Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

Η απειλή του σχετικισμού - Χρ. Γιανναράς

 Συνέχεια από: Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2023

Η απειλή του σχετικισμού

Είναι χαρακτηριστικό, με πόση επιμονή ο Popper, στις Προσθήκες που έγραψε το 1961 στο βιβλίο του «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», προσπαθεί να αναιρέσει τον λογικό και ηθικό σχετικισμό (και κατά προέκταση την απαισιοδοξία και τον μηδενισμό) που προκύπτει συνεπέστατα από τον κριτικισμό του Kant αλλά και τον δικό του. Διαπιστώνει ότι ο σχετικισμός είναι κοινωνικό σύμπτωμα με ευρύτατες διαστάσεις στην εποχή μας – μια εποχή «επηρεασμένη – σε μεγάλο βαθμό από την παρακμή της απολυταρχικής θρησκείας. Η παρακμή αυτή έχει οδηγήσει σε ένα πλατιά διαδεδομένο σχετικισμό και μηδενισμό: στην παρακμή κάθε είδους πίστης, ακόμα και της πίστης στον ανθρώπινο λόγο και, έτσι, στους εαυτούς μας». Συμφωνεί ότι στην περίπτωση του καντιανού κριτικισμού, ο σχετικισμός είναι σε ένα ποσοστό αναπόφευκτος, αφού γεννιέται από την απογοήτευση που προκαλεί η αδυναμία μας να φτάσουμε σε οποιαδήποτε γνώση των πραγμάτων καθεαυτά. Αλλά η δική του κριτική γνωσιοθεωρία πιστεύει ότι δεν προσφέρει «καθόλου ερείσματα για την εξαγωγή παρόμοιων απελπιστικών συμπερασμάτων. Τα σχετικιστικά και μηδενιστικά (και ακόμα τα υπαρξιακά) επιχειρήματα βασίζονται όλα τους σε λανθασμένη συλλογιστική», σε λανθασμένη εξαγωγή συμπερασμάτων από την κριτική χρήση του ορθού λόγου. Αντίθετα, ο δικός του κριτικισμός δεν υπονομεύει την εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο, μόνο μεταθέτει αυτή την εμπιστοσύνη στην αδιάκοπη και δυναμική πρόοδό μας στη γνώση, που μας την εξασφαλίζει η κριτική χρήση του ορθού λόγου. «Μπορούμε να μαθαίνουμε, μπορούμε να αναπτυσσόμαστε σε γνώση, ακόμα και αν δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε – δηλαδή να γνωρίσουμε με βεβαιότητα. Αφού μπορούμε να μαθαίνουμε, δεν υπάρχει λόγος να απελπιζόμαστε για τις δυνατότητες του λόγου... Μολονότι υποκείμεθα σε σφάλματα, διαπιστώνουμε με έκπληξή μας ότι οι ικανότητές μας να κατανοούμε είναι σχεδόν επαρκείς για το έργο μας – περισσότερο από όσο ονειρευτήκαμε ποτέ στα πιο τολμηρά όνειρά μας».

Δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς ότι με τον Popper η γνωσιοθεωρία και η επιστημολογία ειδικότερα έφτασαν, πραγματικά, σε ένα κορύφωμα δυναμικής αλλά και κοινωνικής (λειτουργικής) εκδοχής της γνώσης. Όμως, εκείνο που ευκολότερα αμφισβητείται, είναι η αισιοδοξία του Popper για την υπερνίκηση του σχετικισμού (και κατά προέκταση της απαισιοδοξίας και του μηδενισμού) στον χώρο των δυτικο-ευρωπαικού τύπου κοινωνιών. Μοιάζει να παραβλέπει ότι η «απολυταρχική θρησκεία» που ήταν ο στόχος του καντιανού κριτικισμού, ή ο κάθε λογής θετικισμός που την υποκατέστησε και που είναι ο στόχος του δικού του κριτικισμού, γεννήθηκαν και επιβλήθηκαν στον χώρο των δυτικο-ευρωπαικού τύπου κοινωνιών όχι τυχαία, αλλά γιατί ανταποκρίνονταν σε κάποιες ανάγκες και προϋποθέσεις βίου αυτών των κοινωνιών.

Σίγουρα, ο κριτικισμός του Kant σήμανε μια πραγματική επανάσταση ενάντια στην απολυταρχική γνώση, μια ριζοσπαστική άρνηση υποταγής σε αλήθειες δεδομένες με τρόπο δογματικό, υπερβατικό ή ενορατικό. Και ο κριτικισμός του Popper, που αντλείται κυρίως από τα γνωσιοθεωρητικά συμπεράσματα των θετικών επιστημών του αιώνα μας, αντιπροσωπεύει μιάν επίσης ριζοσπαστική ρήξη με κάθε μορφής θετικισμό, άμεσο ή έμμεσο, απερίφραστο ή καλυμμένον. Αλλά και στις δυό περιπτώσεις υπάρχει ένα είδωλο που αναιρείται, είδωλο αντικειμενικής βεβαιότητας είτε για την απολυταρχική γνώση πρόκειται είτε για τον οποιοδήποτε θετικισμό. Και η αναίρεση του ειδώλου αφήνει ένα πελώριο κενό αβεβαιότητας, δηλαδή ανασφάλειας, στον ατομοκεντρικό ανθρώπινο τύπο που έχει διαμορφώσει ο δυτικο-ευρωπαικός πολιτισμός. Ο ανθρώπινος αυτός τύπος, όπως και οι δομές και προϋποθέσεις συλλογικού βίου που δημιουργεί, συνεπάγονται συγκεκριμένες ανάγκες για σίγουρη και αδιαμφισβήτητη γνώση, προϋποθέτουν την εξασφάλιση του ατόμου με αντικειμενικές βεβαιότητες. Τόσο οι συγκεκριμένες αυτές ανάγκες όσο και ο ανθρώπινος τύπος που τις δημιουργεί, δεν είναι εύκολο να μεταβληθούν με μια «ορθότερη συλλογιστική», όπως θέλει ο Popper. Γιατί, όταν μιλάμε για διαμόρφωση ενός ανθρώπινου τύπου και τις συνακόλουθες ανάγκες του, αναφερόμαστε στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος νοηματοδοτεί την καθημερινότητά του, απαντάει (συνειδητά ή ανεπίγνωστα, αλλά πάντως έμπρακτα) στο ερώτημα για την ίδια του την ύπαρξη και τους σκοπούς της, για το νόημα του κόσμου και της Ιστορίας. Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στον λησμονημένο πυρήνα ή πρωταρχικό αντικείμενο της φιλοσοφίας, που είναι το οντολογικό ερώτημα. Και η απουσία οντολογικής αναφοράς είναι το ολοφάνερο κενό στον κριτικισμό του Popper, όπως ήταν και στον κριτικισμό του Kant – κενό που αποκαλύπτεται μόλις ο κριτικισμός θελήσει να είναι κάτι περισσότερο από μια γνωσιοθεωρητική μέθοδο: να γίνει στάση ζωής και τρόπος ζωής ικανός να αναμετρηθεί με τον «πλατιά διαδεδομένο σχετικισμό και μηδενισμό».

Τόσο ο Popper όσο προγενέστερα και ο Kant, ζητούν να παρακάμψουν το οντολογικό κενό επικαλούμενοι κριτήρια χρησιμότητας, προκειμένου να προσδώσουν χαρακτήρα άμεσης κοινωνικής πρακτικής στη δυναμική τους γνωσιοθεωρία. Ο Kant προσβλέπει σαφώς στην αποτελεσματικότητα που έχει η αναγωγή της υποκειμενικής βεβαιότητας σε αντικειμενικό κανόνα συμπεριφοράς ή σε a priorι αρχή αναντίρρητης επιστήμης. Και ο Popper επικαλείται τον ρυθμιστικό χαρακτήρα των κριτηρίων για την επαλήθευση της γνώσης, τη συναγωγή κριτηρίων μέσω δοκιμών και σφαλμάτων - τελικά απαιτεί ένα ηθικό κατόρθωμα ετοιμότητας για αυτοκριτική και μετριοπάθεια. Αλλά τόσο η αποτελεσματικότητα της κριτικής επαλήθευσης, όσο και η ηθική ετοιμότητα αποδοχής της διαψευσιμότητας της γνώσης, προϋποθέτουν την ελεύθερη οικείωσή τους από το άτομο, επαφίενται στην πρόκριση και προτίμησή του, δηλαδή απαιτούν μιάν «ανορθόλογη πίστη» στις γνωσιοθεωρητικές αυτές αρχές, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Popper. Η πίστη αυτή είναι ανορθόλογη όχι επειδή παραβιάζει τους κανόνες της λογικής ή την κοινωνική απαίτηση διυποκειμενικής συμφωνίας (στην οποία θα επιμείνει ο Habermas), αλλά επειδή προϋποθέτει τον απροσδιόριστο και μη προβλεπόμενο παράγοντα της υποκειμενικής συναίνεσης, δηλαδή και το ενδεχόμενο της μη συναίνεσης, του απαισιόδοξου σκεπτικισμού - τελικά του σχετικισμού και μηδενισμού. Έτσι το οντολογικό κενό προβάλλει σαφέστερα, αλλά και η προσφυγή στην οντολογία δεν παύει να παραμένει ανέφικτη - αφού στη δυτικο-ευρωπαϊκή φιλοσοφική παράδοση είναι αδιανόητη μια οντολογία που να αφήνει περιθώρια στην κριτική στάση απέναντι στην αλήθεια, να συμβιβάζεται με τη διαψευσιμότητα της γνώσης, να υπερβαίνει την αντίθεση ελευθερίας και αιτιώδους αρχής.

Η πόλωση οντολογίας και κριτικισμού είναι, σίγουρα, το καίριο πρόβλημα της μετακαντιανής φιλοσοφίας. Αν θέλει να μείνει συνεπής στην κριτική στάση της απέναντι στη γνώση, δεν είναι δυνατό να δεχθεί η φιλοσοφία κάποια οριστική απάντηση στο οντολογικό ερώτημα – κάποιο οντολογικό θεμέλιο της αλήθειας. Με τα ως τώρα δεδομένα της δυτικο-ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης, οντολογία και κριτικισμός δεν συμβιβάζονται. «Να γυρίσουμε πίσω, να φιλοσοφούμε όπως πριν από τον Kant, είναι πιά αδύνατο», είχε πεί κάποτε χαρακτηριστικά ο Habermas. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλοφυέστερες προσπάθειες να γεφυρωθεί αυτή η πόλωση (η οντολογία του Heidegger και η ανεστραμμένη θεολογία του Sartre), καταλήγουν σε ένα συνεπή μηδενισμό – στο μηδενισμό που προσπαθεί να εξορκίσει ο Popper διαπιστώνοντας τις καταλυτικές κοινωνικές του συνέπειες.

Όταν όμως παραιτηθεί η φιλοσοφία από το οντολογικό ερώτημα (εγκαταλείψει την «γιγαντομαχίαν περί της ουσίας», την προσπάθεια νοηματοδότησης του υπαρκτού, τη διερεύνηση της σχέσης ή της διαφοράς όντων και Είναι), τότε παραιτείται από το κατεξοχήν δικό της πεδίο έρευνας, αυτό που την διαφοροποιούσε από τις επιστήμες, την ξεχώριζε, της προσδιόριζε έναν αποκλειστικά δικό της χώρο ανάμεσα στις άλλες γνωστικές αναζητήσεις του ανθρώπου. Όταν παραιτείται η φιλοσοφία από το οντολογικό ερώτημα, παραιτείται από την ταυτότητά της και την αυτονομία της. Συρρικνώνεται σε απλή γνωσιοθεωρητική μέθοδο, συμπληρωματική και υπηρετική των άλλων επιστημών, υποτάσσεται στις σκοπιμότητες και απαιτήσεις της καθαρής επιστήμης (γίνεται κυριολεκτικά ancilla scientiae), δίχως δικές της γνωστικές επιδιώξεις και στόχους.

Ταυτόχρονα, ενώ με αυτή τη συρρίκνωσή της κατορθώνει η φιλοσοφία να συμβάλει οπωσδήποτε (έστω εξαρτημένη και ετερόνομη) στην ανάπτυξη και πρόοδο τόσο των θετικών όσο και των κοινωνικών επιστημών, όμως αδυνατεί να επηρεάσει τις κοινωνικές και ιστορικές συνέπειες αυτής της ανάπτυξης και προόδου. Η επιστημονική λογική τής αφαιρεί κάθε αρμοδιότητα παρέμβασης στη δυναμική του κοινωνικού γίγνεσθαι — δεν μπορεί πιά να νοηματοδοτήσει στόχους, να διευρύνει τους ορίζοντες της καθημερινότητας του ανθρώπου, να υπερασπιστεί την ποιότητα της ζωής πέρα από τον ασφυκτικό κλοιό της χρησιμοθηρίας, των επιστημονικών απαιτήσεων «αποτελεσματικότητας».

Ο Marcuse επισήμανε καίρια, πως «αν το καλό, το ωραίο, η δικαιοσύνη, η ειρήνη δεν μπορούν να προκύψουν από οντολογικές ή επιστημονικές προϋποθέσεις, δεν μπορούν να διεκδικήσουν μια καθολική πραγμάτωση ή καταξίωση». Αλλά ο αφορισμός αυτός του Marcuse ανακαλεί, στα πλαίσια της δυτικο-ευρωπαϊκής πάντοτε φιλοσοφίας (της φιλοσοφίας του καιρού και πολιτισμού μας), τις ίδιες εκείνες ειδωλοποιημένες βεβαιότητες που ανέτρεψε οριστικά ο κριτικισμός: Οι οντολογικές προϋποθέσεις της αλήθειας έχουν ταυτιστεί με την απολυταρχική γνώση ή θρησκεία, και οι επιστημονικές προϋποθέσεις της αλήθειας με τη θετικιστική βεβαιότητα. Οποιαδήποτε παραχώρηση προς κάποια από τις δύο πλευρές θα αναιρούσε τη δυνατότητα της κριτικής στάσης απέναντι στην αλήθεια. Και η κριτική στάση δεν είναι μια αφηρημένη θεωρητική υποχρέωση, ούτε ιδεολογικό αξίωμα. Είναι κοινωνικό επίτευγμα του ευρωπαίου ανθρώπου, και παρά τις συνέπειες του σχετικισμού και μηδενισμού που φέρνει μαζί του, δεν γίνεται να εγκαταλειφθεί. Δεν γίνεται, γιατί αυτό το επίτευγμα σημαίνει την «ενηλικίωση» του ευρωπαίου, την κατάκτηση της αυτονομίας του (με τη σημασία που έδωσε στον όρο ο Kant, σε αντίθεση προς την ετερονομία), την ατομική και συλλογική αποδέσμευσή του από την εξάρτηση και υποταγή σε δόγματα, αυθεντίες ή ενορατικές αυθαιρεσίες.

Αλλά ο συνεπής κριτικισμός επιβάλλει να είμαστε κριτικοί ακόμα και απέναντί του, γι' αυτό πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: Είναι πραγματικά και σε κάθε πτυχή του απελευθερωτικός του ανθρώπου ο κριτικισμός;

Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι συνιστά το αποδοτικότερο μέσο ή όργανο για την αποφυγή του δογματισμού, της εξουσιαστικής επιβολής• μέσο ή όργανο για την προαγωγή της επιστήμης και την αποτελεσματικότερη οργάνωση του κοινωνικού βίου. Μέσο ωστόσο χρηστικό. Και το πρόβλημα που τον συνοδεύει (πολλαπλά και από ποικίλες μεριές διαπιστωμένο) είναι: πώς θα αποφύγουμε την απολυτοποίηση του μέσου και την παραθεώρηση της ανάγκης κριτηρίων και τελικού σκοπού; Γιατί είναι ακριβώς η απολυτοποίηση του μέσου και η παραθεώρηση των κριτηρίων και τελικών σκοπών που οδηγεί στην κοινωνική διαστροφή του κριτικισμού σε σχετικισμό και μηδενισμό, ή στην αυτοεξουδετέρωση του υποκειμένου για χάρη του διυποκειμενικού και αντικειμενικού (όπως επισήμανε ο Adorno) – δηλαδή στην επιστροφή της εξουσιαστικής επιβολής «από την πίσω πόρτα».

Αν ο κριτικισμός δεν συνιστά μεταφυσική επιταγή ή δογματικό κανόνα επιστημονικής πρακτικής, αν είναι μόνο μέσο χρηστικό για την προαγωγή της επιστήμης και την αποτελεσματικότερη οργάνωση του κοινωνικού βίου, τότε το πρόβλημα των σκοπών και κριτηρίων αυτής της χρήσης τίθεται με οξύτητα, γιατί είναι πρόβλημα άμεσης κοινωνικής πρακτικής. Η κριτική αντιμετώπιση ενός πολιτικού συστήματος ή ενός κοινωνικού θεσμού μπορεί να σέβεται τον σκοπό της ευρυθμίας λ.χ. του κοινού βίου ή της ποιότητας ζωής των πολιτών, μπορεί όμως και να καταστρατηγεί αυτούς τους σκοπούς μεθοδεύοντας μια διυποκειμενική αναγνώριση της κριτικής αντιπαράθεσης με τρόπους παραπλανητικούς της συνείδησης του πολίτη. Η επαλήθευση αυτού του ενδεχομένου παίρνει σήμερα εφιαλτικές διαστάσεις με τη χρήση μεθόδων μιάς καθαρά «εμπορευματικής λογικής» στο χώρο της πολιτικής: Πολύ συχνά η λογική των πολιτικών προγραμμάτων και η κριτική αντίπαλων προγραμμάτων είναι η λογική της αποτελεσματικότερης διάθεσης ενός εμπορεύματος. Η διυποκειμενική αποδοχή του εμπορευματοποιημένου πολιτικού λόγου μεθοδεύεται με βάση τις ίδιες αρχές με τις οποίες μεθοδεύεται και η διαφημιστική επιβολή ενός προϊόντος στην καταναλωτική αγορά. Η κριτική ικανότητα του πολίτη βιάζεται, ενώ ο ίδιος μένει με την ψευδαίσθηση ότι λειτουργεί κατεξοχήν κριτικά. Ακόμα και ένα πραγματικό γεγονός, ένα συμβάν, είναι δυνατό να κατανοηθεί, ερμηνευθεί και τελικά να κριθεί από την κοινή γνώμη (δηλαδή διυποκειμενικά) με τρόπο που διαστρεβλώνει τελείως την πραγματικότητα, αν οι δημοσιογράφοι του τύπου και της τηλεόρασης συμφωνήσουν ή συμπέσουν στην προβολή του από μια διαστρεβλωτική της πραγματικότητας οπτική γωνία.

Είναι φανερό ότι ακόμα και η αρχή της διυποκειμενικής συμφωνίας ή κοινής κατανόησης (εχέγγυο για την κοινωνική λειτουργικότητα του ορθολογισμού) δεν μπορεί να αποτρέψει την αυταρχική και εξουσιαστική χρήση του κριτικισμού, όταν απουσιάζουν τα κριτήρια και οι στόχοι που μόνη η γνωσιοθεωρία αδυνατεί να εξασφαλίσει. Το ίδιο και η επιστημολογία που εμπνέει ο κριτικισμός: δεν είναι δυνατό να αποτρέψει από μόνη της και με τις δικές της αρχές την υπαγωγή της επιστημονικής προόδου στη λογική λ.χ. του ανταγωνισμού των εξοπλισμών. Με άλλα λόγια: η φιλοσοφία συρρικνωμένη σε μόνη τη γνωσιοθεωρία, έστω και στην πιο δυναμική εκδοχή της, την κριτική θεωρία, αυτο-αχρηστεύεται ως προς την κοινωνική της δυναμική, αφού αδυνατεί να εξασφαλίσει και κατοχυρώσει την ίδια τη μεγάλη κατάκτησή της, την ατομική και συλλογική αυτονομία του ανθρώπου,

Όμως, παρ' όλα αυτά, ο κριτικισμός είναι πια μια συγκεκριμένη παρεμβολή μέσα στην Ιστορία της Φιλοσοφίας που δεν μπορεί να αγνοηθεί ή παρακαμφθεί, αφού αυτός άνοιξε (έστω και αδιέξοδα) το δρόμο της αυτονομίας του ευρωπαίου ανθρώπου, της απελευθέρωσής του από τον δογματισμό και αυταρχισμό. Στο ποσοστό που μετέχουμε στον δυτικοευρωπαϊκό τρόπο του βίου (τον δυτικο-ευρωπαϊκό πολιτισμό με τις παγκόσμιες πια διαστάσεις του) αυτό τον δρόμο τον βαδίζουμε, και μάλλον θα τον βαδίσουμε ως την άκρη. Γι' αυτό και το ζητούμενο σήμερα στη φιλοσοφία δεν είναι η απάρνηση του κριτικισμού, ούτε οι μυωπικές «βελτιώσεις» του, αλλά η δυνατότητα μιάς οντολογικής θεμελίωσής του. Μόνο αυτή μπορεί να σώσει και τον κριτικισμό και τη φιλοσοφία. Και το ερώτημα είναι: Μπορεί να υπάρξει μια κριτική οντολογία; Είναι δυνατό να δοθεί μια απάντηση στο οντολογικό ερώτημα, στο ερώτημα για το τι είναι τα όντα και το Είναι, η σχέση τους και η διαφορά τους, απάντηση που να προσφέρεται ως βάση για την καθολική θεώρηση του υπαρκτού, την ερμηνεία του κόσμου και της Ιστορίας, και που ταυτόχρονα να μην παγιώνεται σε οριστικά νοήματα, αλλά να διασώζει τη δυναμική μιας κριτικής επαλήθευσης; Είναι δυνατή μια οντολογική θεώρηση, που να ερμηνεύει θετικά την οντότητα των όντων (τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου) χωρίς να την δεσμεύει σε μια τελεσίδικη εκδοχή απάντηση που να ελευθερώνει την αντίληψη της οντότητας, την Ερμηνεία του υπαρκτού, από κάθε δεσμευτικό προκαθορισμό και να επιτρέπει μια γνωστική πρόσβαση στα όντα και στο Είναι πάντοτε υποκείμενη σε πληρέστερη κατανόηση; Είναι δυνατή η οντολογική ερμηνεία του υπαρκτού δίχως αναγωγή σε μια αιτιώδη αρχή καθοριστική του Είναι και του γίγνεσθαι, αρχή, ωστόσο, που να μη συνιστά a priori αναγκαιότητα αιτιοκρατικού προκαθορισμού του υπαρκτικού γεγονότος, αλλά να επαληθεύει κριτικά το υπαρκτικό γεγονός ως κατόρθωμα ελευθερίας; Είναι δυνατή η αναγωγή του υπαρκτού στην ετερότητα ως προς οποιονδήποτε προκαθορισμό και στην ελευθερία από κάθε αναγκαιότητα – είναι δυνατή η υπέρβαση της αντίθεσης (και νοηματικής αντίφασης) ελευθερίας και αιτιώδους αρχής, η δυναμική πραγματοποίηση του υπαρκτικού γεγονότος και επομένως ο αποκλεισμός κάθε απριοριστικής εκδοχής της αλήθειας;

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ COGITO ΠΑΝΤΟΤΕ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

https://parallaximag.gr/wp-content/uploads/2023/09/%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B4%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B11.jpg