Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΘΕΟΣ ως ο Θεός μέσα στην αλήθεια του Είναι (Seyn) ως συμβάν (Ereignis) στ
Συνέχεια από Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann
Στη δεύτερη παράγραφο του αποσπάσματος 256 λέει: «Αυτό το νεύμα ως συμβάν», δηλαδή το γίγνεσθαι του νεύματος, «τοποθετεί το υπαρκτό στην ακρότατη εγκατάλειψη του Είναι», δηλαδή, αφήνει το υπαρκτό, εγκαταλελειμμένο από το Είναι να εμφανιστεί μέσα σε αυτή την εγκατάλειψη, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε το νεύμα να «διαπερνά με τις ακτίνες του» την αλήθεια του Είναι, ως η «εσώτατη λάμψη» της αλήθειας του Είναι (σελ. 410).
«Μέσα στην περιοχή κυριαρχίας του νεύματος συναντιούνται εκ νέου προς μια απλούστατη διαμάχη η γη και ο κόσμος» (σελ. 410): το θεϊκό νεύμα βάζει τη γη και τον κόσμο να συναντηθούν «προς μια απλούστατη διαμάχη», η γη μέσα στην «πεντακάθαρη περικλειστότητα» της, και ο κόσμος «στον ύψιστο βαθμό φωτισμού», και έτσι εξαλείφεται η εγκατάλειψη από το Είναι. Η διαμάχη γης και κόσμου αναδεικνύει «την πιο χαριτωμένη προσέγγιση και την πιο τρομακτική απομάκρυνση» ως χρόνο-χώρο. Αυτό το εν τω γίγνεσθαι γεγονός συμβαίνει «ιστορικά στα επίπεδα, στις περιοχές και στους βαθμούς ανάσυρσης της αλήθειας» του Είναι μέσα στο υπαρκτό. Μέσα σε αυτό το γίγνεσθαι εντός της ιστορίας του Είναι, το ον (das Seiende) γίνεται «πάλι περισσότερο ον» (wieder seiender) με το να αποφεύγει τον μέχρι τώρα «άμετρο, αλλά μετατοπισμένο σβήσιμο στο μη ον (Unseiende)». Το σβήσιμο του μέσα στο μη ον ήταν μέχρι τώρα «μετατοπισμένο», εφόσον το από το είναι εγκαταλελειμμένο ον βρισκόταν στην λάμψη του αληθούς όντος.
Μέσα σε αυτή την «ουσίωση» (Wesung) του εν τω γίγνεσθαι θεϊκού νεύματος «το Είναι φτάνει στην ωρίμανσή του» (σελ. 410), και η ωριμότητα αυτή του Είναι, είναι «η ετοιμότητα του να γίνει καρπός και δωρεά» (σελ. 410). Ο «καρπός» και η «δωρεά» δείχνεται στην εκ νέου ανασυρθείσα αλήθεια του Είναι σε όλες τις περιοχές του μέχρι εκείνη τη στιγμή από το Είναι εγκαταλελειμμένου, και μη ανασυρθέντος όντος. Μέσα στο γίγνεσθαι «του καρπού και της δωρεάς» ‘διάγει το τελευταίο’ ως ‘το ουσιαστικό τέλος’ της δια μηχανορραφίας καθορισμένης εγκατάλειψης από το Είναι, το «από την αρχή πηγάζον, αλλά όχι προς αυτήν (την αρχή) προσφερθέν τέλος» (σελ. 410). Μέσα σε αυτό το συμβαίνον γίγνεσθαι «αποκαλύπτεται ο εσώτατος πεπερασμένος χαρακτήρας του Είναι», ο πεπερασμένος χαρακτήρας του κάθε συμβεβηκότος της αλήθειας του Είναι-όχι όμως ο πεπερασμένος χαρακτήρας του συμβάντος ως τέτοιου. Ο εσώτατος πεπερασμένος χαρακτήρας του Είναι αποκαλύπτεται «στο νεύμα του τελευταίου Θεού» (σελ. 410), εφόσον το συμβαίνον νεύμα είναι χαρακτηριστικό κάθε συγκεκριμένου συμβάντος (jeweilig): το διαπαντός εντός της ιστορίας του Είναι συμβαίνον νεύμα.
Για την ωριμότητα αυτή λέγεται, πως μέσα στη «δύναμη προς καρπόν» και μέσα στο «μεγαλείο της δωρεάς» της βρίσκεται «η πιο κρυφή ουσία του Όχι, ως Όχι-ακόμη και Όχι-πια»: το Όχι-ακόμη και το Όχι-πια του «καρπού» και της «δωρεάς» (σελ. 410).
Ξεκινώντας από το Όχι ως το Όχι-ακόμη και το Όχι-πια μέσα στη δύναμη του καρπού και το μεγαλείο της δωρεάς «μπορεί να γίνει αντιληπτή η οικειότητα της κυμαινόμενης εισχώρησης του μηδενικού μέσα στο Είναι» (Innigkeit der Einwesung des Nichthaften im Seyn), που θα πει πως η ουσίωση του Όχι και του Τίποτα ανήκει στην πλήρη ουσία (Wesen) και στην πλήρη ουσίωση (Wesung) του Είναι (σελ. 410). Μέσα στην «ουσίωση του Είναι» ως ξαφνική εμφάνιση (Anfall) και παράλειψη (Ausbleib), «το ίδιο το Όχι έχει διάφορες μορφές της αλήθειας του», δηλαδή της μη απόκρυψης του. Αλλά και το «τίποτα» διάγει μέσα στην άρνηση του (in seinem Nichten) με διάφορες μορφές (σελ. 410). Στο σημείο αυτό η προσοχή είναι στραμμένη στη σχέση του Είναι και του Τίποτα, που για πρώτη φορά εκτέθηκε ως ουσιαστική ερώτηση στη εναρκτήρια διάλεξη του Heidegger στο Freiburg, υπό τον τίτλο «Τι είναι μεταφυσική;»
Η »περιοχή αποφάσεων του ερωτήματος περί του ουσιωδώς πεπερασμένου χαρακτήρα (εφήμερο) του Είναι» (σελ. 410) «καθίσταται βατή μόνο δυνάμει της προετοιμασίας μιας μακράς προαίσθησης του τελευταίου Θεού» (σελ. 410). Το θεϊκό με τη μορφή του ‘τελευταίου Θεού’ είναι η υπόδειξη ότι το Είναι, είναι εφήμερο, δηλαδή υπόδειξη στο εκάστοτε και συνεπώς πεπερασμένο γίγνεσθαι του νεύματος του τελευταίου Θεού. Για την εμφάνιση του τελευταίου Θεού μέσα στο νεύμα απαιτούνται οι μελλοντικοί (Zu-künftige: προς-ερχόμενοι, ο πέμπτος σύνδεσμος [Fügung]). Αυτοί όμως οι μελλοντικοί πρέπει να ‘προετοιμασθούν’ (σελ. 410). Πως όμως μπορούν και πρέπει να προετοιμασθούν; Μόνο και κατ’ αρχάς δια των ‘επιστρεφόντων’ (Rückwegige ή οπισθοδρομούντων), δηλαδή μέσω εκείνων «οι οποίοι βρίσκουν το δρόμο της επιστροφής από τη βιωμένη εγκατάλειψη του Είναι, και τον οποίο μετρούν και κατασκευάζουν» (σελ. 411). Ο δρόμος αυτός της επιστροφής δεν παρουσιάζεται από μόνος του, αλλά πρέπει ‘να βρεθεί’, και κατόπιν να ‘μετρηθεί’ και να ‘κατασκευασθεί’. Για να γίνει αυτό πρέπει οι επιστρέφοντες να αναλάβουν τη ‘θυσία’. Το γίγνεσθαι του νεύματος του τελευταίου Θεού και με τον τρόπο αυτό το γίγνεσθαι της αλήθειας του Είναι δεν συμβαίνει χωρίς το Da-sein, ούτε χωρίς τους μελλοντικούς και τους επιστρέφοντες, οι οποίοι πρώτοι ψάχνουν το δρόμο της επιστροφής από την βιωμένη εγκατάλειψη του Είναι, τον οποίο βρίσκουν και κατασκευάζουν. Χωρίς αυτούς τους επιστρέφοντες «δεν έρχεται ούτε καν μια χαραυγή της δυνατότητας του νεύματος του τελευταίου Θεού» (σελ. 411). Αυτοί οι επιστρέφοντες είναι οι «αληθινοί πρόδρομοι των μελλοντικών» (σελ. 411). (Ο συλλογισμός (αναφορά) του Heidegger στους επιστρέφοντες είναι σε κάθε περίπτωση μεγάλης σημασίας. Ο συλλογισμός αυτός απευθύνεται σε μας, εφόσον βιώνουμε το οντολογικό φαινόμενο (Seinsphänomen) της εγκατάλειψης του όντος (Seiendes) από το Είναι, και μέσα από την εμπειρία μας αυτή γίνουμε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο επιστρέφοντες, μετέχουμε δηλαδή στην υπέρβαση της εγκατάλειψης από το Είναι, την ερήμωση του όντος στην ολότητα του, εν μέσω της οποίας υπάρχοντες ζούμε. Τον ίδιο τον στοχαστή Martin Heidegger χτύπησε υπαρξιακά πολύ βαθιά η εμπειρία της απώλειας του Είναι από το ον. Από αυτή την υπαρξιακή εμπειρία της εγκατάλειψης του από το Είναι και το Θεό προήλθε ο στοχασμός βασιζόμενος στην ιστορία του Είναι, που φτάνει μέχρι «Το περί τεχνικής ερώτημα», που καταπιάνεται με την ουσία της μοντέρνας τεχνικής ως σκελετού-σκαλωσιάς (Ge-stell). Ο Heidegger όμως δεν είναι ο μόνος συγγραφέας που βίωσε τόσο βαθιά την εγκατάλειψη του όντος από το Είναι. Ο ποιητής Rainer Maria Rilke γράφει το 1925 στον φίλο του Witold von Hulewicz για τα άδεια, αδιάφορα πράγματα, τα φαινομενικά-πράγματα, απομιμήσεις ζωής, και βιώνει στην ποιητική του εμπειρία, αυτό που ο Heidegger ονομάζει εγκατάλειψη του όντος από το Είναι μέσα στην στοχαστική του εμπειρία.
Ο Heidegger τονίζει: «Ο τελευταίος Θεός έχει την μοναδική του μοναδικότητα, η οποία βρίσκεται έξω από αυτά που ονομάζονται ‘Μονοθεϊσμός’, ‘Πολυθεϊσμός’ ή ‘Αθεϊσμός’. Όταν ο ίδιος μιλά για μια πληθώρα θεών, για θεούς στον πληθυντικό, τότε η πληθώρα αυτή «δεν υπόκειται σε κάποιον αριθμό, αλλά στον εσωτερικό πλούτο θεμελίων και αβύσσων μέσα στη δομή των στιγμών της αναλαμπής και της απόκρυψης του νεύματος του τελευταίου Θεού» (σελ. 411).
Και τώρα ακολουθεί ξανά ένας αποφασιστικός καθορισμός του ποιος ή τι είναι ο «τελευταίος» Θεός. Αποκαλείται ο «τελευταίος», όχι επειδή είναι «το τέλος» της ακολουθίας των θεών, αλλά ως ο «τελευταίος» είναι μέσα στην «μοναδική μοναδικότητα» του «η άλλη απαρχή», και μάλιστα η άλλη απαρχή «απροσμέτρητων δυνατοτήτων της ιστορίας μας», της ιστορίας των ανθρώπων (σελ. 411). Οι «απροσμέτρητες δυνατότητες της ιστορίας μας» είναι αυτές που βρίσκονται πέρα από την εγκατάλειψη από το Είναι και πέρα από τις μηχανορραφίες της μοντέρνας τεχνικής. «Για χάριν της», για χάριν της άλλης απαρχής απροσμέτρητων δυνατοτήτων της ιστορίας των ανθρώπων, «η μέχρι τώρα ιστορία», η ιστορία της πρώτης αρχής «δεν πρέπει να τελειώσει», δηλαδή πάνω στο δρόμο της άκρας εγκατάλειψης από το Είναι και του αδειάσματος (με ξύσιμο από μέσα) του όντος δεν πρέπει να φτάσει στο τέλος, αλλά πρέπει να οδηγηθεί προς το τέλος της» (σελ. 411), για να μπορέσει να ‘μεταβεί’ στην άλλη απαρχή. Γι’ αυτό απαιτείται «η μεταμόρφωση των ουσιωδών θέσεων της στην μετάβαση». Οι «ουσιώδεις θέσεις» είναι αυτές της ιστορίας της πρώτης απαρχής, και οι οποίες μεταμορφώνονται όταν συλληφθούν στη σκέψη ως «προεξέχοντα βουνά, που δεν τα σκαρφάλωσε κανείς ή που είναι αδύνατο να τα σκαρφαλώσει», όταν χαρακτηριστούν ως τέτοια, και παρέχουν στο «έδαφος το ύψιστο σημείο του» και καταδεικνύουν το «αρχέγονο πέτρωμα» του, όπως συμβαίνει απόσπασμα 93 του έργου «Συμβολές στη Φιλοσοφία (περί Συμβάντος)», σελ. 187. Οι ουσιώδεις θέσεις της πρώτης απαρχής «μεταφέρθηκαν μέσα» στην μετάβαση προς την άλλη απαρχή μέσα στις διαλέξεις του Heidegger που αφορούσαν την ιστορία του Είναι (σελ. 411).
«Η προετοιμασία της εμφάνισης του τελευταίου Θεού» μέσω κατ’ αρχάς των επιστρεφόντων και κατόπιν των μελλοντικών «είναι το ακρότατο τόλμημα της αλήθειας του Είναι», το ακρότατο τόλμημα, το οποίο αναλαμβάνουν οι επιστρέφοντες και οι μελλοντικοί. Καθώς «δυνάμει της αλήθειας του Είναι μονάχα», «επιτυγχάνουν οι άνθρωποι την επαναφορά του όντος» (σελ. 411). Η «επαναφορά του όντος» (Wiederbringung des Seienden) είναι στην ιστορία του Είναι ο θεμελιώδης όρος του Heidegger γι’ αυτό που συμβαίνει κατά την ανάσυρση της συμβεβηκυίας αλήθειας του Είναι μέσα στο μέχρι τώρα εγκαταλελειμμένο από το Είναι ον. Είναι η μεταβολή του από το Είναι και από τον Θεό εγκαταλελειμμένου όντος σε εκείνο τον τρόπο αποκαλυψιμότητας του όντος, όπως προκύπτει από ανάσυρση της συμβεβηκυίας αλήθειας του Είναι.
Συνεχίζεται
Στη δεύτερη παράγραφο του αποσπάσματος 256 λέει: «Αυτό το νεύμα ως συμβάν», δηλαδή το γίγνεσθαι του νεύματος, «τοποθετεί το υπαρκτό στην ακρότατη εγκατάλειψη του Είναι», δηλαδή, αφήνει το υπαρκτό, εγκαταλελειμμένο από το Είναι να εμφανιστεί μέσα σε αυτή την εγκατάλειψη, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε το νεύμα να «διαπερνά με τις ακτίνες του» την αλήθεια του Είναι, ως η «εσώτατη λάμψη» της αλήθειας του Είναι (σελ. 410).
«Μέσα στην περιοχή κυριαρχίας του νεύματος συναντιούνται εκ νέου προς μια απλούστατη διαμάχη η γη και ο κόσμος» (σελ. 410): το θεϊκό νεύμα βάζει τη γη και τον κόσμο να συναντηθούν «προς μια απλούστατη διαμάχη», η γη μέσα στην «πεντακάθαρη περικλειστότητα» της, και ο κόσμος «στον ύψιστο βαθμό φωτισμού», και έτσι εξαλείφεται η εγκατάλειψη από το Είναι. Η διαμάχη γης και κόσμου αναδεικνύει «την πιο χαριτωμένη προσέγγιση και την πιο τρομακτική απομάκρυνση» ως χρόνο-χώρο. Αυτό το εν τω γίγνεσθαι γεγονός συμβαίνει «ιστορικά στα επίπεδα, στις περιοχές και στους βαθμούς ανάσυρσης της αλήθειας» του Είναι μέσα στο υπαρκτό. Μέσα σε αυτό το γίγνεσθαι εντός της ιστορίας του Είναι, το ον (das Seiende) γίνεται «πάλι περισσότερο ον» (wieder seiender) με το να αποφεύγει τον μέχρι τώρα «άμετρο, αλλά μετατοπισμένο σβήσιμο στο μη ον (Unseiende)». Το σβήσιμο του μέσα στο μη ον ήταν μέχρι τώρα «μετατοπισμένο», εφόσον το από το είναι εγκαταλελειμμένο ον βρισκόταν στην λάμψη του αληθούς όντος.
Μέσα σε αυτή την «ουσίωση» (Wesung) του εν τω γίγνεσθαι θεϊκού νεύματος «το Είναι φτάνει στην ωρίμανσή του» (σελ. 410), και η ωριμότητα αυτή του Είναι, είναι «η ετοιμότητα του να γίνει καρπός και δωρεά» (σελ. 410). Ο «καρπός» και η «δωρεά» δείχνεται στην εκ νέου ανασυρθείσα αλήθεια του Είναι σε όλες τις περιοχές του μέχρι εκείνη τη στιγμή από το Είναι εγκαταλελειμμένου, και μη ανασυρθέντος όντος. Μέσα στο γίγνεσθαι «του καρπού και της δωρεάς» ‘διάγει το τελευταίο’ ως ‘το ουσιαστικό τέλος’ της δια μηχανορραφίας καθορισμένης εγκατάλειψης από το Είναι, το «από την αρχή πηγάζον, αλλά όχι προς αυτήν (την αρχή) προσφερθέν τέλος» (σελ. 410). Μέσα σε αυτό το συμβαίνον γίγνεσθαι «αποκαλύπτεται ο εσώτατος πεπερασμένος χαρακτήρας του Είναι», ο πεπερασμένος χαρακτήρας του κάθε συμβεβηκότος της αλήθειας του Είναι-όχι όμως ο πεπερασμένος χαρακτήρας του συμβάντος ως τέτοιου. Ο εσώτατος πεπερασμένος χαρακτήρας του Είναι αποκαλύπτεται «στο νεύμα του τελευταίου Θεού» (σελ. 410), εφόσον το συμβαίνον νεύμα είναι χαρακτηριστικό κάθε συγκεκριμένου συμβάντος (jeweilig): το διαπαντός εντός της ιστορίας του Είναι συμβαίνον νεύμα.
Για την ωριμότητα αυτή λέγεται, πως μέσα στη «δύναμη προς καρπόν» και μέσα στο «μεγαλείο της δωρεάς» της βρίσκεται «η πιο κρυφή ουσία του Όχι, ως Όχι-ακόμη και Όχι-πια»: το Όχι-ακόμη και το Όχι-πια του «καρπού» και της «δωρεάς» (σελ. 410).
Ξεκινώντας από το Όχι ως το Όχι-ακόμη και το Όχι-πια μέσα στη δύναμη του καρπού και το μεγαλείο της δωρεάς «μπορεί να γίνει αντιληπτή η οικειότητα της κυμαινόμενης εισχώρησης του μηδενικού μέσα στο Είναι» (Innigkeit der Einwesung des Nichthaften im Seyn), που θα πει πως η ουσίωση του Όχι και του Τίποτα ανήκει στην πλήρη ουσία (Wesen) και στην πλήρη ουσίωση (Wesung) του Είναι (σελ. 410). Μέσα στην «ουσίωση του Είναι» ως ξαφνική εμφάνιση (Anfall) και παράλειψη (Ausbleib), «το ίδιο το Όχι έχει διάφορες μορφές της αλήθειας του», δηλαδή της μη απόκρυψης του. Αλλά και το «τίποτα» διάγει μέσα στην άρνηση του (in seinem Nichten) με διάφορες μορφές (σελ. 410). Στο σημείο αυτό η προσοχή είναι στραμμένη στη σχέση του Είναι και του Τίποτα, που για πρώτη φορά εκτέθηκε ως ουσιαστική ερώτηση στη εναρκτήρια διάλεξη του Heidegger στο Freiburg, υπό τον τίτλο «Τι είναι μεταφυσική;»
Η »περιοχή αποφάσεων του ερωτήματος περί του ουσιωδώς πεπερασμένου χαρακτήρα (εφήμερο) του Είναι» (σελ. 410) «καθίσταται βατή μόνο δυνάμει της προετοιμασίας μιας μακράς προαίσθησης του τελευταίου Θεού» (σελ. 410). Το θεϊκό με τη μορφή του ‘τελευταίου Θεού’ είναι η υπόδειξη ότι το Είναι, είναι εφήμερο, δηλαδή υπόδειξη στο εκάστοτε και συνεπώς πεπερασμένο γίγνεσθαι του νεύματος του τελευταίου Θεού. Για την εμφάνιση του τελευταίου Θεού μέσα στο νεύμα απαιτούνται οι μελλοντικοί (Zu-künftige: προς-ερχόμενοι, ο πέμπτος σύνδεσμος [Fügung]). Αυτοί όμως οι μελλοντικοί πρέπει να ‘προετοιμασθούν’ (σελ. 410). Πως όμως μπορούν και πρέπει να προετοιμασθούν; Μόνο και κατ’ αρχάς δια των ‘επιστρεφόντων’ (Rückwegige ή οπισθοδρομούντων), δηλαδή μέσω εκείνων «οι οποίοι βρίσκουν το δρόμο της επιστροφής από τη βιωμένη εγκατάλειψη του Είναι, και τον οποίο μετρούν και κατασκευάζουν» (σελ. 411). Ο δρόμος αυτός της επιστροφής δεν παρουσιάζεται από μόνος του, αλλά πρέπει ‘να βρεθεί’, και κατόπιν να ‘μετρηθεί’ και να ‘κατασκευασθεί’. Για να γίνει αυτό πρέπει οι επιστρέφοντες να αναλάβουν τη ‘θυσία’. Το γίγνεσθαι του νεύματος του τελευταίου Θεού και με τον τρόπο αυτό το γίγνεσθαι της αλήθειας του Είναι δεν συμβαίνει χωρίς το Da-sein, ούτε χωρίς τους μελλοντικούς και τους επιστρέφοντες, οι οποίοι πρώτοι ψάχνουν το δρόμο της επιστροφής από την βιωμένη εγκατάλειψη του Είναι, τον οποίο βρίσκουν και κατασκευάζουν. Χωρίς αυτούς τους επιστρέφοντες «δεν έρχεται ούτε καν μια χαραυγή της δυνατότητας του νεύματος του τελευταίου Θεού» (σελ. 411). Αυτοί οι επιστρέφοντες είναι οι «αληθινοί πρόδρομοι των μελλοντικών» (σελ. 411). (Ο συλλογισμός (αναφορά) του Heidegger στους επιστρέφοντες είναι σε κάθε περίπτωση μεγάλης σημασίας. Ο συλλογισμός αυτός απευθύνεται σε μας, εφόσον βιώνουμε το οντολογικό φαινόμενο (Seinsphänomen) της εγκατάλειψης του όντος (Seiendes) από το Είναι, και μέσα από την εμπειρία μας αυτή γίνουμε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο επιστρέφοντες, μετέχουμε δηλαδή στην υπέρβαση της εγκατάλειψης από το Είναι, την ερήμωση του όντος στην ολότητα του, εν μέσω της οποίας υπάρχοντες ζούμε. Τον ίδιο τον στοχαστή Martin Heidegger χτύπησε υπαρξιακά πολύ βαθιά η εμπειρία της απώλειας του Είναι από το ον. Από αυτή την υπαρξιακή εμπειρία της εγκατάλειψης του από το Είναι και το Θεό προήλθε ο στοχασμός βασιζόμενος στην ιστορία του Είναι, που φτάνει μέχρι «Το περί τεχνικής ερώτημα», που καταπιάνεται με την ουσία της μοντέρνας τεχνικής ως σκελετού-σκαλωσιάς (Ge-stell). Ο Heidegger όμως δεν είναι ο μόνος συγγραφέας που βίωσε τόσο βαθιά την εγκατάλειψη του όντος από το Είναι. Ο ποιητής Rainer Maria Rilke γράφει το 1925 στον φίλο του Witold von Hulewicz για τα άδεια, αδιάφορα πράγματα, τα φαινομενικά-πράγματα, απομιμήσεις ζωής, και βιώνει στην ποιητική του εμπειρία, αυτό που ο Heidegger ονομάζει εγκατάλειψη του όντος από το Είναι μέσα στην στοχαστική του εμπειρία.
Ο Heidegger τονίζει: «Ο τελευταίος Θεός έχει την μοναδική του μοναδικότητα, η οποία βρίσκεται έξω από αυτά που ονομάζονται ‘Μονοθεϊσμός’, ‘Πολυθεϊσμός’ ή ‘Αθεϊσμός’. Όταν ο ίδιος μιλά για μια πληθώρα θεών, για θεούς στον πληθυντικό, τότε η πληθώρα αυτή «δεν υπόκειται σε κάποιον αριθμό, αλλά στον εσωτερικό πλούτο θεμελίων και αβύσσων μέσα στη δομή των στιγμών της αναλαμπής και της απόκρυψης του νεύματος του τελευταίου Θεού» (σελ. 411).
Και τώρα ακολουθεί ξανά ένας αποφασιστικός καθορισμός του ποιος ή τι είναι ο «τελευταίος» Θεός. Αποκαλείται ο «τελευταίος», όχι επειδή είναι «το τέλος» της ακολουθίας των θεών, αλλά ως ο «τελευταίος» είναι μέσα στην «μοναδική μοναδικότητα» του «η άλλη απαρχή», και μάλιστα η άλλη απαρχή «απροσμέτρητων δυνατοτήτων της ιστορίας μας», της ιστορίας των ανθρώπων (σελ. 411). Οι «απροσμέτρητες δυνατότητες της ιστορίας μας» είναι αυτές που βρίσκονται πέρα από την εγκατάλειψη από το Είναι και πέρα από τις μηχανορραφίες της μοντέρνας τεχνικής. «Για χάριν της», για χάριν της άλλης απαρχής απροσμέτρητων δυνατοτήτων της ιστορίας των ανθρώπων, «η μέχρι τώρα ιστορία», η ιστορία της πρώτης αρχής «δεν πρέπει να τελειώσει», δηλαδή πάνω στο δρόμο της άκρας εγκατάλειψης από το Είναι και του αδειάσματος (με ξύσιμο από μέσα) του όντος δεν πρέπει να φτάσει στο τέλος, αλλά πρέπει να οδηγηθεί προς το τέλος της» (σελ. 411), για να μπορέσει να ‘μεταβεί’ στην άλλη απαρχή. Γι’ αυτό απαιτείται «η μεταμόρφωση των ουσιωδών θέσεων της στην μετάβαση». Οι «ουσιώδεις θέσεις» είναι αυτές της ιστορίας της πρώτης απαρχής, και οι οποίες μεταμορφώνονται όταν συλληφθούν στη σκέψη ως «προεξέχοντα βουνά, που δεν τα σκαρφάλωσε κανείς ή που είναι αδύνατο να τα σκαρφαλώσει», όταν χαρακτηριστούν ως τέτοια, και παρέχουν στο «έδαφος το ύψιστο σημείο του» και καταδεικνύουν το «αρχέγονο πέτρωμα» του, όπως συμβαίνει απόσπασμα 93 του έργου «Συμβολές στη Φιλοσοφία (περί Συμβάντος)», σελ. 187. Οι ουσιώδεις θέσεις της πρώτης απαρχής «μεταφέρθηκαν μέσα» στην μετάβαση προς την άλλη απαρχή μέσα στις διαλέξεις του Heidegger που αφορούσαν την ιστορία του Είναι (σελ. 411).
«Η προετοιμασία της εμφάνισης του τελευταίου Θεού» μέσω κατ’ αρχάς των επιστρεφόντων και κατόπιν των μελλοντικών «είναι το ακρότατο τόλμημα της αλήθειας του Είναι», το ακρότατο τόλμημα, το οποίο αναλαμβάνουν οι επιστρέφοντες και οι μελλοντικοί. Καθώς «δυνάμει της αλήθειας του Είναι μονάχα», «επιτυγχάνουν οι άνθρωποι την επαναφορά του όντος» (σελ. 411). Η «επαναφορά του όντος» (Wiederbringung des Seienden) είναι στην ιστορία του Είναι ο θεμελιώδης όρος του Heidegger γι’ αυτό που συμβαίνει κατά την ανάσυρση της συμβεβηκυίας αλήθειας του Είναι μέσα στο μέχρι τώρα εγκαταλελειμμένο από το Είναι ον. Είναι η μεταβολή του από το Είναι και από τον Θεό εγκαταλελειμμένου όντος σε εκείνο τον τρόπο αποκαλυψιμότητας του όντος, όπως προκύπτει από ανάσυρση της συμβεβηκυίας αλήθειας του Είναι.
Συνεχίζεται
ΔΕΝ ΑΠΕΧΕΙ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΙΣΜΟ. ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ΜΕ ΦΑΝΕΡΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου