ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΕΠΕΣΑΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΣ ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΟΥ, ΑΦΟΥ ΛΕΓΟΥΝ ΟΤΙ Η ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Διεξοδικότερη απόδειξις (παράστασις) ότι δυσσεβώς αυτός (ο Ακίνδυνος) λέγει ότι τέτοιες ενέργειες είναι ο Υιός και το άγιο Πνεύμα
7. Κοινές λοιπόν έχουμε διδαχθεί εμείς ότι είναι αυτές οι άκτιστες ενέργειες, αλλ’ όχι ότι υπάρχουν καθ’ εαυτές όπως σε πολλά σημεία και με πολλά λόγια λέγει και κατασκευάζει ο Ακίνδυνος· ούτε η καθεμιά είναι ο Υιός ή το άγιο Πνεύμα, αν και δεν είναι εκτός αυτών.Γι’ αυτό βέβαια και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος λέγει, «εθυμήθηκα τον ήλιο, την ακτίνα και το φως. Αλλά με πιάνει κι’ εδώ φόβος μη τυχόν στον Πατέρα μεν ουσιώσουμε (δώσουμε ουσία), δεν δώσουμε όμως υπόσταση στα άλλα, αλλά τα θεωρήσουμε δυνάμεις του Θεού που ενυπάρχουν σ’ αυτόν αλλά δεν είναι υποστάσεις». Και στις επιστολές Προς τον Κληδόνιο επίσης λέγει ότι «το να λέγουμε τον Υιό ακτίνα του Πατρός ως ήλιου, ανήκει στη δυσσέβεια του Απολιναρίου». Διότι «άλλος ήλιος είναι (αυτός), που έχει την ίδια με τον Πατέρα μεγαλειότητα, δύναμη, λαμπρότητα κι’ όλα τα περί αυτόν θεωρούμενα». Διότι, λέγουν άλλοι, «τούτων πλούτος είναι η συμφυΐα και το ενιαίο αναπήδημα της λαμπρότητος» και είναι «σαν από τρεις ήλιους, μία του φωτός σύγκρασις».
8. Όπως λοιπόν ακτίνα του Πατρός απαγορεύεται να ειπούμε με αυτή την έννοια τον Υιό, αλλά λέγεται ευσεβώς κατά διαφορετικό τρόπο, για να νοήσουμε το απαθές (τον απαθή χαρακτήρα) της γεννήσεως και το αϊδίως συνείναι (την αΐδια συνύπαρξι) με τον Πατέρα, εννοώντας τότε με την ακτίνα και το ενυπόστατον, έτσι λέγεται ότι ο Υιός είναι δύναμις και ενέργεια και σοφία και βουλή του Πατρός, και τα παρόμοια· αλλά λέγεται έτσι, ώστε κατά τον μέγαν Αθανάσιο «και δι’ αυτών να λογιζόμαστε το απαθές της γεννήσεως και την αϊδιότητα και το πρέπον στον Θεό», και ότι δι’ αυτού έγιναν τα πάντα· κι αν εξετάσει κανείς θα μάθει ότι και οι πατέρες εξυπακούουν ή καί συνεκφωνούν με την κάθε μιά υπόσταση το ενυπόστατον, και έτσι τις διαστέλλουν από τις κοινές ενέργειες.
9. Ότι δε υπάρχουν άκτιστες ενέργειες του Θεού, κοινώς στα τρία πρόσωπα ενθεωρούμενες, αυτό έχει διακηρυχθεί περισσότερο από κάθε τι άλλο κοινώς από όλους τους θεολόγους. Πράγματι o πολύς τα πάντα και μέγας Βασίλειος, διακηρύσσοντας ακριβώς αυτό το πράγμα και δεικνύοντας με αυτό ότι δεν είναι τέτοια ενέργεια του Θεού ο Υιός, λέγει, «αν ο Υιός είναι ενέργεια και όχι γέννημα, τότε αυτός δεν είναι ούτε ο ενεργήσας ούτε το ενεργηθέν (διότι η ενέργεια είναι κάτι το διαφορετικό από αυτά), αλλά είναι και ανυπόστατος· διότι καμιά ενέργεια δεν είναι ένυπόστατος». Βλέπεις σαφώς ότι οι ενέργειες του Θεού δεν είναι ούτε κτίσματα, διότι τα κτίσματα είναι ενεργηθέντα, ούτε ο Χριστός, διότι αυτός είναι ενυπόστατος; Αλλά και στους λόγους Περί του Πνεύματος, αφού απαρίθμησε όσο ήταν δυνατό αυτές τις ενέργειες, προσθέτει· «όλα αυτά τα έχει αϊδίως το άγιο Πνεύμα· αλλά αυτό μεν, πηγάζον εκ Θεού, είναι ενυπόστατο, τα δε πηγάζοντα από αυτό είναι ενέργειες του». Με μόνο λοιπόν το ότι είπε το άγιο Πνεύμα ενυπόστατο, έδειξε ότι αυτές οι ενέργειες δεν είναι ενυπόστατες· με το ότι είπε ότι το Πνεύμα τις έχει αϊδίως, διεκήρυξε τον άκτιστο χαρακτήρα τους. Πώς θα μπορούσε να είναι ενυπόστατο οποιοδήποτε κτίσμα; Πώς επίσης θα μπορούσαν αυτά τα πολλά να είναι ουσία του Θεού, αφού μάλιστα πηγάζουν από το Πνεύμα; «Γι’ αυτό», λέγει πάλι ο ίδιος, «οι μεν ενέργειες του Θεού είναι ποικίλες, η δε ουσία απλή». Ποιές ενέργειες εννοεί; Αυτές που εμνημόνευσε και ό ίδιος· «την πρόνοια, την δύναμη, την αγαθότητα, το προγνωστικόν, το δημιουργικόν, το ανταποδοτικόν και όλα τα παρόμοια».
10. Ο θεσπέσιος Κύριλλος, απευθυνόμενος προς τους ημιαρείους, που ισχυριζόνταν ότι ο Υιός είναι όμοιος κατά τη βούληση του Πατρός, λέγει, «ο Υιός, ως ενυπόστατος, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να ομοιάζει με την ανυπόστατη βούληση». Και πάλι· «η ομοιότης των ευρισκομένων σε ουσία και υπόσταση είναι προς τα ενούσια και ενυπόστατα, αλλά όχι προς εκείνα πού έχουν το είναι τους (την ύπαρξή τους) μέσα σε άλλα (εν ετέροις), όπως η σοφία στο σοφό και η βουλή στο βουλευόμενο». Ο δε επώνυμος της φιλοσοφίας και μάρτυς του Χριστού Ιουστίνος, λέγει, «αν άλλο είναι το υπάρχειν και άλλο το ενυπάρχειν, και υπάρχει μεν η ουσία τού Θεού, ενυπάρχει δε στην ουσία η βουλή, άρα άλλη είναι η ουσία του Θεού και άλλη η βουλή». Και πάλι· «το βούλεσθαι ή είναι ουσία ή προσυπάρχει στην ουσία. Αλλ’ εάν μεν είναι ουσία, δεν υπάρχει ο βουλόμενος· αν δε προσυπάρχει στήν ουσία, κατ’ ανάγκη άλλο είναι το ένα κι’ άλλο το άλλο. Δεν ταυτίζονται πράγματι τον ον και το προσόν». Και πάλι· «αν ο Θεός βούλεται πολλά, αλλά δεν είναι πολλά κατά την ουσία, άρα στο Θεό δεν είναι το ίδιο πράγμα το είναι και το βούλεσθαι». Άραγε δεν είναι σαφής η διαφορά της θείας ουσίας προς την θεία ενέργεια, συγχρόνως δε και προς κάθε μιά από τις υποστάσεις; Κατά τον ίδιο πράγματι τρόπο είναι δυνατό να ειπούμε και περί τού Υιού, ότι πολλά μεν βούλεται, αλλά δεν είναι πολλά κατά την υπόστασιν· άρα δεν είναι το ίδιο βουλή και υπόστασις. Κατά παρόμοιο τρόπο μπορούμε να ειπούμε και για το Πνεύμα. Και ό,τι είπαμε για τη βουλή, το ίδιο θα μπορούσε κανείς να είπε και για κάθε φυσική ενέργεια• διότι και η βουλή είναι φυσική ενέργεια τού Θεού. Γι’ αυτό λοιπόν ο θείος Γρηγόριος προεστώς της Νύσσης λέγει,«Ο Θεός δηλώνει τον ενεργούντα· η θεότης την ενέργεια. κανένα δε από τα τρία δεν είναι ενέργεια, αλλά μάλλον το καθένα τους είναι ενεργούν». Μεταξύ λοιπόν των ενεργειών που παρατηρούνται (ενθεωρούνται) στα τρία πρόσωπα είναι και η θεότης, αλλ’ όχι κατά την ιδιαίτερη υπόστασί τους, αν και δεν είναι χωριστά από αυτές. Διότι πλην από εκείνα τα τρία τίποτε άλλο δεν είναι ενυπόστατον στον θεό, δηλαδή αυθυπόστατον.
7. Κοινές λοιπόν έχουμε διδαχθεί εμείς ότι είναι αυτές οι άκτιστες ενέργειες, αλλ’ όχι ότι υπάρχουν καθ’ εαυτές όπως σε πολλά σημεία και με πολλά λόγια λέγει και κατασκευάζει ο Ακίνδυνος· ούτε η καθεμιά είναι ο Υιός ή το άγιο Πνεύμα, αν και δεν είναι εκτός αυτών.Γι’ αυτό βέβαια και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος λέγει, «εθυμήθηκα τον ήλιο, την ακτίνα και το φως. Αλλά με πιάνει κι’ εδώ φόβος μη τυχόν στον Πατέρα μεν ουσιώσουμε (δώσουμε ουσία), δεν δώσουμε όμως υπόσταση στα άλλα, αλλά τα θεωρήσουμε δυνάμεις του Θεού που ενυπάρχουν σ’ αυτόν αλλά δεν είναι υποστάσεις». Και στις επιστολές Προς τον Κληδόνιο επίσης λέγει ότι «το να λέγουμε τον Υιό ακτίνα του Πατρός ως ήλιου, ανήκει στη δυσσέβεια του Απολιναρίου». Διότι «άλλος ήλιος είναι (αυτός), που έχει την ίδια με τον Πατέρα μεγαλειότητα, δύναμη, λαμπρότητα κι’ όλα τα περί αυτόν θεωρούμενα». Διότι, λέγουν άλλοι, «τούτων πλούτος είναι η συμφυΐα και το ενιαίο αναπήδημα της λαμπρότητος» και είναι «σαν από τρεις ήλιους, μία του φωτός σύγκρασις».
8. Όπως λοιπόν ακτίνα του Πατρός απαγορεύεται να ειπούμε με αυτή την έννοια τον Υιό, αλλά λέγεται ευσεβώς κατά διαφορετικό τρόπο, για να νοήσουμε το απαθές (τον απαθή χαρακτήρα) της γεννήσεως και το αϊδίως συνείναι (την αΐδια συνύπαρξι) με τον Πατέρα, εννοώντας τότε με την ακτίνα και το ενυπόστατον, έτσι λέγεται ότι ο Υιός είναι δύναμις και ενέργεια και σοφία και βουλή του Πατρός, και τα παρόμοια· αλλά λέγεται έτσι, ώστε κατά τον μέγαν Αθανάσιο «και δι’ αυτών να λογιζόμαστε το απαθές της γεννήσεως και την αϊδιότητα και το πρέπον στον Θεό», και ότι δι’ αυτού έγιναν τα πάντα· κι αν εξετάσει κανείς θα μάθει ότι και οι πατέρες εξυπακούουν ή καί συνεκφωνούν με την κάθε μιά υπόσταση το ενυπόστατον, και έτσι τις διαστέλλουν από τις κοινές ενέργειες.
9. Ότι δε υπάρχουν άκτιστες ενέργειες του Θεού, κοινώς στα τρία πρόσωπα ενθεωρούμενες, αυτό έχει διακηρυχθεί περισσότερο από κάθε τι άλλο κοινώς από όλους τους θεολόγους. Πράγματι o πολύς τα πάντα και μέγας Βασίλειος, διακηρύσσοντας ακριβώς αυτό το πράγμα και δεικνύοντας με αυτό ότι δεν είναι τέτοια ενέργεια του Θεού ο Υιός, λέγει, «αν ο Υιός είναι ενέργεια και όχι γέννημα, τότε αυτός δεν είναι ούτε ο ενεργήσας ούτε το ενεργηθέν (διότι η ενέργεια είναι κάτι το διαφορετικό από αυτά), αλλά είναι και ανυπόστατος· διότι καμιά ενέργεια δεν είναι ένυπόστατος». Βλέπεις σαφώς ότι οι ενέργειες του Θεού δεν είναι ούτε κτίσματα, διότι τα κτίσματα είναι ενεργηθέντα, ούτε ο Χριστός, διότι αυτός είναι ενυπόστατος; Αλλά και στους λόγους Περί του Πνεύματος, αφού απαρίθμησε όσο ήταν δυνατό αυτές τις ενέργειες, προσθέτει· «όλα αυτά τα έχει αϊδίως το άγιο Πνεύμα· αλλά αυτό μεν, πηγάζον εκ Θεού, είναι ενυπόστατο, τα δε πηγάζοντα από αυτό είναι ενέργειες του». Με μόνο λοιπόν το ότι είπε το άγιο Πνεύμα ενυπόστατο, έδειξε ότι αυτές οι ενέργειες δεν είναι ενυπόστατες· με το ότι είπε ότι το Πνεύμα τις έχει αϊδίως, διεκήρυξε τον άκτιστο χαρακτήρα τους. Πώς θα μπορούσε να είναι ενυπόστατο οποιοδήποτε κτίσμα; Πώς επίσης θα μπορούσαν αυτά τα πολλά να είναι ουσία του Θεού, αφού μάλιστα πηγάζουν από το Πνεύμα; «Γι’ αυτό», λέγει πάλι ο ίδιος, «οι μεν ενέργειες του Θεού είναι ποικίλες, η δε ουσία απλή». Ποιές ενέργειες εννοεί; Αυτές που εμνημόνευσε και ό ίδιος· «την πρόνοια, την δύναμη, την αγαθότητα, το προγνωστικόν, το δημιουργικόν, το ανταποδοτικόν και όλα τα παρόμοια».
10. Ο θεσπέσιος Κύριλλος, απευθυνόμενος προς τους ημιαρείους, που ισχυριζόνταν ότι ο Υιός είναι όμοιος κατά τη βούληση του Πατρός, λέγει, «ο Υιός, ως ενυπόστατος, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να ομοιάζει με την ανυπόστατη βούληση». Και πάλι· «η ομοιότης των ευρισκομένων σε ουσία και υπόσταση είναι προς τα ενούσια και ενυπόστατα, αλλά όχι προς εκείνα πού έχουν το είναι τους (την ύπαρξή τους) μέσα σε άλλα (εν ετέροις), όπως η σοφία στο σοφό και η βουλή στο βουλευόμενο». Ο δε επώνυμος της φιλοσοφίας και μάρτυς του Χριστού Ιουστίνος, λέγει, «αν άλλο είναι το υπάρχειν και άλλο το ενυπάρχειν, και υπάρχει μεν η ουσία τού Θεού, ενυπάρχει δε στην ουσία η βουλή, άρα άλλη είναι η ουσία του Θεού και άλλη η βουλή». Και πάλι· «το βούλεσθαι ή είναι ουσία ή προσυπάρχει στην ουσία. Αλλ’ εάν μεν είναι ουσία, δεν υπάρχει ο βουλόμενος· αν δε προσυπάρχει στήν ουσία, κατ’ ανάγκη άλλο είναι το ένα κι’ άλλο το άλλο. Δεν ταυτίζονται πράγματι τον ον και το προσόν». Και πάλι· «αν ο Θεός βούλεται πολλά, αλλά δεν είναι πολλά κατά την ουσία, άρα στο Θεό δεν είναι το ίδιο πράγμα το είναι και το βούλεσθαι». Άραγε δεν είναι σαφής η διαφορά της θείας ουσίας προς την θεία ενέργεια, συγχρόνως δε και προς κάθε μιά από τις υποστάσεις; Κατά τον ίδιο πράγματι τρόπο είναι δυνατό να ειπούμε και περί τού Υιού, ότι πολλά μεν βούλεται, αλλά δεν είναι πολλά κατά την υπόστασιν· άρα δεν είναι το ίδιο βουλή και υπόστασις. Κατά παρόμοιο τρόπο μπορούμε να ειπούμε και για το Πνεύμα. Και ό,τι είπαμε για τη βουλή, το ίδιο θα μπορούσε κανείς να είπε και για κάθε φυσική ενέργεια• διότι και η βουλή είναι φυσική ενέργεια τού Θεού. Γι’ αυτό λοιπόν ο θείος Γρηγόριος προεστώς της Νύσσης λέγει,«Ο Θεός δηλώνει τον ενεργούντα· η θεότης την ενέργεια. κανένα δε από τα τρία δεν είναι ενέργεια, αλλά μάλλον το καθένα τους είναι ενεργούν». Μεταξύ λοιπόν των ενεργειών που παρατηρούνται (ενθεωρούνται) στα τρία πρόσωπα είναι και η θεότης, αλλ’ όχι κατά την ιδιαίτερη υπόστασί τους, αν και δεν είναι χωριστά από αυτές. Διότι πλην από εκείνα τα τρία τίποτε άλλο δεν είναι ενυπόστατον στον θεό, δηλαδή αυθυπόστατον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Παραπέρα απόδειξις ότι ο ίδιος (ο Ακίνδυνος) δυσσεβώς θεωρεί ως μόνην άκτιστη θεότητα την ουσία του Θεού
11. Ότι δε αυτή η κοινώς ενθεωρούμενη θεότης που παρατηρείται στα τρία πρόσωπα δεν είναι ούτε ουσία, εκτός από όλους τους άλλους θεολόγους, μας το δίδαξε και τούτος (ο Γρηγόριος Νύσσης) διεξοδικότερα. Πράγματι γράφοντας γι’ αυτό το θέμα στο Προς Αβλάβιον αφού το κατοχύρωσε με πολλούς τρόπους, λέγει πλέον συμπερασματικώς,«αποδείχθηκε από τα λεχθέντα ότι το όνομα της θεότητος σημαίνει ενέργεια και όχι φύσιν». Ποιά ενέργεια; «Την εποπτική και θεατική», όπως λέγει εκεί ο θεοφάντωρ αυτός.
Ο δε Ακίνδυνος λέγει, «δεν υπάρχει άλλη άκτιστη θεότης και ενέργεια, έκτος από τη φύσιν τού Θεού», απομακρύνοντας σαφώς από τον Θεό και υποβιβάζοντας σε κτίσμα εκείνη τη θεατική ενέργεια, δηλαδή τη θεία πρόγνωση και πρόνοια, αφού δεν είναι θεία φύσις. Και λέγει επίσης· «ο λόγος της ευσεβείας δεν δέχεται άλλη άκτιστον θεότητα έκτος από τη θείαν φύσιν», σαφώς ως λόγο ευσεβείας εννοώντας μόνη την κακοδοξία του Βαρλαάμ κι’ αυτού του ιδίου, τα αντίθετα της οποίας διδάσκουν οι θειοι θεολόγοι. Και πάλι λέγει· «δεν μπορούμε κάποιο από τα άκτιστα και φυσικά του Θεού να θεωρήσουμε ότι είναι κάτι διαφορετικό από την ουσία και τη φύσιν αυτού, ούτε να δεχθούμε ανούσια ή ανυπόστατη ή άλλου είδους σοφία ή δόξα ή αγαθότητα έκτος του Υιού, και γενικώς κάποια κοινή άκτιστη ενέργεια της αγίας Τριάδος». Και τα λέγει αυτά άλλοτε μεν χαρακτηρίζοντας κτιστές τις παραπάνω αναφερόμενες από τους θεολόγους κοινές άκτιστες ενέργειες των τριών προσκυνητών προσώπων, άλλοτε δε αποκαλώντας αυθυπόστατη την καθεμιά τους, κι’ άλλοτε συνδέοντάς τες με τη φύσιν του Θεού κακώς σαν να μην διαφέρουν κατά τίποτε από αυτήν.
11. Ότι δε αυτή η κοινώς ενθεωρούμενη θεότης που παρατηρείται στα τρία πρόσωπα δεν είναι ούτε ουσία, εκτός από όλους τους άλλους θεολόγους, μας το δίδαξε και τούτος (ο Γρηγόριος Νύσσης) διεξοδικότερα. Πράγματι γράφοντας γι’ αυτό το θέμα στο Προς Αβλάβιον αφού το κατοχύρωσε με πολλούς τρόπους, λέγει πλέον συμπερασματικώς,«αποδείχθηκε από τα λεχθέντα ότι το όνομα της θεότητος σημαίνει ενέργεια και όχι φύσιν». Ποιά ενέργεια; «Την εποπτική και θεατική», όπως λέγει εκεί ο θεοφάντωρ αυτός.
Ο δε Ακίνδυνος λέγει, «δεν υπάρχει άλλη άκτιστη θεότης και ενέργεια, έκτος από τη φύσιν τού Θεού», απομακρύνοντας σαφώς από τον Θεό και υποβιβάζοντας σε κτίσμα εκείνη τη θεατική ενέργεια, δηλαδή τη θεία πρόγνωση και πρόνοια, αφού δεν είναι θεία φύσις. Και λέγει επίσης· «ο λόγος της ευσεβείας δεν δέχεται άλλη άκτιστον θεότητα έκτος από τη θείαν φύσιν», σαφώς ως λόγο ευσεβείας εννοώντας μόνη την κακοδοξία του Βαρλαάμ κι’ αυτού του ιδίου, τα αντίθετα της οποίας διδάσκουν οι θειοι θεολόγοι. Και πάλι λέγει· «δεν μπορούμε κάποιο από τα άκτιστα και φυσικά του Θεού να θεωρήσουμε ότι είναι κάτι διαφορετικό από την ουσία και τη φύσιν αυτού, ούτε να δεχθούμε ανούσια ή ανυπόστατη ή άλλου είδους σοφία ή δόξα ή αγαθότητα έκτος του Υιού, και γενικώς κάποια κοινή άκτιστη ενέργεια της αγίας Τριάδος». Και τα λέγει αυτά άλλοτε μεν χαρακτηρίζοντας κτιστές τις παραπάνω αναφερόμενες από τους θεολόγους κοινές άκτιστες ενέργειες των τριών προσκυνητών προσώπων, άλλοτε δε αποκαλώντας αυθυπόστατη την καθεμιά τους, κι’ άλλοτε συνδέοντάς τες με τη φύσιν του Θεού κακώς σαν να μην διαφέρουν κατά τίποτε από αυτήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ότι προβάλλει (ο Ακίνδυνος) εναντίον εαυτού και το κεφάλαιο του θείου Μαξίμου περί του ότι o θεός δεν είναι μήτε μεταξύ των νοούντων μήτε μεταξύ των νοουμένων
12. Πρόχειρο όμως είναι τόσο γι’ αυτόν (τον Ακίνδυνο) όσο και για τους οπαδούς του το σοφότατα γραμμένο κείμενο του άγιου Μαξίμου, «κάθε νόησις, όπως ακριβώς έχει τη θέσιν της ως ποιότης (ιδιότητα) μέσα στην ουσία, έτσι έχει και την κίνησιν ποιωμένη περί (γύρω από) την ουσία· δεν είναι δυνατό να τη δεχθούμε (την νόηση) σαν κάτι αυτοτελές και απλό που υφίσταται καθ’ εαυτό, διότι δεν είναι αυτοτελής και απλή. Ο δε Θεός, αφού και κατά τα δύο υπάρχει εντελώς απλός, δηλαδή και ουσία χωρίς υποκείμενο υλικό και νόησις που δεν έχει καθόλου υποκείμενο, δεν είναι από τα νοούντα και νοούμενα, διότι βέβαια είναι πάνω από ουσία και νόηση». Τούτο λοιπόν είναι πρόχειρο γι’ αυτούς, επειδή δεν καταλαβαίνουν για ποιά νόηση ομιλεί εκείνος ο θεόσοφος (ο Μάξιμος ο Ομολογητής)· πράγματι, όπως επισήμανε και ο ίδιος παρακάτω, ομιλεί για εκείνη τη νόηση, κατά την οποία ο Θεός είναι εντελώς αυτοτελής, αυτός ο ίδιος νοώντας τον εαυτό του και παραμένοντας στον εαυτό του χωρίς εκφοίτηση, ενώ εμείς πραγματευόμαστε προς αυτούς που τελευταία μας προσβάλλουν περί των προόδων και ενεργειών, κατά τις οποίες ο Θεός θεωρείται σε σχέση με κάτι, όπως προαναφέρθηκε· δεν καταλαβαίνουν ότι εκείνος ο κλεινός θεολόγος γράφει αυτά τα πράγματα κατά την αποφατική θεολογία. Πράγματι συνηθίζουν οι θεολόγοι να χρησιμοποιούν μερικές καταφατικές εκφράσεις που έχουν έννοια υπεροχικής αποφάσεως, όπως ο ίδιος το δήλωσε στο τέλος του κεφαλαίου, λέγοντας ότι αίτιο των λόγων του αυτού τού είδους είναι το γεγονός ότι ο Θεός δεν είναι μήτε από τα νοούμενα μήτε από τα νοούντα. Το ένα μάλιστα από τα δύο δεν υπάρχει τρόπος να το πει κανείς, εφ’ όσον δεν θεολογεί κατά υπεροχική απόφαση, αν και βέβαια ο θεηγόρος αρνήθηκε επί του Θεού τη νόησιν ως ποιότητα, δεν την αρνήθηκε όμως ως ενέργεια· μολονότι η νόησις είναι προσκείμενη φανερά ευθύς εξ αρχής σ’ αυτόν και φανερώνει τον υπερφυή χαρακτήρα των θεωρούμενων στον Θεό.
13. Αλλά βέβαια, με το να πει ο θειος Μάξιμος τον Θεό απλό και κατά τα δυό, έδειξε εδώ ότι έχει και ουσία και ενέργεια, την οποία βέβαια αυτός ονομάζει εδώ νόηση, αλλά και ότι αυτές οι δυό έχουν διαφορά μεταξύ τους. Πράγματι δικός του λόγος είναι το ότι «χωρίς διαφορά είναι αδύνατο να ευρεθεί αριθμός». Αλλά ούτε η αποφατική θεολογία αντίκειται στην καταφατική, μάλλον δεικνύει τον υπερφυή χαρακτήρα της, με την έννοια ότι στην πραγματικότητα επί του Θεού τίθενται όλα τα γνωρίσματα από μας, αλλά αυτός τα έχει επάνω από ό,τι μπορούμε να ειπούμε και να νοήσουμε εμείς.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
12. Πρόχειρο όμως είναι τόσο γι’ αυτόν (τον Ακίνδυνο) όσο και για τους οπαδούς του το σοφότατα γραμμένο κείμενο του άγιου Μαξίμου, «κάθε νόησις, όπως ακριβώς έχει τη θέσιν της ως ποιότης (ιδιότητα) μέσα στην ουσία, έτσι έχει και την κίνησιν ποιωμένη περί (γύρω από) την ουσία· δεν είναι δυνατό να τη δεχθούμε (την νόηση) σαν κάτι αυτοτελές και απλό που υφίσταται καθ’ εαυτό, διότι δεν είναι αυτοτελής και απλή. Ο δε Θεός, αφού και κατά τα δύο υπάρχει εντελώς απλός, δηλαδή και ουσία χωρίς υποκείμενο υλικό και νόησις που δεν έχει καθόλου υποκείμενο, δεν είναι από τα νοούντα και νοούμενα, διότι βέβαια είναι πάνω από ουσία και νόηση». Τούτο λοιπόν είναι πρόχειρο γι’ αυτούς, επειδή δεν καταλαβαίνουν για ποιά νόηση ομιλεί εκείνος ο θεόσοφος (ο Μάξιμος ο Ομολογητής)· πράγματι, όπως επισήμανε και ο ίδιος παρακάτω, ομιλεί για εκείνη τη νόηση, κατά την οποία ο Θεός είναι εντελώς αυτοτελής, αυτός ο ίδιος νοώντας τον εαυτό του και παραμένοντας στον εαυτό του χωρίς εκφοίτηση, ενώ εμείς πραγματευόμαστε προς αυτούς που τελευταία μας προσβάλλουν περί των προόδων και ενεργειών, κατά τις οποίες ο Θεός θεωρείται σε σχέση με κάτι, όπως προαναφέρθηκε· δεν καταλαβαίνουν ότι εκείνος ο κλεινός θεολόγος γράφει αυτά τα πράγματα κατά την αποφατική θεολογία. Πράγματι συνηθίζουν οι θεολόγοι να χρησιμοποιούν μερικές καταφατικές εκφράσεις που έχουν έννοια υπεροχικής αποφάσεως, όπως ο ίδιος το δήλωσε στο τέλος του κεφαλαίου, λέγοντας ότι αίτιο των λόγων του αυτού τού είδους είναι το γεγονός ότι ο Θεός δεν είναι μήτε από τα νοούμενα μήτε από τα νοούντα. Το ένα μάλιστα από τα δύο δεν υπάρχει τρόπος να το πει κανείς, εφ’ όσον δεν θεολογεί κατά υπεροχική απόφαση, αν και βέβαια ο θεηγόρος αρνήθηκε επί του Θεού τη νόησιν ως ποιότητα, δεν την αρνήθηκε όμως ως ενέργεια· μολονότι η νόησις είναι προσκείμενη φανερά ευθύς εξ αρχής σ’ αυτόν και φανερώνει τον υπερφυή χαρακτήρα των θεωρούμενων στον Θεό.
13. Αλλά βέβαια, με το να πει ο θειος Μάξιμος τον Θεό απλό και κατά τα δυό, έδειξε εδώ ότι έχει και ουσία και ενέργεια, την οποία βέβαια αυτός ονομάζει εδώ νόηση, αλλά και ότι αυτές οι δυό έχουν διαφορά μεταξύ τους. Πράγματι δικός του λόγος είναι το ότι «χωρίς διαφορά είναι αδύνατο να ευρεθεί αριθμός». Αλλά ούτε η αποφατική θεολογία αντίκειται στην καταφατική, μάλλον δεικνύει τον υπερφυή χαρακτήρα της, με την έννοια ότι στην πραγματικότητα επί του Θεού τίθενται όλα τα γνωρίσματα από μας, αλλά αυτός τα έχει επάνω από ό,τι μπορούμε να ειπούμε και να νοήσουμε εμείς.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής Περί Θεολογίας και της Ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού PG 90. Εντός παρενθέσεων αριθμοί μέσα στο κείμενο, π.χ. (72), δηλώνουν την αντίστοιχη στήλη του τόμου της PG.
α΄. Εἷς Θεός, ὅτι μία θεότης· μονάς [deest τό, μονάς, in tribus Regiis] ἄναρχος καί ἁπλῆ καί ὑπερούσιος· (1125) καί ἀμερής καί ἀδιαίρετος· ἡ αὐτή μονάς καί Τριάς· ὅλη μονάς ἡ αὐτή, καί ὅλη Τριάς ἡ αὐτή· μονάς ὅλη κατά τήν οὐσίαν ἡ αὐτή, καί Τριάς ὅλη κατά τάς ὑποστάσεις ἡ αὐτή. Πατήρ γάρ, καί Υἱός, καί Πνεῦμα ἅγιον ἡ θεότης, καί ἐν Πατρί, καί Υἱῷ, καί ἁγίῳ Πνεύματι ἡ θεότης. Ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί ἡ αὐτή· καί ὅλος ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ ὁ Πατήρ· καί ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Υἱῷ ἡ αὐτή· καί ὅλος ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ ὁ Υἱός. Καί ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἡ αὐτή· καί ὅλον ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Ὅλη Πατήρ, καί ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί· καί ὅλος ἐν ὅλῃ ὁ Πατήρ· καί ὅλη ὅλος ὁ Πατήρ. Καί ὅλη ὅλος ὁ Υἱός ἡ αὐτή· καί ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Υἱῷ ἡ αὐτή· καί ὅλος ὅλη, καί ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ ὁΥἱός. Καί ὅλη Πνεῦμα ἅγιον ἡ αὐτή, καί ἐν ὅλῳ τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ· καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὅλον ὅλη, καί ὅλον ἐν ὅλῃ τῇ αὐτῇ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Οὐ γάρ ἐκ μέρους ἡ θεότης ἐν τῷ Πατρί, ἤ ἐκ μέρους Θεός ὁ Πατήρ· οὔτε ἐκ μέρους ἐν τῷ Υἱῷ ἡ θεότης, ἤ ἐκ μέρους Θεός ὁ Υἱός· οὔτε ἐκ μέρους ἐν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι ἡ θεότης, ἤ ἐκ μέρους Θεός τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Οὔτε γάρ μεριστή ἡ θεότης· οὔτε ἀτελής ὁ Θεός ὁ Πατήρ, ἤ ὁ Υἱός, ἤ τό Πνεῦμα τό ἅγιον· ἀλλ᾿ ὅλη ἐστίν ἡ αὐτή τελεία τελείως ἐν τελείῳ τῷ Πατρί· καί ὅλη τελεία τελείως ἡ αὐτή ἐν τελείῳ τῷ Υἱῷ ἡ αὐτή· καί ὅλη τελεία τελείως ἡ αὐτή ἐν τελείῳ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι. Ὅλος γάρ ἐν ὅλῳ τῷ Υἱῷ καί τῷ Πνεύματι τελείως ἐστίν ὁ Πατήρ· καί ὅλος ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι τελείως ἐστίν ὁΥἱός· καί ὅλον ἐν ὅλῳ τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ τελείως ἐστί τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Διό καί εἷς Θεός ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Μία γάρ καί ἡ αὐτή οὐσία καί δύναμις καί ἐνέργεια Πατρός καί Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος· οὐκ ὄντος οὐδενός τοῦ ἑτέρου χωρίς ἤ νοουμένου. β΄. Πᾶσα νόησις, τῶν νοούντων καί νοουμένων ἐστίν· ὁ δέ Θεός, οὔτε τῶν νοούντων ἐστίν, οὔτε τῶν νοουμένων· ὑπέρ ταῦτα γάρ· ἐπεί περιγράφεται, τῆς τοῦ νοουμένου σχέσεως, ὡς νοῶν, προσδεόμενος· ἤ τῷ νοοῦντι φυσικῶς ὑποπίπτων, διά τήν σχέσιν νοούμενος. Λείπεται γοῦν, μήτε νοεῖν, μήτε νοεῖσθαι τόν Θεόν ὑπολαμβάνειν· ἀλλ᾿ ὑπέρ τό νοεῖν εἶναι καί νοεῖσθαι. Τῶν γάρ μετ᾿ αὐτόν, φυσικῶς ἐστι τό νοεῖν καί τό νοεῖσθαι. γ΄. Πᾶσα νόησις ὥσπερ ἐν οὐσίᾳ πάντως ἔχει τήν θέσιν ὡς ποιότης, οὕτω καί περί οὐσίαν πεποιωμένην ἔχει τήν κίνησιν. Οὐ γάρ ἄφετόν τι καθόλου καί ἁπλοῦν καθ᾿ ἑαυτό ὑφεστώς δυνατόν ἐστιν αὐτήν ὑποδέξασθαι, ὅτι μή ἄφετός ἐστι καί ἁπλῆ. Ὁ δέ Θεός, κατ᾿ ἄμφω πάμπαν ὑπάρχων ἁπλοῦς, καί οὐσία τοῦ ἐν ὑποκειμένῳ χωρίς, καί νόησις μή ἔχουσά τι καθάπαξ ὑποκείμενον· οὐκ ἔστι τῶν νοούντων καί νοουμένων, ὡς ὑπέρ οὐσίαν ὑπάρχων δηλονότι καί νόησιν. δ΄. Ὥσπερ ἐν τῷ κέντρῳ τῶν ἐξ αὐτοῦ κατ᾿ εὐθεῖαν ἐκτεταμένων γραμμῶν ἀδιαίρετος θεωρεῖται (1128) παντελῶς ἡ θέσις· οὕτως ὁ ἀξιωθείς ἐν τῷ Θεῷ γενέσθαι, πάντας εἴσεται τούς ἐν αὐτῷ τῶν γεγονότων προϋφεστῶτας λόγους, καθ᾿ ἁπλῆν τινα ἀδιαίρετον γνῶσιν. ε΄. Μορφουμένη τοῖς νοουμένοις νόησις, πολλαί νοήσεις ἡ μία καθίσταται νόησις, κατ᾿ εἶδος ἕκαστον μορφουμένη τῶν νοουμένων. Ὁπηνίκα δέ τῶν μορφούντων αὐτήν αἰσθητῶν τε καί νοητῶν τό πλῆθος περάσασα, γένηται πάμπαν ἀνείδεος, τηνικαῦτα προσφυῶς αὐτήν ὁ ὑπέρ νόησιν οἰκειοῦται Λόγος, καταπαύων τῶν ἀλλοιοῦν αὐτήν ταῖς τῶν νοημάτων μορφαῖς πεφυκότων· ὅπερ ὁ παθών, καί αὐτός κατέπαυσεν ἀπό τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὥσπερ ἀπό τῶν ἰδίων ὁ Θεός. Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής – 200 κεφάλαια προς τον Θαλάσσιο, περί Θεολογίας και της Ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού, Δεύτερη εκατοντάδα. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Β΄). |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου