Συνέχεια από: Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022
Το μέτρο στην κριτική του Καντ
Του Gerhard Krüger
ΙΙΙ. Η εφαρμογή του μέτρου( περί οντολογίας)
Δεν είμαστε συνηθισμένοι να παρατηρούμε την κριτική τού Καντ υπό το φως τής δικής της διδασκαλίας περί μεθόδου. Συμπληρώνουμε επομένως την παρουσίαση της διδασκαλίας περί μεθόδου με μια υπόδειξη περί της εφαρμογής τού ηθικού μέτρου κατά την διεξαγωγή της κριτικής.
Ο πυρήνας της «υπερβατικής διδασκαλίας περί στοιχείων» που βρίσκεται στην «Κριτική του καθαρού λόγου», είναι σύμφωνα με τον Καντ (r.V.A XVI), «η υπερβατική παραγωγή των καθαρών εννοιών της νόησης», η απάντηση δηλαδή στο ερώτημα: με ποιο δικαίωμα αποδίδουμε στο περιεχόμενο τών εννοιών αυτών-και εν γένει των αντιλήψεων μας περί των πραγμάτων-«αντικειμενική ισχύ». Για να είμαστε σε θέση, κατά την διάρκεια τής διεξαγωγής τής έρευνάς μας, να δούμε τον κανόνα της, την κριτική τής ασκούσας λογικής, πρέπει να διασαφηνίσουμε που βρίσκεται η αφορμή για το περί «δικαιώματος ερώτημα», και με ποιο τρόπο απαντάται.
Η αφορμή για να τεθεί αυτό το «δικανικό ερώτημα» βρίσκεται στην υποψία περί «αντιποίησης» (r.V.A84). Ο Καντ το διασαφηνίζει αυτό έχοντας ως παράδειγμα τήν «κατάχρηση εννοιών όπως τύχη, μοίρα» (στο ίδιο σημείο). Η εξουσιοδότηση για την χρήση αυτών των εννοιών δεν έχει «σαφές νομικό θεμέλιο», ενώ μια πληθώρα άλλων, εμπειρικών εννοιών δεν δίνει αφορμή προς δικανικά ερωτήματα, «αφού σε κάθε στιγμή έχουμε πρόχειρη την εμπειρία, ώστε να αποδείξουμε την αντικειμενική τους πραγματικότητα» (στο ίδιο σημείο). Ο εμπειρικός χαρακτήρας των εννοιών αυτών επιτρέπει πάντως την αμφιβολία για την εξουσιοδότηση της χρήσης τους σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Εν γένει όμως, ο εμπειρικός τους χαρακτήρας εγγυάται την ισχύ τους, καθώς το περιεχόμενο είναι δεδομένο, και μόνο η γενική μορφή διαμορφώνεται από την διάνοια. Οι καθαρές διανοητικές έννοιες είναι εκτεθειμένες στην «υποψία» (στο ίδιο, Α88), γιατί και το περιεχόμενο τους είναι προϊόν αυθόρμητης σκέψης. Έχουν ανάγκη την αναγωγή, καθώς είναι «αυτονόητες πρώτες αρχές που βρίσκονται a priori ως προς την γνώση μας» (Β167), απλώς «υποκειμενικές συνθήκες της σκέψης» (Α89). Οι κατηγορίες φυσικά δεν είναι «αυθαίρετα επινοημένες». Δεν είναι ούτε τεχνικές, «καθορισμένες» έννοιες, όπως συμβαίνει με τις προγραμματισμένες μας εργασίες (όπως πχ η έννοια ενός ρολογιού που θέλουμε να κατασκευάσουμε), ούτε όμως είναι «κατασκευάσιμες» και επομένως «οριζόμενες» έννοιες, όπως οι μαθηματικές, τα αντικείμενα των οποίων είναι «εξ αρχής δεδομένα» δια του ορισμού (A729f). Οι έννοιες για τις οποίες μιλάμε είναι «δεδομένες a priori», δηλαδή «από την φύση της διάνοιας», και για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να «ορισθούν», αλλά απλώς να «εκτεθούν» (στο ίδιο σημείο, όπως και στο B145f, και Log.§4). Η καθαρή λογική προσανατολίζεται προς την φύση της. Προκαλεί λοιπόν την υποψία περί αντιποίησης, καθώς η διαπίστωση της δεν προσλαμβάνεται a priori από τα αντικείμενα, αλλά «είναι απλώς ένα προϊόν της διάθεσης μας η οποία απομονώνεται» (Refl., Erdmann, II Nr.925). Και έτσι η κριτική αποκτά το πρόβλημα της, καθώς η οντολογία, με τις δυνατότητες τής οποίας ασχολείται η κριτική, έχει ως περιεχόμενο μια αυθόρμητη επινόηση του είναι, μια «νομοθεσία». Το γεγονός ότι η νόηση «δίνει» στα πράγματα υπερβατικούς «νόμους»: το δεδομένο αυτό είναι η αφορμή για την κριτική, όχι το αποτέλεσμα της κριτικής. Το αποτέλεσμα είναι: στην «αυτονομία» τής νόησης βάσει της γνώσης των δυνατοτήτων της, αναγνωρίζεται το δικαίωμα, όσον αφορά στα πράγματα της εμπειρίας, δηλαδή στην φύση. Όσον αφορά στα υπεραισθητά αντικείμενα δεν της αναγνωρίζεται το δικαίωμα. Το αποτέλεσμα συνίσταται στον περιορισμό και την συγκεκριμενοποίηση της απαίτησης που ασκεί ο καθαρός λόγος. Χωρίς την ιδέα ενός αυτό-επινοημένου είναι, το «δικανικό ερώτημα» δεν θα είχε κανένα αντικείμενο.
Δια της αιτιολόγησης αυτής τού ερωτήματος, ο δρόμος προς την απάντησή του είναι προδιαγεγραμμένος. Η αλήθεια εν γένει, ακόμα και η «υπερβατική» αλήθεια, συνίσταται στην «συμφωνία τής διαπίστωσης προς το αντικείμενό της» (r.V.A 58). «Αντικείμενο» των κατηγοριών είναι τα αντικείμενα, εφόσον περί αυτών μπορούν να δηλωθούν υπερβατικά κατηγορήματα, δηλαδή τα αντικείμενα καθ’ εαυτά. Αν για παράδειγμα είμαι σε θέση να κρίνω, κατά πόσον και γιατί έχω το δικαίωμα να χαρακτηρίσω ως αιτιώδη την ακολουθία: φως του ήλιου και θερμότητα, πρέπει πρώτα να γνωρίζω ποιες υπερβατικές προτάσεις επιτρέπουν τα αντικείμενα αυτά. Πρέπει να στραφώ προς τα προς γνώσιν αντικείμενα, θεωρώντας τα αντικείμενα. Να στραφώ δηλαδή προς το είναι τους. Και μάλιστα πρέπει να κρίνω το αυτό-επινοημένο είναι, το οποίο εκφράζω, βάσει τού είναι που ανήκει στα αντικείμενα. Πρέπει να ρωτήσω: «είναι» το φως του ήλιου και η θερμότητα «καθ’ εαυτά» τέτοια, ώστε να μπορώ να εφαρμόσω σε αυτά την δική μας αυθόρμητη έννοια της αιτιότητας; Το πρόβλημα της υπερβατικής αναγωγής απαιτεί την εξέταση του αυθόρμητα επινοημένου είναι βάσει του καθ’ εαυτώ είναι. Η πραγματική ανακάλυψη του Καντ δεν έγκειται στην ανακάλυψη της αυτονομίας του είναι, αλλά «στην δια της κριτικής αναγκαστική διάκριση των πραγμάτων ως αντικειμένων της εμπειρίας από τα πράγματα ως πράγματα καθ’ εαυτά» (B XXVII). Στο ότι δηλαδή η κριτική «μας μαθαίνει να προσλαμβάνουμε το αντικείμενο με δυο σημασίες, δηλαδή ως φαινόμενο και ως πράγμα καθ’ εαυτώ» (στο ίδιο σημείο). Η επικριθείσα «αντιποίηση» της «υπερβατικής» χρήσης τών κατηγοριών, συνίσταται στο ότι το αυτό-επινοημένο είναι αναφέρεται «στα πράγματα καθ’ εαυτά»: όσον αφορά στα μη αισθητά αντικείμενα-ψυχή, κόσμος, Θεός-δεν μπορούμε να είμαστε νομοθέτες, καθώς τα πράγματα αυτά, θέλουν να τα προσλαμβάνουμε μόνο με μια «σημασία». Το δικαίωμα χρήσης των κατηγοριών υφίσταται μόνο όταν χρησιμοποιούμε τις κατηγορίες «εμπειρικά», όταν δηλαδή αναφέρονται «απλώς σε φαινόμενα, δηλαδή σε αντικείμενα μιας πιθανής εμπειρίας» (στο ίδιο σημείο). Το δικαίωμα για την χρήση των καθαρών εννοιών της λογικής προκύπτει από την διπλή φύση τού είναι των εμπειρικών αντικειμένων. Η ψυχή, ο κόσμος και ο Θεός δεν μας εμφανίζονται, δηλαδή δέν επιδρούν στα ανθρώπινα αισθητήρια. Δεν είναι «για μας», καθώς δεν αλληλεπιδρούν με εμάς, με τρόπο που να επιδρούν πάνω μας και να θέτουν σε ενέργεια την ικανότητα μας για αισθητηριακή πρόσληψη. Ο Θεός ιδιαιτέρως, δεν αλληλεπιδρά καθόλου με τα πράγματα του κόσμου [Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΝΟΟΣ]Συνεχίζεται
ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΑΝΕΡΟ ΟΤΙ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΥΤΕ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΟΥΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΑΓΑΘΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ; ΟΠΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΟΤΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ Ή ΦΥΣΗ ΟΠΩΣ ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΝΩΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΝΑ ΠΡΟΣΛΑΒΕΙ ΔΗΛ. ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ, ΟΥΤΕ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΗ, ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ. ΓΙΝΕΤΑΙ ΙΣΩΣ ΦΑΝΕΡΟ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ ΟΤΙ ΟΙ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΜΑΣ ΠΑΡΑΣΥΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ ΝΕΟΚΑΝΤΙΑΝΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΕΞ ΟΡΙΣΜΟΥ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΕΠΙΝΟΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ, ΤΟΝ ΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΩΣΗ, ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΘΕΑΡΧΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΙΩΝ, ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ, ΠΡΟΣΘΕΤΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΠΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΕΤΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΕΚΧΥΘΕΙ ΕΙΣ ΠΑΣΑΝ ΣΑΡΚΑΝ ΑΥΤΟΝΟΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ, ΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΤΟ ΚΑΘ' ΟΜΟΙΩΣΙΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.
1 σχόλιο:
https://www.paideiasvima.com/ypervatologiko-ideodes-stin-kantiani-ithiki/
Δημοσίευση σχολίου