Συνέχεια από: Σάββατο 22 Μαΐου 2021
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
2,2
ΛΟΓΟΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ
ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
1. Στο να κατηγορεί τόσο υπερβολικά ο φιλόσοφος αυτός αυτούς που δεν εκτιμούν και πολύ την ωφέλεια από την έξω παιδεία έναντι της προσφερόμενης από το Ευαγγέλιο σ' αυτούς που ζουν σύμφωνα με αυτό και της ελπιζόμενης σύμφωνα με τις αψευδείς επαγγελίες, ώστε να δίνει τις εναντίον τους κατηγορίες με μακρά συγγράμματα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι υποκινήθηκε από τον έρωτα της παιδείας και την υπερβολική διάθεση προς τη γνώση (τό εἰδέναι). Γιατί μόνον εκείνοι εκτιμούν τις εντολές του Χριστού και προτρέπουν όλους προς αυτές μόνον, σαν να πραγματοποιούν μόνες αυτές την προς τον Θεό αφομοίωση και να τελειοποιούν και να καθιστούν θεουργό την ανθρώπινη ψυχή, τους λόγους όμως και τη φιλοσοφία των λόγων δεν την τοποθετούν πολύ ψηλότερα από τα γήινα, και, σύμφωνα με τον Παύλο, την ονομάζουν σαρκική και σοφία του κόσμου αυτού, ενώ τους Έλληνες προστάτες αυτής, επειδή χρησιμοποίησαν εναντίον του Θεού το διδασκαλείο της κτίσεως που δόθηκε από τον Θεό, τους αναδεικνύουν αποτρόπαιους και άσοφους σοφούς. Φαίνεται λοιπόν ότι ο φιλόσοφος ενοχλήθηκε εξ αιτίας των παιδικών, καθόσον δεν αξιώθηκαν και αυτοί της μέγιστης τιμής, και μάλιστα εκείνης της οποίας επρόκειτο να είναι και αυτός κοινωνός και για την οποία έγινε επώνυμος της φιλοσοφίας, πράγμα το οποίο είναι το μόνο φανερό έπαθλο που το αποκτούσαν με την ισόβια σπουδή. Ποιος τρόπος όμως διεγείρει εναντίον της λογικής, ή καλύτερα της πνευματικής μας λατρείας, δηλαδή της προσευχής και εκείνων που τιμούν αυτήν πάνω από όλα και είναι αφοσιωμένοι σ' αυτήν ισόβια με ησυχία και με την πείρα δίνουν χέρι βοήθειας στους αρχάριους στην αγγελική και υπερκόσμια λειτουργία; Ποιος αντιλέγει προς εκείνους που προτίμησαν να σιωπούν; Ποιος φθονεί εκείνους που δεν επιθυμούν καθόλου να τιμώνται; Ποιος καυχιέται ότι νίκησε αυτούς που κάθονται μακριά από το στάδιο; Και στην πραγματεία βέβαια εκείνη, στους αγώνες που έγιναν από αυτόν υπέρ της φιλοσοφίας, ήταν φανερό ότι καταφερόταν εναντίον των μοναχών ο μοναχός και φιλόσοφος (ο Βαρλαάμ), αλλά ενώ ακόμα ζούσαν, σ' αυτήν εδώ όμως την πραγματεία, παρεμβάλλοντας μεταξύ των λόγων με σαφήνεια τα λόγια των πατέρων που μετοίκισαν στους ουρανούς προς ανατροπή αυτών, δεν ενεργεί μικρόν αγώνα, και δεν γνωρίζω τι έπαθε και το κάνει αυτό.
2. Περισσότερο όμως απ' όλα κατευθύνει τη δύναμη του λόγου ασυγκράτητα εναντίον όσων έχουν γραφεί από τον όσιο και ομολογητή Νικηφόρο περί προσευχής, τον Νικηφόρο ο οποίος ομολόγησε την καλή ομολογία και εξ αιτίας αυτής καταδικάσθηκε σε εξορία από τον πρώτο βασιλέα του οίκου των Παλαιολόγων, ο οποίος ασπάσθηκε το λατινικό φρόνημα, τον Νικηφόρο, ο οποίος ήταν ιταλός κατά το γένος, αλλά, αφού καταδίκασε την κακοδοξία των ομογενών του, προσχώρησε στην δική μας ορθόδοξη Εκκλησία, και μαζί με τα πατροπαράδοτα αρνείται και τα πατρικά και θεωρεί αγαπητότερη τη δική μας από την δική του γη εξ αιτίας «του λόγου της αλήθειας που διδάσκεται ορθά» από εμάς. Και όταν έφθασε σ' αυτήν, εκλέγει τον ακριβέστερο τρόπο ζωής, δηλαδή τον μοναχικό, και τόπο προς κατοικία τον επώνυμο της αγιωσύνης (ο τόπος αυτός είναι ο Άθως, η εστία της αρετής), εκδηλωνοντας την προθυμία να διαμένει στο μεθόριο μεταξύ του κόσμου και των υπερκόσμιων. Εδώ κατά πρώτον απέδειξε ότι γνώριζε καλώς να άρχεται, δείχνοντας υποταγή στους διακεκριμένους Πατέρες· και αφού έδωσε σε εκείνους επί μακρόν χρόνο την πείρα της ταπεινώσεώς του, λαμβάνει από εκείνους ως αντάλλαγμα την πείρα της τέχνης των τεχνών, δηλαδή της ησυχίας, και γίνεται αρχηγός των αγωνιζομένων στον κατά διάνοια κόσμο προς τα πνεύματα της πονηρίας, για τους οποίους συνέταξε και συλλογή πατερικών διδασκαλιών, που προγυμνάζει για τους αγώνες, που καθορίζει τους τρόπους των αγώνων, που δείχνει από πριν τα έπαθλα και περιγράφει τα στεφάνια για τη νίκη· έπειτα, μαζί με αυτά, επειδή έβλεπε πολλούς από τους αρχάριους να μη μπορούν να συγκρατήσουν ούτε μέτρια την αστάθεια του νού, πρότεινε και τρόπο, με τον οποίο θα ήταν δυνατόν να περιοριστεί μέτρια το πολυπόρευτο και φαντασιώδες του νου.
3. Εναντίον αυτού λοιπόν του Νικηφόρου εξαπέλυσε, σαν φωτιά κατά κάποιο τρόπο, ο φιλόσοφος αυτός (ο Βαρλαάμ) την φαντασιόπληκτη πολύνοιά του, χρησιμοποιώντας το εμπόδιο σαν καυστική ύλη, χωρίς να σέβεται τη μακάρια εκείνη ομολογία και την εξ αιτίας αυτής εξορία, χωρίς να σέβεται εκείνους που τον συναναστρέφονταν κατά την εξορία και έχουν εκπαιδευθεί από εκείνον τα θεία, οι οποίοι αποδείχθηκαν άλας της γης, και φως του κόσμου και λαμπρότατοι από τους φωστήρες στην Εκκλησία, «έχοντας μέσα τους τον Λόγο της ζωής» (εννοώ εκείνον τον Θεόληπτο, ο οποίος άστραψε στη Φιλαδέλφεια σαν φως πάνω στη λυχνία, τον Σελιώτη τον καθηγητή των μοναχών, τον Ηλία που ζει σχεδόν ισόδια στην ερημία όπως ο Ηλίας, και τους άλλους με τη βοήθεια των οποίων ο Θεός στόλισε και συγκρότησε την Εκκλησία του). Ούτε εξ αιτίας αυτών, και εκείνων που εκπαιδεύθηκαν από αυτούς και τηρούν την ίδια μέχρι τώρα ακόμη αγωγή, πείσθηκε να σταματήσει τις εναντίον του ανδρός μη αγαθές υποψίες, δηλαδή τους προσβλητικούς λόγους, ή τουλάχιστο να μη ατιμάζει με εκτενή συγγράμματα αυτόν τον οποίο οπωσδήποτε δεν θα μπορούσε να εγκωμιάσει επάξια. Αντίθετα το γεγονός ότι το σύγγραμμα συντάχθηκε από εκείνον με τρόπο απλοϊκό και απονήρευτο, αυτό τον κίνησε στην αντιλογία και από αυτό μπόρεσε να βρει τις λαβές. Και λοιπόν, για να πούμε τώρα εκείνο το θεολογικό, «για εμάς σοφός δεν είναι ο σοφός με τους λόγους, ούτε εκείνος που έχει εύστροφη γλώσσα, αλλά ψυχή απαίδευτη, σαν τους τάφους εκείνους, οι οποίοι, ενώ από έξω είναι όλο ευπρέπεια, μέσα είναι γεμάτοι από τη σαπίλα των νεκρών και καλύπτουν πολλή δυσωδία, αλλ᾽ αυτός που επιβεβαιώνει το αξιόπιστο των λόγων με τη ζωή του και το ακαλλόπιστο των λόγων το εξωραίζει με τα έργα». Αλλ᾽ όμως ο σοφός αυτός δεν μπόρεσε ούτε στα απλοϊκά εκείνα λόγια να επιτεθεί, χωρίς να τα διαστρέψει προηγουμένως, όπως θα αποδείξουμε με σαφήνεια σε λίγο.
4. Τώρα όμως, επειδή αυτός αρχίζοντας και τελειώνοντας διδάσκει ο ίδιος για νοερή προσευχή, θα εξετάσουμε και εμείς προκαταρκτικά τη διδασκαλία αυτού με συντομία· και αυτή είναι τέτοια, ώστε με τη χρηστολογία να εξαπατά πολλούς από τους άπειρους, κανένα όμως από εκείνους που δοκίμασαν την αληθινή προσευχή, έστω και μετρίως. Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν τη διδασκαλία αυτού τόσο, όσο χρειάζεται για να δείξουμε την ασυμφωνία αυτής προς τους Πατέρες. Γιατί αρχίζει βέβαια από τα παραδεδεγμένα από τους Πατέρες, τελειώνει όμως στην εντελώς αντίθετη από εκείνους οδό. Αρχίζοντας δηλαδή λέγει ότι εκείνος που δείχνει επιμέλεια για την προσευχή πρέπει να παρέχει ηρεμία στις αισθήσεις, και με αυτό, αφού εξηπάτησε τον ακροατή, ότι δήθεν λέγει πράγματα σύμφωνα με τους Πατέρες, έπειτα από αυτό συμπεραίνει ότι πρέπει να νεκρώσουμε τελείως το παθητικό της ψυχής, ώστε να μη ενεργεί σύμφωνα με τις δυνάμεις του ούτε σύμφωνα με οποιαδήποτε κοινή ενέργεια ψυχής και σώματος· «γιατί», λέγει, «κάθε μια από αυτές γίνεται εμπόδιο στην προσευχή, και μάλιστα εφόσον κατά κάποιο τρόπο μετέχει βίας και προκαλεί ηδονή και πόνο, και κυρίως στην παχύτατη και αλογότατη αφή των αισθήσεων». Επομένως θα μπορούσε να πει κανείς προς αυτόν που διδάσκει αυτά, ότι εκείνος που καταγίνεται με τη νοερή προσευχή δεν πρέπει ούτε να νηστεύει, ούτε να αγρυπνεί, ούτε να κάνει γονυκλισίες, ούτε να κοιμάται καταγής, ούτε να στέκεται όρθιος επίμονα, ούτε να κάμνει ο,τιδήποτε τέτοιο· γιατί όλα αυτά αναγκάζουν την αφή να ενεργεί με πόνο και, όπως θα έλεγες εσύ, προξενεί ενόχληση στην προσευχόμενη ψυχή, ενώ πρέπει να εξασφαλίζει για τον εαυτό της από παντού το ανενόχλητο. «Γιατί θα ήταν τερατώδες», λέγει πάλι, «εάν την όραση και την ακοή, τις αϋλότερες από τις αισθήσεις και απαθέστερες και λογικότερες, τις περιφρονούμε κατά τις προσευχές, ενώ την παχύτερη και την περισσότερο από όλες αλογότερη αφή την αποδεχόμαστε και θεωρούμε ότι οι ενέργειές της βοηθούν στις προσευχές». Και αυτό, επειδή δεν αντιλήφθηκε, αν και φιλόσοφος, τη διαφορά που υπάρχει στις αισθήσεις, πόσο διαφορετικά δηλαδή χρησιμοποιούν αυτές πάντοτε τη σωματοειδή δύναμη μέσα τους, και δεν κινούνται όλες μόνο με τα κίνητρα που δέχονται αυτές από έξω. Σε εμάς όμως, θέλοντας να εξηγήσουμε τα όσα συμβαίνουν στις ένυλες αισθήσεις από την άυλη προσευχή, χρειάζεται και η τελειότατη διάθεση κατ' αυτήν και η προσπάθεια να αποβλέπουν προς ένα πράγμα, προς αυτό μόνον· αλλά «εκείνος που δίνει προσευχή στους προσευχομένους», ας δώσει και σ' αυτούς που μιλούν γι' αυτά τα θέματα λόγο σύμμετρο με την παρούσα πρόθεση.
5. Όσες λοιπόν αισθήσεις κινούνται από τις εξωτερικές ενέργειες, αυτές κατ' ανάγκη ηρεμούν όταν στρεφόμαστε προς τα εσωτερικά. Ποια ανάγκη όμως υπάρχει να ηρεμούν όσες εναρμονίζονται με τις διαθέσεις της ψυχής, και μάλιστα τις αγαθές; Ποιο νόημα θα είχε να αφήσει αυτές μόνος του αυτός που στρέφεται στον εαυτό του; Για ποιο λόγο πρέπει να ζητούμε να τις αφήνει, αφού δεν προβάλλουν καμμιά αντίσταση, αλλά και συμβάλλουν πάρα πολύ στην ψυχική διάθεση; Γιατί αυτό το συζυγικό σώμα έχει συζευχθεί με μας, η καλύτερα έχει υποζευχθεί, για να καταστεί ως συνεργό· επομένως, όταν αφηνιάζει, πρέπει να το συγκρατούμε, όταν όμως βαδίζει όπως πρέπει, θα του το επιτρέπουμε. Η ακοή βέβαια και η όραση είναι πιο καθαρές και πιο λογικές από την αφή, αλλά δεν μπορεί καθόλου ν' αντιληφθεί κανείς τίποτε από αυτά, ούτε θα νιώσει πόνο από αυτό, αν δεν προσπέσει από έξω το ορατό και ακουστό, τα οποία είναι δυσκολοάκουστα και δυσκολοθέατα. Το σώμα όμως υποφέρει πολύ κατά την αφή, όταν ασκούμε νηστεία και δεν προσφέρουμε σ' αυτό τροφή από έξω. Γι' αυτό αυτοί που συγκεντρώνουν τον εαυτό τους προς τα εσωτερικά από τα εξωτερικά πράγματα, τις αισθήσεις που δεν ενεργούν, εφ' όσον δεν είναι παρόντα τα εξωτερικά, τις καταπαύουν από την ενέργεια ως προς αυτά, εφ' όσον μένουν μέσα· τις αισθήσεις όμως που ενεργούν και όταν απουσιάζουν τα εξωτερικά, πως θα τις κάνουν να αργούν, και μάλιστα όταν αυτές συμβάλλουν και προς τον επιδιωκόμενο σκοπό; Ότι όμως αυτή η οδυνηρή αίσθηση κατά την αφή ωφελεί πάρα πολύ αυτούς που προσεύχονται νοερά, το γνωρίζουν όλοι όσοι επιδόθηκαν έστω και μέτρια στον σχετικό μ' αυτήν αγώνα, και δεν χρειάζονται λόγους αυτοί, εφόσον το γνώρισαν με την πείρα, οι οποίοι μάλιστα δεν παραδέχονται αυτούς που επιδιώκουν όλα αυτά με το λόγο μόνο, λέγοντας ότι αυτή είναι η γνώση που δημιουργεί έπαρση.
6. Αλλ' όμως αν εκείνοι που προσεύχονται αληθινά νοερά πρέπει να είναι αδιάφοροι και να έχουν αποτινάξει τη σχέση προς τα πραγματα που μεσολαβούν, γιατί έτσι θα μπορούσαν να επιτύχουν καθαρή και χωρίς ενοχλήσεις προσευχή, αυτοί που δεν έφθασαν ακόμη στον βαθμό αυτόν, επείγονται όμως προς αυτό, πρέπει να υπερπηδούν την ηδυπάθεια, και να έχουν απαλλαχθεί τελείως από την εμπάθεια (γιατί πρέπει να νεκρώσουν το αμαρτητικό του σώματος, δηλαδή να έχουν απαλλαχθεί από την εμπάθεια, και να έχουν ισχυρότερο τον λογισμό από τα πονηρά παθημάτα που κινούνται μέσα στον κόσμο της διάνοιας, δηλαδή να ξεπερνούν την ηδυπάθεια)· αν αυτά έχουν έτσι, όπως βέβαια και έχουν, και εφόσον επικρατεί η εμπάθεια, δεν θα μπορούσαμε να γευθούμε νοερή προσευχή ούτε με την άκρη των χειλιών μας, όπως λέγει ο λόγος, οπωσδήποτε χρειαζόμαστε τον πόνο κατά την αφή που προξενείται με τη νηστεία και αγρυπνία και τα παρόμοια, όταν καταγινόμαστε με την προσευχή. Γιατί μόνο με αυτήν το αμαρτητικό του σώματος νεκρώνεται και οι λογισμοί που κινούν τα κτηνώδη πάθη καθίστανται μετριώτεροι και ασθενέστεροι· και όχι μόνον αυτό, αλλά αυτό φέρει αρχικά την ιερή κατάνυξη, με την οποία απαλείφει και τους ανίερους μολυσμούς που έχουν δημιουργηθεί προηγουμένως και καθιστά τον Θεό σπλαχνικό περισσότερο από κάθε άλλο και ευήκοο προς την παράκληση. Γιατί, σύμφωνα με τον Δαβίδ, «καρδιά συντριμμένη δεν την περιφρονεί (οὐκ ἐξουδενώσει) ο Θεός», και σύμφωνα με τον θεολόγο Γρηγόριο, «με τίποτε άλλο δεν θεραπεύεται (αναπαύεται) ο Θεός τόσο, όσο με την κακοπάθεια». Γι' αυτό και ο Κύριος δίδαξε στα ευαγγέλια, ότι έχει σπουδαία αποτελέσματα η προσευχή που συνδυάζεται με τη νηστεία.
7. Αναλγησία λοιπόν είναι αυτό που καταργεί την προσευχή, την οποία οι Πατέρες ονομάζουν πώρωση, αλλ᾽ όχι ο πόνος της αφής, όπως φιλοσόφησε πρώτος αυτός (ο Βαρλαάμ) με άπρακτα λόγια εναντίον αυτών που τον γνωρίζουν με έργα. Γι' αυτό μερικοί από τους Πατέρες χαρακτήριζαν τη νηστεία κατά κάποιο τρόπο ουσία της προσευχής· γιατί λέγουν· «πρώτη ύλη της προσευχής είναι η πείνα». Άλλοι πάλι ονόμασαν αυτήν ποιοτητα αυτής, γιατί γνωρίζουν ότι η χωρίς κατάνυξη προσευχή δεν έχει ποιότητα (αξία). Τι εννοεί όμως εκείνος που λέγει, «δίψα και αγρυπνία θλίβουν την καρδιά, και όταν θλίβεται η καρδιά, εκπηδούν δάκρυα», και επίσης, «η προσευχή είναι μητέρα και θυγατέρα των δακρύων»; Είδες πως ο πόνος αυτός κατά την αφή, όχι μόνον δεν γίνεται εμπόδιο στην προσευχή, αλλά και την υποβοηθεί εξαιρετικά; Και τι είναι αυτά τα δάκρυα, των οποίων η προσευχή είναι θυγατέρα και μητέρα; Δεν είναι από τη φύση τους οδυνηρά και πικρά και δηκτικά σ' αυτούς που μόλις γεύθηκαν το μακάριο πένθος, ενώ σ' αυτούς που απόλαυσαν αυτό μεταβάλλονται σε γλυκά και ανώδυνα; Βλέπεις λοιπόν πως δεν καταστρέφουν την προσευχή, ή καλύτερα πως και τη γεννούν και γεννώνται από αυτήν τα ενεργούμενα σωματικά, τα οποία και γλυκαίνουν κατ' αίσθηση και προκαλούν πόνο; Και πως τα χαρίζει ο Θεός, σύμφωνα προς εκείνον (τον Μάρκο τον ερημίτη) που λέγει, «αν απέκτησες δάκρυ στην προσευχή σου, ο Θεός άγγισε τους οφθαλμούς της καρδιάς σου και ανέβλεψες νοερώς»;
(Συνεχίζεται)
ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΕΥΚΟΛΑ ΠΛΕΟΝ, ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ, ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΦΟΥ ΥΙΟΘΕΤΗΣΑΝ ΤΗΝ ΝΕΑ "ΠΕΤΡΙΚΗ" ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΑΡΧΗ, ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΕΓΩ ΤΟΥ ΦΙΧΤΕ, ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΑΝΕΥΑΓΓΕΛΙΣΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΝΕΑ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗΣΟΥΝ ΕΥΘΕΙΑΣ ΤΑΣ ΟΔΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΛΑΘΕΨΟΥΜΕ ΠΛΕΟΝ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ, ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ, ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΙΑΣ ΤΟΥΣ, ΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΠΡΟΔΟΣΑΝ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΗΤΤΗΜΕΝΟΥΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΝΩΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΒΡΗΚΑΝ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΛΠΙΖΟΝΤΑΣ ΝΑ ΚΟΡΟΙΔΕΨΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ.ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΕΥΚΟΛΑ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΓΙΔΕΥΤΗΚΑΝ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΤΗΚΑΝ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ: Ο ΛΟΓΟΣ ΓΕΝΝΑ ΑΝΤΙΛΟΓΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, ΓΕΝΝΑ ΤΟ ΜΑΚΑΒΡΙΟ ΜΗΔΕΝ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ.
Το πρωτότυπο κείμενο
II.ii. Περὶ προσευχῆς.
1. Τῶν μέν οὖν οὐδέν μέγα τιθεμένων τήν ἀπό τῆς ἔξω παιδείας ὄνησιν πρός τήν ἀπό τοῦ εὐαγγελίου τοῖς κατ᾿ αὐτό ζῶσι νῦν τε προσγινομένην καί κατά τάς ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας ἐλπιζομένην κατηγορεῖν οὕτως ἀφειδῶς τόν φιλόσοφον τοῦτον ὡς καί συγγράμμασι μακροῖς διδόναι τάς κατ᾿ αὐτῶν λοιδορίας, ὑπό τοῦ φίλτρου τῆς παιδείας εἴποι τις ἄν ἐπῆρθαι καί τῆς πρός τό εἰδέναι διαθέσεως ἄκρας. Μόνας γάρ ἐκείνων περί πλείστου ποιουμένων τάς τοῦ Χριστοῦ ἐντολάς καί πρός μόνας ταύτας πάντας προτρεπομένων ὡς μόνας ἱερουργούσας τήν πρός Θεόν ἀφομοίωσιν καί τελειούσας καί θεουργούσας τήν ἀνθρωπίνην ψυχήν, λόγους δέ καί τήν ἐν λόγοις φιλοσοφίαν μή πάνυ τῶν γηΐνων ὑπερτιθέντων, σαρκικήν δέ καί τοῦ αἰῶνος τούτου σοφίαν κατά Παῦλον λεγόντων, τῶν δ᾿ Ἑλλήνων τούς προστάτας αὐτῆς, ὡς τῷ παρά Θεοῦ διδασκαλείῳ τῆς κτίσεως κατά Θεοῦ χρησαμένους, ἀποτροπαίους δεικνύντων καί ἀσόφους σοφούς, ὑπέρ τῶν παιδικῶν, ὡς ἔοικεν, ὁ φιλόσοφος ἠνιάθη, μή τῆς μεγίστης καί αὐτῶν ἀξιουμένων τιμῆς, καί ταῦθ᾿ ἧς ἔμελλε καί αὐτός εἶναι κοινωνός καί δι᾿ ἥν ἐπώνυμος τῆς φιλοσοφίας ἐγένετο καί ὅ μόνον φανερόν ἔπαθλον ἐκαροῦντο τῆς διά βίου σπουδῆς. Κατά δέ τῆς λογικῆς, μᾶλλον δέ τῆς πνευματικῆς ἡμῶν λατρείας, δηλαδή τῆς προσευχῆς, καί τῶν ταύτην τοῦ παντός τιμωμένων καί μεθ᾿ ἡσυχίας ἀπεριμερίμνως διά βίου προσανεχόντων αὐτῇ καί τῇ χεῖρα διδόντων τοῖς εἰσαγομένοις πρός τήν ἀγγελικήν καί ὑπερκόσμιον λειτουργίαν, τίς ἐπήγειρε τρόπος; Τίς ἀντιλέγει τοῖς σιωπᾶν αἱρουμένοις; Τίς φθονεῖ τοῖς τιμᾶσθαι μηδαμῶς αἱρουμένοις; Τίς ὡς παρελθών μέγα φρονεῖ τούς πόρρω τοῦ σταδίου καθεζομένους; Κἀκεῖ μέν, ἐν τοῖς ὑπέρ φιλοσοφίας αὐτῷ γεγενημένοις ἀγῶσι, μοναχοῖς ἦν δῆλος ἀντικείμενος ὁ μοναχός καί φιλόσοφος, ἀλλ᾿ ἔτι περιοῦσιν, ἐνταῦθα δέ, τάς ρήσεις σαφῶς τῶν πρός οὐρανούς κετῳκισμένων πατέρων μεταξύ προβαλλόμενος τῶν λόγων εἰς ἀνατροπήν αὐτῶν, οὐκ οἶδ᾿ ὅ τι παθών οὔτοι μικρόν ἀγῶνα πεποίηκε.
2. Μᾶλλον δ᾿ ἤ πᾶσι, τοῖς ὑπό τοῦ ὁσίου καί ὁμολογητοῦ Νικηφόρου γεγραμμένοις περί εὐχῆς ἀνέδην ἀντεπεξάγει τοῦ λόγου τήν δύναμιν, Νικηφόρου τοῦ τήν καλήν ὁμολογίαν ὁμολογήσαντος καί δι᾿ αὐτήν ὑπερορίᾳ κατακριθέντος ὑπό τοῦ βασιλεύσαντος πρώτου Παλαιολόγου καί τά τῶν Λατίνων φρονήσαντος Νικηφόρου τοῦ ἐξ Ἰταλῶν μέν ἕλκοντος τό γένος, καταγνόντος δέ τῆς ἐκείνων κακοδοξίας καί τῇ καθ᾿ ἡμᾶς ὀρθοδόξῳ προσχωρήσαντος Ἐκκλησίᾳ, ὅς μετά τῶν πατρίων ἀρνεῖται καί τά πατρῷα καί τήν ἡμεδαπήν τῆς σφετέρας φιλτέραν ἡγεῖται διά τόν παρ᾿ ἡμῖν «ὀρθοτομοῦντα λόγον τῆς ἀληθείας», κἀν ταύτῃ γενόμενος, βίον μέν αἱρεῖται καί ἀκριβέστερον, δηλαδή τόν μονήρη, τόπον δέ πρός κατοικίαν τόν τῆς ἁγιωσύνης ἐπώνυμον, ἐν μεθορίῳ κόσμου καί τῶν ὑπερκοσμίων (Ἄθως οὗτός ἐστιν, ἡ τῆς ἀρετῆς ἑστία), ἐνδιαιτᾶσθαι πριθυμηθείς. Κἀνταῦθα πρῶτον μέν ἔδειξεν εἰδώς καλῶς ἄρχεσθαι τοῖς ἐκκρίτοις πατέρων ὑποταττόμενος δούς δέ διά μακροῦ χρόνου τῆς οἰκείας ταπεινώσεως ἐκείνοις τήν πεῖραν, ἀντιλαμβάνει παρ᾿ ἐκείνων αὐτός τῆς τῶν τεχνῶν εἰρήνης, δηλαδή τῆς ἡσυχίας τήν πεῖραν καί ἀρχηγός γίνεται τῶν ἐν τῷ κατά διάνοιαν κόσμῳ πρός τήν πάλην ἀποδυομένων τῶν τῆς πονηρίας πενυματικῶν, οἷς καί πατερικῶν εἰσηγήσεων ἐποιήσατο συλλογήν, ἐπαλείφουσάν τε πρός τούς ἀγῶνας καί διατιθεῖσαν τούς τρόπους τῶν ἄθλων καί προδεικνῦσαν τά ἔπαθλα καί ὑπογράφουσαν τούς στεφάνους τῆς νίκης˙ εἶτ᾿ ἐπί τούτοις, ἐπειδή πολλούς τῶν εἰσαγομένων ἑώρα τῆς ἀστασίας τοῦ νοῦ μηδέ μετρίως γοῦν κρατεῖν δυναμένους, καί τρόπον ὑποτίθεται δι᾿ οὗ τό πολυπόρευτον καί φαντασιῶδες αὐτοῦ μετρίως συστείλειαν.
3. Τούτῳ τοίνυν ὁ φιλόσοφος οὗτος τήν ἑαυτοῦ φαντασιώδη πολύνοιαν ἐπαφῆκεν, οἷόν τι πῦρ, τῷ κωλύοντι καθάπερ ὕλη χρησάμενον, οὐκ αἰδοῖ τῆς μακαρίας ἐκείνης ὁμολογίας καί τῆς δι᾿ αὐτήν ἐξορίας, οὐκ αἰδοῖ τῶν ἐπί τῆς ἐξορίας ὡμιληκότων ἐκείνῳ καί παρ᾿ ἐκείνου τά θεῖα πεπαιδευμένων, οἵ τῆς γῆς ἅλας καί φῶς τοῦ κόσμου καί φωστήρων ἀναπεφήνασι τῇ Ἐκκλησίᾳ φανότεροι, «ζωῆς ἐπέχοντες λόγον» (Θεόληπτον ἀκούεις ἐκεῖνον, τόν ἐπί τῆς Φιλαδελφείας πόλεως ὡς ἐπί λυχνίας ἀστράψαντα, Σελιώτην τόν τῶν μοναζόντων καθηγητήν, Ἠλίαν τόν τήν ἐρημίαν κατά τόν Ἠλίαν διά βίου σχεδόν ἀσπαζόμενον, τούς ἄλλους δι᾿ ὧν ὁ Θεός τήν οἰκείαν Ἐκκλησίαν ἐπαναγαγών ἐκόσμησε καί συνέστησεν), οὐδέ διά τούτους τοίνυν καί τούς ὑπ᾿ἐκείνων πεπαιδευμένους καί τῆς αὐτῆς ἔτι καί νῦν ἀγωγῆς ἐχομένους ἀναπεισθείς ἀφεῖναι τάς κατά τοῦ ἀνδρός οὐκ ἀγαθάς ὑπονοίας ἤγουν τούς λόγους, εἰ δέ μή, τό γοῦν συγγράμμασι μακροῖς ἀτιμάζειν, ὅν ἐγκωμιάζων, οὐκ ἄν ἠδυνήθη πάντως ἀξίως˙ ἀλλ᾿ ὅτι περ ἁπλοϊκῶς ἐκείνῳ ἀφελῶς συνετέθη τό σύγγραμμα, τοῦτο πρός τήν ἀντιλογίαν αὐτόν ἐκίνησεν, ἀφ᾿ οὗ καί τάς λαβάς εὑρεῖν ἐδυνήθη. Καί τοίνυν, ἵνα τό θεολογικόν ἐκεῖνο νῦν εἴπωμεν, «οὐχ ὁ ἐν λόγοις σοφός, οὗτος ἡμῖν σοφός, οὐδ᾿ ὅστις γνῶσσαν μέν εὔστροφον ἔχει, ψυχήν δέ ἀπαίδευτον, ὥσπερ τῶν τάφων ὅσοι τά ἔξωθεν ὄντες εὐπρεπεῖς μυδῶσι νεκροῖς τά ἔνδον πολλήν δυσωδίαν περικαλύπτοντες, ἀλλ᾿ ὅστις τό ἀξιόπιστον τῶν λόγων διά τοῦ βίου προστίθησι καί τοῖς ἔργοις ὡραΐζει τό ἀκαλλές τῶν ρημάτων». Ἀλλά γάρ οὐδέ τοῖς ἁπλοϊκοῖς ἐκείνοις ρήμασιν ὁ σοφός οὗτος ἴσχυσεν ἐπιθέσθαι, μή πρότερον διαστρέψας αὐτά, καθάπερ σαφῶς μετά βραχύ δείξομεν.
4. Νῦν δ᾿ ἐπείπερ οὗτος ἀρχόμενός τε καί τελευτῶν παρ᾿ ἑαυτοῦ διδάσκει περί προσευχῆς νοερᾶς, ταύτην καί ἡμεῖς αὐτοῦ τήν διδασκαλίαν διά βραχέων προθεωρήσωμεν˙ τοιαύτη γάρ ἐστιν, οἵα διά χρηστολογίας ἀπατῆσαι τῶν ἀπείρων πολλούς, τῶν εὐχῆς δ᾿ ἀληθοῦς καί μετρίως γευσαμένων οὐδένα. Τοσοῦτον οὖν τήν διδασκαλίαν ταύτην αὐτοῦ κατίδωμεν, ὅσον δεῖξαι τό πρός τούς πατέρας αὐτῆς ἀσύμφωνον. Ἄρχεται μέν γάρ ἀπό τῶν τοῖς πατράσιν ὡμολογημένων, τελευτᾷ δέ εἰς τήν ἐναντίαν παντάπασιν ἐκείνοις ὁδόν. Τοῦτο γάρ φησιν ἀρχόμενος, ὡς ἠρεμίαν παρέχειν ταῖς αἰσθήσεσι χρή τόν προσευχῆς ἐπιμελούμενον, καί διά τούτου, κλέψας τόν ἀκούοντα ὡς συνῳδά λέγων τοῖς πατράσιν, εἶτ᾿ ἐκ τούτου συμπεραίνει δεῖν νεκροῦν τελέως τό τῆς ψυχῆς παθητικόν ὡς κατά μηδεμίαν τῶν ἑαυτοῦ δυνάμεων ἐνεργεῖν, πρός δέ καί πᾶσαν ἐνέργειαν ψχῆς τε καί σώματος κοινήν˙ «τῇ γάρ προσευχῇ», φησίν, «ἐμπόδιον ἑκάστῃ γίνεται καί μάλιστ᾿ ἐφ᾿ ὅσον βίας ὁπωσοῦν μετέχει καί ἡδονήν ἤ ἄλγος ἐμποιεῖ καί ἔτι μάλιστα περί τήν παχυτάτην καί ἀλογωτάτην τῶν αἰσθήσεων ἁφήν». Οὐκοῦν εἴποι τις ἄν πρός τόν τά τοιαῦτα εἰσηγούμενον, οὐ νηστεύειν, οὐκ ἀγρυπνεῖν, οὐ κλείνειν, οὐ χαμευνεῖν, οὐκ ἐπί πλέον ἵστασθαι, οὐδέν τοιοῦτον πράττειν δεῖ τόν προσευχῆς νοερᾶς ἐπιμελούμενον˙ ἀλγεινῶς γάρ ταῦθ᾿ ἅπαντα τήν ἀφήν ἐνεργεῖν βιάζεται καί ὄχλον, ὡς ἄν αὐτός φαίης, τῇ ψυχῇ προσευχομένῃ προσφέρει, δέον τόν ἀνενόχλητον πανταχόθεν αὐτῇ περιποιεῖν. «Καί γάρ ὑπερφυές ἄν εἴη», πάλιν φησίν, «εἰ ὄψιν μέν καί ἀκοήν, τάς ἀϋλοτέρας τῶν αἰσθήσεων καί ἀπαθεστέρας καί λογικωτέρας, ἀτιμάζοιμεν ἐν προσευχαῖς, ἁφήν δέ τήν παχυτάτην πασῶν καί ἀλογωτάτην προσδεξαίμεθα καί τάς κατ᾿ αὐτήν ἐνεργείας συνεργεῖν ὑποληψόμεθα». Καί γάρ οὐ συνεώρακε, καίτοι φιλόσοφος ὤν, τήν ἐν ταῖς αἰσθήσεσι διαφοράν, ὅπως διαφόρως τῆς ἐν αὑταῖς σωματοειδοῦς δυνάμεως μεταλαγχάνουσαι, μή πρός μόνων τῶν ἔξωθεν αὐταῖς προσπιπτόντων ἅπασαι κινούμεναι, διατελοῦσιν. Ἡμῖν δέ τά συμβαίνοντα ταῖς ἐνύλοις αἰσθήσεσιν ἐκ τῆς ἀΰλου προσευχῆς ἐξηγεῖσθαι βουλομένοις, καί τῆς κατ᾿ αὐτήν ἕξεως τελεωτάτης ἔδει καί πραγματείας πρός ἕν ὁρώσης, τοῦτο μόνον˙ ἀλλ᾿ «ὁ διδούς εὐχήν τοῖς εὐχομένοις» καί τοῖς ὑπέρ αὐτῶν λαλοῦσι λόγον τήν νῦν προθέσει σύμμετρον.
5. Ὅσαι μέν οὖν τῶν αἰσθήσεων ὑπό τῶν ἔξωθεν ἐνεργειῶν κινοῦνται, ταύτας ἠρεμεῖν ἀνάγκη περί τά ἔνδον στρεφομένων ἡμῶν˙ ὅσαι δέ ταῖς τῆς ψυχῆς διαθέσεσι συνδιατίθενται, καί ταῦτα ταῖς ἀγαθαῖς, τίς χρεία; Τίς δέ μηχανή τούτων οἴκοθεν ἀφεῖσθαι τόν ἐν ἑαυτῷ γενόμενον; Τίνος δέ καί χάριν ἀφίεσθαι τούτων δεῖ ζητεῖν, μηδαμῶς προσισταμένων, ἀλλά καί συνεργουσῶν τῇ συνδιαθέσει ὅ τι μάλιστα; Τό γάρ σύζυγον ἡμῖν τουτί σῶμα ὑπό τοῦ Θεοῦ ὡς συνεργόν ἐσόμενον συνέζευκται, μᾶλλον δέ ὑπέζευκται˙ οὐκοῦν ἀφνιάζον μέν εἴρξομεν, ἀποδεξόμεθα δέ ἀγόμενον ᾗ δέον. Ἀκοή μέν οὖν καί ὄψις ἁφῆς καθαρώτεραί τε καί λογικώτεραί εἰσιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἄν ὅλως ἀντιλήψεταί τις τούτων οὐδενός, οὐδ᾿ ἄν ὀδυνηθείη κατ᾿ αὐτό, μή ἔξωθεν προσπεσόντος τοῦ ὁρατοῦ ἤ τοῦ ἀκουστοῦ, δυσηχοῦς ὄντος ἤ καί δυσειδοῦς˙ τό δέ σῶμα ὀδυνᾶται μᾶλλον κατά τήν ἁφήν, ὅταν νηστείαν ἀσκῶμεν καί μή προσάγωμεν αὐτῷ τήν ἔξωθεν τροφήν. Διά τοῦτο οἱ πρός τά ἔνδον ἀπό τῶν ἔξω ἑαυτούς συστέλλοντες τάς μέν μή παρόντων τῶν ἔξωθεν οὐκ ἐνεργούσας αἰσθήσεις τῆς κατά ταῦτα ἐνεργείας ἀποπαύουσιν, ἐφ᾿ ὅσον εἴσω μένουσι˙ τάς δέ καί ἀπόντων τῶν ἔξω ἐνεργούσας, πῶς ἄν ἀργεῖν παρασκευάσωσι, καί μάλισθ᾿ ὅταν τείνωσιν αὗται καί πρός τό προκείμενον τέλος; Ὅτι δέ ἡ ἀλγεινή κατά τήν ἁφήν αὕτη αἴσθησις τοῖς νοερῶς προσευχομένοις ἐς τά μάλιστα λυσιτελεῖς, πάντες μέν ἴσασιν ὅσοι καί μετρίως ἥψαντο τοῦ κατ᾿ αὐτήν ἀγῶνος, καί λόγων τούτοις ἧττον δῖ, διά πείρας ἐγνωκόσιν, οἵ καί τούς λόγῳ μόνῳ τά τοιαῦτα ζητοῦντας οὐκ ἀποδέχονται, ταύτην εἶναι λέγοντες τήν φυσιοῦσαν γνῶσιν.
6. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰς τούς νοερῶς ὡς ἀληθῶς προσευχομένους ἀπροσπαθεῖς ἀνάγκη εἶναι καί τήν πρός τά μέσως πως ἔχοντα τῶν πραγμάτων σχέσιν ἀποτιναξαμένους, οὕτω γάρ ἄν σχοῖεν ἀπαρενοχλήτου καί καθαρᾶς τυγχάνειν προσευχῆς, τούς δέ μήπω πρός τοῦτο τό μέτρον ἐφθακότας, ἐπειγομένους μέντοι πρός αὐτό, τῆς μέν ἡδυπαθείας ὑπερκύπτειν, ἀπηλλάχθαι δέ τελείως ἐμπαθείας (δεῖ γάρ τό μέν ἁμαρτητικόν τοῦ σώματος νεκρώσαι, ὅ ἐστιν ἐμπαθείας ἀπηλλάχθαι, τόν δέ λογισμόν ἐπικρατέστερον ἔχειν τῶν ἐν τῷ κατά διάνοιαν κόσμῳ πονηρῶν παθημάτων κινουμένων, ὅ ἐστιν ἡδυπαθείας ὑπερκύπτειν)˙ εἰ ταῦθ᾿ οὕτως ἔχει, καθάπερ γοῦν ἔχει, καί τῆς ἐμπαθείας ἐπικρατούσης, οὐδ᾿ ἄκροις, τό τοῦ λόγου, χείλεσι νοερᾶς προσευχῆς γευσαίμεθ᾿ ἄν, δεόμεθα πάντως τοῦ κατά τήν ἁφήν διά νηστείας τε καί ἀγρυπνίας καί τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων ἄλγους, προσευχῆς ἐπιμελούμενοι˙ δι᾿ αὐτῆς γάρ μόνης τό ἁμαρτητικόν τοῦ σώματος νεκροῦται καί οἱ τά κτηνώδη πάθη κινοῦντες λογισμοί μετριώτεροί τε καί ἀσθενέστεροι καθίστανται˙ οὐ μόνον δέ ἀλλά καί τήν ἱεράν κατάνυξιν αὐτό φέρει τήν ἀρχήν, δ᾿ ἧς καί τούς προγεγονότας ἀνιέρους ἀπαλείφει μολυσμούς καί τό θεῖον ἵλεω πάντων μάλιστα ποιεῖται καί πρός τήν δέησιν καταπειθές. «Καρδίαν» γάρ «συντετριμμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει» κατά τόν Δαύδ καί κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον «οὐδενί τῶν πάντων οὕτως ὡς κακοπαθείᾳ Θεός θεραπεύεται». Διό καί ὁ Κύριος μέγα δύνασθαι τήν προσευχήν μετά τῆς νηστείας συνεζευγμένην ἐν εὐαγγελίοις ἐδίδαξεν.
7. Ἀναλγησία τοιγαροῦν ἐστι τό καταργοῦν τήν προσευχήν, ἥν καί πώρωσιν οἱ πατέρες ὀνομάζουσιν, ἀλλ᾿ οὐχί τό ἄλγος τῆς ἁφῆς, ὡς κατά τῶν ἔργῳ γινωσκόντων πρῶτος οὗτος ἀπράκτοις ἐφιλοσόφησε λόγοις. Ταῦτα ἄρα καί τῶν πατέρων εἰσίν οἵ τήν νηστείαν οἱονεί οὐσίαν εἶναι προσευχῆς ἀπεφήνατο˙ «ὕλη» γάρ, φασί, «προσευχῆς, πεῖνα». Ἕτεροι δέ ποιότητα τοῦτ᾿ ἔφησαν αὐτῆς˙ ἄποιον γάρ ἴσασι τήν ἄνευ κατανύξεως προσευχήν. Τί δέ ὁ λέγων, «δίψα καί ἀγρυπνία ἐξέθλιψαν καρδίαν˙ καρδίας δέ θλιβείσης ἐξεπήδησαν δάκρυα», «προσευχή» δ᾿ αὖθις «δακρύων μήτηρ καί πάλιν θυγάτηρ»; Εἶδες πῶς τό κατά τήν ἁφήν ἄλγος τοῦτο μή μόνον οὐκ ἐμπόδιον γίνεται τῇ προσευχῇ, ἀλλά καί διαφερόντως συνεργεῖ; Τί δέ τά δάκρυα ταῦτα, ὧν ἐστιν ἡ προσευχή θυγάτηρ τε καί μήτηρ; Οὐκ ὀδυνηρά μέν ἐστι καί πικρά καί δακνηρά φύσει τοῖς ἄρτι τοῦ μακαρίου πένθους γευσαμένοις, τοῖς δέ καταπολαύσασιν αὐτοῦ πρός ἡδέα καί ἀνώδυνα μεταποιεῖται; Πῶς οὖν οὐ λυμαίνονται τῇ προσευχῇ, μᾶλλον δέ πῶς καί γεννῶσιν αὐτήν καί γεννῶνται ὑπ᾿ αὐτῆς τά σωματικῶς ἐνεργούμενα, τά καί κατ᾿ αἴσθησιν ἡδύνοντά τε καί ἀλγύνοντα; Πῶς δέ αὐτά χαρίζεται Θεός, κατά τόν λέγοντα, «εἰ δάκρυον ἐκτήσω ἐν τῇ προσευχῇ σου, ὁ Θεός ἥψατό σου τῶν ὀφθαλμῶν τῆς καρδίας καί νοερῶς ἀνέβλεψας»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου