Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (155)

Συνέχεια από Δευτέρα, 27 Μαΐου 2024


PAUL FRIEDLȀNDER

ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

26. ΣΟΦΙΣΤΗΣ (9η συνέχεια)


Οντολογική έρευνα.

Ξεκινά τελικά η έρευνα για την «κοινότητα των ουσιών, των γενών και των μορφών» (ο Πλάτων χρησιμοποιεί όπως φαίνεται χωρίς να τις διακρίνη αναμεταξύ τους τις λέξεις «γένη» και «είδη»). Εκλέγονται λοιπόν πέντε απ’ τα «μεγαλύτερα και σημαντικότερα» με τον κατηγορηματικό σκοπό να διασαφηνιστή αυτό που υπάρχει κι αυτό που δεν υπάρχει (το Όν και το Μη-Όν, το Είναι και το Μη-Είναι), «όσο μάς το επιτρέπει το είδος τής παρούσας μελέτης μας». Ο περιορισμός μάλιστα αυτός αποτελεί μια καινούργια αναφορά σ’ έναν μελλοντικό διάλογο περί φιλοσόφου. Μπορούμε ωστόσο να αναλογιστούμε το μέσον τής «Πολιτείας», ίσως και τον «Τίμαιο», για να δούμε και εντελώς άλλους τρόπους με τους οποίους μπορεί να διευκρινιστή το Είναι και το Μη-Είναι.

Το «ίδιο το Είναι» (το Είναι), η «κίνηση» και η «ακινησία» που θεωρήθηκαν από προηγούμενες οντολογίες, διαφέρουν (απολύτως…) αναμεταξύ τους, και δεν αναμιγνύονται. Το Είναι «αναμιγνύεται» ωστόσο και με τις δυό. Κάθε μια απ’ τις τρεις αυτές ουσίες ταυτίζεται όμως με τον εαυτό της και διακρίνεται απ’ τις υπόλοιπες δύο. Για να προκύψουν έτσι, ως τέταρτο και πέμπτο είδος, το «ταυτόν» και «το θάτερον» (το έτερον, το διαφορετικό), διακρινόμενα τόσο απ’ την κίνηση και την ακινησία όσο κι απ’ το (ίδιο το…) Είναι. Η κίνηση «υπάρχει», «μετέχοντας» στο Είναι. Η κίνηση είναι (επίσης…) διαφορετική απ’ το «ταυτόν», αλλά και απ’ το «θάτερον», με τα οποία και συνδέεται μέσω «μεθέξεως» ή «κοινωνίας» (256 Β. 257 Α). Η κίνηση είναι κάτι άλλο απ’ το «Όν», στο οποίο ωστόσο μετέχει, όντας και μη όντας άρα ταυτόχρονα. Για να αποδειχθή έτσι «το θάτερον» ως αυτό που επενεργεί, ώστε να υπάρχη σε κάθε ουσία Είναι, αλλά πολύ περισσότερο Μη-Είναι. Ακόμα και το Είναι είναι μάλιστα Είναι μέσω τού ότι κάθε τι άλλο «δεν είναι και δεν υπάρχει». Για να απωλέση έτσι το Μη-Είναι τη θέση του «απέναντι» στο Είναι και να καταστή ένα «έτερον ή θάτερον».

(Απ)άρνηση («απόφασις») δεν σημαίνει λοιπόν – όπως το μη-όμορφο, μη-υπάρχον – κάτι το αντιπαρατιθέμενο, αλλά «κάτι απ’ την περιοχή τού Άλλου», τόσο στον λόγο και την ομιλία, όσο και στην περιοχή τών πραγμάτων, στα οποία και αναφέρεται κατά τη φύση του ο λόγος (257 BC). Η έννοια του Μη-Είναι απεκδύθηκε έτσι κατά κάποιον τρόπο απ’ τον τρόμο που προκαλεί, διατηρώντας ως «θάτερον» τη θέση της εντός τού «υπάρχοντος» (258 BC). Ένας «λόγος» σχεδόν αμέσως κατόπιν (258 Ε) επισημαίνει βέβαια, πως το ερώτημα για το Μη-Είναι διαθέτει και μιαν άλλην όψη: αν υπάρχη δηλ. (καν…) κάτι που να αντιπαρατίθεται εντελώς στο Είναι, κι αν μπορή (καν…) να υπάρξη ένας λόγος ή όχι περί αυτού. Το ερώτημα αυτό είχε τεθή στην αρχή ήδη τής μεγάλης οντολογικής αναζήτησης (238 C), είχε ωστόσο παραμερισθή επί μακρόν μπροστά στο ερώτημα για το μη-υπάρχον ως το μη-αυτό (το συγκεκριμένο…)-υπάρχον. Τώρα (όμως…) στο τέλος, και καθώς το μη- υπάρχον αποδείχθηκε εντελώς παράδοξα πως είναι κι αυτό κάτι που υπάρχει, κάτι που ανήκει μάλιστα, ως μια μορφή, ανάμεσα στα πολλά όντα, του Είναι, σε ένα Είδος, παρέχει και ο Θεαίτητος την πιο ισχυρή του συγκατάθεση: «(Ναι, είναι κάτι…) το εντελώς αληθινό». Ίσως πρέπει κι εμείς εδώ να θυμηθούμε, ότι στο τέλος ακριβώς τού «Παρμενίδη» απαντά κι ο νεαρός Αριστοτέλης με τον ίδιον υπερθετικό βαθμό, εκεί μάλιστα όπου θα ήταν ακριβώς δικαιολογημένη μια ένσταση. Κι αν απομένη εκεί μια διαφορετική απάντηση στον αναγνώστη, ρίχνει κι εδώ άλλη μια φορά ο επισκέπτης απ’ την Ελέα μια ματιά σε κείνη την αρχή τής οντολογικής αναζήτησης, όπου «αποχαιρετίσαμε» όλα τα ερωτήματα για το αυτόχρημα (εντελώς…) Μη-Είναι (258 Ε 8). Μήπως όμως δεν σημαίνει αυτό ότι τα «αποχαιρετίσαμε» για πάντα; Και μήπως δεν σημαίνει ότι θα μπορούσε π.χ. να αναλάβη εκ νέου αυτά τα ερωτήματα ο (ίδιος ο…) Σωκράτης;

Δεν πρέπει ωστόσο να παραβλεφθή και μια άλλη ακόμα αναφορά. Μας «εντυπώνεται» δηλ. σ’ αυτόν ακριβώς τον φαινομενικά τόσο αφηρημένο συλλογισμό για το Κάτι και το Μη-Υπάρχον και το εξής: ότι δεν πρόκειται απλώς και μόνο για έννοιες αλλά πολύ περισσότερο για «πράγματα» (257 C 1-3), το οποίο σημαίνει βέβαια: για πραγματικότητες της ζωής. Και είναι εδώ ακριβώς, όπου η φύση τού «θατέρου» ή «ετέρου» ή «άλλου» μοιάζει «να έχη τεμαχιστή σε ελαχιστότατα μέρη», που αναδύονται ηθικοί, ίσως και μεταφυσικοί θεμελιώδεις νόμοι: το Ωραίο και το Μη-Ωραίο, το Μέγα και Υψηλό και το Μη-Μέγα, το Δίκαιο και το Άδικο. Το οποίο Δίκαιο και Άδικο είναι μάλιστα ο θεμελιακός εκείνος νόμος που διατρέχει τόσο την ζωή τού Σωκράτη όσο και (ολόκληρο…) το πλατωνικό έργο, αναδυόμενος άλλη μια φορά στο τέλος-τέλος τού «Σοφιστή».

Η «ενέργεια» εκείνη με την οποίαν είχε θέσει ο Παρμενίδης το ερώτημα για το Είναι, δεν εμφανίζεται τώρα μειωμένη, αλλά μάλλον ενισχυμένη, καθώς ο Ελεάτης μιλά, διορθώνοντας κατηγορηματικά τον δάσκαλό του, για τη «μορφή τού Μη-Είναι» («τό είδος ό τυγχάνει όν τού μή όντος»), εκεί ακριβώς όπου ο δάσκαλος είχε μιλήσει για «τα μη υπάρχοντα πράγματα» («τά μή όντα») (258 D). Η δε αμετακίνητη και αφοριστική αντιπαράθεση έχει εδώ μετατραπή στην πλούσια και πολυποίκιλη δομή τού «μαζί», του «από κοινού» και του «συνυπάρχειν». Το έργο έτσι, το οποίο και παριστάνεται εδώ ζωντανά με τη μορφή τού ακροωμένου Σωκράτη, θα ήταν να υποδειχθή, μαζί μ’ αυτήν την καινούργια γνώση, ο δρόμος και η οδός προς εκείνους τούς «αστραφτερούς τόπους», προς εκείνο το «θεϊκό» στοιχείο, «του οποίου τη θέα δεν μπορεί να αντέξη στους περισσότερους ανθρώπους το μάτι τής ψυχής» (254 ΑΒ). Αυτόν τον δρόμο υποδεικνύει τώρα, χωρίς να τον διεξέρχεται, ο Πλάτων. Γιατί θα είχε γράψει αλλιώς τον διάλογο «Φιλόσοφος», θα «έπρεπε να είχε καταθέσει άρα σε γραπτή μορφή αυτό που είναι το σοβαρώτερο απ’ όλα, ένα αδύνατο εγχείρημα για κάθε έναν που είναι ο ίδιος σοβαρός» (7η Επιστολή, 344 C). Αντί γι’ αυτό, τίθεται (εδώ…) ο Ελεάτης κάθετα αντίθετος, διαθέτοντας την καινούργια γνώση περί «μεθέξεως» και «κοινωνίας» τών ειδών, απέναντι στους Εριστικούς, που είτε δηλώνουν «το ίδιο» για (ως…) «το άλλο» και αντίστροφα, χωρίς να αναρωτιούνται καν για το πού αποσκοπεί αυτή η ταύτιση, είτε δεν επιτρέπουν απ’ την άλλη κανέναν συνδυασμό, καταργώντας έτσι και κάθε δυνατότητα λόγου.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: