ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ
Συνέχεια από: Δευτέρα, 27 Μαρτίου 2017
49. Αλλά τί θα μπορούσε να πει κανείς, λέγουν πάλι οι τοιούτοι (Λατίνοι), αφού ο θεηγόρος Γρηγόριος Νύσσης λέγει, «προθεωρεῖσθαι τον Υιό της υποστάσεως του Πνεύματος κατά τον λόγον της αιτίας»;
Τί θα έλεγε κανείς, άλλο θα προσαγάγομε εμείς παρά το αληθές και γνωριμώτατο στους λίγο προσεκτικούς, ότι προθεωρεῖται της υποστάσεως του Πνεύματος η υπόστασις του Υιού εκ του Πατρός κατά τον λόγον της αιτίας, όχι κατά τον λόγον της αιτίας του Πνεύματος, αλλά κατά τον λόγον της δικής του υποστάσεως εκ του Πατρός, δηλαδή κατά το γεννητώς υπάρχειν εκ Πατρός;
Διότι ακούων κανείς Πατέρα, τον εννοεί αμέσως ως Πατέρα γεννήματος˙ όταν δε ακούσει ότι το γέννημα είναι και Λόγος, τότε έρχεται εις έννοιαν και του θείου Πνεύματος. Και δια τούτο ο Υιός δεν είναι καθόλου προ του Πνεύματος καθ’ ύπαρξιν. Επομένως λέγει ο θείος αυτός προεστώς της Νύσσης στον πρώτο των Αντιρρητικών Προς Ευνόμιον, «όπως συνάπτεται ο Υιός με τον Πατέρα και έχων το είναι εξ αυτού δεν υστερεί κατά την ύπαρξιν, έτσι πάλι και το άγιον Πνεύμα ενώνεται με τον μονογενή, ο οποίος μόνον κατ’ επίνοιαν κατά τον λόγον της αιτίας προθεωρείται της υποστάσεως του Πνεύματος».
Τί είναι λοιπόν το δεικνυόμενο εδώ από τον άγιον; Οπωσδήποτε τίποτε άλλο παρά ότι ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα είναι ταυτόχρονα˙ και ούτε το γεγονός ότι ο Υιός προέρχεται εκ του Πατρός εμποδίζει να είναι ο Υιός ταυτοχρόνως με τον Πατέρα αϊδίως, ούτε το γεγονός ότι προθεωρείται εκ του Πατρός ο Υιός κατά τον λόγον της οικείας αιτίας εμποδίζει να ενώνεται το Πνεύμα με τον Υιό και να είναι μαζί με αυτόν συγχρόνως από του Πατρός. Πρέπει δε προφανώς να σκεφθούμε ότι σημασία έχει και τούτο, ότι δεν είπε ότι ο Υιός προθεωρείται του Πνεύματος απλώς κατ’ επίνοιαν, αλλά μόνον κατ’ επίνοιαν, και ότι τον μεν Υιό είπε εκ Πατρός, το δε άγιον Πνεύμα λέγει ότι ενώνεται με τον Υιόν, δηλαδή ότι υπάρχει ομού με τον Υιό εκ του Πατρός, αλλά δεν έχει το είναι εξ αυτού.
50. Αλλά, λέγουν, ο ίδιος θεηγόρος Νύσσης αλλού τοποθετεί σαφώς τον Υιό μέσον του Πατρός και του Πνεύματος και παραδίδει το Πνεύμα δι' αυτού ευρισκομένου εν συνδέσει με τον Πατέρα˙ διότι έτσι, λέγει, θα είναι και μονογενής. Αν λοιπόν εμείς δείξουμε ότι προσμαρτυρεί μόνον στον Πατέρα την εκπορευτικήν ιδιότητα, ότι λέγει μόνον αίτιον Υιού και Πνεύματος τον Πατέρα, ότι δέχεται τον Υιό και το άγιον Πνεύμα εξ ενός και του αυτού προσώπου, και μάλιστα ευθέως εξ αυτού αμφότερα, και τον φρονούντα διαφορετικά τον δεικνύει πολύθεον, τί θα πουν;
Πράγματι διδάσκων πως εν τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός λέγει, «Τα πρόσωπα του ανθρώπου όλα δεν έχουν την ύπαρξιν ευθέως από το ίδιον πρόσωπον, ώστε έτσι πλην των αιτιατών και τα αίτια είναι πολλά και διάφορα. Επί της αγίας Τριάδος δε δεν συμβαίνει έτσι, διότι εν και το αυτό είναι το πρόσωπο του Πατρός, από το οποίον γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το άγιον Πνεύμα. Γι' αυτό μετά πεποιθήσεως λέγομε κυριολεκτικώς τον ένα αίτιον με τα αιτιατά αυτού ένα Θεόν».
Τόσον προσεκτικώς δε εφρόντισε να δείξει ότι η εκπορευτική ιδιότης υπάρχει μόνο στον Πατέρα, ώστε να φέρει μάρτυρα τον μεταξύ των βασιλέων θείο υμνωδό Δαβίδ, λέγοντα ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνον εκ του Πατρός, αλλ’ εκ της ιδίας της υποστάσεως αυτού. Έτσι στον Περί θεογνωσίας λόγο, αφού φιλοσόφησε όχι ολίγα περί Πατρός και Υιού προηγουμένως, λέγει ότι «Πνεύμα δε εννοεί το εκπορευόμενον από την πατρικήν υπόστασιν˙ δια τούτο και ο Δαβίδ είπε Πνεύμα στόματος, για να βεβαιώσει ότι η εκπορευτική ιδιότης υπάρχει μόνον εις τον Πατέρα». Τί υπάρχει σαφέστερο ή βεβαιότερο ή ίσχυρότερο ή αποδεικτικότερο από αυτούς τούς λόγους περί τούτο ότι το Πνεύμα δεν εκπορεύεται και εκ του Υιού;
Διότι εάν εκπορεύετο και εξ αυτού, δεν θα ήταν εκάτερον ευθέως εξ ενός προσώπου, ούτε θα είχαμε το δικαίωμα να λέγομε ότι σεβόμεθα μίαν αρχήν θεότητος και να ισχυριζόμεθα ότι τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός. Εάν, ως το αιτιατόν, ήταν και το αίτιο σε δύο πρόσωπα, όπως παρατηρείται και σε εμάς, η εκπορευτική ιδιότης δεν θα άνηκε μόνον στον Πατέρα, αφού και ο Υιός θα είχε το εκπορεύειν. Τώρα όμως ο Γρηγόριος Νύσσης βεβαιώνει ο ίδιος ότι υπάρχει μόνον στον Πατέρα και προβάλλει τον θεοπάτορα Δαβίδ ως επιβεβαιωτή, μάλλον δε το άγιον Πνεύμα το λαλήσαν δια των προφητών.
51. Βλέπεις ότι, φρονώντας σαφώς τα ενάντια του Πνεύματος, και δογματίζων αντιθέτως προς εκείνο και μαχόμενος, αλλ’ όχι θεολογών, το Πνεύμα, έγινες πονηρός διαιτητής της θεογόνου θεότητος και αποστερητής των ιδιοτήτων του Θεού Πατρός, κινών και μεταφέρων τις ακίνητες ιδιότητες και ως προς εσέ αναμιγνύων και συνταράσσων την υπέρ πάντα νουν και αὐτόχρημα ειρήνην; Δεν φρίττεις λοιπόν ακούγοντας αυτά, δεν απομακρύνεσαι το ταχύτερο από την δεινή κακοδοξία και δεν θρηνείς τον προηγούμενο βίο ως ασεβώς διανυθέντα;
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
49. Αλλά τί θα μπορούσε να πει κανείς, λέγουν πάλι οι τοιούτοι (Λατίνοι), αφού ο θεηγόρος Γρηγόριος Νύσσης λέγει, «προθεωρεῖσθαι τον Υιό της υποστάσεως του Πνεύματος κατά τον λόγον της αιτίας»;
Τί θα έλεγε κανείς, άλλο θα προσαγάγομε εμείς παρά το αληθές και γνωριμώτατο στους λίγο προσεκτικούς, ότι προθεωρεῖται της υποστάσεως του Πνεύματος η υπόστασις του Υιού εκ του Πατρός κατά τον λόγον της αιτίας, όχι κατά τον λόγον της αιτίας του Πνεύματος, αλλά κατά τον λόγον της δικής του υποστάσεως εκ του Πατρός, δηλαδή κατά το γεννητώς υπάρχειν εκ Πατρός;
Διότι ακούων κανείς Πατέρα, τον εννοεί αμέσως ως Πατέρα γεννήματος˙ όταν δε ακούσει ότι το γέννημα είναι και Λόγος, τότε έρχεται εις έννοιαν και του θείου Πνεύματος. Και δια τούτο ο Υιός δεν είναι καθόλου προ του Πνεύματος καθ’ ύπαρξιν. Επομένως λέγει ο θείος αυτός προεστώς της Νύσσης στον πρώτο των Αντιρρητικών Προς Ευνόμιον, «όπως συνάπτεται ο Υιός με τον Πατέρα και έχων το είναι εξ αυτού δεν υστερεί κατά την ύπαρξιν, έτσι πάλι και το άγιον Πνεύμα ενώνεται με τον μονογενή, ο οποίος μόνον κατ’ επίνοιαν κατά τον λόγον της αιτίας προθεωρείται της υποστάσεως του Πνεύματος».
Τί είναι λοιπόν το δεικνυόμενο εδώ από τον άγιον; Οπωσδήποτε τίποτε άλλο παρά ότι ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα είναι ταυτόχρονα˙ και ούτε το γεγονός ότι ο Υιός προέρχεται εκ του Πατρός εμποδίζει να είναι ο Υιός ταυτοχρόνως με τον Πατέρα αϊδίως, ούτε το γεγονός ότι προθεωρείται εκ του Πατρός ο Υιός κατά τον λόγον της οικείας αιτίας εμποδίζει να ενώνεται το Πνεύμα με τον Υιό και να είναι μαζί με αυτόν συγχρόνως από του Πατρός. Πρέπει δε προφανώς να σκεφθούμε ότι σημασία έχει και τούτο, ότι δεν είπε ότι ο Υιός προθεωρείται του Πνεύματος απλώς κατ’ επίνοιαν, αλλά μόνον κατ’ επίνοιαν, και ότι τον μεν Υιό είπε εκ Πατρός, το δε άγιον Πνεύμα λέγει ότι ενώνεται με τον Υιόν, δηλαδή ότι υπάρχει ομού με τον Υιό εκ του Πατρός, αλλά δεν έχει το είναι εξ αυτού.
50. Αλλά, λέγουν, ο ίδιος θεηγόρος Νύσσης αλλού τοποθετεί σαφώς τον Υιό μέσον του Πατρός και του Πνεύματος και παραδίδει το Πνεύμα δι' αυτού ευρισκομένου εν συνδέσει με τον Πατέρα˙ διότι έτσι, λέγει, θα είναι και μονογενής. Αν λοιπόν εμείς δείξουμε ότι προσμαρτυρεί μόνον στον Πατέρα την εκπορευτικήν ιδιότητα, ότι λέγει μόνον αίτιον Υιού και Πνεύματος τον Πατέρα, ότι δέχεται τον Υιό και το άγιον Πνεύμα εξ ενός και του αυτού προσώπου, και μάλιστα ευθέως εξ αυτού αμφότερα, και τον φρονούντα διαφορετικά τον δεικνύει πολύθεον, τί θα πουν;
Πράγματι διδάσκων πως εν τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός λέγει, «Τα πρόσωπα του ανθρώπου όλα δεν έχουν την ύπαρξιν ευθέως από το ίδιον πρόσωπον, ώστε έτσι πλην των αιτιατών και τα αίτια είναι πολλά και διάφορα. Επί της αγίας Τριάδος δε δεν συμβαίνει έτσι, διότι εν και το αυτό είναι το πρόσωπο του Πατρός, από το οποίον γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το άγιον Πνεύμα. Γι' αυτό μετά πεποιθήσεως λέγομε κυριολεκτικώς τον ένα αίτιον με τα αιτιατά αυτού ένα Θεόν».
Τόσον προσεκτικώς δε εφρόντισε να δείξει ότι η εκπορευτική ιδιότης υπάρχει μόνο στον Πατέρα, ώστε να φέρει μάρτυρα τον μεταξύ των βασιλέων θείο υμνωδό Δαβίδ, λέγοντα ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνον εκ του Πατρός, αλλ’ εκ της ιδίας της υποστάσεως αυτού. Έτσι στον Περί θεογνωσίας λόγο, αφού φιλοσόφησε όχι ολίγα περί Πατρός και Υιού προηγουμένως, λέγει ότι «Πνεύμα δε εννοεί το εκπορευόμενον από την πατρικήν υπόστασιν˙ δια τούτο και ο Δαβίδ είπε Πνεύμα στόματος, για να βεβαιώσει ότι η εκπορευτική ιδιότης υπάρχει μόνον εις τον Πατέρα». Τί υπάρχει σαφέστερο ή βεβαιότερο ή ίσχυρότερο ή αποδεικτικότερο από αυτούς τούς λόγους περί τούτο ότι το Πνεύμα δεν εκπορεύεται και εκ του Υιού;
Διότι εάν εκπορεύετο και εξ αυτού, δεν θα ήταν εκάτερον ευθέως εξ ενός προσώπου, ούτε θα είχαμε το δικαίωμα να λέγομε ότι σεβόμεθα μίαν αρχήν θεότητος και να ισχυριζόμεθα ότι τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός. Εάν, ως το αιτιατόν, ήταν και το αίτιο σε δύο πρόσωπα, όπως παρατηρείται και σε εμάς, η εκπορευτική ιδιότης δεν θα άνηκε μόνον στον Πατέρα, αφού και ο Υιός θα είχε το εκπορεύειν. Τώρα όμως ο Γρηγόριος Νύσσης βεβαιώνει ο ίδιος ότι υπάρχει μόνον στον Πατέρα και προβάλλει τον θεοπάτορα Δαβίδ ως επιβεβαιωτή, μάλλον δε το άγιον Πνεύμα το λαλήσαν δια των προφητών.
51. Βλέπεις ότι, φρονώντας σαφώς τα ενάντια του Πνεύματος, και δογματίζων αντιθέτως προς εκείνο και μαχόμενος, αλλ’ όχι θεολογών, το Πνεύμα, έγινες πονηρός διαιτητής της θεογόνου θεότητος και αποστερητής των ιδιοτήτων του Θεού Πατρός, κινών και μεταφέρων τις ακίνητες ιδιότητες και ως προς εσέ αναμιγνύων και συνταράσσων την υπέρ πάντα νουν και αὐτόχρημα ειρήνην; Δεν φρίττεις λοιπόν ακούγοντας αυτά, δεν απομακρύνεσαι το ταχύτερο από την δεινή κακοδοξία και δεν θρηνείς τον προηγούμενο βίο ως ασεβώς διανυθέντα;
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Το αρχαίο κείμενο:
49. Ἀλλά τί ἄν τις εἴπει, πάλιν οἱ τοιοῦτοι λέγουσιν, τοῦ Νύσσης θεηγόρου ἀκούων Γρηγορίου λέγοντος, «προθεωρεῖσθαι τόν Υἱόν κατά τόν τῆς αἰτίας λόγον τῆς τοῦ Πνεύματος ὑποστάσεως»; Τί δ᾿ ἄν τις φαίη, ἕτερον ἡμεῖς ἐροῦμεν ἀνθυπενεγκόντες ἤ τό ἀληθές καί τοῖς μικρόν ἐφιστᾶσι γνωριμώτατον, ὅτι προθεωρεῖται ἡ τοῦ Υἱοῦ ὑπόστασις ἐκ τοῦ Πατρός κατά τόν τῆς αἰτίας τοῦ Πνεύματος ὑποστάσεως, οὐ κατά τόν τῆς αἰτίας λόγον τῆς τοῦ Πνεύματος, ἀλλά κατά τόν λόγον τῆς ἑαυτοῦ ἐκ τοῦ Πατρός ὑποστάσεως, ὅς ἐστι τό γεννητῶς ὑπάρχειν ἐκ Πατρός;
Πατέρα γάρ τις ἀκούων, γεννήματος εὐθύς αὐτόν ἐννοεῖ Πατέρα˙ ἡνίκα δ᾿ ἄν ὄντα καί λόγον ἀκούσῃ τό γέννημα, τότε καί τοῦ θείου Πνεύματος εἰς ἔννοιαν ἔρχεται. Καί διά τοῦτο ὁ Υἱός πρό τοῦ Πνεύματός ἐστι καθ᾿ ὕπαρξιν οὐδαμῶς. Διό φησιν ὁ Νύσσης θεῖος οὗτος πρόεδρος ἐν τῷ πρώτῳ τῶν Πρός Εὐνόμιον ἀντιρρητικῶν˙ «ὡς συνάπτεται τῷ Πατρί ὁ Υἱός καί τό ἐξ αὐτοῦ εἶναι ἔχων οὐχ ὑστερίζει κατά τήν ὕπαρξιν, οὕτω πάλιν καί τοῦ μονογενοῦς ἔχεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐπινοίᾳ μόνον κατά τόν τῆς αἰτίας λόγον προθεωρουμένου τῆς τοῦ Πνεύματος ὑποστάσεως».
Πατέρα γάρ τις ἀκούων, γεννήματος εὐθύς αὐτόν ἐννοεῖ Πατέρα˙ ἡνίκα δ᾿ ἄν ὄντα καί λόγον ἀκούσῃ τό γέννημα, τότε καί τοῦ θείου Πνεύματος εἰς ἔννοιαν ἔρχεται. Καί διά τοῦτο ὁ Υἱός πρό τοῦ Πνεύματός ἐστι καθ᾿ ὕπαρξιν οὐδαμῶς. Διό φησιν ὁ Νύσσης θεῖος οὗτος πρόεδρος ἐν τῷ πρώτῳ τῶν Πρός Εὐνόμιον ἀντιρρητικῶν˙ «ὡς συνάπτεται τῷ Πατρί ὁ Υἱός καί τό ἐξ αὐτοῦ εἶναι ἔχων οὐχ ὑστερίζει κατά τήν ὕπαρξιν, οὕτω πάλιν καί τοῦ μονογενοῦς ἔχεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐπινοίᾳ μόνον κατά τόν τῆς αἰτίας λόγον προθεωρουμένου τῆς τοῦ Πνεύματος ὑποστάσεως».
Τί οὖν ἐστί τό ἐντεῦθεν τῷ ἁγίῳ δεικνύμνον; Οὐδέν ἄλλο πάντως ἤ ὅτι ἅμα ἐστίν ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ καί οὔτε τό ἐκ τοῦ Πατρός εἶναι τόν Υἱόν προσίσταταί τι κωλῦον ἅμα τῷ Πατρί ἐξ ἀϊδίου εἶναι τόν Υἱόν, οὔτε τό ἐπινείᾳ μόνῃ κατά τόν τῆς οἰκείας αἰτίας λόγον, τουτέστιν ὡς Υἱόν προθεωρεῖσθαι ἀπό τοῦ Πατρός, προσίσταταί κωλῦον τοῦ Υἱοῦ ἔχεσθαι τό Πνεῦμα καί σύν αὐτῷ ἅμα εἶναι ἀπό τοῦ Πατρός. Σκεπτέον δέ καί τοῦτο φανερῶς προσκείμενον, ὡς οὐδ᾿ ἁπλῶς ἐπινοίᾳ, ἀλλ᾿ ἐπινοίᾳ μόνον ἔφη προθεωρεῖσθαι τόν Υἱόν τοῦ Πνεύματος˙ καί ὅτι τόν μέν Υἱόν εἶπεν ἐκ Πατρός, τό δέ Πνεῦμα τό ἅγιον ἔχεσθαί φησι τοῦ Υἱοῦ, τουτέστιν ἅμα σύν τῷ Υἱῷ ἐκ τοῦ Πατρός ὑπάρχειν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτοῦ τό εἶναι ἔχειν.
50. Ἀλλ᾿ ὁ αὐτός, φασί, Νύσσης θεηγόρος, ἀλλαχοῦ σοφῶς μέσον τίθησι τόν Υἱόν τοῦ Πατρός καί τοῦ Πνεύματος, καί δι᾿ αὐτοῦ προσεχῶς ὄντος τῷ Πατρί καί τό Πνεῦμα παραδίδωσιν˙ οὕτω γάρ, φησίν, ἔσται καί μονογενής. Τί γοῦν, ἄν ἡμεῖς δείξωμεν αὐτόν τήν ἐκπορευτικήν ἰδιότητα μόνῳ τῷ Πατρί προσμαρτυροῦντα καί μόνον αἴτιον Υἱοῦ καί Πνεύματος τόν Πατέρα λέγοντα καί ἐξ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ προσώπου τόν Υἱόν τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον καί προσεχῶς ἄμφω ἐξ αὐτοῦ καί τόν μή οὕτω φρονοῦντα πολύθεον δεικνύντα;
Διδάσκων γάρ, πῶς ἐν τρισί προσώποις εἷς ἐστι Θεός «τά τοῦ ἀνθρώπου», φησί, «πρόσωπα πάντα, οὐκ ἀπό τοῦ αὐτοῦ προσώπου κατά τό προσεχές ἔχει τό εἶναι, ὡς πολλά καί διάφορα εἶναι πρός τοῖς αἰτιατοῖς καί τά αἴτια. Ἐπί δέ τῆς ἁγίας Τριάδος οὐχ οὕτως˙ ἕν γάρ πρόσωπον καί τό αὐτό τοῦ Πατρός, ἐξ οὗπερ ὁ Υἱός γεννᾶται καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεται. Διό καί κυρίως τόν ἕνα αἴτιον μετά τῶν αὐτοῦ αἰτιατῶν ἕνα Θεόν φαμεν τεθαρρηκότως».
Τήν δέ ἐκπορευτικήν ἰδιότητα μόνῳ προσεῖναι δεῖξαι τῷ Πατρί διά τοσαύτης ἐποιήσατο σπουδῆς, ὡς καί μάρτυρα παραγαγεῖν τόν ἐν βασιλεῦσι θεῖον ᾠδικόν Δαβίδ, οὐ μόνον ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον λέγοντα τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτῆς αὐτοῦ τῆς ὑποστάσεως. Φησί γάρ ἐν τῷ Περί θεογνωσίας λόγῳ προφιλοσοφήσας οὐκ ὀλίγα περί Πατρός καί Υἱοῦ, ὡς «Πνεῦμα δέ τό τῆς πατρικῆς ἐκπορευόμενον ὑποστάσεως˙ τούτου γάρ ἕνεκα καί πνεῦμα στόματος ὁ Δαβίδ εἴρηκεν, ἵνα τήν ἐκπορευτικήν ἰδιότητα τῷ Πατρί μόνῳ προσοῦσαν πιστώσηται». Τί τούτων τῶν ρημάτων σαφέστερον ἤ βεβαιότερον ἤ ἀλειπτότερον ἤ δεικτικώτερον, ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα;
Εἰ γάρ καί ἐξ αὐτοῦ, οὐκ ἄν ἦν ἐξ ἑνός προσώπου κατά τό προσεχές ἑκάτερον, οὐδ᾿ ἄν εἴχομεν θαρρεῖν μίαν λέγειν σέβειν θεότητος ἀρχήν καί ἕνα Θεόν ἰσχυρίζεσθαι τά τρία εἶναι πρόσωπα. Εἰ καθάπερ τό αἰτιατόν, οὕτω καί τό αἴτιον ἐν δυσί προσώποις ἦν ὡς καί ἐφ᾿ ἡμῶν ὁρᾶται, οὐδ᾿ ἄν ἦν ἡ ἐκπορευτική ἰδιότης μόνον τοῦ Πατρός, εἰ καί ὁ Υἱός τό ἐκπορεύειν εἶχε˙ νῦν δέ μόνῳ τῷ Πατρί προσοῦσαν αὐτός τε ὁ Νυσσαέων Γρηγόριος πιστοῦται καί τόν θεοπάτορα Δαβίδ προάγει προσπιστούμενον, μᾶλλον δέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον τό διά τῶν προφητῶν λαλῆσαν.
51. Ὁρᾷς τἀναντία σαφῶς τοῦ Πνεύματος φρονῶν καί ἀπεναντίας ἐκείνου δογματίζων καί μαχόμενος, ἀλλ᾿ οὐ θεολογῶν τό Πνεῦμα, πονηρός διαιτητής θεογόνου θεότητος γενόμενος καί τῶν τοῦ Θεοῦ Πατρός ἰδίων ἀποστερητής, κινῶν καί μεταφέρων τάς ἀκινήτους ἰδιότητας καί τό σαυτοῦ μέρος κυκῶν καί συνταράσσων τήν ὑπέρ πάντα νοῦν καί αὐτόχρημα εἰρήνην; Τί οὖν, οὐ φρίττεις ταῦτ᾿ ἀκούων καί ἀφίστασαι πρός τάχος τῆς δεινῆς κακοδοξίας καί θρηνεῖς τόν πρῴην βίον ὡς μή εὐσεβῶς ἀνύσας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου