπως είναι φανερό, προς το θείο στόχο έχει ήδη λάβει ως πέρας της τον ίδιο το θείο στόχο.

Αυτό δηλώνει και ο άγιος Βασίλειος στην ερμηνεία του στον άγιο προφήτη Ησαΐα λέγοντας τα εξής· «Σάββατα αληθινά είναι η ανάπαυση που περιμένει το λαό του Θεού, τα οποία, επειδή είναι αληθινά, τ' ανέχεται ο Θεός, και φτάνει σ' αυτά τα Σάββατα της ανάπαυσης αυτός για τον οποίο έχει σταυρωθεί ο κόσμος, που έχει δηλαδή αποχωριστεί από τα κοσμικά, και καταλήγει στον ίδιο του τον τόπο της πνευματικής ανάπαυσης. Σ' αυτόν φτάνοντας δε θα κινηθεί πια από τον τόπο του, γιατί σ' εκείνη την κατάσταση πραγμάτων υπάρχει ησυχία και αταραξία. Τόπος λοιπόν όλων όσοι αξιώνονται αυτή τη μακαριότητα είναι ο Θεός, σύμφωνα με το λόγο της Γραφής· “γίνε μου Θεός πρόμαχος μου και τόπος οχυρός της σωτηρίας μου”». Σ' αυτόν είναι παγιωμένοι ακλόνητα οι λόγοι όλων των όντων, σύμφωνα με τους οποίους λέγεται ότι γνωρίζει τα πάντα πριν από τη γένεσή τους, επειδή τα πάντα σύμφωνα με την ίδια την αλήθεια βρίσκονται μέσα του και πλησίον του. Ακόμα κι αν αυτά τα πάντα, όσα υπάρχουν κι όσα θα υπάρξουν, δε βγήκαν στην ύπαρξη ταυτόχρονα με τους λόγους τους ή με γνώση του Θεού, αλλά δημιουργούνται το καθένα τους στον κατάλληλο καιρό κι όπως πρέπει κατά τη σοφία του Δημιουργού σύμφωνα με τους λόγους τους και παίρνουν κατ' ενεργεία την ατομική τους ύπαρξη. Επειδή εκείνος είναι πάντοτε Δημιουργός κατ' ενέργεια, ενώ αυτά υπάρχουν δυνάμει και όχι ακόμα ενεργεία. Γιατί δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε όσα υπάρχουν το άπειρο και τα πεπερασμένα, ούτε θα φανεί κάποιος λόγος ν' αποδείξει ότι μπορεί να υπάρχει μαζί η ουσία και το υπερούσιο και να συμπεριλάβει σε ένα το άμετρο με το εν μέτρο, το άσχετο με το εν σχέσει, κι αυτό που δεν έχει κατηγορούμενο να κατονομάζεται με ένα οποιουδήποτε είδους κατηγορούμενο, όμοια μ' αυτό που παίρνει ύπαρξη με όλα αυτά τα κατηγορούμενα.

Γιατί όλα τα κτιστά αναφορικά με την ουσία και τη γένεσή τους καταφάσκονται πλήρως περιεχόμενα από τους δικούς τους και τους γύρω από αυτά εξωτερικούς λόγους. Όταν λοιπόν εξαιρεθεί η πλήρης αποφατική θεολογία του Λόγου, σύμφωνα με την οποία ούτε λέγεται ούτε νοείται ούτε είναι γενικά κάτι από όσα αποδίδονται σε κάτι άλλο, ως υπερούσιος, ούτε μετέχεται καθόλου με οποιοδήποτε τρόπο από κάπου, ο ένας λόγος είναι πολλοί λόγοι και οι πολλοί ένας. Κατά την από αγαθή δηλαδή διάθεση δημιουργική και συνεκτική πρόοδο στα όντα του ενός ο ένας Λόγος είναι πολλοί, ενώ κατά την αναφορά και την πρόνοια που στρέφει και χειραγωγεί τα πολλά προς τον Ένα, σαν προς μια αρχή παντοκρατορική ή ένα κέντρο που έχει προπεριλάβει τις αρχές των ευθειών που ξεκινούν από αυτό και επειδή συγκεντρώνει τα πάντα, οι πολλοί είναι ένας Λόγος. Είμαστε λοιπόν και λεγόμαστε μοίρα του Θεού, επειδή προϋπάρχουν μέσα στο Θεό οι λόγοι του είναι μας. Και πάλι λεγόμαστε ότι έχουμε απορρεύσει από άνω, γιατί δεν έχουμε κινηθεί σύμφωνα με το λόγο που προϋπήρχε στο Θεό και κατά τον οποίο γεννηθήκαμε. 

Αλλά και με άλλο τρόπο είναι εύκολο όποιος έχει διδαχτεί να προσεγγίζει μ' ευσέβεια τους λόγους των όντων να εξετάσει το λόγο για το θέμα αυτό.

Αν λοιπόν δεν αμφισβητείται ότι ουσία της αρετής του καθενός είναι ο ένας Λόγος του Θεού (γιατί ουσία όλων των αρετών είναι ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όπως έχει γραφεί· «αυτός που εγενήθη για μας από το Θεό σοφία και δικαιοσύνη και αγιασμός και απολύτρωση», ιδιότητες που λέγονται δηλαδή γι' αυτόν και του ανήκουν σε απόλυτο βαθμό, επειδή είναι αυτοσοφία και δικαιοσύνη και αγιότητα, κι όχι ως προσδιορισμοί που προσδιορίζουν εμάς, για παράδειγμα σοφός άνθρωπος ή δίκαιος άνθρωπος), κάθε άνθρωπος που μετέχει της αρετής κατά πάγια έξη, μετέχει αναμφισβήτητα του Θεού που είναι η ουσία των αρετών, επειδή καλλιέργησε γνήσια και κατά προαίρεση τη σύμφωνη με τη φύση του σπορά του αγαθού και έδειξε ίδιο το τέλος με την αρχή, ή καλύτερα έδειξε πως είναι ένα πράγμα η αρχή και το τέλος, φθάνοντας να είναι ανυπόκριτος (ανόθευτος) συνήγορος του Θεού, αν βέβαια έχει πιστευθεί πως αρχή και τέλος κάθε πράγματος είναι η κατάληξη σ' αυτόν, επειδή την μεν αρχή της ύπαρξης (του είναι) την έλαβε από εκεί και μαζί και το φύσει αγαθό κατά μέθεξη, ενώ το τέλος, επειδή σύμφωνα μ' αυτήν κι αυτοπροαίρετα τέλειωσε με σπουδή το επαινετό δρόμο που οδηγεί αλάθευτα σ' αυτήν, μέσω του οποίου γίνεται θεός, λαμβάνοντας την ιδιότητα του θεού από το Θεό, επειδή με την προαίρεσή του στο κατ' εικόνα Θεού φυσικό καλό και την προαίρεση πρόσθεσε την εξομοίωση με τις αρετές, με την έμφυτη ανάβαση και οικείωση προς την ίδια την αρχή. Κι εκπληρώνεται λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ο αποστολικός λόγος που λέει· «μέσα σ' αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε». Βρίσκεται δηλαδή στο Θεό με την προσοχή, χωρίς να παραβλάψει τον λόγο τού είναι που προϋπάρχει στο Θεό και, δραστηριοποιούμενος με τις αρετές, κινείται στο Θεό σύμφωνα με το λόγο του μακάριου είναι που προϋπάρχει στο Θεό, και ζει στο Θεό κατά το λόγο του αιώνιου είναι που προϋπάρχει στο Θεό.

Ήδη από εδώ σύμφωνα με την απαθέστατη έξη μένοντας ίδιος με τον εαυτό του και ακίνητος, και στη μελλοντική ζωή κατά τη θέωση που θα δοθεί στέργοντας αγαπητικά και αποδεχόμενος τους λόγους που είπαμε και που προϋπάρχουν στο Θεό, ή καλύτερα αποδεχόμενος το Θεό, μέσα στον οποίο έχουν την πάγια σταθερότητά τους οι λόγοι των καλών, ο άνθρωπος είναι και μοίρα του Θεού, και επειδή υπάρχει, εξαιτίας του λόγου του είναι που υπάρχει στο Θεό, κι επειδή είναι αγαθός, εξαιτίας του λόγου του μακάριου είναι που βρίσκεται στο Θεό, κι επειδή είναι θεός, εξαιτίας του λόγου του αιώνιου είναι που βρίσκεται μέσα στο Θεό• είναι μοίρα λοιπόν του Θεού, γιατί τίμησε αυτούς τους λόγους και σύμφωνα μ' αυτούς έπραξε και μέσω των λόγων αυτών τοποθέτησε τον εαυτό του ολόκληρο στο Θεό μόνο και εντύπωσε και μορφοποίησε μέσα στον εαυτό του πλήρως το Θεό μόνο, ώστε κι ο ίδιος να είναι κατά χάρη και να καλείται θεός και ο Θεός από συγκατάβαση να είναι και να καλείται γι' αυτόν άνθρωπος, κι έτσι να δειχθεί η δύναμη της διάθεσης που γι' αυτό αντιπαραχωρείται, δύναμη που και τον άνθρωπο θεοποιεί για χάρη του Θεού εξαιτίας της αγάπης του προς το Θεό (δια το φιλόθεον), και το Θεό για χάρη του ανθρώπου κάνει άνθρωπο εξαιτίας της αγάπης προς τον άνθρωπο (δια το φιλάνθρωπον), και κάνει, σύμφωνα με την ωραία αυτή αντιστροφή, άνθρωπο το Θεό χάρη στην ενανθρώπηση του Θεού, και Θεό τον άνθρωπο χάρη στη θέωση του ανθρώπου. Γιατί ο Λόγος του Θεού και Θεός θέλει πάντοτε και σε όλα να πραγματοποιείται το μυστήριο της ενσωμάτωσής του.

Όποιος όμως, εγκαταλείποντας την ίδια του την αρχή, ενώ τυχαίνει να είναι μοίρα του Θεού εξαιτίας του λόγου της αρετής που έχει μέσα του, για το λόγο που εξηγήσαμε, και φέρεται παράλογα προς το μη ον, αυτός δικαιολογημένα λέγεται ότι έχει ξεγλιστρήσει από επάνω, επειδή δεν κατευθύνθηκε προς την ίδια του την αρχή και αιτία σύμφωνα με την οποία και για την οποία και χάρη στην οποία έχει γίνει, και βρίσκεται σε άστατη περιφορά και φοβερή αταξία ψυχής και σώματος, πραγματοποιώντας την αποτυχία του με την εκούσια ροπή προς το χειρότερο της αλάθευτης και αμετάβλητης αιτίας. Από αυτό μπορεί να κυριολεκτηθεί και το γλίστρημα (ρεύση), γιατί, ενώ είχε στη διάθεσή του την εξουσία που μπορεί να βάλει χωρίς αγώνα τα θεμέλια της ψυχής εδρασμένα στο Θεό, έκανε θεληματικά ανταλλαγή του καλύτερου και του όντος, με το αδιαφιλονίκητα χειρότερο και μη ον.

Αυτούς τους λόγους που ανέφερα ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μας διδάσκει ότι η Γραφή τους ονομάζει προορισμούς και θεία θελήματα. Όμοια και οι μαθητές του Πάνταινου, που χρημάτισε καθηγητής του μεγάλου Κλήμεντα του Στρωματέα, λένε πως η Γραφή αρέσκεται να τους ονομάζει θεία θελήματα.

Γι' αυτό, όταν ρωτήθηκαν από κάποιους που καμάρωναν για την εξωτερική παιδεία τους και πίστευαν ότι ο Θεός γνωρίζει νοερά τα νοητά και αισθητικά τα αισθητά, πως οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Θεός γνωρίζει τα όντα, απάντησαν ότι ούτε αισθητικά γνωρίζει τα αισθητά ούτε νοερά τα νοητά. Γιατί δεν είναι δυνατό αυτός που υπερβαίνει τα όντα ν' αντιλαμβάνεται τα όντα με τους τρόπους των όντων. Αλλά λέμε ότι αυτός γνωρίζει τα όντα ως ίδιά του θελήματα, προσθέτοντας και τη δικαιολόγηση της διατύπωσής τους. Αν δηλαδή δημιούργησε τα πάντα με το θέλημά του, και δεν υπάρχει γι' αυτό κανένας αντίθετος λόγος, και είναι δόγμα ευσεβές και είναι και δίκαιο να λέμε πάντοτε ότι ο Θεός γνωρίζει το θέλημά του, και καθένα από τα δημιουργήματά του το δημιούργησε θέλοντας, άρα ο Θεός γνωρίζει τα όντα ως ίδιά του θελήματα, επειδή και με τη θέλησή του δημιούργησε τα όντα. Από δω ξεκινώντας κι εγώ νομίζω ότι σύμφωνα με αυτούς τους λόγους λέχθηκε προς το Μωυσή από τη Γραφή ο λόγος, «σ' εγνώρισα περισσότερο από όλους», και για κάποιους άλλους, «γνώρισε ο Κύριος αυτούς που είναι δικοί του» και πάλι σε κάποιους άλλους, «δε σας γνωρίζω». Έκανε δηλαδή τον καθένα προαιρετική κίνησή τού ν' ακούσει τη θεία φωνή ή σύμφωνα με το θέλημα και το λόγο του Θεού ή αντίθετα με το θέλημα και το λόγο του.

Αυτά και τα παρόμοια είχε, νομίζω, στο νού του αυτός ο θεοφόρος άνθρωπος λέγοντας· «όταν τούτο το θεόμορφο και θείο στοιχείο, δηλαδή το νού και το λόγο μας, το αναμίξουμε με το δικό μας, και η εικόνα υψωθεί προς το αρχέτυπο, το οποίο τώρα επιθυμεί…». Και ταυτόχρονα μ' αυτό με τις λίγες αυτές λέξεις και απομακρύνει παιδαγωγικά από την ιδέα τους εκείνους που νόμιζαν ότι είχε φτάσει κάποτε κάποιο ον σ' αυτό το μέτρο των όντων, και υποδηλώνει το λόγο που λέει πως είμαστε μοίρα του Θεού, και υπαινίσσεται τον μελλοντικό ιδιάζοντα χαρακτήρα του μακαρίου τέλους, και παρακινεί προς την ασάλευτη κι ακλόνητη απόλαυση, που δεν μεταπίπτει καθόλου, εκείνους που καθαίρονται γι' αυτήν με ελπίδα και σπεύδουν προς αυτή. Γνώριζε δηλαδή ότι, αν κατευθύνουμε κατ' ευθείαν σύμφωνα με το λόγο και τη φύση μας προς αυτό που έχουμε τα φανερώματα της ουσίας και του λόγου με μια απλή κίνηση, χωρίς οποιαδήποτε αναζήτηση που μόνο σχετικά μ' αυτήν υπάρχει το να λανθάνει και να σφάλλει κανείς, όμοια με το Θεό, κατά το δυνατόν, και εμείς θα γνωρίσουμε τα πάντα, και δε θα πιανόμαστε πιά, από άγνοια, από την γύρω από αυτά κίνηση, γιατί θα έχουμε παραχωρήσει στο μεγάλο νού και λόγο και πνεύμα το δικό μας νού και λόγο και πνεύμα, ή καλύτερα ολόκληρο τον εαυτό μας σε ολόκληρο το Θεό που είναι η αρχέτυπη εικόνα.

Το ίδιο διηγείται και στο λόγο για το χαλάζι, λέγοντας τα εξής· «κι αυτούς θα τους δεχθεί το άφραστο φως και η θεωρία της αγίας και βασιλικής Τριάδας που λάμπει τρανότερα και καθαρότερα και που όλη αναμιγνύεται με όλο το νού, την οποία βέβαια εγώ μόνη θεωρώ βασιλεία των ουρανών», όταν νιώθει ηδονή και αγαλλίαση, για να τολμήσω να συνάψω τα δικά μου με τα δικά του, κάθε δημιούργημα λογικό αγγέλων ή ανθρώπων, όσα δεν έφθειραν από απροσεξία κανέναν από τους θείους λόγους που έχει συναρμόσει μαζί τους ο Δημιουργός φυσικά κατά την κίνηση προς το τέλος, αλλά μάλλον τους διέσωσαν με σωφροσύνη όλους τους αμετάβλητους, επειδή γνωρίζουν ότι είναι και θα γίνουν όργανα της θείας φύσης. Αυτούς τους λόγους αφού τους αγκάλιασε όλος εξ ολοκλήρου ο Θεός σα να ήταν κατά κάποιο τρόπο η ψυχή του, σα να πρόκειται να γίνουν μέλη του σώματός του άρτια κι εύχρηστα στο Δεσπότη, και τους μεταχειρίζεται όπως θέλει και τους πληροί με την οικεία δόξα και μακαριότητα, δίνοντας και χαρίζοντάς τους την αΐδια και ανεκλάλητη ζωή και τελείως ελεύθερη από κάθε γνώρισμα της συστατικής ιδιότητας (της ιδιαίτερης σύστασης) της παρούσας ζωής, που στηρίζεται πάνω στη φθορά. Τη ζωή αυτή δεν τη συνιστούν ο αέρας που εισπνέεται ούτε τα ρυάκια του αίματος που κυλούν από το συκώτι, αλλά ολόκληρος ο Θεός που μετέχεται από όλους και από την ψυχή, όπως η ψυχή προς το σώμα, και μέσω της ψυχής φθάνει, όπως αυτός γνωρίζει, μέχρι το ίδιο το σώμα, για να δεχθεί η ψυχή μεν την ατρεψία και το σώμα δε την αθανασία, και να θεωθεί ολόκληρος ο άνθρωπος θεοποιημένος από τη χάρη του ενανθρωπήσαντος Θεού, γίνοντας άτρεπτος όλος ο άνθρωπος κατά την ψυχή και το σώμα με την φύσιν, και όλος γινόμενος Θεός με τη δύναμη της χάριτος και τη θεία λαμπρότητα που εμπρέπει απόλυτα σ' αυτόν της μακαρίας δόξας, πέρα από την οποία δεν είναι δυνατόν να επινοηθεί τίποτε λαμπρότερο και υψηλότερο.

Πράγματι, τι είναι για τους άξιους πιο αγαπητό από τη θέωση, σύμφωνα με την οποία ο Θεός ενώνεται μ' αυτούς που έγιναν θεοί και από αγαθότητα κάνει δικό του το παν: Γι' αυτό καλώς ονόμασαν και ηδονή και πάθος και χαρά αυτή την κατάσταση, που δημιουργεί η θεία κατανόηση και η επακόλουθη απόλαυση της ευφροσύνης· ηδονή μεν, επειδή είναι τέλος των φυσικών ενεργειών (γιατί έτσι ορίζουν την ηδονή), και πάθος δε, επειδή σαν δύναμη εκστατική οδηγεί αυτό που πάσχει σ' αυτό που πράττει, σύμφωνα με το παράδειγμα που δώσαμε για τη σχέση του αέρα με το φως και της φωτιάς με το σίδηρο, και που πείθει φυσικά και αληθινά ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος βασικός κανόνας των όντων εκτός από αυτόν, κατά τον οποίο η απάθεια ακολουθεί όπως πρέπει, και η χαρά δεν έχει τίποτε αντίθετο ούτε περασμένο ούτε μελλοντικό. Γιατί λένε ότι η χαρά ούτε την περασμένη λύπη θυμάται ούτε δέχεται τον αναμενόμενο κόρο εκ φόβου, όπως η ηδονή.

Γι' αυτό τόσο η θεόπνευστη Γραφή παντού όσο και οι πατέρες μας, που από αυτήν διδάχτηκαν τα θεία μυστήρια, βεβαίωσαν ότι η χαρά είναι όνομα ενδεικτικό της μελλοντικής αλήθειας. Συνοπτικά λοιπόν, κατά τη γνώμη εμένα του μικρού, έχει δειχθεί φυσικώς και από το λόγο της Γραφής και από τους Πατέρες, ότι τίποτε από όσα έγιναν ως τώρα δε σταμάτησε ποτέ να κινείται ούτε δέχθηκε τη λήξη που ανήκει σ' αυτό κατά το θείο σκοπό, κι εκτός από αυτά ότι είναι αδύνατο να κλονιστεί έστω και λίγο η βασιμότητα της μονιμότητας μέσα στο Θεό εκείνων που αξιώνονται. Πως δηλαδή είναι δυνατό, για να δώσω σε όσα έχουν λεχθεί μικρή βοήθεια με το συλλογισμό προς βεβαίωσή τους, αυτοί που βρέθηκαν να είναι μια φορά μέσα στο Θεό να δεχθούν στην επιθυμία τους τον υβριστή κόρο, αφού κάθε κόρος, σύμφωνα με τη σημασία και τον ορισμό του, τυχαίνει να σβήνει κάθε όρεξη, πράγμα που γίνεται με δύο τρόπους; Η δηλαδή κόβεται η όρεξη περιγράφοντας ως μικρά αυτά που την προκαλούν, ή τα σιχαίνεται και τα περιφρονεί ως αισχρά και άσχημα· από αυτά συνήθως προκαλείται ο κόρος. Ο Θεός όμως που είναι από τη φύση του άπειρος και πολύτιμος, επιτείνει περισσότερο την όρεξη εκείνων που τον απολαύουν με τη μετοχή τους στο αόριστο.

Αν αυτό είναι αληθινό, όπως βέβαια και είναι, δεν ήταν επομένως η λεγόμενη ενάς των λογικών, που δοκιμάζοντας κόρο της μονιμότητάς της μέσα στο Θεό μοιράστηκε και με το διασκορπισμό της έφερε μαζί τη γένεση τούτου του κόσμου, για να μην κάνουμε το αγαθό τέτοιο που να δέχεται περιγραφή και το ατιμάσουμε, επειδή τάχα περιορίζεται από κάποιο κόρο και γίνεται αιτία να σταματήσουν εκείνα που δεν μπόρεσαν να κρατήσουν ακίνητη την επιθυμία τους. Και μάταια λοιπόν, όπως νομίζω, κάποιοι τη θεσμοθετούν, δημιουργώντας ανύπαρκτα πλάσματα και, το πιο βαρύ από αυτό, λένε ψέματα για αυτόν το μακάριο πατέρα πως έχει τάχα τέτοιες απόψεις, ώστε όχι μόνο αυτοί να μπορούν εύκολα να πιστεύουν ότι οι ψυχές ήρθαν στα σώματα από κάποιο προηγούμενο είδος ζωής προς τιμωρία των κακών που έχουν προδιαπραχθεί, αλλά να επιχειρούν εύλογα να εξαπατούν και άλλους πως έτσι συμβαίνει με την αξιοπιστία των προσώπων, ενεργώντας ούτε σωστά ούτε ηθικά. Ας τους αφήσουμε όμως αυτούς να πιστεύουν ό,τι πιστεύουν, και εκτός από αυτά που είπαμε ας εξετάζουμε με ευλάβεια και μ' άλλο τρόπο το νού του δασκάλου.

Δε νομίζω ότι θέλει να εκθέσει εδώ την αιτία της ανθρώπινης γένεσης, αλλά την αιτία της ταλαιπωρίας που ακολούθησε. Αφού δηλαδή θρήνησε την αθλιότητα του σώματός μας με τα λόγια, «ω σύζευξη και αντίθεση! Αυτό που φοβάμαι, το περιποιούμαι, κι αυτό που αγαπώ, το τρέμω» και τα όσα στη συνέχεια λέει, και σαν να διερωτήθηκε μέσα του απορώντας για την αιτία των κακών στα οποία έχουμε εμπλακεί και για τη σοφότατη πρόνοια της εμπλοκής αυτής με το να πεί, «ποια είναι αυτή η γύρω από εμένα σοφία και ποιο αυτό το μεγάλο μυστήριο», δίνει σαφέστατη λύση στην απορία του με τα εξής: «Ή θέλει επειδή εμείς είμαστε μοίρα Θεού κι έχουμε αποκυλήσει από άνω, για να μην επαιρόμαστε για την αξία μας και πετάμε στον αέρα καταφρονώντας τον Δημιουργό μας, θέλει κατά την πάλη και τη μάχη μας προς το σώμα ν' ατενίζομε πάντοτε προς αυτόν και η συζευγμένη μαζί μας ασθένεια να είναι παιδαγωγία της αξίας μας».

Είναι σα να λέει· Από αγαθότητα ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό με ψυχή και σώμα, ώστε η λογική και νοερή ψυχή που του δόθηκε, επειδή είναι εικόνα του δημιουργού της, σύμφωνα βέβαια με την επιθυμία της και την ολική και μ' όλη τη δύναμή της αγάπη ισχυρά κρατούμενη γνωστικώς από το Θεό και προσλαμβάνοντας και το καθ’ ομοίωσιν, να θεωθεί. Σύμφωνα πάλι με την επισταμένη πρόνοια προς το κατώτερο και την εντολή που προστάζει ν' αγαπούμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας, χρησιμοποιώντας το σώμα με φρόνηση να το εκλογικεύσει με τις αρετές και να το οικειώσει με το Θεό ως ομόδουλό της, κάνοντας με δική της μεσίτευση τον Ποιητή ένοικό του και κάνοντάς του μελλοντικά άλυτο δεσμό της αθανασίας, τον ίδιο εκείνον που τα συνέδεσε μαζί, ώστε, αυτό που είναι ο Θεός για την ψυχή, αυτό να γίνει η ψυχή για το σώμα, και ν' αποδειχθεί ένας ο δημιουργός των όλων, εισβάλλοντας με την ιδιότητα του ανθρώπου σε όλα τα όντα αναλόγως και να ενωθούν σε ένα τα πολλά που διίστανται μεταξύ τους κατά τη φύση, συγκλίνοντας μεταξύ τους γύρω από τη μία φύση του ανθρώπου, και να γίνει τα πάντα μέσα στα πάντα ο ίδιος ο Θεός, αγκαλιάζοντας τα πάντα και δίνοντάς τους υπόσταση στον εαυτό του, επειδή κανένα πλέον από τα όντα δεν θα έχει ανεξάρτητη κίνηση και δεν θα είναι άμοιρο από τη θεία παρουσία, σύμφωνα με την οποία και θεοί και παιδιά και σώμα και μέλη και μοίρα του Θεού και τα παρόμοια και είμαστε και λεγόμαστε με το φτάσιμο προς το τέλος του θείου σκοπού.

Επειδή λοιπόν γι' αυτό έγινε ο άνθρωπος και γι' αυτό το σκοπό, ο προπάτοράς μας όμως, που ήταν ετοιμασμένος για την εξουσία, τη χρησιμοποίησε για το χειρότερο, μεταθέτοντας την όρεξή του από αυτό που επιτρεπόταν στο απαγορευμένο (ήταν δηλαδή αυτεξούσιος και στον Κύριο να προσκολληθεί και να γίνει μαζί του ένα πνεύμα, και να προσκολληθεί στην πόρνη και να γίνει ένα σώμα μαζί της, αυτός εξαπατημένος προτίμησε το δεύτερο, και αποξένωσε θεληματικά από το θείο και μακάριο σκοπό τον εαυτό του, προτιμώντας από το να είναι Θεός κατά χάριν να γίνει με την εκλογή του χώμα), γι' αυτό σοφά και φιλάνθρωπα και όπως έπρεπε στην αγαθότητά του, ο Θεός που οικονομεί τη σωτηρία μας, στερεώνοντας δίπλα στην παράλογη κίνηση της νοερής μέσα μας δύναμης την τιμωρία να ακολουθεί υποχρεωτικά, τιμώρησε κατά εύλογο λόγο με θάνατο ακριβώς εκείνο το στοιχείο μας, στο οποίο διασπάσαμε τη νοερή αγάπη που χρεωστούμε στο Θεό μόνο, ώστε, αφού μάθομε έτσι κάποτε πεθαίνοντας ότι ερωτευτήκαμε το μηδέν, να διδαχθούμε να επαναφέρομε πάλι τη δύναμη αυτή προς το Ον. Προχωρώντας το κάνει αυτό φανερότερο λέγοντας: «Αλλά εγώ νομίζω ότι και γι' αυτό δεν είναι σταθερό στους ανθρώπους κανένα από τα εδώ αγαθά ούτε κρατάει πολύν καιρό, αλλά μαζί με τα άλλα και αυτό το έχει μηχανευτεί καλά ο τεχνίτης λόγος και η σοφία του που ξεπερνά κάθε νού, να εμπαιζόμαστε με τα φαινόμενα που μεταβάλλονται συνέχεια και μεταβάλλουν, που φέρονται άνω και κάτω και περιστρέφονται και πριν τα πιάσουμε φεύγουν και χάνονται, ώστε, θεωρώντας πόσο άστατα και άτακτα είναι, να αγκυροβολήσομε προς τα μελλοντικά. Τι θα κάναμε αν η ευτυχία ήταν σ' εμάς σταθερή, τη στιγμή που, ενώ δεν παραμένει, έχουμε τόσο πολύ δεθεί μαζί της και τόσο μας έχει υποδουλώσει η ηδονή και η απάτη της, ώστε να μην μπορούμε να διανοηθούμε τίποτε καλύτερο, τίποτε ανώτερο από τα παρόντα, και όλα αυτά τη στιγμή που έχουμε γίνει κατ' εικόνα του Θεού και ακούμε και πιστεύουμε ότι αυτή είναι επάνω και μας έλκει προς τον εαυτό της;».

Και πάλι στο λόγο του “Προς τους πολιτευομένους”, λέει τα εξής· «Για να μάθουμε ότι είμαστε μηδέν μπροστά στην αληθινή και την πρώτη σοφία, και να κατευθυνόμαστε πάντοτε προς αυτόν μόνο και να ζητούμε να φωτιζόμαστε με τις ακτινοβόλες λάμψεις από εκεί, ή με την ακαταστασία των φαινομένων και μεταβαλλομένων να μας μεταφέρει στα σταθερά και μόνιμα». Δε νομίζω λοιπόν ότι με αυτά ο δάσκαλος δηλώνει, όπως λέχθηκε, την αιτία της γένεσης της ανθρωπότητας, αλλά δηλώνει την αιτία της ταλαιπωρίας που κατά τη γένεση εισήλθε στη ζωή μας εξαιτίας της παράβασης, όπως είναι ολοφάνερο σε όσους μελετούν με ζήλο και προσοχή τα θεία γραφόμενά του. Την αιτία δηλαδή αυτής, από την οποία και μέσω της οποίας και προς την οποία και εξαιτίας της οποίας ταλαιπωρούμαστε, την παραθέτει σ' εμάς με αυτούς τους λόγους, δηλώνοντας με αυτή τη σωτηρία που οικονομεί για μας με σοφία ο Θεός. Ενώ υποδηλώνοντας τη δύναμη εκείνης με ποιο μυστήριο έχει γίνει, κάνει χρήση διαφορετικών εκφράσεων, όπως φαίνεται με αυτά που λέει στο λόγο του “Εις τα γενέθλια”: 

«Ο νούς λοιπόν ήδη και η αίσθηση, έχοντας χωριστεί το ένα από το άλλο, είχαν σταθεί μέσα στα δικά τους όρια και έδειχναν επάνω τους το μεγαλείο του Δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί υμνητές της μεγαλουργίας και μεγαλόφωνοι κήρυκες. Δεν είχε γίνει ακόμα το κράμα από τα δύο, ούτε κάποια ανάμιξη των αντίθετων, γνώρισμα μεγαλύτερης σοφίας και τελειότητας γύρω απ' τις φύσεις, ούτε όλος ο γνώριμος πλούτος της αγαθότητας. Θέλοντας λοιπόν να δείξει ο τεχνίτης Λόγος αυτό, μια ύπαρξη από τα δύο, εννοώ την αόρατη και την ορατή φύση, δημιουργεί τον άνθρωπο, λαμβάνοντας από την ύλη που προϋπήρχε ήδη το σώμα, και θέτοντας σ' αυτό ζωή ο ίδιος από τον εαυτό του (πράγμα που ο λόγος το γνωρίζει ως νοερή ψυχή και εικόνα του Θεού), σαν ένα δεύτερο κόσμο μέγα μέσα σε μικρό που τον στήνει επάνω στη γη, άλλον άγγελο, προσκυνητή μικτόν και τα εξής. Στο λόγο του πάλι Εις τα Φώτα, γράφει: «Κι επειδή αυτά ή τούτο είναι έτσι, έπρεπε η προσκύνηση να μην περιοριστεί μόνο στα άνω, αλλά να υπάρχουν και κάτω μερικοί προσκυνητές, για να γεμίσουν τα πάντα από τη δόξα του Θεού, αφού είναι και του Θεού· και γι' αυτό δημιουργήθηκε ο άνθρωπος τιμημένος με το χέρι και την εικόνα του Θεού». Νομίζω ότι αυτά αρκούν, κι ας είναι λίγα, για όποιον δεν κατέχεται από εριστική διάθεση και δε θεωρεί δόξα μόνο το να μάχεται κανένας, για να παρουσιάσω όλη τη σκέψη του δασκάλου για όσα ειπώθηκαν. Αν πολεμά όμως το πως ο δάσκαλος μας αποκάλεσε μοίρα του Θεού, με πολλούς τρόπους πιο πάνω έχει εξηγηθεί ήδη ο λόγος γι' αυτό.

Για να γίνει όμως πιο αξιόπιστος στηριζόμενος στους λόγους του Πνεύματος, ο άγιος και μακάριος απόστολος Παύλος, αυτός που συγκέντρωσε την κρυμμένη μέσα στο Θεό πριν από τους αιώνες σοφία και που καταφώτισε όλο τον αφεγγή βίο των ανθρώπων κι έδιωξε από τις ψυχές των ανθρώπων το ζόφο της άγνοιας, θα επαρκέσουν τα όσα είπε στους Εφεσίους που είναι τα εξής· «Για να δώσει σ' εσάς ο Θεός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Πατέρας της δόξας, Πνεύμα σοφίας κι αποκαλύψεως, ώστε να τον γνωρίσετε καλά, έχοντας φωτισμένα τα μάτια της καρδιάς σας, και για να μάθετε σε ποια αγαθά ελπίζομε ότι μας κάλεσε και ποιος είναι ο πλούτος της δόξας που κληρονόμησε στους αγίους και ποιο το υπέρμετρο μεγαλείο της δύναμής του προς εμάς που πιστεύομε, όπως έκανε να εκδηλωθεί η δύναμη της εξουσίας του ενεργώντας την στο Χριστό, σηκώνοντάς τον από τους νεκρούς και καθίζοντάς τον στα δεξιά του στον ουρανό, πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη και κυριότητα και κάθε όνομα που λέμε όχι μονάχα στη ζωή αυτή αλλά και στη μελλοντική, και όλα του τα έβαλε κάτω από τα πόδια του και τον έδωσε πάνω από όλα κεφαλή στην Εκκλησία, που είναι το σώμα του, το συμπλήρωμα εκείνου που αναπληρώνει τα πάντα σε όλες τις ανάγκες τους». Και πάλι ύστερ’ από άλλα· «Κι εκείνος έδωσε να είναι άλλοι απόστολοι, άλλοι προφήτες, άλλοι ευαγγελιστές, άλλοι ποιμένες και δάσκαλοι, για να καταρτίζουν τους πιστούς στο έργο της διακονίας, για να οικοδομηθεί το σώμα του Χριστού, ώσπου να καταλήξουμε όλοι στην ενότητα που δίνει η πίστη και η επίγνωση του Υιού του Θεού και να φτάσουμε στην ανδρική τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός. Έτσι δε θα είμαστε καθώς νήπια που θαλασσοδερνόμαστε και μας σπρώχνει εδώ κι εκεί ο άνεμος κάθε διδασκαλίας στην κακία των ανθρώπων, στην πανουργία τους, στις μεθοδεύσεις της πλάνης. Αλλά παραμένοντας στην αληθινή πίστη με αγάπη, ας προσπαθήσουμε να φτάσουμε σε όλα αυτά το Χριστό, που είναι η κεφαλή μας, από τον οποίο συναρμολογημένο όλο το σώμα και συντονισμένο με κάθε από μέρους εκείνου χορηγία ανάλογα με το μέτρο της ενέργειας καθενός μέλους πραγματοποιεί την αύξηση του σώματος για την οικοδομή του με αγάπη».

Δε νομίζω λοιπόν ότι χρειάζεται άλλη μαρτυρία όποιος έχει αποφασίσει να ζει μ' ευσέβεια, για να φανερωθεί η αλήθεια που πιστεύουν οι αληθινοί Χριστιανοί, επειδή έχουν μάθει από αυτην με σαφήνεια ότι «είμαστε και μέλη και σώμα και πλήρωμα του Χριστού του Θεού που γεμίζει πλήρως τα πάντα με τα πάντα» «σύμφωνα με το σκοπό τον κρυμμένο πριν από τους αιώνες μέσα στο Θεό και Πατέρα, περιλαμβανόμενοι σ' αυτόν μέσω του Υιού του και Κυρίου Ιησού του Θεού μας». Γιατί το μυστήριο το κρυμμένο από τους αιώνες και από τις γενεές και που τώρα φανερώθηκε με την αληθινή και τέλεια ενανθρώπηση του Υιού και Θεού, που ένωσε με τον εαυτό του αδιαίρετα αλλά και ασύγχυτα τη φύση μας κι εμάς με την αγία του σάρκα που πήρε από εμάς κι είναι δική μας εμψυχωμένη με νού και λογική, που τη συνέδεσε με τον εαυτό του σαν μια καινούργια αρχή και την αξίωσε να γίνει ένα και το αυτό μαζί του κατά την ανθρωπότητά του, έτσι όπως είχαμε προορισθεί πριν από τους αιώνες να είμαστε μέσα σ' αυτόν ως μέλη του σώματός του που μας συναρμολογεί με τον εαυτό του πνευματικά, και μας συναρμονίζει όπως η ψυχή το σώμα, και που μας οδηγεί στο μέτρο της πνευματικής ωριμότητας του πληρώματός του, και έτσι μας έδειξε κι εμάς ότι γι' αυτό είχαμε γεννηθεί, καθώς και τον πριν από τους αιώνες πανάγαθο για μας σκοπό του Θεού, που δεν δέχθηκε την παραμικρή ανακαίνιση της ουσίας του, αλλά πραγματοποιήθηκε ολοφάνερα με τη χρησιμοποίηση ενός άλλου καινότερου τρόπου.

Γιατί έπρεπε, αφού ο Θεός μας έκανε όμοιους με τον εαυτό του (με το να έχουμε κατά μετοχή ακριβή γνωρίσματα της αγαθότητάς του και με το ν' έχει προσβλέψει πριν από τους αιώνες να είμαστε μέσα σ' αυτόν και με το να μας δώσει τον τρόπο που οδηγεί σ' αυτό το παμμακάριστο τέλος με την καλή χρήση των φυσικών δυνάμεων), για να μην απομακρυνθεί ο άνθρωπος κι αποξενωθεί από το Θεό έπρεπε να εισαχθεί στη θέση του προηγούμενου ένας τρόπος πιο παράδοξος και θεοπρεπέστερος και τόσο, όσο το υπερφυσικό είναι ανώτερο από το φυσικό. Και αυτό είναι το μυστήριο της ολόκρυφης επιδημίας του Θεού στους ανθρώπους, όπως πιστεύουν όλοι. Γιατί λέει ο θείος Απόστολος· «αν έμενε η πρώτη Διαθήκη άμεμπτη, δε θα χρειαζόταν ν' αντικατασταθεί με τη δεύτερη». Γιατί είναι ολοφάνερο σ' όλους, ότι το μυστήριο που τελέστηκε στο Χριστό στο τέλος του αιώνα αποτελεί αναμφίβολη απόδειξη και εκπλήρωση του μυστηρίου που παραλείφθηκε στον προπάτορα στην αρχή του αιώνα.

Άρα λοιπόν, σύμφωνα με την εξήγηση που δώσαμε, ορθά χρησιμοποίησε ο δάσκαλος τη λέξη 'μοίρα', και κάθε άνθρωπος μ' ευγενή ψυχή και τρόπο θα δεχόταν να πεί με αυτό το νόημα τη λέξη, χωρίς να προκαλεί στον εαυτό του καμμιά συλλογιστική απάτη, γνωρίζοντας ότι σ' αυτήν την περίπτωση η μοίρα είναι ταυτόσημη με το μέλος. Γιατί, αν το μέλος είναι ένα μέρος του σώματος και το μέρος είναι ίδιο με τη μοίρα, άρα το μέλος είναι ίδιο με τη μοίρα. Κι αν η μοίρα είναι ίδια με το μέλος και το άθροισμα και η σύνθεση των μελών αποτελεί το οργανικό σώμα, και το οργανικό σώμα αν ενωθεί με νοερή ψυχή αποτελεί τον τέλειο άνθρωπο, άρα όποιος λέει ότι η ψυχή ή το σώμα είναι μέρος ή μέλος του ανθρώπου δε θα κάνει λάθος. Κι αν το σώμα είναι όργανο της νοερής ψυχής του ανθρώπου και η ψυχή εισχωρώντας σε ολόκληρο το σώμα του δίνει τη ζωή και την κίνηση, επειδή έχει φύση απλή και είναι ασώματη και δεν αποχωρίζεται ούτε αποκλείεται από αυτό, αλλά σε ολόκληρο το σώμα και σε κάθε μέλος αυτού, όπως είναι στη φύση του να την υποδέχεται σύμφωνα με τη δεκτική της ενέργειάς της δύναμη που διαθέτει φυσικά και σε καθένα από τα μέλη του, παρούσα ολόκληρη επισφίγγει τα μέλη που διαφορετικά το καθένα τη δέχεται ανάλογα με το να συντηρείται ένα σώμα, τότε ας οδηγηθεί στο μέγα και άρρητο μυστήριο λαμβάντοντας από τα μικρά και σύμφωνα με εμάς μεγάλα και πάνω από μας ενδείξεις όχι ευτελείς, όποιος έχει ακόμα γύρω από αυτά ασταθή και ευκολοσάλευτη σκέψη. Κι αφού αφήσει την παράλογη δοξασία ότι οι ψυχές προϋπάρχουν από τα σώματα, θα πιστέψει μαζί μας τον Κύριο που λέει ότι δεν μπορούν να πεθάνουν όσοι σηκώνονται κατά την ανάσταση εξαιτίας της καθαρότερης φανέρωσης και της μετουσίας του ίδιου του έσχατου επιθυμητού. Και πάλι «καθένας που ζει και πιστεύει σ' εμένα, δε θα πεθάνει στον αιώνα». Αν αυτό είχε γίνει κάποτε προηγουμένως, ήταν αδύνατο, όπως έχουμε προαποδείξει, με μια οποιαδήποτε μεταβολή να δεχθεί τον οποιοδήποτε θάνατο.

Και ας μη βγαίνει έξω από τους φυσικούς λογισμούς με το να θεσπίζει αερολογώντας την ανύπαρκτη δοξασία περί ψυχής. Αν δηλαδή, όπως εξήγησα προηγουμένως, το σώμα και η ψυχή είναι μέρη του ανθρώπου, και τα μέρη επιδέχονται εξ ανάγκης την αναφορά τους σε κάτι (γιατί έχουν οπωσδήποτε ως κατηγορούμενό τους το όλο), αυτά που έτσι αναφέρονται σε κάτι είναι από αυτά που συνυπάρχουν πάντα και παντού κατά τη γέννηση, γιατί με τη συνάντησή τους αποτελούν ένα ολόκληρο είδος (μορφή) ως μέρη του, και διαιρούνται μόνο νοητικά μεταξύ τους, για να διαπιστωθεί τι είναι κατά την ουσία το καθένα τους. Επομένως η ψυχή και το σώμα, ως μέρη του ανθρώπου, είναι αδύνατο να προϋπάρχει το ένα πριν από άλλο ή να υπάρχει το ένα μετά το άλλο, επειδή θα διαλυθεί ο λόγος της αναφοράς τους προς κάτι. Και πάλι· Αν δηλαδή είναι είδος καθαυτό πριν από τη σύνθεση του σώματος η ψυχή ή το σώμα, και ένα άλλο είδος καθένα από αυτά τα δύο αποτελεί κατά τη σύνθεση της ψυχής με το σώμα η του σώματος με την ψυχή, αυτό το κάνει οπωσδήποτε η κατά πάθος ή κατά φύση. Κι αν γίνεται κατά πάθος, το πάθος συνίσταται στη μετάβασή τους σ' αυτό που δεν ήταν, οπότε επέρχεται και η φθορά τους· αν πάλι κατά φύση, αυτό, είναι φανερό, θα το κάνει εξαιτίας της φύσης του πάντοτε και ποτέ δε θα παύσει η ψυχή να αλλάζει σώμα ούτε το σώμα ν' αλλάζει ψυχή. Αλλά δεν είναι, όπως νομίζω, του παθους ή της φυσικής δύναμης των μερών κατά τη συνάντησή του ενός με το άλλο η ολοκλήρωση του όλου κατά το είδος, αλλά της ταυτόχρονης γένεσής τους σε ένα πλήρες είδος. Δεν είναι δυνατό λοιπόν χωρίς φθορά οποιοδήποτε είδος να αλλάζει σε άλλο.

Αν μου πούν τώρα ότι η ψυχή υπάρχει και ζει μετά το θάνατο και τη διάλυση του σώματος κι επομένως μπορεί να υπάρχει και να ζει και πριν από το σώμα, δε νομίζω πως λένε λόγο στοχαστικό. Γιατί δεν είναι ίδιος ο λόγος της γένεσης και της ουσίας. Ο ένας δηλώνει το πότε (χρόνος) και το που (τόπος) και το προς τι (αναφορά-σχέση), ενώ ο άλλος ότι υπάρχει κάτι κι έχει κάποια μορφή. Κι αν είναι έτσι, τότε η ψυχή υπάρχει πάντοτε μετά τη γένεσή της χάρη στην ουσία της, δεν είναι όμως ανεξάρτητη εξαιτίας της γένεσής της, αλλά υπόκειται στο πότε, στο που και στη σχέση προς κάτι. Γιατί η ψυχή μετά το θάνατο του σώματος δεν λέγεται απλώς ψυχή, αλλά ψυχή ανθρώπου και ορισμένου ανθρώπου. Γιατί έχει και μετά το σώμα ως είδος (μορφή) της το όλο κατά τη σχέση του μέρους ως κατηγορούμενο, δηλαδή το ανθρώπινο. Ομοια και το σώμα, είναι θνητό κατά τη φύση, όχι όμως ανεξάρτητο κατά τη γένεση. Γιατί το σώμα δεν λέγεται απλώς σώμα μετά το χωρισμό του από την ψυχή, αλλά σώμα ενός ανθρώπου, και ανθρώπου ορισμένου, κι ας φθείρεται κι ας διαλύεται στα στοιχεία που το αποτελούν. Γιατί έχει σαν είδος (μορφή) του το όλο κατά τη σχέση του μέρους ως κατηγορούμενο, δηλαδή το ανθρώπινο. Και στα δύο λοιπόν η σχέση, της ψυχής και του σώματος, όταν τη νοούμε ως σχέση των μερών όλου του ανθρώπινου είδους χωρίς αφαίρεση του ενός, παριστάνει και την ταυτόχρονη γένεση τους, αλλά κι αποδεικνύει και τη διαφορά μεταξύ τους ως προς την ουσία, χωρίς να παραβλάπτει κατά οποιοδήποτε τρόπο τους έμφυτους λόγους της ουσίας τους. Δεν είναι λοιπόν καθόλου δυνατό να βρούμε και να λέμε σώμα ή ψυχή άσχετα. Γιατί μαζί με το οποιοδήποτε ένα από τα δύο συνεισάγεται και η έννοια τίνος είναι το καθένα· ώστε, αν προϋπάρχει το ένα από το άλλο, πρέπει να πούμε ότι είναι και κάποιου. Γιατί η σχέση αυτή είναι αμετακίνητη.

Αρκετά όσα είπα γι' αυτά. Κι αν ο λόγος μου δεν έπεσε έξω από την αλήθεια, ευχαριστώ το Θεό, που με τις ευχές σας οδήγησε τη σκέψη στο ορθό. Κι αν σε κάποιο σημείο η αλήθεια διέφυγε, εσείς μπορείτε να καταλάβετε την ακρίβεια του λόγου, επειδή εμπνέεστε από το Θεό τη γνώση σ' αυτά τα θέματα.

Το πρωτότυπο κείμενο


Ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόγου, εἰς τό, "Τίς ἡ περί ἐμέ σοφία, καί τί τό μέγα τοῦτο μυστήριον; ἤ βούλεται μοῖραν ἡμᾶς ὄντας Θεοῦ, καί ἄνωθεν ῥεύσαντας, ἵνα μή διά τήν ἀξίαν ἐπαιρόμενοι καί μετεωριζόμενοι καταφρονῶμεν τοῦ Κτίσαντος, ἐν τῇ πρός τό σῶμα πάλῃ καί μάχῃ πρός αὐτόν ἀεί βλέπειν, καί τήν συνεζευγμένην ἀσθένειαν παιδαγωγίαν εἶναι τοῦ ἀξιώματος;"

Τούτοις τινές ἐντυγχάνοντες τοῖς λόγοις, μηδένα, ὡς ἔοικεν, ὑπέρ τοῦ πονεῖν τῆς ζητήσεως ἔνεκεν τοῦ ἀληθοῦς μισθόν ἐκδεχόμενοι, πρός τό εὔκολον καί πολλάς ἔχον ἤδη ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν δογμάτων τάς ἀφορμάς καταφεύγουσι, φάσκοντες τήν τέ ποτε οὖσαν κατά τό δόξαν αὐτοῖς τῶν λογικῶν ἑνάδα καθ᾿ ἥν συμφυεῖς ὄντες Θεῷ τήν ἐν αὐτῷ μόνην ἔχομεν καί ἵδρυσιν, προσέτι γε καί τήν γενομένην κίνησιν, ἐξ ἧς σκεδασθέντα διαφόρως τά λογικά πρός γένεσιν τοῦ σωματικοῦ τούτου κόσμου τόν Θεόν ἰδεῖν παρεσκεύασαν, χάριν τοῦ ἐνδῆσαι αὐτά σώμασιν ἐπί τιμωρίᾳ τῶν προημαρτημένων, διά τούτων αἰνίττεσθαι τῶν λόγων νομίζοντες τόν διδάσκαλον. Ἀλλ᾿ ἠγνόησαν ὡς ἀδύνατα ὑποτίθενται καί τῶν ἀμηχάνων καταστοχάζονται, καθώς προϊών μετά τοῦ εἰκότος ὁ ἀληθής ἀποδείξει λόγος. Εἰ γάρ τό θεῶν (leg. θεῖον) ἀκίνητον, ὡς πάντων πληρωτικόν, πᾶν δέ τό ἐκ μή ὄντων τό εἶναι λαβόν καί κινητόν, ὡς πρός τινα πάντως φερόμενον αἰτίαν, οὔπω δέ οὐδέν κινούμεον ἔστη, ὡς τῆς κατ᾿ ἔφεσιν κινήσεως τήν δύναμιν μήπω τῷ ἐσχάτῳ προσαναπαῦσαν ὀρεκτῷ (οὐδέν γάρ ἱστᾷν ἄλλο τό φερόμενον κατά φύσιν πέφυκεν ἤ ἐκεῖνο δεικνύμενον), οὐδέν ἄρα κινούμενον ἔστη, ὡς τοῦ ἐσχάτου μήπω τυχόν ὀρεκτοῦ· ἐπεί μηδ᾿ ἐκεῖνό πω φανέν τῶν περί αὐτό φερομένων τήν κίνησιν ἔστησεν. Εἰ δέ τοῦτό ποτε γεγενῆσθαι ἐξ ἐπιτάγματος κελεύουσι, καί τῆς ἐν ἐσχάτῳ καί μόνῳ ὀρεκτῷ ἱδρύσεώς τε καί μονῆς παρακινηθέντα τά λογικά τόν σκεδασμόν ἔλαβεν, ἵνα μή λέγων ἐρεσχελῶ, τίς ἡ ἀπόδειξις, τάς αὐτάς ἐπί τοῖς αὐτοῖς ἐπ᾿ ἄπειρον ἕξειν τά λογικά μετεμπτώσεις ἐξ ἀνάγκης εἰκότως ὑποθήσονται. Οὗτινος γάρ διά τῆς πείρας καταφρονεῖν ἅπαξ δεδύνηνται, καί εἰς ἀεί δυνήσεσθαι οὐδείς ὁ κωλύσων ἔστι λόγος. Τοῦ δέ οὕτω φέρεσθαι τά λογικά καί μηδεμίαν ἔχειν ἤ ἐλπίζειν βάσιν ἀμετάθετον τῆς ἐν τῷ καλῷ παγιότητος, τί ἄλλο γένοιτ' ἄν ἐλεινότερον; Εἰ δέ δύνασθαι μέν φαῖεν, μή βούλεσθαι δέ, διά τήν γενομένην πεῖραν τοῦ ἐναντίου, καί οὕτως οὐ δι᾿ ἑαυτό, ὡς καλόν, ἀλλά διά τό ἐναντίον τό καλόν αὐτοῖς ἔσται ἐξ ἀνάγκης στεργόμενον, ὡς οὐ φύσει ἤ κυρίων ὄν ἐραστόν. Πᾶν γάρ ὅ μή δι᾿ ἑαυτό ἀγαθόν ἐστι καί ἐραστόν καί πάσης ἐλκτικόν κινήσεως οὐ κυρίως καλόν. Καί διά τοῦτο οὐδέ καθεκτικόν εἰκότως τῆς τῶν ἐπ᾿ αὐτῷ ἡδομένων ἐφέσεως, ἀλλά καί χάριν λοιπόν ὁμολογήσαιεν ἄν τῷ κακῷ οἱ τοῦτο περιέποντες τό φρόνημα, ὡς δι᾿ αὐτοῦ τό δέον διδαχθέντες καί τήν ἐν τῷ καλῷ πῆξιν πῶς ἔχειν μεταμαθόντες καί γένεσιν αὐτό ἀναγκαίως εἴποιεν ἄν, εἴπερ ἑαυτοῖς στοιχεῖν διέγνωσαν, καί τῆς φύσεως αὐτῆς χρησιμωτέραν, ὡς τοῦ συμφέροντος κατ᾿ αὐτούς οὖσαν διδακτικήν, καί τοῦ πάντων τιμιωτέρου κτήματος, τῆς ἀγάπης λέγω, γεννητικήν, καθ᾿ ἥν πέφυκε πάντα τά ἐκ Θεοῦ γινόμενα εἰς Θεόν συνάγεσθαι μονίμως τε καί ἀπαρατρέπτως. 

Καί πάλιν, τῶν ἐκ Θεοῦ γενομένων νοητῶν τε καί αἰσθητῶν ἡ γένεσις τῆς κινήσεως προεπινοεῖται. Οὐ γάρ οἷόν τε πρό γενέσεως εἶναι κίνησιν. Τῶν γάρ γενομένων ἡ κίνησις, ἥτε νοητῶν, νοητή, ἤ τε αἰσθητῶν, αἰσθητή. Οὐδέν γάρ τῶν γενομένων ἐστί τό παράπαν τῷ καθ᾿ αὑτό λόγῳ ἀκίνητον, οὐδ᾿αὐτῶν τῶν ἀψύχων καί αἰσθητῶν, ὡς τοῖς ἐπιμελεστέροις τῶν ὄντων θεάμοσιν ἔδοξε. Κινεῖσθαι γάρ πάντα ἔφασαν, ἤ κατ᾿ εὐθεῖαν, ἤ κατά κύκλον, ἤ ἐλικοειδῶς. Πᾶσα γάρ κίνησις τῷ ἁπλῷ καί τῷ συνθέτῳ περιέχεται τρόπῳ. Εἰ τοίνυν προεπονοεῖται τῶν ὧν ἐστι κινήσεως ἡ γένεσις, ἐπιθεωρεῖται δή τῆς ὧν ἐστι γενέσεως ἡ κίνησις, ὡς μετ᾿ αὐτήν κατεπίνοιαν οὖσα. Ταύτην δέ τήν κίνησιν δύναμιν καλοῦσιν φυσικήν, πρός τό κατ᾿ αὐτήν τέλος ἐπειγομένην, ἤ πάθος, ἤτοι κίνησιν, ἐξ ἑτέρου πρός ἕτερον γινομένην, τέλος ἔχουσαν τό ἀπαθές, ἤ ἐνέργειαν δραστικήν, τέλος ἔχουσαν τό αὐτοτελές. Οὐδέν δέ τῶν γενητῶν ἑαυτοῦ τέλος ἐστίν, ἐπειδή οὔτε αὐταίτιον, ἐπεί καί ἀγένητον καί ἄναρχον καί ἀκίνητον, ὡς πρός μηδέν πῶς ἔχον κινηθῆναι. Ἐκβαίνει γάρ τῶν ὄντων τήν φύσιν, ὡς οὐδενός ἕνεκεν ὄν, εἴπερ ἀληθής ὁ περί αὐτοῦ ὁρισμός, κἄν ἀλλότριος ᾗ ὁ λέγων. Τέλος ἐστίν οὗ ἕνεκεν τά πάντα, αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκεν. Οὐδέ αὐτοτελές, ἐπεί καί ἀνενέργητον, ὡς πλῆρες, καί ὡσαύτως καί μηδαμόθεν τό εἶναι ἔχον. Τό αὐτοτελές γάρ πως καί ἀναίτιον. Οὐδ᾿ ἀπαθές, ἐπεί καί μόνον καί ἄπειρον καί ἐπερίγραφον. Οὐ γάρ πάσχειν πέφυκε καθόλου τό ἀπαθές, τῷ μητ᾿ ἐρᾷν ἄλλου, ἤ κινεῖσθαι πρός ἄλλο τι κατ᾿ ἔφεσιν. Οὐδέν ἄρα τῶν γενητῶν κινούμενον ἔστη, ὡς τῆς πρώτης καί μόνης αἰτίας, ἐξ ἧς τό εἶναι τοῦς οὖσι περίεστι, μήπω τυχόν, ἤ τοῦ ἐσχάτου ἐντός γενόμενον ὀρεκτοῦ, ἵν' ἐκ προγεγενημένης ἑνάδος ὁ τῶν λογικῶν σκεδασμός ἑαυτῷ τήν τῶν σωμάτων γένεσιν ἀκολούθως συνεισκομίσας νομισθῇ. Καί μαρτυροῦσι Μωϋσῆς καί Δαβίδ καί Παῦλος οἱ ἅγιοι, καί ὁ τούτων Δεσπότης Χριστός, ὁ μέν, Μή  γεύσασθαι τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς τόν προπάτορα ἱστορήσας, καί ἄλλοθι εἰπών Οὐ γάρ ἥκατε ἕως τοῦ νῦν εἰς τήν κατάπαυσιν καί εἰς τήν κληρονομίαν, ἥν Κύριος ὁ θεός ἡμῶν δίδωσιν ὑμῖν. Ὁ δέ,  Χορτασθήσομαι βοῶν ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τήν δόξαν σου· καί, Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν τόν ζῶντα, πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τόν Θεόν. Ὁ δέ Φιλιππησίοις μέν γράφων, Εἴ πως καταντήσω εἰς τήν ἐξανάστασιν τῶν νεκρῶν, οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἤ τετελείωμαι, διώκω δέ εἴ γε καταλάβω, ἐφ᾿ ᾧ καί κατελήφθην ὑπό Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἑβραίοις δέ, Ὁ γάρ εἰσελθών εἰς τήν κατάπαυσιν αὐτοῦ καί αὐτός κατέπαυσεν ἀπό τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὥσπερ ἀπό τῶν ἰδίων, ὁ Θεός· Καί πάλιν ἐν τῇ αὐτῇ Ἐπιστολῇ μηδένα κομίσασθαι τάς ἐπαγγελίας διαβεβαιούμενος. Ὁ δέ, Δεῦτε πρός με, πάντες οἱ κοπιῶντες και πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Οὔπω οὖν οὐδαμῶς οὐδέν τῶν γενητῶν τήν φυσικήν δύναμιν πρός τό κατ᾿ αὐτήν τέλος κινουμένην ἔστησεν, οὐδέ τῆς ἐνεργείας ἐπαύσατο τῷ κατ᾿ αὐτήν τέλει προσερεῖσαν αὐτήν, οὐδέ τοῦ κατά κίνησιν πάθους τόν καρπόν ἐδρέψατο, τό ἀπαθές, φημί, καί ἀκίνητον. Μόνου γάρ Θεοῦ τό τέλος εἶναι καί τό τέλειον καί τό ἀπαθές, ὡς ἀκινήτου καί πλήρους καί ἀπαθοῦς, τῶν γενητῶν δέ τό πρός τέλος ἄναρχον κινηθῆναι καί ἀπόσῳ τέλει παῦσαι τήν ἐνέργειαν, καί παθεῖν, ἀλλ᾿ οὐκ εἶναι ἤ γενέσθαι κατ᾿ οὐσίαν τό ἄποιον· πᾶν γάρ γενητόν καί κτιστόν οὐκ ἄσχετον δηλονότι. Εὐγνωμόνως δέ τοῦ πάθους ἀκουστέον· οὐ γάρ τό κατά τροπήν ἤ φθοράν δυνάμεως ἐνταῦθα δηλοῦται πάθος, ἀλλά τό φύσει συνυπάρχον τοῖς οὖσι. Πάντα γάρ ὅσα γέγονε πάσχει τί κινεῖσθαι, ὡς μή ὄντα αὐτοκίνησις ἤ αὐτοδύναμις. Εἰ τοίνυν γενητά ὑπάρχει τά λογικά καί κινεῖται πάντως, ὡς ἐξ ἀρχῆς κατά φύσιν διά τό εἶναι πρός τέλος κατά γνώμην διά τό εὖ εἶναι κινούμενα. Τέλος γάρ τῆς τῶν κινουμένων κινήσεως αὐητό τό ἐν τῷ ἀεί εὖ εἶναί ἐστιν, ὥσπερ καί ἀρχή αὐτό τό εἶναι ὅπερ ἐστίν ὁ Θεός, ὁ καί τοῦ εἶναι  δοτήρ καί τοῦ εὖ εἶναι χαριστικός, ὡς ἀρχή καί τέλος· ἐξ αὐτοῦ γάρ καί τό ἁπλῶς κινεῖσθαι ἡμᾶς, ὡς ἀρχῆς, καί τό πῶς κινεῖσθαι πρός αὐτόν ὡς τέλος ἐστίν. Εἰ δέ κινεῖται ἀναλόγως ἑαυτῷ νοερῶς τό νοερόν, καί νοεῖ πάντως· εἰ δέ νοεῖ, καί ἐρᾷ πάντως τοῦ νοηθέντος· εἰ δ᾿ ἐρᾷ, καί πάσχει πάντως τήν πρός αὐτό ὡς ἐραστόν ἔκστασιν· εἰ δέ πάσχει, δηλονότι καί ἐπείγεται· εἰ δέ ἐπείγεται, καί ἐπιτείνει πάντως τό σφοδρόν τῆς κινήσεως· εἰ δέ ἐπιτείνει σφοδρῶς τήν κίνησιν, οὐχ ἵσταται μέχρις ἄν γένηται ὅλον ἐν τῷ ἐραστῷ ὅλῳ καί ὑφ᾿ ὅλου περιληφθῇ, ἐκουσίως ὄλον κατά προαίρεσιν τήν σωτήριον περιγραφήν δεχόμενον, ἵν᾿ ὅλον ὅλῳ ποιωθῇ τῷ περιγραφόντι, ὡς μηδ' ὅλως λοιπόν βούλεσθαι ἐξ ἑαυτοῦ αὐτό ἐκεῖνο ὅλον γνωρίζεσθαι δύνασθαι τό περιγραφόμενον, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ περιγράφοντος· ὡς ἀήρ δι᾿ ὅλου πεφωτισμένος φωτί, καί πυρί σίδηρος,  ὅλος ὅλῳ πεπυρακτωμένος, ἤ εἴ τι ἄλλο τῶν τοιούτων ἐστίν. Ἐξ ὧν στοχαστικῶς τήν ἐσομένην, ἀλλ᾿ οὐ τήν γεγενημένην καί παραφθαρεῖσαν, τοῖς ἀξίοις τῆς ἀγαθότητος μετουσίαν κατ᾿ εἰκασίαν μόνον λαμβάνομεν, ἐπειδή καί ὑπέρ ταῦτα πάντα τά ἐλπιζόμενά ἐστιν, ὡς ὄψεως ὄντα κατά τό γεγραμμένον, καί ἀκοῆς καί διανοίας ἐπέκεινα. Καί τοῦτό ἐστιν ἴσως ἡ ὑποταγή ἥν ὁ θεῖος Ἀπόστολός φησι τῷ Πατρί τόν Υἱόν ὑποτάσσειν, τούς ἑνουσίως δεχομένους τό ὑποτάσσεσθαι, μεθ᾿ ἥν, ὁ ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος, ὡς τοῦ ἐφ᾿ ἡμῖν, ἤγουν τοῦ αὐτεξουσίου, δι᾿οὗ πρός ἡμᾶς ποιούμενος τήν εἴσοδον ἐπεκύρου καθ᾿ ἡμῶν τό τῆς φθορᾶς κράτος, ἑκουσίως καθ᾿ ὅλου ἐκχωρηθέντος Θεῷ καί καλῶς βασιλεύοντος τό βασιλεύεσθαι, τῷ ἀργεῖν τοῦ τι ἐθέλειν παρ᾿ ὅ θέλει Θεός· ὥσπερ φησίν αὐτόν ἐν ἑαυτῷ τυπῶν τό ἡμέτερον ὁ Σωτήρ πρός τόν Πατέρα· Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ. Καί μετ᾿ αὐτόν ὁ θεσπέσιος Παῦλος, ὥσπερ ἑαυτόν ἀρνησάμενος καί ἰδίαν ἔχειν ἔτι ζωήν μή εἰδώς· Ζῶ γάρ οὐκ ἔτι ἐγώ· ζῇ γάρ ἐν ἐμοί Χριστός. Μή ταραττέτω δέ ὑμᾶς τό λεγόμενον. Οὐ γάρ ἀναίρεσιν τοῦ αὐτεξουσίου γένεσθαί φημι, ἀλά θέσιν μᾶλλον τήν κατά φύσιν παγίαν τε καί ἀμετάθετον, ἤγουν ἐκχώρησιν γνωμικήν, ἵν᾿ ὅθεν ἡμῖν ὑπάρχει τό εἶναι καί τό κινεῖσθαι λαβεῖν ποθήσωμεν, ὡς τῆς εἰκόνος ἐνελθούσης πρός τό ἀρχέτυπον, καί σφραγίδος δίκην ἐκτυπώματι καλῶς ἡρμοσμένης τῷ ἀρχετύπῳ, καί ἄλλοθι φέρεσθαι μήτ᾿ ἐχούσης λοιπόν μήτε δυναμένης, ἤ σαφέστερον εἰπεῖν καί ἀληθέστερον, μήτε βούλεσθαι δυναμένης, ὡς τῆς θείας ἐπειλημμένης ἐνεργείας, μᾶλλον δέ Θεός τῇ θεώσει γεγενημένης, καί πλέον ἡδομένης τῇ ἐκστάσει τῶν φυσικῶς ἐπ᾿ αὐτῆς καί ὄντων καί νοουμένων, διά τήν ἐκνικήσασαν αὐτήν χάριν τοῦ Πνεύματος, καί μόνον ἔχουσαν ἐνργοῦντα τόν Θεόν δείξασαν, ὥστε εἶναι μίαν καί μόνην διά πάντων ἐνέργειαν, τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀξίων Θεοῦ, μᾶλλον δέ μόνου Θεοῦ, ὡς ὅλον ὅλοις τοῖς ἀξίοις ἀγαθοπρεπῶς περιχωρήσαντος. Ἀνάγκη γάρ πᾶσα τῆς κατ᾿ ἔφεσιν τά πάντα περί τι ἄλλο παύσασθαι ἐξουσιαστικῆς κινήσεως, τοῦ ἐσχάτου φανέντος ὀρεκτοῦ καί μετεχομένου, καί ἀναλόγως τῇ τῶν μετεχόντων δυνάμει ἀχωρήτως, ἵν᾿ οὔτως εἴπω, χωρουμένου· πρός ὅ πᾶσα σπεύδει πολιτεία τοῦ ὑψηλοῦ καί διάνοια, "καί εἰς ὅ πᾶσα ἔφεσις ἵσταται, καί ὑπέρ ὅ οὐδαμῶς φέρεται· οὔτε γάρ ἔχει, καί πρός ὅ τείνει  πᾶσα σπουδαίου κίνησις, καί οὗ γενομένοις πάσης θεωρίας ἀνάπαυσις," φησίν ὁ μακάριος οὗτος διδάσκαλος. Οὔτε γάρ ἔστι τι ἐκτός Θεοῦ τότε δεικνύμενον, ἤ Θεῷ ἀντισηκοῦσθαι δοκοῦν, ἵνα τινός ἔφεσιν πρός αὐτό ῥέψαι δελεάσῃ, πάντων περιληφθέντων αὐτῷ νοητῶν τε καί αἰσθητῶν κατά τήν ἄφραστον αὐτοῦ ἔκφανσιν καί παρουσίαν, ὡς οὐδ᾿ ἐν ἡμέρᾳ τά ἀστρῷα φῶτα καί αὐτά καλυπτόμενα, καί οὐδ᾿ ὅτι εἰσίν ὄσον αἰσθήσει γνωριζόμενα. Ἐπί Θεοῦ δέ καί πλέον, ὅσον ἀκτίστου καί κτιστῶν ἄπειρον τό μέσον ἐστί καί διάφορον. Τότε γάρ καί τήν κατ᾿ οὐσίαν ὕπαρξιν τῶν ὄντων κατά τό τί καί πῶς καί ἐπί τίνι εἶναι, ὡς οἶμαι, μανθάνοντες πρός τι ἐφετῶς ἔστι κατά γνῶσιν οὐ κινηθησόμεθα, τῆς ἑκάστου καί ἐφ᾿ ἑκάστου τῶν μετά Θεόν γνώσεως ἡμῖν περατωθείσης, καί τῆς ἀπείρου καί θείας καί ἀπεριλήπτου ἀπολαυστικῶς ἡμῖν ἀναλόγως ὑποκειμένης τε μόνης καί μετεχομένης. Καί τοῦτό ἐστι τό πάνυ φιλοσοφούμενον κατά τοῦτον τόν θεοφόρον διδάσκαλον, "ἐπιγνώσεσθαι ἡμᾶς ποτε ὅσον ἐγνώσμεθα, ἐπειδάν τό θεοειδές τοῦτο καί θεῖον φάσκοντος τόν ἡμέτερον νοῦν τε καί λόγον τῷ οἰκείῳ προσμίξωμεν, καί ἡ εἰκών ἀνέλθῃ πρός τό ἀρχέτυπον, οὗ νῦν ἔχει τήν ἔφεσιν." Περί μέν οὖν τοῦ μή εἶναι τήν θρυλουμένην ἑνάδα, καί τοῦ πῶς κατ᾿ ἔμφασιν ἐκ τῶν νῦν ἡμῖν ἐφικτῶν τῆς Γραφῆς νοημάτων τε καί λογισμῶν ἔσται ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις, εἰρήσθω ταῦτα.

Περί δέ τοῦ πῶς μοῖρα ὄντες θεοῦ ἀπεῤῥύημεν Θεοῦ ἡγουμένου ἐντεῦθεν τόν λόγον ποιήσομαι.  

Τίς γάρ λόγῳ εἰδώς καί σοφίᾳ τά ὄντα ἐκ τοῦ μή ὄντος παρά Θεοῦ εἰς τό εἶναι παρῆχθαι, εἰ τῇ φυσικῶν τῶν ὄντων ἀπείρῳ διαφορᾷ τε καί ποικιλίᾳ ἐμφρόνως τό τῆς ψυχῆς θεωρητικόν προσαγάγοι, καί τῷ ἐξεταστικῷ συνδιακρίνοι λόγῳ κατ᾿ ἐπίνοιαν τόν καθ᾿ ὅν ἐκτίσθησαν λόγον, τῇ τῶν γεγονότων ἀδιαιρέτῳ συνδιακρινόμενον διαφορᾷ, διά τήν αὐτῶν πρός ἄλληλά τε καί ἑαυτά ἀσύγχυτον ἰδιότητα; Καί πάλιν ἕνα τούς πολλούς, τῇ πρός αὐτόν τῶν πάντων ἀναφορᾷ δι᾿ ἑαυτόν ἀσυγχύτως ὑπάρχοντα, ἐνούσιόν τε καί ἐνυπόστατον τοῦ Θεοῦ καί Πατρός Θεόν Λόγον, ὡς ἀρχήν καί αἰτίαν τῶν ὅλων, ἐν ᾧ ἐκτίσθη τά πάντα τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς, εἴτε ὀρατά, εἴτε ἀόρατα, εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἀρχαί, (1080) εἴτε ἐξουσίαι, πάντα ἐξ αὐτοῦ καί δι᾿ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν ἔκτισται. Τούς γάρ λόγους τῶν γεγονότων ἔχων πρό τῶν αἰώνων ὑφεστῶτας βουλήσει ἀγαθῇ κατ᾿ αὐτούς τήν τε ὁρατήν καί ἀόρατον ἐκ τοῦ μή ὄντος ὑπεστήσατο κτίσιν, λόγῳ καί σοφίᾳ τά πάντα κατά τόν δέοντα χρόνον ποιήσας τε καί ποιῶν,  τά καθόλου τε καί τά καθ᾿ ἕκαστον. Λόγον γάρ ἀγγέλων δημιουργίας προκαθηγεῖσθαι πιστεύομεν, λόγον ἑκάστης τῶν συμπληρουσῶν τόν ἄνω κόσμον οὐσιῶν καί δυνάμεων, λόγον ἀνθρώπων, λόγον παντός τῶν ἐκ Θεοῦ τό εἶναι λαβόντων, ἵνα μή τά καθ᾿ ἕκαστον λέγω, τόν αὐτόν μέν ἀπείρῳ δι᾿ ἑαυτόν ὑπεροχῇ ἄφραστον ὄντα καί ἀκατανόητον, καί πάσης ἐπέκεινα κτίσεως, καί τῆς κατ᾿ αὐτήν οὔσης καί νοουμένης διαφορᾶς καί διακρίσεως, καί τόν αὐτόν ἐν πᾶσι τοῖς ἐξ αὐτοῦ κατά τήν ἑκάστου ἀναλογίαν ἀγαθοπρεπῶς δεικνύμενόν τε καί πληθυνόμενον, καί εἰς ἑαυτόν τά πάντα ἀνακεφαλαιούμενον, καθ᾿ ὅν τό τε εἶναι καί τό διαμένειν, καί ἐξ οὗ τά γεγονότα ὡς γέγονε, καί ἐφ᾿ ᾧ γέγονε, καί μένοντα καί κινούμενα μετέχει Θεοῦ. Πάντα γάρ μετέχει διά τό ἐκ Θεοῦ γεγενῆσθαι, ἀναλόγως Θεοῦ,  ἤ κατά νοῦν, ἤ λόγον, ἤ αἴσθησιν, ἤ κίνησιν ζωτικήν, ἤ οὐσιώδη καί ἑκτικήν ἐπιτηδειότητα, ὡς τῷ μεγάλῳ καί θεοφάντορι Διονυσίῳ δοκεῖ τῷ Ἀρεοπαγίτῃ.  

Ἕκαστον οὖν τῶν νοερῶν τε καί λογικῶν ἀγγέλων τε καί ἀνθρώπων αὐτῷ τῷ καθ᾿ ὅν ἐκτίσθη λόγῳ τῷ ἐν τῷ Θεῷ ὄντι, καί πρός τόν Θεόν ὄντι, μοῖρα καί λέγεται καί ἔστι Θεοῦ, διά τόν αὐτοῦ προόντα ἐν τῷ Θεῷ , καθώς εἴρηται, λόγον. Ἀμέλει τοι, καί εἰ κατ᾿ αὐτόν κινηθείη, ἐν τῷ Θεῷ γενήσεται, ἐν ᾧ ὁ τοῦ εἶναι αὐτοῦ λόγος προένεστιν, ὡς ἀρχή καί αἰτία, κἄν μηδενός ἄλλου πρό τῆς ἰδίας ἀρχῆς κατά πόθον ἐπιλαβέσθαι θελήσοι, οὐκ  ἀπορῥέει Θεοῦ, ἀλλά μᾶλλον τῇ πρός αὐτόν ἀνατάσει Θεός γίνεται καί μοῖρα Θεοῦ λέγεται τῷ μετέχειν προσηκόντως Θεοῦ, ὡς κατά φύσιν σοφῶς τε καί λελογισμένως δι᾿ εὐπρεποῦς κινήσεως τῆς οἰκείας ἐπιλαβόμενος ἀρχῆς καί αἰτίας, οὐκ ἔχων λοιπόν ἄλλοθί  ποι μετά τήν ἰδίαν ἀρχήν καί τήν πρός τόν καθ᾿ ὅν ἐκτίσθη λόγον ἄνοδόν τε καί ἀποκατάστασιν κινηθῆναι, ἤ πῶς κινηθῆναι, τῆς ἐπί τῷ θείῳ δηλονότι σκοπῷ κινήσεως αὐτοῦ αὐτόν πέρας λαβούσης τόν θεῖον σκοπόν. 

Ὡς δηλοῖ καί ὁ ἅγιος Βασίλειος, ἐν τῇ εἰς τόν ἅγιον προφήτητν Ἡσαΐαν ἑρμηνείᾳ, λέγων οὕτως· "Σάββατα δέ ἀληθῆ ἡ ἀποκειμένη ἀνάπαυσις τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ, ἅπερ διά τό ἀληθῆ εἶναι ἀνέχεται ὁ Θεός καί φθάνει γε ἐπ᾿ ἐκεῖνα τά Σάββατα τῆς ἀναπαύσεως, παρ᾿ ὧ ὁ κόσμος ἐσταύρωται, ἀποστάς δηλονότι τῶν κοσμικῶν, καί ἐπί τόν ἴδιον τόπον τῆς πνευματικῆς ἀναπαύσεως καταντήσας, ἐν ᾧ ὁ γενόμενος οὐκ ἔτι κινηθήσεται ἀπό τοῦ ἰδίου τόπου, ἡσυχίας καί ἀταραξίας περί τήν κατάστασιν ἐκείνην ὑπαρχούσης· πάντων οὖν τόπος τῶν ἀξιουμένων τῆς τοιαύτης μακαριότητος ἐστιν ὁ Θεός κατά τό γεγραμμένον·  Γενοῦ μοι εἰς Θεόν ὑπερασπιστήν καί εἰς τόπον ὀχυρόν τοῦ σῶσαί με." Παρ᾿ ᾧ βεβαίως πάντων οἱ λόγοι πεπήγασι καθ᾿ οὕς καί γινώσκειν τά πάντα πρίν γενέσεως αὐτῶν λέγεται, ὡς ἐν αὐτῷ καί παρ᾿ αὐτῷ ὄντων, αὐτῇ τῇ ἀληθείᾳ τῶν πάντων. Κἄν εἰ αὐτά τά πάντα, τά τε ὄντα καί τά ἐσόμενα, οὐχ ἅμα τοῖς ἑαυτῶν λόγοις, ἤ τῷ γνωσθῆναι ὑπό Θεοῦ, εἰς τό εἶναι παρήχθησαν, ἀλλ᾿ ἕκαστα τῷ ἐπιτηδείῳ καιρῷ κατά τήν τοῦ Δημιουργοῦ σοφίαν πρεπόντως κατά τούς ἑαυτῶν λόγους δημιουργούμενα καί καθ᾿ ἑαυτά εἶναι τῇ ἐνεργείᾳ λαμβάνῃ. Ἐπειδή ὁ μέν ἀεί κατ᾿ ἐνέργειάν ἐστι Δημιουργός, τά δέ δυνάμει μέν ἐστιν, ἐνεργείᾳ δέ οὐκ ἔτι· ὅτι μηδέ οἷόν τε τῶν ἅμα εἶναι τό ἄπειρον καί τά πεπερασμένα, οὐδέ τις δεῖξαι λόγος ἀναφανήσεται τῶν ἄμα εἶναι δύνασθαι τήν οὐσίαν καί τό ὑπερούσιον, καί εἰς ταυτόν ἀγαγεῖν τῷ ἐν μέτρῳ τό ἄμετρον, καί τῷ ἐν σχέσει τό ἄσχετον, καί τό μηδέν ἔχον ἐπ᾿ αὐτοῦ κατηγορίας εἶδος καταφασκόμενον τῷ διά πάντων τούτων συνισταμένῳ. 

Πάντα γάρ τά κτιστά κατ᾿ οὐσίαν τε καί γένεσιν παντάπασι καταφάσεκται τοῖς ἰδίοις καί τοῖς περί αὐτά οὖσι τῶν ἐκτός λόγοις περιεχόμενα. Ὑπεξῃρημένης οὖν τῆς ἄκρας καί ἀποφατικῆς τοῦ λόγου θεολογίας, καθ᾿ ἥν οὔτε λέγεται, οὔτε νοεῖται, οὔτε ἔστι τό σύνολόν τι τῶν ἄλλῳ συνεγνωσμένων, ὡς ὑπερούσιος, οὐδέ ὑπό τινος οὐδαμῶς καθ᾿ ὁτιοῦν μετέχεται, πολλοί λόγοι ὁ εἷς λόγος ἐστί, καί εἷς οἱ πολλοί· κατά μέν τήν ἀγαθοπρεπῆ εἰς τά ὄντα τοῦ ἑνός ποιητικήν τε καί συνεκτικήν πρόοδον πολλοί ὁ εἷς, κατά δέ τήν εἰς τόν ἕνα τῶν πολλῶν ἐπιστρεπτικήν τε καί χειραγωγικήν ἀναφοράν τε καί πρόνοιαν, ὥσπερ εἰς ἀρχήν παντοκρατορικήν ἤ κέντρον τῶν ἐξ αὐτοῦ εὐθειῶν τάς ἀρχάς προειληφός καί ὡς πάντων συναγωγός, εἷς οἱ πολλοί. Μοῖρα οὖν ἐσμεν καί λεγόμεθα Θεοῦ διά τό τούς τοῦ εἶναι ἡμῶν λόγους ἐν τῷ Θεῷ προϋφεστάναι· ρεύσαντες δέ ἄνωθεν πάλιν λεγόμεθα διότι μή καθ᾿ ὅν γεγενήμεθα λόγον τόν ἐν τῷ Θεῷ προόντα κεκινήμεθα. 

Καί καθ᾿ ἕτερον δέ τρόπον ἐστίν εὐμαρές τῷ εὐσεβῶς ἐπιβάλλειν τοῖς τῶν ὄντων λόγοις δεδιδαγμένῳ τόν περί τούτου λόγον διεξελθεῖν. 

Εἰ γάρ οὐσία τῆς ἐν ἑκάστῳ ἀρετῆς ὁ εἷς ὑπάρχειν Λόγος τοῦ Θεοῦ μή ἀμφιβέβληται (οὐσία γάρ πάντων τῶν ἀρετῶν αὐτός ἐστιν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὡς γέγραπται· Ὅς ἐγενήθη ἡμῖν ἀπό Θεοῦ σοφία, δικαιοσύνη τε καί ἁγιασμός καί ἀπολύτρωσις, ἀπολύτως ταῦτα δηλαδή ἐπ' αὐτοῦ λεγόμενα ἔχων, ὡς αὐτοσοφία καί δικαιοσύνη καί ἁγιότης ὤν, καί οὐχ ὡς ἐφ᾿ ἡμῶν προσδιωρισμένως, οἷον ὡς σοφός ἄνθρωπος, ἤ δίκαιος ἄνθρωπος), πᾶς δηλονότι ἄνθρωπος ἀρετῆς καθ᾿ ἕξιν παγίαν μετέχων ἀναμφηρίστως Θεοῦ μετέχει τῆς οὐσίας τῶν ἀρετῶν, ὡς τήν κατά φύσιν σποράν τοῦ ἀγαθοῦ γνησίως κατά προαίρεσιν γεωργήσας καί ταυτόν δείξας τῇ ἀρχῇ τό τέλος, και τήν ἀρχήν τῷ τέλει, μᾶλλον δέ ταυτόν ἀρχήν οὖσαν καί τέλος, ὡς ἀνόθευτος Θεοῦ τυγχάνων συνήγορος, εἴπερ παντός πράγματος ἀρχή καί τέλος ὁ ἐπ᾿ αὐτῷ σκοπός ὑπάρχειν πεπίστευται, τήν μέν ὡς ἐκεῖθεν εἰληφώς προς τῷ εἶναι καί τό κατά μέθεξιν φύσει ἀγαθόν, τό δέ ὡς κατ᾿ αὐτήν γνώμῃ τε καί προαιρέσει τόν ἐπαινετόν καί πρός αὐτήν ἀπλανῶς ἄγοντα ἐξανύσας δρόμον διά σπουδῆς, καθ᾿ ὅν γίνεται Θεός, ἐκ τοῦ Θεοῦ τό Θεός εἶναι λαμβάνων, ὡς τῷ κατ᾿ εἰκόνα φύσει καλῷ καί προαιρέσει τήν δι᾿ ἀρετῶν προσθείς ἐξομοίωσιν, διά τῆς ἐμφύτου πρός τήν ἰδίαν ἀρχήν ἀναβάσεώς τε καί οἰκειότητος. Καί πληροῦται λοιπόν καί ἐπ᾿  αὐτῷ τό ἀποστολικόν ῥητόν τό φάσκον· Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν. Γίνεται γάρ ἐν τῷ Θεῷ διά προσοχῆς, τόν ἐν τῷ Θεῷ προόντα τοῦ εἶναι λόγον μή παραφθείρας, καί κινεῖται ἐν τῷ Θεῷ κατά τόν προόντα ἐν τῷ Θεῷ τοῦ εὖ εἶναι λόγον, διά τῶν ἀρετῶν ἐνεργούμενος, καί ζῇ ἐν τῷ Θεῷ κατά τόν προόντα ἐν τῷ Θεῷ τοῦ  ἀεί εἶναι λόγον. 

Ἐντεῦθεν μέν ἤδη κατά τήν ἀπαθεστάτην ἕξιν ταυτόν ἑαυτῷ καί ἀκίνητος ὤν, ἐν δέ τῷ μέλλοντι αἰῶνι κατα´τήν δοθησομένην θέωσιν τούς εἰρημένους καί ἐν τῷ Θεῷ πρόντας λόγους, μᾶλλον δέ τόν Θεόν, ἐν ᾧ οἱ λόγοι τῶν καλῶν πεπήγασιν, ἀγαπητικῶς στέργων καί ἀσπαζόμενος·  καί ἔστι μοῖρα Θεοῦ, ὡς ὤν, διά τόν ἐν τῷ Θεῷ τοῦ εἶναι αὐτοῦ λόγον, καί ὡς ἀγαθός, διά τόν ἐν τῷ Θεῷ τοῦ ἀεί εἶναι αὐτοῦ λόγον, καί ὡς Θεός, διά τόν ἐν τῷ Θεῷ τοῦ ἀεί εἶναι αὐτοῦ λόγον, ὡς τούτους τιμήσας καί κατ᾿ αὐτούς ἐνεργήσας, καί δι᾿ αὐτῶν ἑαυτόν μέν τῷ Θεῷ μόνῳ δι᾿ ὅλου ἐνθέμενος, τόν δέ Θεόν μόνον ἑαυτῷ δι᾿ ὅλου ἐντυπώσας τε καί μορφώσας, ὥστε καί αὐτόν εἶναί τε χάριτι  καί καλεῖσθαι Θεόν, καί τόν Θεόν εἶναι συγκαταβάσει καί καλεῖσθαι δι᾿ αὐτόν ἄνθρωπον, καί τῆς ἀντιδιδομένης ἐπί τούτῳ διαθέσεως δειχθῆναι τήν δύναμιν, τήν καί τόν ἄνθρωπον τῷ Θεῷ  θεοῦσαν διά τό φιλόθεον, καί τόν Θεόν τῷ ἀνθρώπῳ διά τό φιλάνθρωπον ἀνθρωπίζουσαν καί ποιοῦσαν κατά τήν καλήν ἀντιστροφήν, τόν μέν Θεόν ἄνθρωπον, διά τήν τοῦ ἀνθρώπου θέωσιν, τόν δέ ἄνθρωπον Θεόν, διά τήν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπησιν. Βούλεται γάρ ἀεί καί ἐν πᾶσιν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος καί Θεός τῆς αὐτοῦ ἐνσωματώσεως ἐνεργεῖσθαι τό μυστήριον. 

Ὅστις δέ τῆς ἰδίας ἀφέμενος ἀρχῆς μοῖρα τυγχάνων Θεοῦ διά τόν ἐν αὐτῷ τῆς ἀρετῆς ὄντα λόγον κατά τήν ἀποδοθεῖσαν αἰτίαν πρός τό μή ὄν παραλόγως φέρεται, εἰκότως ἄνωθεν ῥεῦσαι λέγεται, μή πρός τήν ἰδίαν ἀρχήν τε καί αἰτίαν καθ᾿ ἥν καί ἐφ᾿ ᾗ καί δι᾿ ἥν γεγένηται κινηθείς, καί ἔστιν ἐν ἀστάτῳ περιφορᾷ καί ἀταξίᾳ δεινῇ ψυχῆς τε καί σώματος, τῆς ἀπλανοῦς καί ὡσαύτως ἐχούσης αἰτίας τῇ πρός τό χεῖρον ἑκουσίῳ ῥοπῇ τήν ἀποτυχίαν ἑαυτοῦ καταπραξάμενος. Ἐφ᾿ οὗ καί τό ῥεῦσαι κυρίως λεχθείη ἄν ὅτι ἐπ᾿ αὐτῷ κειμένης τῆς πρός Θεόν ἀδηρίτως τάς τῆς ψυχῆς βάσεις ποιεῖσθαι δυναμένης ἐξουσίας, τό χεῖρον καί μή τοῦ κρείττονος καί ὄντος ἑκών ἀντηλλάξατο.  

Τούτους δέ οὕς ἔφην τούς λόγους ὁ μέν Ἀρεοπαγίτης ἅγιος Διονύσιος προορισμούς καί θεῖα θελήματα καλεῖσθαι ὑπό τῆς Γραφῆς ἡμᾶς ἐκδιδάσκει. Ὁμοίως δέ καί οἱ περί Πάνταινον τόν γενόμενον καθηγητήν τοῦ Στρωματέως μεγάλου Κλήμενος θεῖα θελήματα τῇ Γραφῇ φίλον καλεῖσθαί φασι.

Ὅθεν ἐρωτηθέντες ὑπό τινων τῶν ἔξω παίδευσιν γαύρων, πῶς γινώσκειν τά ὄντα τόν Θεόν δοξάζουσιν οἱ Χριστιανοί, ὑπειληφότων ἐκείνων, νοερῶς τά νοητά, καί αἰσθητικῶς τά αἰσθητά, γινώσκειν αὐτόν τά ὄντα ἀπεκρίναντο, μήτε αἰσθητικῶς τά αἰσθητά, μήτε νοερῶς τά νοητά. Οὐ γάρ εἶναι δυνατόν τόν ὑπέρ τά ὄντα κατά τά ὄντα τῶν ὄντων ἀντιλαμβάνεσθαι· ἀλλ᾿ ὡς ἴδια θελήματα γινώσκειν αὐτόν τά ὄντα φαμέν, προσθέντες καί τοῦ λόγου τό εὔλογον. Εἰ γάρ θελήματι τά πάντα πεποίηκε, καί οὐδείς ἀντερεῖ λόγος, γινώσκειν δέ τό ἴδιον θέλημα τόν Θεόν εὐσεβές τε λέγειν ἀεί καί δίκαιόν ἐστιν, ἕκαστον δέ τῶν γεγονότων θέλων πεποίηκεν, ἄρα ὡς ἴδια θελήματα ὁ Θεός τά ὄντα γινώσκει, ἐπειδή καί θέλων τά ὄντα πεποίηκεν. Ἐντεῦθεν δέ ὁρμώμενος ἔγωγε οἶμαι κατά τούτους εἰρῆσθαι τῇ Γραφῇ τούς λόγους, τό,  Ἔγνων σε παρά πάντας, πρός Μωϋσῆν, καί περί τινων τό,  Ἔγνω Κύριος τούς ὄντας αὐτοῦ, "καί πάλιν πρός τινας τό,  Οὐκ οἶδα ὑμᾶς· ὡς ἕκαστον δηλονότι ἤ κατά τό θέλημα καί τόν λόγον, ἤ παρά τό θέλημα καί τόν λόγον τοῦ Θεοῦ προαιρετική κίνησις τῆς θείας ἀκοῦσαι φωνῆς παρεσκεύασε.  

Ταῦτα καί τά τοιαῦτα τόν θεοφόρον τοῦτον ἄνδρα οἶμαι νοήσαντα εἰπεῖν,  "ἐπειδάν τό θεοειδές τοῦτο καί θεῖον, τόν ἡμέτερον νοῦν τε καί λόγον, τῷ οἰκείῳ προσμίξωμεν, καί ἡ εἰκών ἀνέλθῃ πρός τό ἀρχέτυπον, οὗ νῦν ἔχει τήν ἔφεσιν·" ὁμοῦ τε καί κατά ταυτόν διά τῶν μικρῶν τούτων ῥημάτων τοῦ ποτε τοῦτό τι τῶν ὄντων ἐφθακέναι τό μέτρον οἴεσθαι διδασκαλικῶς ἀπάγοντα τούς νομίζοντας, καί τόν τοῦ πῶς μοῖρά ἐσμεν Θεοῦ λόγον παραδηλοῦντα, καί τήν μέλλουσαν τῆς μακαρίας λήξεως ἰδιότητα αἰνιττόμενον, καί πρός τήν ἄσειστον αὐτῆς καί ἀκλόνητον καί οὐδαμοῦ μεταπίπτουσαν ἀπόλαυσιν παρορμῶντα τούς ἐπί τούτῳ δι᾿ ἐλπίδος καθαιρομένους καί σπεύδοντας. Ἤδει γάρ, ὡσεί πρός ὅ ἔχομεν οὐσίᾳ τε καί λόγῳ τάς ἐμφάσεις κατά λόγον καί φύσιν εὐθυπορήσαιμεν ἁπλῇ προσβολῇ, καί ἡμεῖς, πάσης τῆς οἱασοῦν ζητήσεως χωρίς, περί ἥν μόνην ἐστί τό πταίειν καί σφάλλεσθαι, θεοειδῶς κατά τό ἐφικτόν τά πάντα εἰσόμεθα, μηκέτι δι᾿ ἄγνοιαν τῆς περί αὐτά κινήσεως ἀντεχόμενοι, ὡς νοΐ τῷ μεγάλῳ καί λόγῳ καί πνεύματι τόν ἡμέτερον νοῦν τε καί λόγον καί πνεῦμα, μᾶλλον δέ ὅλῳ Θεῷ ὅλους ἑαυτούς ὡς ἀρχετύπῳ εἰκόνι προσχωρήσαντες.

Καθώς καί ἐν τῷ περί χαλάζης λόγῳ διέξεισιν, οὑτωσί φάσκων· φυσική θεωρία Καί τούς μέν τό ἄφραστον φῶς διαδέξεται, καί ἡ τῆς ἁγίας καί βασιλικῆς θεωρίας Τριάδος ἐλλαμπούσης τρανότερόν τε καί καθαρώτερον, καί ὅλης ὅλῳ νοΐ μιγνυμένης, ἥν δή καί μόνην βασιλείαν οὐρανῶν ἐγώ τίθημι," ἡνίκα ἡδονῇ ἥδεται καί ἀγάλλεται, ἵνα τοῖς αὐτοῦ τολμήσας συνάψω τά ἐμαυτοῦ, πᾶσα κτίσις λογική ἀγγέλων τε καί ἀνθρώπων, ὅσοι μηδένα τῶν πρός τό τέλος κατά τήν κίνησιν φυσικῶς συνηρμοσμένων αὐτοῖς θείων λόγων παρά τοῦ Δημιουργοῦ ἐξ ἀπροσεξίας παρέφθειραν, διεσώσαντο δέ μᾶλλον σωφρόνως ἑαυτούς ὅλους καί ἀπαρατρέπτους, ὡς θείας ὄργανα φύσεως, καί ὄντας καί γενησομένους εἰδότες, οὕς δι᾿ ὅλου ὅλος περιφύς ὁ Θεός τρόπον ψυχῆς, ὥσπερ μέλη σώματος ἄρτια καί εὔχρηστα τῷ Δεσπότῃ γενησομένους, πρός τό δοκοῦν μεταχειρίζεται, καί τῆς οἰκείας πληροῖ δόξης τε καί μακαριότητος, ζωήν διδούς καί χαριζόμενος τήν ἀΐδιόν τε καί ἀνεκλάλητον, καί παντάπασι παντός ἐλευθέραν γνωρίσματος συστατικῆς ἰδιότητος τῆς παρούσης καί διά φθορᾶς συνισταμένης ζωῆς, ἥν οὐκ ἀήρ εἰσπνεόμενος, οὐδ᾿ αἵματος ὀχετοί τοῦ ἥπατος ἀποῤῥέοντες συνιστῶσιν, ἀλλά Θεός ὅλος ὅλοις μετεχόμενος, καί ψυχῆς τρόπον πρός σῶμα τῇ ψυχῇ, καί διά μέσης ψυχῆς πρός σῶμα γινόμενος, ὡς οἶδεν αὐτός, ἵν᾿ ἡ μέν ἀτρεψίαν δέξηται, τό δέ ἀθανασίαν, καί ὅλος ἄνθρωπος θεωθῇ τῇ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ χάριτι θεουργούμενος, ὄλος μέν ἄνθρωπος μένων κατά ψυχήν καί σῶμα διά τήν φύσιν, καί ὅλος γενόμενος Θεός κατά ψυχήν κκαί σῶμα διά τήν χάριν καί τήν ἐμπρέπουσαν αὐτῷ διόλου θείαν τῆς μακαρίας δόξης λαμπρότητα, μεθ᾿ ἥν οὐκ ἔστι τι ἐπινοῆσαι λαμπρότερον ἤ ὑψηλότερον. 

Τί γάρ θεώσεως τοῖς ἀξίοις ἐρασμιώτερον, καθ᾿ ἥν ὁ Θεός θεοῖς γενομένοις ἑνούμενος τό πᾶν ἑαυτοῦ ποιεῖται δι᾿ ἀγαθότητα; Διό καί ἡδονήν καί πεῖσιν καί χαράν καλῶς ὠνόμασαν τήν τοιαύτην κατάστασιν, τήν τῇ θείᾳ κατανοήσει καί τῇ ἑπομένῃ αὐτῇ τῆς εὐφροσύνης ἀπολαύσει, ἡδονήν μέν, ὡς τέλος οὖσαν τῶν κατά φύσιν ἐνεργειῶν  (οὕτω γάρ τήν ἡδονήν ὁρίζονται),  πεῖσιν δέ ὡς ἐκστατικήν δύναμιν, πρός τό ποιοῦν τό πάσχον ἐνάγουσαν, κατά τήν ἀποδοθεῖσαν τοῦ ἀέρος πρός τό φῶς καί τοῦ πυρός πρός τόν σίδηρον παραδειγματικήν αἰτίαν, καί πείθουσαν φυσικῶς καί ἀληθῶς μή ἄλλο τι εἶναι παρά τοῦτο τῶν ὄντων κεφάλαιον, ᾗ τό ἀπαθές δεόντως ἀκολουθεῖ, χαράν δέ ὡς μηδέν ἔχουσαν ἀντικείμενον μήτε παρελθόν μήτε μέλλον. Τήν χαράν γάρ φασι μήτε λύπην ἐπίστασθαι παρελθοῦσαν, μήτε τόν ἐκ φόβου κόρον ἐπιδέχεσθαι προσδοκώμενον, ὥσπερ ἡ ἡδονή. 

Ὅθεν καί ὡς ἐνδεικτικήν προσηγορίαν τῆς μελλούσης ἀληθείας ὑπάρχουσαν τήν χαράν ἐκύρωσαν πανταχοῦ οἵ τε θεόπνευστοι λόγοι καί οἱ ἐξ αὐτῶν τά θεῖα σοφισθέντες μυστήρια Πατέρες ἡμῶν. Εἰ τοίνυν ὡς ἐν ἐπιδρομῇ, κατ᾿ ἐμέ φάναι τόν μικρόν, φυσικῶς τε καί Γραφικῶς καί Πατρικῶς δέδεικται, ὡς οὐδέν τῶν γενητῶν πώποτε κινούμενον ἔστη, οὐδέ τῆς ἐπ᾿ αὐτό κατά τόν θεῖον σκοπόν ἐπελάβετο λήξεως, πρός δέ τούτοις καί ὡς ἀμήχανον τῆς ἐν τῷ Θεῷ μονιμότητος τῶν ἀξιουμένων παρεγκλιθῆναι τό βάσιμον. Πῶς γάρ ἐστι δυνατόν, ἵνα τοῖς εἰρημένοις μικράν τινα πρός βεβαίωσιν τήν ἐκ λογισμῶν δῶμεν βοήθειαν, τούς ἅπαξ ἐν τῷ Θεῷ ὑπαρκτικῶς γενομένους τόν ὑβριστήν κατά τήν ἔφεσιν ὑποδέξασθαι κόρον, παντός κόρου κατά τόν ἴδιον λόγον τε καί ὅρον ὀρέξεως τυγχάνοντος σβεστικοῦ, καί κατά δύο συνισταμένου τρόπους. Ἤ γάρ τά ὑποκείμενα ὡς μικρά περιγράφουσα ἡ ὄρεξις σβέννυται, ἤ ἀτιμάζουσα ὡς αἰσχρά τε καί εἰδεχθῆ βδελύσσεται, ὑφ᾿ ὧν ὁ κόρος γίνεσθαι πέφυκεν. Ὁ δέ Θεός φύσει ὑπάρχων ἄπειρός τε καί τίμιος ἐπιτείνειν μᾶλλον τῶν ἀπαλαυόντων αὐτοῦ διά τῆς μετοχῆς πρός τό ἀόριστον τήν ὄρεξιν πέφυκεν. 

Εἰ δέ τοῦτ᾿ ἀληθές, ὥσπερ οὖν καί ἔστιν, οὐκ ἦν ἄρα ἡ λεγομένη ἑνάς τῶν λογικῶν, ἥτις κόρον λαβοῦσα τῆς ἐν τῷ Θεῷ μονιμότητος ἐμερίσθη, καί τῷ οἰκείῳ σκεδασμῷ τήν τοῦ κόσμου τούτου γένεσιν συνεισήγαγεν, ἵνα μή τό ἀγαθόν ἐμπερίγραπτον ποιώμεθα καί ἄτιμον, ὡς κόρῳ τινί περιοριζόμενον καί στάσεως αἴτιον γινόμενον ἐκείνοις, ὧν τήν ἔφεσιν ἀκίνητον κρατεῖν οὐ δεδύνηται. Καί μάτην λοιπόν τινες ταύτην θεσπίζουσιν, ὡς ἔμοιγε δοκεῖ, τά μή ὄντα πλαττόμενοι, καί τό δή τούτου βαρύτερον, καί τοῦ μακαρίου τούτου πατρός ὡς ταῦτα φρονοῦντος καταψευδόμενοι, ἐφ᾿ ᾧ μή μόνον αὐτούς ἐκ προτέρου εἴδους ζωῆς τάς ψυχάς εἰς σώματα ἐλθεῖν ἐπί τιμωρίᾳ τῶν προγεγονότων κακῶν φρονεῖν ἐπ᾿ ἀδείας δύνασθαι, ἀλλά καί ἄλλους ἀπατᾷν οὕτως ἔχειν εὐλόγως ἐπιχειρεῖν διά τῆς τῶν προσώπων ἀξιοπιστίας, οὐ καλῶς οὐδ᾿ ὁσίως πράττοντας, ἀλλ᾿ ἐκείνους ἔχοντας ἀφέντες ὡς ἔχουσιν αὐτοί εὐσεβῶς ἡμεῖς τόν νοῦν τοῦ διδασκάλου πρός τοῖς εἰρημένοις καί κατ᾿ ἄλλον σκοπήσομεν τρόπον.

Οὐκ οἶμαι τῆς ἀνθρωπίνης αὐτόν γενέσεως ἐνταῦθα, ἀλλά τῆς ἐπιγενομένης αὐτῇ ταλαιπωρίας τήν αἰτίαν ἀφηγεῖσθαι βούλεσθαι. Θρηνήσας γάρ τοῦ σώματος ἡμῶν τήν ἐλεεινότητα διά τοῦ εἰπεῖν, " Ὤ τῆς συζυγίας καί τῆς ἀλλοτριώσεως ! ὅ φοβοῦμαι, περιέπω, καί ὅ στέργω, δέδοικα," καί τά ἑξῆς, καί οἷον πρός ἑαυτόν διαπορήσας περί τῆς αἰτίας τῶν οἷς ἐνισχήμεθα κακῶν καί τῆς κατ᾿ αὐτήν σοφωτάτης προνοίας διά τοῦ φάναι. " Τίς ἡ περί ἐμέ σοφία, καί τί τό μέγα τοῦτο μυστήριον; " ἐπάγει τήν λύσιν τρανῶς ποιούμενος οὕτως• " Ἡ βούλεται μοῖραν ἡμᾶς ὄντας Θεοῦ καί ἄνωθεν ῥεύσαντας, ἵνα μή διά τήν ἀξίαν ἐπαιρόμενοι καί μετεωριζόμενοι καταφρονῶμεν τοῦ Κτίσαντος, ἐν τῇ πρός τό σῶμα πάλῃ καί μάχῃ πρός αὐτόν ἀεί βλέπειν, καί τήν συνεζευγμένην ἀσθένειαν παιδαγωγίαν εἶναι τοῦ ἀξιώματος."

Ὡσανεί ἔλεγεν, ἐπειδήπερ ἐκ ψυχῆς καί σώματος δι᾿ ἀγαθότητα ὁ ἄνθρωπος γέγονε παρά τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ᾧ τήν δοθεῖσαν αὐτῷ λογικήν τε καί νοεράν ψυχήν, ἅτε δή κατ᾿ εἰκόνα τοῦ ποιήσαντος αὐτήν ὑπάρχουσαν, κατά μέν τήν ἔφεσιν καί τήν ἐξ ὅλης δυνάμεως ὁλικήν ἀγάπην ἀπρίξ Θεοῦ γνωστικῶς ἐχομένην, καί τό καθ᾿ ὁμοίωσιν προσλαβοῦσαν θεωθῆναι, κατά δέ τήν ἐπιστημονικήν πρός τό ὑφείμενον πρόνοιαν, καί τήν περί τό ἀγαπᾷν τόν πλησίον ὡς ἑαυτόν κελεύουσαν ἐντολήν, ἐμφρόνως τοῦ σώματος ἀντεχομένην, λογίσαι τε δι᾿ ἀρετῶν αὐτό καί οἰκειῶσαι Θεῷ ὡς ὁμόδουλον δι᾿ ἑαυτῆς μεσιτευούσης τόν ποιητήν ἔνοικον, καί τῆς δοθείσης ἀθανασίας ἄλυτον δεσμόν αὐτόν ποιησομένην αὐτῷ τόν συνδήσαντα, ἵν᾿ ὅπερ ἐστί Θεός ψυχῇ, τοῦτο ψυχή σώματι γένηται, καί εἷς ἀποδειχθῇ τῶν ὅλων Δημιουργός, ἀναλόγως διά τῆς ἀνθρωπόητος πᾶσιν ἐπιβατεύων τοῖς οὖσι, καί εἰς ἕν ἔλθῃ τά πολλά ἀλλήλων κατά τήν φύσιν διεστηκότα περί τήν μίαν τοῦ ἀνθρώπου φύσιν ἀλλήλοις συννεύοντα, καί γένηται τά πάντα ἐν πᾶσιν αὐτός ὁ Θεός, πάντα παραλαβών καί ἐνυποστήσας ἑαυτῷ, διά τοῦ μηδέν ἔτι τῶν ὄντων κεκτῆσθαι τήν κίνησιν, καί τῆς αὐτοῦ ἄμοιρον παρουσίας, καθ᾿ ἥν καί θεοί καί τέκνα καί σῶμα καί μέλη καί μοῖρα Θεοῦ καί τά τοιαῦτά ἐσμεν καί λεγόμεθα τῇ πρός τό τέλος ἀναφορᾷ τοῦ θείου σκοποῦ.

Ἐπειδή τοίνυν τοῦτο καί ἐπί τούτῳ ὁ ἄνθρωπος γέγονεν, ἐν δέ τῷ προπάτορι τῷ ἑτοίμῳ πρός ἐξουσίαν ἐπί χεῖρον ἐχρήσατο, μετενεγκών ἐκ τοῦ ἐπιτετραμμένου πρός τό κεκωλυμένον τήν ὄρεξιν (καί γάρ ἦν αὐτεξούσιος, καί τοῦ κολληθῆναι τῷ Κυρίῳ καί ἕν πνεῦμα γεγέσθαι, καί τοῦ κολληθῆναι τῇ πόρνῃ καί ἕν σῶμα γενέσθαι, ἀπατηθείς προείλετο, καί τοῦ θείου καί μακαρίου σκοποῦ ἑκών ἑαυτόν ἀπεξένωσε, τοῦ Θεός εἶναι, χάριτι τό χοῦς γενέσθαι καθ᾿ αἵρεσιν προτιμήσας) , σοφῶς ἅμα καί φιλανθρώπως καί τῇ αὐτοῦ πρεπόντως ἀγαθότητι ὁ τήν ἡμετέραν σωτηρίαν οἰκονομῶν Θεός τῇ παραλόγῳ κινήσει τῆς ἐν ἡμῖν νοερᾶς δυνάμεως παρεπομένην δεόντως τήν τιμωρίαν παρέπηξεν, αὐτό ἐκεῖνο τυχόν κατά τόν εἰκότα λόγον κολάσας θανάτῳ, περί ὅ τήν κατά νοῦν μόνῳ Θεῷ χρεωστούμενην τῆς ἀγάπης δύναμιν κατεῤῥήξαμεν, ἵνα τοῦ μηδενός ἐρῶντες διά τοῦ πάσχειν ποτέ μαθόντες πρός τό ὅν πάλιν ταύτην ἐπανάγειν διδαχθῶμεν τήν δύναμιν. Ὅπερ προϊών ἐμφανέστερον ποιεῖται λέγων, " Ἀλλ᾿ ἐμοί μέν καί διά τοῦτο δοκεῖ μηδέν τῶν ἐνταῦθα ἀγαθῶν εἶναι πιστόν τοῖς ἀνθρώποις, μηδέ πολυχρόνιον, ἀλλ᾿ εἴπερ τι ἄλλο, καί τοῦτο καλῶς τῷ τεχνίτῃ λόγῳ καί τῇ πάντα νοῦν ὑπερεχούσῃ σοφίᾳ μεμηχανῆσθαι, παίζεσθαι ἡμᾶς ἐν τοῖς ὁρωμένοις, ἄλλοτε ἄλλως μεταβαλλομένοις καί μεταβάλλουσι, καί ἄνω καί κάτω φερομένοις τε καί περιτρεπομένοις, καί πρίν ληφθῆναι ἀπιοῦσι καί φεύγουσιν, ἵνα τό ἐν τούτοις ἄστατον καί ἀνώμαλον θεωρήσαντες πρός τό μέλλον μεθορμισώμεθα. Τί γάρ ἄν ἐποιήσαμεν ἑστῶτος τοῦ εὖ πράττειν ἡμῖν, ὁποτε οὐ μένοντος τοσοῦτον αὐτῷ προσδεδέμεθα, καί οὕτως ἡμᾶς ἡ περί τοῦτο ἡδονή καί ἀπάτη ἔχει δουλώσασα, ὥστε μηδέν κρεῖττον μηδέ ὑψηλότερον τῶν παρόντων διανοεῖσθαι δύνασθαι, καί ταῦτα κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ γεγονέναι, καί ἀκούοντας καί πιστεύοντας τήν ἄνω τε οὖσαν καί πρός ἑαυτήν ἕλκουσαν; "

Καί πάλιν ἐν τῷ πρός τούς πολιτευομένους λόγῳ φάσκων, "Ἵν᾿ φεἰδῶμεν τό μηδέν ὄντες πρός τήν ἀληθινήν σοφίαν καί πρώτην, ἀλλά πρός αὐτόν ἀεί νεύωμεν μόνον, καί ζητῶμεν ταῖς ἐκεῖθεν αὐταῖς ἐναστράπτεσθαι, εἴτε διά τῆς ἀνωμαλίας τῶν ὁρωμένων καί περιτρεπομένων, μετάγοντος ἡμᾶς ἐπί τά ἑστῶτα καί μένοντα. Οὐ τοίνυν, ὡς οἶμαι, τῆς κατά τήν γένεσιν τῆς ἀνθρωπότητος αἰτίας ἐν τούτοις, ὡς εἴρηται, ὁ διδάσκαλος ποιεῖται τήν δήλωσιν, ἀλλά τῆς κατά τήν γένεσιν ἐπεισαχθείσης τῇ ἡμετέρᾳ ζωῇ διά τήν παράβασιν ταλαιπωρίας, ὡς τοῖς σπουδαιοτέρως καί ἐμμελεστέρως τοῖς θείοις αὐτοῦ γράμμασιν ἐμμελετῶσίν ἐστι καταφανές. Ταύτης μέν γάρ τήν ὅθεν, καί δι᾿ ὅ, καί ἐφ᾿ ᾧ, καί οὗ ἕνεκεν αἰτίαν, διά τούτων ἡμῖν παρατίθεται τῶν λόγων δι᾿ αὐτῆς τήν οἰκονομουμένην ἡμῶν σοφῶς παρά τοῦ Θεοῦ σωτηρίαν δηλῶν• ἐκείνης δέ τήν ἐφ᾿ ᾧ γεγένηται μυστηρίῳ ὑπεμφαίνων δύναμιν ἑτέρῳ λόγων κέχρηται τρόπῳ, ὅλον αὐτοῦ περί τούτου τόν εὐσεβῆ σκοπόν φανερόν ποιούμενος, ὡς ἐν τῷ Εἰς τά γενέθλια λόγῳ δείκνυται λέγων,

" Νοῦς μέν οὖν ἤδη καί αἴσθησις οὕτως ἀπ᾿ ἀλλήλων διακριθέντα τῶν ἰδίων ὅρων ἐντός εἰστήκεισαν, καί τό τοῦ Δημιουργοῦ λόγου μεγαλεῖον ἐν ἑαυτοῖς ἔφερον, σιγῶντες ἐπαινέται τῆς μεγαλουργίας και διαπρύσιοι κήρυκες• οὔπω δέ ἦν κρᾶμα ἐξ ἀμφοτέρων, οὐδέ τις μίξις τῶν ἐναντίων, σοφίας μείζονος γνώρισμα καί τῆς περί τάς φύσεις πολυτελείας, οὐδέ ὁ πᾶς πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος γνώριμος. Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι λόγος, καί ζῶον ἕν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου λέγω καί ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον, καί παρά μέν τῆς ὕλης λαβών τό σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ᾿ ἑαυτοῦ δέ ζωήν ἐνθείς (ὅ δή νοεράν ψυχήν καί εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ Λόγος), οἷόν τινα κόσμον δεύτερον ἐν μικρῷ μέγαν ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν," καί τά ἑξῆς. Ἐν δέ τῷ Εἰς τά Φῶτα λόγῳ• " Ἐπεί δέ οὕτω ταῦτα ἤ τοῦτο• ἔδει δέ μή τοῖς ἄνω μόνον τήν προσκύνησιν περιγράφεσθαι, ἀλλ᾿ εἶναί τινας καί κάτω προσκυνητάς, ἵνα πληρωθῇ τά πάντα δόξης Θεοῦ, ἐπεί καί Θεοῦ• καί διά τοῦτο κτίζεται ἄνθρωπος χειρί Θεοῦ τιμηθείς καί εἰκόνι." Ἀρκεῖν μέν καί ταῦτα ὑπολαμβάνω, κἄν εἰ μικρά τυγχάνοι, τῷ μή πάντη φιλονείκως διακειμένῳ, καί μόνον τό μάχεσθαι ἐπίδοξον κρίνοντι, πρός τό ἐνδείξασθαι τήν ὅλην τοῦ διδασκάλου περί τῶν εἰρημένων διάνοιαν. Εἰ δέ ἔτι περί τοῦ πῶς Θεοῦ μοῖραν ὁ διδάσκαλος ἡμᾶς ἐκάλεσεν ἀπομάχεται, πολλαχῶς μέν ἤδη ἀνωτέρω ὁ περί τούτου ἀποδέδοται λόγος.

Ἵνα δέ πιστότερος γένηται τοῖς τοῦ πνεύματος ἐρειδόμενος λόγοις, ὁ ἅγιος καί μακάριος ἀπόστολος Παῦλος, ὁ τήν ἀποκεκρυμμένην ἐν τῷ Θεῷ πρό τῶν αἰώνων κομισάμενος σοφίαν, καί πάντα τόν ἀφεγγῆ τῶν ἀνθρώπων βίον καταφωτίσας, καί τῆς ἀγνοίας τόν ζόφον τῶν ψυχῶν ἀπελάσας, ἀρκέσει περί τούτου Ἐφεσίοις διεξιών τάδε, Ἵνα ὁ Θεός τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Πατήρ τῆς δόξης δῴη ὑμῖν Πνεῦμα σοφίας καί ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τό εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπίς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καί τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καί τί τό ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τούς πιστεύοντας, κατά τήν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, ἥν ἐνήργησεν ἐν Χριστῷ, ἐγείρας αὐτόν ἐκ νεκρῶν, καί καθίσας αὐτόν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας καί δυνάμεως καί κυριότητος, καί παντός ὀνόματος ὀνομαζομένου, οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι, καί πάντα ἔδωκεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου. Καί μεθ᾿ ἕτερα πάλιν• Καί αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους, πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσομεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργίᾳ, πρός τήν μεθοδείαν τῆς πλάνης, ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡκεφαλή ὁ Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τό σῶμα συναρμολογούμενον καί συμβιβαζόμενον διά πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ᾿ ἐνέργειαν ἑνός ἑκάστου μέλους τήν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομήν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ.

Οὐκ οἶμαι λοιπόν ἄλλης ἐπιδεῖσθαι μαρτυρίας τόν εὐσεβεῖν ἐγνωκότα πρός φανέρωσιν τῆς κατά Χριστιανούς ἀληθῶς πεπιστευμένης ἀληθείας, σαφῶς μαθόντες δι᾿ αὐτῆς  Ὅτι καί μέλη καί σῶμα καί πλήρωμά ἐσμεν τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, κατά τόν πρό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ καί Πατρί ἀποκεκρυμμένον σκοπόν ἀνακεφαλαιούμενοι εἰς αὐτόν διά τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ καί Κυρίου  Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.Τό γάρ μυστήριον τό ἀποκεκρυμμένον μέν ἀπό τῶν αἰώνων καί ἀπό τῶν γενεῶν, νῦν δέ φανερωθέν διά τῆς τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ ἀληθινῆς καί τελείας ἐνανθρωπήσεως, τοῦ ἑνώσαντος ἑαυτῷ καθ' ὑπόστασιν ἀδιαιρέτως τε καί ἀσυγχύτως τήν ἡμετέραν φύσιν, καί ἡμᾶς διά τῆς ἐξ ἡμῶν καί ἡμετέρας νοερῶς τε καί λογικῶς ἐψυχωμένης ἁγίας αὐτοῦ σαρκός, ὥσπερ δι᾿ ἀπαρχῆς ἑαυτῷ συμπηξαμένου, καί ἕν καί ταὐτόν ἑαυτῷ εἶναι κατά τήν αὐτοῦ ἀνθρωπότητα καταξιώσαντος, καθώς προωρίσθημεν πρό τῶν αἰώνων ἐν αὐτῷ εἶναι μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ, ψυχῆς τρόπον πρός σῶμα ἐν πνεύματι συναρμολογοῦντος ἑαυτῷ καί συμβιβάζοντος, καί εἰς μέτρον ἄγοντος ἡλικίας πνευματικῆς τοῦ κατ᾿ αὐτόν πληρώματος, ἔδειξε καί ἡμᾶς ἐπί τούτῳ γεγενῆσθαι, καί τόν πρό τῶν αἰώνων περί ἡμᾶς παντάγαθον τοῦ Θεοῦ σκοπόν, μή δεξάμενον καθοτιοῦν καινισμόν κατά τόν ἴδιον λόγον, εἰς πλήρωσιν δέ ἐλθόντα δι᾿ ἄλλου δηλαδή ἐπεισαχθέντος καινοτέρου τρόπου. 

Ἔδει γάρ τοῦ μέν Θεοῦ ἑαυτῷ ὁμοίους ἡμᾶς ποιήσαντος (τῷ ἔχειν τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος μεθεκτῶς ἀκριβῆ γνωρίσματα, καί ἐν αὐτῷ εἶναι πρό τῶν αἰώνων σκοπήσαντος, καί τόν εἰς τοῦτο τό παμμακάριστον ἄγοντα τέλος, δόντος ἡμῖν τρόπον διά τῆς τῶν φυσικῶν δυνάμεων εὐχρηστίας, τοῦ δέ ἀνθρώπου ἑκουσίως τοῦτον παρωσαμένου τόν τρόπον τῇ παραχρήσει τῶν φυσικῶν δυνάμεων)  ἵνα μή πόῤῥῳ τοῦ Θεοῦ γένηται ξενωθείς ὁ ἄνθρωπος, ἄλλον ἀντεισαχθῆναι τοῦ προτέρου παραδοξότερόν τε καί θεοπρεπέστερον, ὅσον τοῦ κατά φύσιν ἐστί τό ὑπέρ φύσιν ἀνώτερον. Καί τοῦτό ἐστι τῆς πρός ἀνθρώπους τοῦ  μυστικωτάτης ἐπιδημίας, ὡς πάντες πιστεύομεν, τό μυστήριον. Εἰ γάρ, φυσίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἡ πρώτη διαθήκη ἔμεινεν ἄμεμπτος, οὐκ ἄν δευτέρας ἐζητεῖτο τόπος.  Καί γάρ πᾶσι κατάδηλόν ἐστιν, ὡς τό ἐν Χριστῷ γενόμενον ἐπί τέλει τοῦ αἰῶνος μυστήριον ἀναμφιβόλως τοῦ ἐν ἀρχῇ τοῦ αἰῶνος ἐν τῷ προπάτορι παρεθέντος ἀπόδειξις καί ἀποπλήρωσίς ἐστιν. Ἄρ᾿ οὖν χρησίμως εἴρηται τῷ διδασκάλῳ ἡ τῆς μοίρας φωνή, κατά τούς ἀποδοθέντας τρόπους, καί πᾶς εὐγενής καί ψυχήν καί τρόπον δέξαιτο ἄν οὕτω λεγομένην τήν φωνήν, μηδεμίαν ἑαυτῷ κυβείαν λογισμῶν παραγεννῶν, εἰδώς ταὐτόν εἶναι τῷ μέλει τήν μοῖραν ἐν τοῖς τοιούτοις. Εἰ γάρ μέρος τοῦ σώματος ὑπάρχει τό μέλος, τό δέ μέλος ταὐτόν ἐστι τῇ μοίρᾳ, ταὐτόν ἄρα τό μέλος τῇ μοίρᾳ ἔσται. Εἰ δέ ταὐτόν τῷ μέλει ἐστίν ἡ μοῖρα, μελῶν δέ ἀθροισμός καί σύνθεσις σῶμα ποιεῖ ὀργανικόν, σῶμα δέ ὀργανικόν ψυχῇ ἑνωθέν νοερᾷ ἄνθρωπον τέλειον δείκνυσιν, ἄρα μέρος ἀνθρώπου ὁ λέγων εἶναι ψυχήν ἤ τό σῶμα ἤ μέλος αὐτοῦ τῆς ἀληθείας οὐχ ἁμαρτήσεται. Εἰ δέ τῆς νοερᾶς ψυχῆς ὡς ἀνθρώπου ὑπάρχει τό σῶμα ὄργανον, δι᾿ ὅλου δέ τοῦ σώματος ὅλη χωροῦσα ἡ ψυχή τό ζῇν αὐτῷ κινεῖσθαι δίδωσιν, ὡς ἁπλῆ τήν φύσιν καί ἀσώματος, μή συνδιατεμνομένη ἤ συναποκλειομένη αὐτῷ, ἀλλ᾿ ὅλῳ καί ἑκάστῳ τῶν αὐτοῦ μελῶν, ὡς πέφυκεν αὐτήν ὑποδέχεσθαι κατά τήν φυσικῶς ὑποκειμένην αὐτῷ δεκτικήν τῆς ἐνεργείας αὐτῆς δύναμιν, ὅλη παροῦσα τά διαφόρως αὐτῆς δεκτικά μέλη ἀναλόγως πρός τήν τοῦ ἕν εἶναι σῶμα συντήρησιν ἐπισφίγγει, ὁδηγεῖσθω ἐπί τό μέγα καί ἄῤῥητον τῆς τῶν Χριστανῶν μακαρίας ἐλπίδος μυστήριον, ἐκ τῶν μικρῶν καί καθ᾿ ἡμᾶς τῶν μεγάλων καί ὑπέρ ἡμᾶς οὐκ ἀγεννῆ λαβών τά εἰκάσματα, ὅστις ἀπαγῆ καί εὐκράδαντον περί τούτων ἔτι τήν διάνοιαν κέκτηται. καί τήν περί τοῦ προϋπάρχειν τῶν σωμάτων τάς ψυχάς οὐκ εὔλογον δόξαν ἀφείς μεθ᾿ ἡμῶν πιστεύσει τῷ κυρίῳ λέγοντι περί τῶν εἰς τήν ἀνάστασιν ἐγειρομένων μή δύνασθαι ἀποθνήσκειν, διά τήν αὐτοῦ δηλαδή καθαρωτέραν ἐσχάτου ὀρεκτοῦ φανέρωσίν τε καί μετουσίαν. Καί πάλιν, Πᾶς ὁ ζῶν  καί πιστεύων εἰς ἐμέ, οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα. Ὅπερ εἰ προεγεγόνει ποτέ, ἀδύνατον ἦν, ὡς προαποδέδεικται, τόν κατά τροπήν τινα οἷον δήποτε δέξασθαι θάνατον. 

Καί τῶν φυσικῶν ἔξω μή βαινέτω λογισμῶν διακενῆς τήν οὐκ οὖσαν περί ψυχῆς δόξαν θεσπίζων. Εἰ γάρ ἀνθρώπου μέρη, καθώς προαποδέδοται τό σῶμα καί ἡ ψυχή τυγχάνουσι, τά δέ μέρη τήν εἰς τό πρός τι ἐξ ἀνάγκης ἀναφοράν δέχεται (ὅλον γάρ ἔχει πάντως κατηγορούμενον) , τά δέ οὕτω λεγόμενα πρός τι τῶν ἅμα πάντη τε καί πάντως κατά τήν γένεσίν ἐστιν, ὡς μέρη εἶδος ὅλον τῇ συνόδῳ ἀποτελοῦντα, ἐπινοίᾶ μόνη τῇ πρός διάγνωσιν τοῦ τί κατ᾿ οὐσίαν ἕκαστον ἀλλήλων διαιρούμενα, - ψυχήν ἄρα καί σῶμα, ὡς μέρη ἀνθρώπου, ἀλλήλων προϋπάρχειν χρονικῶς ἤ μεθυπάρχειν ἀμήχανον, ἐπεί ὁ τοῦ πρός τι οὕτω λεγόμενος λυθήσεται λόγος. Καί πάλιν· Εἰ γάρ καθ᾿ αὐτό εἶδος πρό τοῦ σώματός ἐστιν ἡ ψυχή ἤ τό σῶμα, εἶδος δέ ἄλλο τούτων ἑκάτερον κατά τήν ψυχῆς πρός τό σῶμα σύνθεσιν, ἤ σώματος πρός ψυχήν, ἀποτελεῖ, ἤ πάσχοντα πάντως τοῦτο ποιεῖ, ἤ πεφυκότα. Καί εἰ μέν πάσχοντα, πεπόνθασιν εἰς ὅπερ οὐκ ἦν ἐξιστάμενα, καί φθείρεται, εἰ δέ πεφυκότα, ἀεί τοῦτο διά τό πεφυκός ἐργάσεται δηλονότι, καί οὐδέποτε παύσεται ἡ ψυχή τοῦ μετενσωματοῦσθαι, οὐδέ τοῦ μετεμψυχοῦσθαι τό σῶμα. Ἀλλ᾿ οὐκ ἔστιν, ὡς οἶμαι, τοῦ πάθους ἤ τῆς τῶν μερῶν φυσικῆς δυνάμεως κατά τήν πρός θάτερον θατέρου σύνοδον ἡ τοῦ ὅλου κατ᾿ εἶδος ἐκπλήρωσις, ἀλλά τῆς ἐπ᾿ αὐτοῖς ἅμα κατ᾿ εἶδος ὅλον γενέσεως. Οὐκ ἔστιν οὖν δυνατόν ἄνευ φθορᾶς ἐξ εἴδους εἰς εἶδος μεταβάλλειν τό οἱονοῦν εἶδος. 

Εἰ δέ ὅτι μετά τόν θάνατον καί τήν λύσιν τοῦ σώματος ἔστιν ἡ ψυχή καί ὑφέστηκε φήσουσι καί πρό τοῦ σώματος εἶναι αὐτήν δύνασθαι καί ὑφεστάναι, οὐκ ἐστοχασμένως, ἔμοιγε δοκεῖ,  ὁ λόγος αὐτοῖς προέρχεται. Οὐχ ὁ αὐτός γάρ γενέσεως καί οὐσίας λόγος. Ὁ μέν γάρ τοῦ ποτε καί που εἶναι καί πρός τι ἐστίν, ὁ δέ τοῦ εἶναι καί τι καί πως εἶναί ἐστι δηλωτικός. Εἰ δέ τοῦτο, ἐστί μέν ἀεί μετά τό γενέσθαι διά τήν οὐσίαν ἡ ψυχή, οὐκ ἄφετος δέ διά τήν γένεσιν, ἀλλά μετά τῆς σχέσεως τοῦ ποτε καί που καί πρός τι . Οὐχ ἁπλῶς γάρ λέγεται ψυχή μετά τόν τοῦ σώματος θάνατον ἡ ψυχή, ἀλλά ἀνθρώπου ψυχή, καί τοῦ τινος ἀνθρώπου ψυχή. Ἔχει γάρ καί μετά τό σῶμα ὡς εἶδος αὐτῆς τό ὅλον κατά τήν σχέσιν ὡς μέρους κατηγορούμενον τό ἀνθρώπινον. Ὡσαύτως δέ καί τό σῶμα, θνητόν μέν διά τήν φύσιν, οὐκ ἄφετον δέ διά τήν γένεσιν. Οὐ γάρ ἁπλῶς λέγεται σῶμα μετά τόν χωρισμόν τῆς ψυχῆς τό σῶμα, ἀλλ᾿ ἀνθρώπου σῶμα, καί τοῦ τινος ἀνθρώπου σῶμα, κἄν εἰ φθείρεται καί εἰς τά ἐξ ὧν ἐστιν ἀναλύεσθαι στοιχεῖα πέφυκεν. Ἔχει γάρ καί οὕτως ὡς εἶδος τό ὅλον αὐτοῦ κατά τήν σχέσιν ὡς μέρους κατηγορούμενον τό ἀνθρώπινον. Ἐπ᾿ ἀμφοῖν τοιγαροῦν ἡ σχέσις, ψυχῆς λέγω καί σώματος, ὡς καί ὅλου εἴδους ἀνθρωπίνου μερῶν ἀναφαιρέτως νουμένη, παρίστησι καί τήν ἅμα τούτων γένεσιν, καί τήν κατ᾿ οὐσίαν πρός ἄλληλα διαφοράν ἀποδείκνυσιν, οὐδέν καθ᾿ οἷον δήποτε τρόπον τούς κατ'οὐσίαν αὐτοῖς ἐμπεφυκότας παραβλάπτουσα λόγους. Οὐκ ἔστιν οὖν ὅλως σῶμα δυνατόν ἤ ψυχήν εὑρεῖν ἤ λέγειν ἄσχετον. Θατέρῳ γάρ ἅμα συνεισάγεται τό τινος εἶναι θάτερον· ὥστε εἰ προϋπάρχει θατέρου θάτερον, τινός προσυπακουστέον. Ἡ γάρ σχέσις ἀκίνητος. Καί ταῦτα μέν περί τούτων. 

Καί εἰ μέν τῆς ἀληθείας ὁ λόγος οὐκ ἀποπέπτωκε, τῷ Θεῷ χάρις, τῷ διά τῶν ὑμετέρων εὐχῶν πρός τό καλῶς νοεῖν ὁδηγήσαντι. Εἰ δέ πού τι τῆς ἀληθείας ἐλλέλοιπεν, ὑμεῖς ἄν εἰδείητε τοῦ λόγου τό ἀκριβές, ὡς ἐκ Θεοῦ τήν τῶν τοιούτων ἐμπνεόμενοι γνῶσιν.


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

πόσο ωραία τα εξηγεί ο αγιος....αχχχχχ γιατί περνούν τα άτιμα τα χρόνια και αυτά δεν μας τα δίδαξε κάποιος...;;;;;πολύτιμο το έργο σου Αμέθυστε,σε υπερευχαριστουμε...ΑΠ