Συνέχεια από : Παρασκευή 5 Απριλιου 2024
Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της ΙστορίαςΚεφάλαιο 3: Το θεμέλιο της Ιστορίας ως φαινομενολογία δ
Η «Εισαγωγή»
Ο Hegel, σε αντίθεση με τον Schelling, δεν επιδιώκει να καταδείξει πως το απόλυτο είναι, αλλά κατά πρώτον και κύριον, πως το απόλυτο είναι μαζί μας.
Παράγραφος 5. Ο Hegel δεν ξεκινά με την απόλυτη, αλλά με την φυσική συνείδηση. Η φυσική συνείδηση είναι από τη μια η συνείδηση της φύσεως ή του φαινομενικού, και από την άλλη είναι η συνείδηση όπως εμφανίζεται φυσικά, δηλαδή η ψυχή. Ως συνείδηση της φύσεως είναι καθορισμένη από και συνεπώς υποταγμένη στην αντικειμενική δομή του φυσικού ή φαινομενικού κόσμου, και επομένως δεν είναι ελεύθερη. Ο σκοπός της, η αλήθεια για περί του φαινομενικού, είναι κάτι άλλο από τον εαυτό της, και κινείται από την επιθυμία της να επιτύχει αυτό τον σκοπό. Ως μια περιγραφή της συνειδήσεως ως συνειδήσεως του φυσικού ή φαινομενικού, η φαινομενολογία είναι μια απόλυτη επιστημολογία ή επιστημολογία του απολύτου σε όλες τις πολυποίκιλες φαινομενικές του μορφές. Ως περιγραφή όμως της ψυχής, η φαινομενολογία είναι θεμελιωδώς ψυχολογία, η περιγραφή ή η λογική της έκπτυξης των φυσικών ικανοτήτων ή δυνατοτήτων της ψυχής μέσα στην ιστορία και ως ιστορία. Από αυτή την προοπτική, η «Φαινομενολογία» εμφανίζεται να είναι η περιγραφή των διάφορων ιστορικών μορφών μέσα στις οποίες εμφανίστηκε ο άνθρωπος.
Η φαινομενολογία φαίνεται λοιπόν να είναι μια συλλογή διάφορων μορφών της ανθρώπινης συνείδησης ή γνώσης, ένα είδος διανοητικής ιστορίας της ανθρωπότητας. Με αυτή την έννοια θυμίζει την περιγραφή της ανάπτυξης του ανθρώπου στη «Δεύτερη Πραγματεία», ως μεταμόρφωση του ανθρώπινου όντος, από την φυσική ψυχή που βρίσκεται σε αρμονία με τον φυσικό κόσμο στην αυτό-συνειδησία που είναι αποξενωμένη από τη φύση, τους άλλους ανθρώπους, και εν τέλει από τον εαυτό της. Η ιστορία είναι από αυτή την άποψη ένας εκφυλισμός και οδηγεί τον άνθρωπο στην απελπισία. Από την οπτική γωνία της φύσεως, είναι απλώς η διαδικασία απώλειας και αποξένωσης. Η φαινομενολογία κατανοημένη υπό την ίδια προοπτική δείχνει επίσης να είναι μόνο μια αρνητική επιστήμη, δηλαδή η αποκάλυψη της ανεπάρκειας κάθε γνώσης, της ατέλειας κάθε μορφής ζωής, κάθε ηθικής, και πολιτικής, κάθε τέχνης, θρησκείας και φιλοσοφίας.
Η εντύπωση αυτή προκαλείται, σύμφωνα με τον Hegel, μόνο και μόνο επειδή δεν συλλάβαμε ακόμα το τέλος της φαινομενολογίας, δηλαδή της επιστήμης. Από την προοπτική της ολοκληρωμένης γνώσης γίνεται σαφές πως όλα τα σφάλματα και παρεξηγήσεις της ανθρώπινης ιστορίας δικαιολογούνται ως συστατικές και απαραίτητες στιγμές της διαλεκτικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας προς την τελειότητα. Ενώ ο Hegel μπορεί να υιοθετεί με τον τρόπο αυτό τις προϋποθέσεις και τη μεθοδολογία της «Δεύτερης Πραγματείας», δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα της. Κατά την άποψη του, η συνείδηση έχει περάσει ήδη μέσα από όλες τις μορφές της στην αναζήτηση αυτής της τελικής αλήθειας, και αυτό που μένει είναι η ανάμνηση και ανά-παράσταση τους μέσα στην αλήθεια τους, ως «Επιστήμη της Εμπειρίας της Συνειδήσεως», ή, καθώς η ψυχή είναι ούσιαστικά πνεύμα, και η ψυχολογία του Hegel είναι ουσιαστικά κοινωνιολογία, (αναπαράσταση όλων των μορφών) ως «Επιστήμη της Φαινομενολογίας του Πνεύματος». [ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ]
Παράγραφος 6. Ο σκοπός αυτός όμως δεν είναι προφανής στην ιστορική ή φυσική συνείδηση που βιώνει αυτή την εμπειρία. Ιστορικά ο άνθρωπος κατανοεί τον εαυτό του πάντοτε βάσει αυτού που γνωρίζει και του πως γνωρίζει, αλλά δεν καταλαβαίνει πως η γνώση αυτή είναι θεμελιώδης στο είναι του ως συνείδηση, ούτε (καταλαβαίνει) πως δια της γνώσεως αυτής το είναι του συνδέεται με την ολοκληρωμένη, και επομένως τελειοποιημένη γνώση του απολύτου. Του φαίνεται λοιπόν πως η εξέλιξη αυτή είναι «ο δρόμος της αμφιβολίας ή ακριβέστερα ο δρόμος της απελπισίας». Η φυσική συνείδηση δεν γνωρίζει απόλυτα. Εφόσον όμως γνωρίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπεριέχει ως ιδεώδες την έννοια της απόλυτης γνώσεως. Το χάσμα μεταξύ πραγματικού και ιδεώδους παραμένει ως προς το μεγαλύτερο μέρος κρυφό, και η φυσική συνείδηση παραμένει ικανοποιημένη με την βεβαιότητα. Είναι βέβαιη ως προς αυτό που γνωρίζει και είναι. Η φιλοσοφία όμως, η οποία απαιτεί την αλήθεια και όχι απλή βεβαιότητα, αντιμετωπίζει αναγκαίως το χάσμα αυτό, και αναγνωρίζει πως η λεγόμενη γνώση είναι απλώς προκατάληψη και γνώμη. Η αναγνώριση (διαπίστωση) αυτή του χάσματος μεταξύ γνώσης και επιστήμης, είναι σύμφωνα με τον Hegel η αμφιβολία (Zweifel). Zweifel σημαίνει αρχικά «διπλή έννοια». Η συνείδηση αμφιβάλλει σύμφωνα με τον Hegel, επειδή είναι μέσα στον εαυτό της και πέραν του εαυτού της, βυθισμένη από τη μια στην γνώση του εαυτού της, και από την άλλη, ήδη σέ μια στιγμή της επιστήμης. Η αμφιβολία αναδύεται επειδή η συνείδηση έχει πάντα αντίληψη αυτού που δεν έχει επιτύχει ακόμα, καθώς η συνείδηση είναι θεμελιωδώς διχασμένη (entzweit). Η αμφιβολία ή ο σκεπτικισμός, δεν είναι η απλή καρτεσιανή υποψία ή καχυποψία για τις παραδοσιακές αυθεντίες, η οποία (καχυποψία) αποδέχεται την κρίση της κοινής λογικής, αλλά είναι συνειδητή διείσδυση στην ανεπάρκεια κάθε εμφανιζόμενης γνώσης, η απελπισία (Verzweiflung) της ψυχής που γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει. Η Φαινομενολογία είναι λοιπόν ο δρόμος της αμφιβολίας και απελπισίας, η ιστορία της φιλοσοφίας που βρίσκει το δρόμο της στην απορία και την αντινομία.
Ο Hegel ενδιαφέρεται πρωταρχικώς να διακρίνει μεταξύ αληθινού σκεπτικισμού και καρτεσιανού θετικισμού. Έχει ήδη αναφερθεί στις διαφορές μεταξύ αρχαίου και μοντέρνου σκεπτικισμού στο «Κριτικό Περιοδικό της Φιλοσοφίας», και απέρριψε τον τελευταίο ως μη φιλοσοφικό. Ο αρχαίος σκεπτικισμός, όπως το επισημαίνει στην «Αυτό-συνειδησία», δημιουργεί την απελπισία της δυστυχισμένης συνείδησης, μια ακαταμάχητη αίσθηση λύπης και απώλειας. Αυτή η έλλειψη χαράς δεν είναι απλή ψυχολογική διαταραχή. Η αμφιβολία και η απελπισία την οποία υποφέρει ο σκεπτικισμός αναδύεται ως συνέπεια της συγκεκριμένης ανθρώπινης εμπειρίας, ως αποτέλεσμα της απώλειας κάθε πράγματος με αξία. Η αμφιβολία και η απελπισία είναι με τη έννοια αυτή η κινητήριος δύναμη της φυσικής συνείδησης, που την ωθεί στην επιστήμη. Είναι η φυσική απόκριση στην απώλεια της ενότητας της ζωής, που δημιουργεί την ανάγκη για φιλοσοφία και οδηγεί προς μια νέα συμφιλίωση.
Η Φαινομενολογία είναι λοιπόν η επίπονη παιδεία (Bildung) της φυσικής συνείδησης προς την επιστήμη. Για τη φυσική συνείδηση όμως, και αυτό το τέλος φαίνεται να είναι το μόνο ιδανικό, ένα επέκεινα που δεν μπορεί να επιτευχθεί ποτέ. Αναγνωρίζει την άμεση πρόοδο όταν υπερβαίνει μια μορφή αποξένωσης ή απελπισίας, αλλά δεν καταλαβαίνει την ανάπτυξη αυτή ως ένα όλο, δηλαδή ως την πορεία της ψυχής προς την ολοκλήρωση της αυτογνωσίας. Αυτό όμως συμβαίνει, επειδή ακριβώς η συνείδηση δεν συλλαμβάνει αυτή την αλήθεια, πως «η ακολουθία των μορφών από τις οποίες περνά η συνείδηση είναι η ιστορία της παιδείας της συνειδήσεως προς την επιστήμη». Αν η αλήθεια αυτή ήταν παρούσα ήδη στην αρχή, δε θα υπήρχε η αποξένωση της συνειδήσεως και συνεπώς καμιά ανάγκη υπέρβασης της αποξένωσης. Ο πόνος τον οποίο προκαλεί αυτή η αποξένωση και τον οποίο υπερβαίνει η συνείδηση, είναι λοιπόν η άμεση πηγή της ιστορικής κινήσεως ωθεί την συνείδηση προς τη συμφιλίωση. Η Via Dolorosa της αμφιβολίας και της απελπισίας είναι με τον τρόπο αυτό η παιδεία της ανθρωπότητας ως διαδικασία συμφιλίωσης του πνεύματος και της φύσεως, του νοούμενου και του φαινομενικού, μέσα στην, αλλά και ως παρουσία του απολύτου.
Με την έννοια αυτή η Φαινομενολογία είναι ένα όχημα, όχι για την απλή εκπαίδευση αυτών που είναι ήδη προδιατεθειμένοι προς μια θεωρητική επιστήμη, αλλά γι’ αυτούς που διαμένουν στην τύφλα της μερικής ή προφανούς γνώσεως. Είναι μια περιγραφή της πορείας της ψυχής, όπως περιγράφεται στην αλληγορία της σπηλιάς στην Πολιτεία του Πλάτωνος, που βγαίνουν από την απλή γνώμη στο ηλιόφως της αληθούς γνώσεως. Ο δρόμος αυτός, για να είμαστε σίγουροι, δεν είναι η καθαρή θέα των αιώνιων μορφών, δηλαδή η επιστήμη καθ’ εαυτή, αλλά η σταδιακή αναγνώριση δια της φυσικής συνειδήσεως των περιορισμών του συγκεκριμένου εαυτού της (της συνειδήσεως), των προκαταλήψεων της και η επακόλουθη διαπίστωση της ουσιαστικής της ενότητας μέσα στο, και δια του πνεύματος ως στιγμής της κοινότητας και του απολύτου .
Αυτός ο δρόμος είναι για τον Hegel ο δρόμος της απορίας και της διαλεκτικής, το μονοπάτι πάνω στο οποίο η φυσική συνείδηση βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις που είναι εγγενείς στις προκαταλήψεις και τις γνώμες της, και πιέζεται να εγκαταλείψει ότι θεωρεί αγαπητό, τις συνήθεις της, την κοινότητα της, τους θεούς της. Όσο επίπονος και αν είναι, ο δρόμος αυτός δικαιολογείται, ως δρόμος προς την αλήθεια. Με αυτήν την έννοια, ο σκοπός της φαινομενολογίας είναι τόσο περιγραφικός, όσο και παιδαγωγικός, μια αντιστοιχία με το δρόμο προς τη σοφία, τον οποίο η συνείδηση έχει ακολουθήσει και μπορεί να ακολουθήσει, τον οποίο το άτομο πρέπει να ακολουθήσει για να ελευθερώσει τον εαυτό του από τις φυσικές προκαταλήψεις και να ανυψώσει τη σκέψη του από τους ατίθασους συλλογισμούς της ατομικότητας, προς την αληθινή λογικότητα της καθολικής κίνησης του πνεύματος. Φαινομενολογία είναι ή ανάμνηση και η ανά-παράσταση αυτού του δρόμου.[Η ΠΛΗΡΗΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ, ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΜΑΣ ΣΑΡΚΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΣΑΝ ΦΩΝΗ ΜΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΕΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΜΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ]
Η αληθινή γνώση για τον Hegel, όπως και για τον Πλάτωνα, αναδύεται μέσα στην, και δια της αναμνήσεως αυτού που είναι πάντοτε, και συνεπώς ήδη παρόν. Η ανάμνηση αυτή όμως εξαρτάται από την εμπειρία που προκαλεί την μνήμη αυτού που είναι ήδη έμμεσα γνωστό. Και έτσι, ενώ η επιστήμη είναι αιώνια-«η παρουσίαση του Θεού, όπως είναι στην αιώνια ουσία του, πριν τη δημιουργία της φύσεως και του πεπερασμένου πνεύματος»-μπορεί να γίνει γνωστή μόνο μέσα στην ανάμνηση και όπως έρχεται στην ανάμνηση. Η επιστήμη λοιπόν προϋποθέτει την ιστορία, τόσο ως διαλεκτικό ταξίδι της ψυχής, όσο και ως συλλογή των συγκεκριμένων μορφών της ανθρώπινης συνείδησης δια των οποίων περνά. Η επιστήμη δεν είναι ιστορία, αλλά η ιστορία είναι απαραίτητη προϋπόθεση της επιστήμης, και η αλήθεια καθ’ εαυτή μπορεί να είναι, εφόσον η ιστορία δεν είναι, δηλαδή, εφόσον η ιστορία έχει έλθει στην κατάληξη της. Αν η συνείδηση δεν έχει περάσει από όλες τις δυνατές μορφές της, δεν μπορεί να τις θυμηθεί στην ολότητα τους, και επομένως δεν μπορεί να γνωρίζει απόλυτα.
Συνεχίζεται
Η φαινομενολογία φαίνεται λοιπόν να είναι μια συλλογή διάφορων μορφών της ανθρώπινης συνείδησης ή γνώσης, ένα είδος διανοητικής ιστορίας της ανθρωπότητας. Με αυτή την έννοια θυμίζει την περιγραφή της ανάπτυξης του ανθρώπου στη «Δεύτερη Πραγματεία», ως μεταμόρφωση του ανθρώπινου όντος, από την φυσική ψυχή που βρίσκεται σε αρμονία με τον φυσικό κόσμο στην αυτό-συνειδησία που είναι αποξενωμένη από τη φύση, τους άλλους ανθρώπους, και εν τέλει από τον εαυτό της. Η ιστορία είναι από αυτή την άποψη ένας εκφυλισμός και οδηγεί τον άνθρωπο στην απελπισία. Από την οπτική γωνία της φύσεως, είναι απλώς η διαδικασία απώλειας και αποξένωσης. Η φαινομενολογία κατανοημένη υπό την ίδια προοπτική δείχνει επίσης να είναι μόνο μια αρνητική επιστήμη, δηλαδή η αποκάλυψη της ανεπάρκειας κάθε γνώσης, της ατέλειας κάθε μορφής ζωής, κάθε ηθικής, και πολιτικής, κάθε τέχνης, θρησκείας και φιλοσοφίας.
Η εντύπωση αυτή προκαλείται, σύμφωνα με τον Hegel, μόνο και μόνο επειδή δεν συλλάβαμε ακόμα το τέλος της φαινομενολογίας, δηλαδή της επιστήμης. Από την προοπτική της ολοκληρωμένης γνώσης γίνεται σαφές πως όλα τα σφάλματα και παρεξηγήσεις της ανθρώπινης ιστορίας δικαιολογούνται ως συστατικές και απαραίτητες στιγμές της διαλεκτικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας προς την τελειότητα. Ενώ ο Hegel μπορεί να υιοθετεί με τον τρόπο αυτό τις προϋποθέσεις και τη μεθοδολογία της «Δεύτερης Πραγματείας», δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα της. Κατά την άποψη του, η συνείδηση έχει περάσει ήδη μέσα από όλες τις μορφές της στην αναζήτηση αυτής της τελικής αλήθειας, και αυτό που μένει είναι η ανάμνηση και ανά-παράσταση τους μέσα στην αλήθεια τους, ως «Επιστήμη της Εμπειρίας της Συνειδήσεως», ή, καθώς η ψυχή είναι ούσιαστικά πνεύμα, και η ψυχολογία του Hegel είναι ουσιαστικά κοινωνιολογία, (αναπαράσταση όλων των μορφών) ως «Επιστήμη της Φαινομενολογίας του Πνεύματος». [ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ]
Παράγραφος 6. Ο σκοπός αυτός όμως δεν είναι προφανής στην ιστορική ή φυσική συνείδηση που βιώνει αυτή την εμπειρία. Ιστορικά ο άνθρωπος κατανοεί τον εαυτό του πάντοτε βάσει αυτού που γνωρίζει και του πως γνωρίζει, αλλά δεν καταλαβαίνει πως η γνώση αυτή είναι θεμελιώδης στο είναι του ως συνείδηση, ούτε (καταλαβαίνει) πως δια της γνώσεως αυτής το είναι του συνδέεται με την ολοκληρωμένη, και επομένως τελειοποιημένη γνώση του απολύτου. Του φαίνεται λοιπόν πως η εξέλιξη αυτή είναι «ο δρόμος της αμφιβολίας ή ακριβέστερα ο δρόμος της απελπισίας». Η φυσική συνείδηση δεν γνωρίζει απόλυτα. Εφόσον όμως γνωρίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπεριέχει ως ιδεώδες την έννοια της απόλυτης γνώσεως. Το χάσμα μεταξύ πραγματικού και ιδεώδους παραμένει ως προς το μεγαλύτερο μέρος κρυφό, και η φυσική συνείδηση παραμένει ικανοποιημένη με την βεβαιότητα. Είναι βέβαιη ως προς αυτό που γνωρίζει και είναι. Η φιλοσοφία όμως, η οποία απαιτεί την αλήθεια και όχι απλή βεβαιότητα, αντιμετωπίζει αναγκαίως το χάσμα αυτό, και αναγνωρίζει πως η λεγόμενη γνώση είναι απλώς προκατάληψη και γνώμη. Η αναγνώριση (διαπίστωση) αυτή του χάσματος μεταξύ γνώσης και επιστήμης, είναι σύμφωνα με τον Hegel η αμφιβολία (Zweifel). Zweifel σημαίνει αρχικά «διπλή έννοια». Η συνείδηση αμφιβάλλει σύμφωνα με τον Hegel, επειδή είναι μέσα στον εαυτό της και πέραν του εαυτού της, βυθισμένη από τη μια στην γνώση του εαυτού της, και από την άλλη, ήδη σέ μια στιγμή της επιστήμης. Η αμφιβολία αναδύεται επειδή η συνείδηση έχει πάντα αντίληψη αυτού που δεν έχει επιτύχει ακόμα, καθώς η συνείδηση είναι θεμελιωδώς διχασμένη (entzweit). Η αμφιβολία ή ο σκεπτικισμός, δεν είναι η απλή καρτεσιανή υποψία ή καχυποψία για τις παραδοσιακές αυθεντίες, η οποία (καχυποψία) αποδέχεται την κρίση της κοινής λογικής, αλλά είναι συνειδητή διείσδυση στην ανεπάρκεια κάθε εμφανιζόμενης γνώσης, η απελπισία (Verzweiflung) της ψυχής που γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει. Η Φαινομενολογία είναι λοιπόν ο δρόμος της αμφιβολίας και απελπισίας, η ιστορία της φιλοσοφίας που βρίσκει το δρόμο της στην απορία και την αντινομία.
Ο Hegel ενδιαφέρεται πρωταρχικώς να διακρίνει μεταξύ αληθινού σκεπτικισμού και καρτεσιανού θετικισμού. Έχει ήδη αναφερθεί στις διαφορές μεταξύ αρχαίου και μοντέρνου σκεπτικισμού στο «Κριτικό Περιοδικό της Φιλοσοφίας», και απέρριψε τον τελευταίο ως μη φιλοσοφικό. Ο αρχαίος σκεπτικισμός, όπως το επισημαίνει στην «Αυτό-συνειδησία», δημιουργεί την απελπισία της δυστυχισμένης συνείδησης, μια ακαταμάχητη αίσθηση λύπης και απώλειας. Αυτή η έλλειψη χαράς δεν είναι απλή ψυχολογική διαταραχή. Η αμφιβολία και η απελπισία την οποία υποφέρει ο σκεπτικισμός αναδύεται ως συνέπεια της συγκεκριμένης ανθρώπινης εμπειρίας, ως αποτέλεσμα της απώλειας κάθε πράγματος με αξία. Η αμφιβολία και η απελπισία είναι με τη έννοια αυτή η κινητήριος δύναμη της φυσικής συνείδησης, που την ωθεί στην επιστήμη. Είναι η φυσική απόκριση στην απώλεια της ενότητας της ζωής, που δημιουργεί την ανάγκη για φιλοσοφία και οδηγεί προς μια νέα συμφιλίωση.
Η Φαινομενολογία είναι λοιπόν η επίπονη παιδεία (Bildung) της φυσικής συνείδησης προς την επιστήμη. Για τη φυσική συνείδηση όμως, και αυτό το τέλος φαίνεται να είναι το μόνο ιδανικό, ένα επέκεινα που δεν μπορεί να επιτευχθεί ποτέ. Αναγνωρίζει την άμεση πρόοδο όταν υπερβαίνει μια μορφή αποξένωσης ή απελπισίας, αλλά δεν καταλαβαίνει την ανάπτυξη αυτή ως ένα όλο, δηλαδή ως την πορεία της ψυχής προς την ολοκλήρωση της αυτογνωσίας. Αυτό όμως συμβαίνει, επειδή ακριβώς η συνείδηση δεν συλλαμβάνει αυτή την αλήθεια, πως «η ακολουθία των μορφών από τις οποίες περνά η συνείδηση είναι η ιστορία της παιδείας της συνειδήσεως προς την επιστήμη». Αν η αλήθεια αυτή ήταν παρούσα ήδη στην αρχή, δε θα υπήρχε η αποξένωση της συνειδήσεως και συνεπώς καμιά ανάγκη υπέρβασης της αποξένωσης. Ο πόνος τον οποίο προκαλεί αυτή η αποξένωση και τον οποίο υπερβαίνει η συνείδηση, είναι λοιπόν η άμεση πηγή της ιστορικής κινήσεως ωθεί την συνείδηση προς τη συμφιλίωση. Η Via Dolorosa της αμφιβολίας και της απελπισίας είναι με τον τρόπο αυτό η παιδεία της ανθρωπότητας ως διαδικασία συμφιλίωσης του πνεύματος και της φύσεως, του νοούμενου και του φαινομενικού, μέσα στην, αλλά και ως παρουσία του απολύτου.
Με την έννοια αυτή η Φαινομενολογία είναι ένα όχημα, όχι για την απλή εκπαίδευση αυτών που είναι ήδη προδιατεθειμένοι προς μια θεωρητική επιστήμη, αλλά γι’ αυτούς που διαμένουν στην τύφλα της μερικής ή προφανούς γνώσεως. Είναι μια περιγραφή της πορείας της ψυχής, όπως περιγράφεται στην αλληγορία της σπηλιάς στην Πολιτεία του Πλάτωνος, που βγαίνουν από την απλή γνώμη στο ηλιόφως της αληθούς γνώσεως. Ο δρόμος αυτός, για να είμαστε σίγουροι, δεν είναι η καθαρή θέα των αιώνιων μορφών, δηλαδή η επιστήμη καθ’ εαυτή, αλλά η σταδιακή αναγνώριση δια της φυσικής συνειδήσεως των περιορισμών του συγκεκριμένου εαυτού της (της συνειδήσεως), των προκαταλήψεων της και η επακόλουθη διαπίστωση της ουσιαστικής της ενότητας μέσα στο, και δια του πνεύματος ως στιγμής της κοινότητας και του απολύτου .
Αυτός ο δρόμος είναι για τον Hegel ο δρόμος της απορίας και της διαλεκτικής, το μονοπάτι πάνω στο οποίο η φυσική συνείδηση βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις που είναι εγγενείς στις προκαταλήψεις και τις γνώμες της, και πιέζεται να εγκαταλείψει ότι θεωρεί αγαπητό, τις συνήθεις της, την κοινότητα της, τους θεούς της. Όσο επίπονος και αν είναι, ο δρόμος αυτός δικαιολογείται, ως δρόμος προς την αλήθεια. Με αυτήν την έννοια, ο σκοπός της φαινομενολογίας είναι τόσο περιγραφικός, όσο και παιδαγωγικός, μια αντιστοιχία με το δρόμο προς τη σοφία, τον οποίο η συνείδηση έχει ακολουθήσει και μπορεί να ακολουθήσει, τον οποίο το άτομο πρέπει να ακολουθήσει για να ελευθερώσει τον εαυτό του από τις φυσικές προκαταλήψεις και να ανυψώσει τη σκέψη του από τους ατίθασους συλλογισμούς της ατομικότητας, προς την αληθινή λογικότητα της καθολικής κίνησης του πνεύματος. Φαινομενολογία είναι ή ανάμνηση και η ανά-παράσταση αυτού του δρόμου.[Η ΠΛΗΡΗΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ, ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΜΑΣ ΣΑΡΚΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΣΑΝ ΦΩΝΗ ΜΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΕΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΜΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ]
Η αληθινή γνώση για τον Hegel, όπως και για τον Πλάτωνα, αναδύεται μέσα στην, και δια της αναμνήσεως αυτού που είναι πάντοτε, και συνεπώς ήδη παρόν. Η ανάμνηση αυτή όμως εξαρτάται από την εμπειρία που προκαλεί την μνήμη αυτού που είναι ήδη έμμεσα γνωστό. Και έτσι, ενώ η επιστήμη είναι αιώνια-«η παρουσίαση του Θεού, όπως είναι στην αιώνια ουσία του, πριν τη δημιουργία της φύσεως και του πεπερασμένου πνεύματος»-μπορεί να γίνει γνωστή μόνο μέσα στην ανάμνηση και όπως έρχεται στην ανάμνηση. Η επιστήμη λοιπόν προϋποθέτει την ιστορία, τόσο ως διαλεκτικό ταξίδι της ψυχής, όσο και ως συλλογή των συγκεκριμένων μορφών της ανθρώπινης συνείδησης δια των οποίων περνά. Η επιστήμη δεν είναι ιστορία, αλλά η ιστορία είναι απαραίτητη προϋπόθεση της επιστήμης, και η αλήθεια καθ’ εαυτή μπορεί να είναι, εφόσον η ιστορία δεν είναι, δηλαδή, εφόσον η ιστορία έχει έλθει στην κατάληξη της. Αν η συνείδηση δεν έχει περάσει από όλες τις δυνατές μορφές της, δεν μπορεί να τις θυμηθεί στην ολότητα τους, και επομένως δεν μπορεί να γνωρίζει απόλυτα.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου