Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας (6)

 Συνέχεια από 1η Δεκεμβρίου 2023

                                          Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία
                                          
             ή
                                 Η αρχή του καθολικισμού

Στο πνεύμα των πατέρων της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων
                                   Του Johann Adam Möhler

                                         Τμήμα πρώτο
                     Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας

Κεφάλαιο 2: Η λογική ενότητα β

§10
Όπως λοιπόν το θεϊκό Πνεύμα δεν εξαφανίστηκε μαζί με τους Αποστόλους, αλλά είναι πάντα παρόν, έτσι και η αποστολική διδασκαλία δεν είναι ποτέ μια παρελθούσα διδασκαλία, αλλά παρούσα μαζί με το Πνεύμα. Η διδασκαλία αυτή όμως, ακόμα και την εποχή των Αποστόλων, δεν είχε προσληφθεί πλήρως από κάθε ακροατή, αλλά ως κάτι μέσα στον καθένα, το οποίο αναπτύσσεται βαθμιαία σε τέλεια συνείδηση, και μέχρι το σημείο αυτό μπορούσε να εμφανιστεί με διάφορους ως ελαττωματική και ασαφής σε πολλά σημεία. Κατά τον πρώτο καιρό, οι Απόστολοι εξέφρασαν αμφιβολίες, από τους οποίους ο κάθε ένας όντας σε ιδιαίτερη σχέση με το Κύριο, και τιμημένος με ιδιαίτερα χαρίσματα, ήταν σε θέση να τις λύσει. Πέραν αυτού όμως, κανείς τους δεν διαμόρφωσε μια απομονωμένη ζωή, αλλά θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως ένα όλο, και η λύση είχε αποδοθεί στο σύνολο, για όσο αυτό ήταν δυνατό (Πράξεις, 15). Αλλά και στις άλλες περιπτώσεις μπορούν να βρεθούν σημάδια, πως ο ένας στον άλλο ή στο σύνολο, αναζητούσε διόρθωση ή την εύρισκε χωρίς να την αναζητήσει, ή τον ωθούσε το πνεύμα του να συγκρίνει με τους άλλους τα δικά του. Και αυτό γιατί ησύχαζε μόνο όταν το δικό του ήταν σε αρμονία με το όλο. Και έτσι ο Παύλος, που σύμφωνα με την προς Γαλάτας α, 16-17 ( ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, 17 οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.) μπορούσε να κοκορευθεί για τις θεϊκές αποκαλύψεις, όμως σύμφωνα με το χωρίο της προς Γαλάτας β, 2 (ἀνέβην δὲ κατὰ ἀποκάλυψιν· καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον.) εξέθεσε ενώπιον των Αποστόλων το ευαγγέλιο του, «ώστε να μην τρέχει ή να έχει τρέξει άσκοπα»1. Ο Πέτρος είχε στην Αντιόχεια φερθεί σαν Ιουδαίος, και στον Παύλο βρήκε εκείνον που μετέβαλε την αδυναμία του σε δύναμη [προς Γαλάτας β, 11-12: Οτε δὲ ἦλθε Πέτρος εἰς ᾿Αντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, ὅτι κατεγνωσμένος ἦν. 12 πρὸ τοῦ γὰρ ἐλθεῖν τινας ἀπὸ ᾿Ιακώβου μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν· ὅτε δὲ ἦλθον, ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζεν ἑαυτόν, φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς.]. Και τι ωραίο είναι αυτό που ο Παύλος στους Ρωμαίους: «πάντοτε ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου δεόμενος εἴ πως ἤδη ποτὲ εὐοδωθήσομαι ἐν τῷ θελήματι τοῦ Θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 11 ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς, ἵνα τι μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν πνευματικὸν εἰς τὸ στηριχθῆναι ὑμᾶς, 12 τοῦτο δέ ἐστι συμπαρακληθῆναι ἐν ὑμῖν διὰ τῆς ἐν ἀλλήλοις πίστεως ὑμῶν τε καὶ ἐμοῦ.». Πρέπει να προσέξουμε επισταμένως αυτή την τάξη: η ανησυχία για μελλοντικές αμφιβολίες και διαμάχες ήταν ήδη την εποχή των Αποστόλων δεδομένη, αλλά με αυτήν και ο τύπος της επίλυσης της.

Ο άνθρωπος λόγω μιας από την φύση του δεδομένης ανάγκης για διόρθωση και στερέωση των απόψεων και κρίσεων του, εξαρτάται από τους συνανθρώπους του: ησυχάζει μόνο όταν τις βρίσκει εκτός του εαυτού του, και η υποκειμενικότητα του φαίνεται καθίσταται ή να είναι αντικειμενική, στον βαθμό που πολλαπλασιάζεται εκτός του: μια απόδειξη, πως όλοι οι άνθρωποι αποτελούν ένα συνεκτικό όλο. Αυτή η ανάγκη όμως είναι απλώς ένα ανάλογο της χριστιανικής (ανάγκης), όπως και κάθε χριστιανική ιδιότητα δεν υπάρχει χωρίς μια αναλογία στον γενικό κόσμο των ανθρώπων. Μέσα στον Χριστιανισμό θα έπρεπε να καθορίζεται ο καθένας από το σύνολο των πιστών ως προς τη διδασκαλία, θα έπρεπε να του είναι αδύνατο να σχηματίσει από μόνος του τη διδασκαλία. Όπως ο καθένας ξεχωριστά έλαβε την εσωτερική αρχή της χριστιανικής ζωής, την εσωτερική δύναμη της πίστεως, μόνο μέσα από την κοινότητα, και ως προς το σημείο αυτό, όλοι οι πιστοί, ξεκινώντας από τους Αποστόλους, σχηματίζουν μια ενότητα, έτσι και η αληθής έκφραση της εσωτερικής πίστεως, η αληθής διδασκαλία, μπορεί να καθορισθεί και να ληφθεί μόνο από την κοινότητα. Ο Χριστιανός δηλαδή, ως προς τον καθορισμό εκείνου που είναι η αληθής διδασκαλία, εξαρτάται από το σύνολο τω ν σύγχρονων του πιστών και των προηγούμενων, μέχρι τους Αποστόλους. Όπως είναι λοιπόν η χριστιανική διδασκαλία, δηλαδή το χριστιανικό πνεύμα που παριστάνεται με έννοιες, έτσι είναι και το είδος και ο τρόπος πρόσβασης στη διδασκαλία, δια της οποίας μετέχει κανείς στο χριστιανικό πνεύμα. Αλλά και το ερώτημα: «τι είναι η διδασκαλία του Χριστού;», είναι εντελώς ιστορικό. Σημαίνει: «τι διδάχθηκε πάντοτε μέσα στην Εκκλησία, από την εποχή των Αποστόλων;». Ποια είναι γενική, η διαρκής παράδοση; Αν λοιπόν αμφέβαλλε κάποιος για το ποια είναι η αληθινή χριστιανική διδασκαλία, ο αμφιβάλλων δεν παραπεμπόταν κατ’ αρχάς στις δικές του έρευνες, ως σε κάτι ανθρώπινο4, αλλά στην παραδεδομένη διδασκαλία της Εκκλησίας του5, κατά προτίμηση όμως σε εκείνη την Εκκλησία, όπου δίδαξαν οι ίδιοι οι Απόστολοι6. Στο τέλος τον παρέπεμπαν στη σύνολη σύγχρονη του Εκκλησία, η οποία πάλι αποφάσιζε μόνο σύμφωνα με αυτό το οποίο διδάχθηκε, δηλαδή αυτό που προηγούμενες σειρές παρέλαβαν από τους Αποστόλους7. Αυτό που προέκυπτε, ο πιστός δεν το προσλάμβανε οπωσδήποτε, εάν δεν έβρισκε μέσα του τους εσωτερικούς λόγους περί αυτού. Αυτό γινόταν με την σταθερή και λογική προϋπόθεση, πως, όπως το θεϊκό πνεύμα μαρτυρήθηκε σε ολόκληρη την Εκκλησία, θα μαρτυρηθεί και μέσα του, όταν θα έχει ωριμάσει σε μεγαλύτερη τελειότητα του εσωτερικού του ανθρώπου8. Αν η χριστιανική διδασκαλία είναι η αναγκαία ολοκληρωμένη έκφραση του Αγίου Πνεύματος που ζωοποιεί το σύνολο των πιστών, τότε αυτή δεν μπορεί να ξεχάσει ή να εγκαταλείψει οποιαδήποτε διδασκαλία, γιατί τότε, το μέσα της δρων πνεύμα θα καθίστατο αδρανές. Και ακόμα πιο απίθανο είναι να εκφράσει το αντίθετο της αληθούς διδασκαλίας, γιατί τότε το Άγιο Πνεύμα θα αντέφασκε προς τον εαυτό Του, δηλαδή θα το θεωρούσαν ως αναιρεθέν και μη παρόν. Ένας πιστός ως άτομο μπορεί να σφάλλει, αν όμως προσανατολίζεται προς την ολότητα, όχι πια. Όπως στην εποχή των Αποστόλων, όποιος πιανόταν από αυτούς, έπρεπε να αντιλαμβάνεται την αληθινή διδασκαλία, όχι επειδή ήταν άνθρωποι, αλλά επειδή ήταν πλήρεις Αγίου Πνεύματος. Όποιος λοιπόν στρέφεται προς την γενική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν μπορεί να πλανηθεί, όχι επειδή όλοι ή οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν με αυτήν, αλλά επειδή το σύνολο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος βρίσκεται στο σύνολο των πιστών. Η διδασκαλία δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να θεωρηθεί ως ανθρώπινο έργο, αλλά ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, όλοι οι πιστοί εμφανίστηκαν ως αλληλοσυμπληρούμενα μέλη, και στηρίχθηκαν στην θεμελιώδη θεώρηση, πως η αλήθεια βρίσκεται στην ενότητα και την αγάπη.

§11

Αν όμως κάποιος άρχιζε να εξελίσσεται εγωιστικά τότε η αναίρεση της εξέλιξης αυτής ερχόταν από την παράδοση, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια συμπόρευση με τη διαρκή πίστη της Εκκλησίας, και η από αυτήν προκύπτουσα απόδειξη της νεότητας της. Η απόδειξη αυτή διεξαγόταν δια της αδιάκοπης σειράς των επισκόπων, ξεκινώντας από τους Αποστόλους. Με το δεδομένο αυτό καταδεικνύονταν, πως οι αιρέσεις αναδύονταν κατά τη διάρκεια μιας ήδη υπάρχουσας σειράς, που με κανένα τρόπο όμως δεν έλαβε τη διδασκαλία από κάποιο από τους Αποστόλους, καθώς δεν έζησαν μαζί με τους Αποστόλους, ούτε διδάχθηκαν από αυτούς, που σημαίνει πως διδάχθηκαν μόνοι τους (οι αιρέσεις) ή ότι κηρύτταν μια ανθρώπινη διδασκαλία1, όταν επικαλούνταν μια ευαγγελική γραφή. Ο Ειρηναίος λέει: «Μπορούμε να απαριθμήσουμε εκείνους τους επισκόπους, που τοποθετήθηκαν από τους Αποστόλους στις Εκκλησίες, και τους διαδόχους τους μέχρι τις μέρες μας. Αυτοί δεν δίδαξαν τίποτα παρόμοιο, δεν ήξεραν τίποτα από αυτά που εκείνοι σκέφτηκαν»2. Ο Τερτυλλιανός όμως λέει: «Όταν όμως κάποιοι προσπαθούν να στριμωχτούν στην εποχή των Αποστόλων, ώστε η διδασκαλία τους να φαίνεται πως προέρχεται από τους Αποστόλους, γιατί έζησαν ανάμεσα τους, μπορούμε να πούμε: με τον τρόπο αυτό μπορούν να αποδείξουν την καταγωγή της Εκκλησίας τους, να αναπτύξουν τη σειρά των επισκόπων τους, η οποία εξελίσσεται χωρίς διακοπή από την αρχή, ώστε ο πρώτος της επίσκοπος να είχε κάποιον Απόστολο ή μαθητή του (Αποστόλου) ως διδάσκαλο και προκάτοχο, με τρόπο όμως τέτοιο, που να τους έμεινε πιστός. Γιατί έτσι προκύπτουν οι αποστολικές Εκκλησίες. Όπως αποδεικνύει η Εκκλησία της Σμύρνης, ο Πολύκαρπος τοποθετήθηκε από τον Ιωάννη, η ρωμαϊκή πως ο Κλήμης τοποθετήθηκε από τον Πέτρο, και ούτω καθ’ εξής, μπορούμε να απαριθμήσουμε εκείνους τους άνδρες που έθεσαν οι Απόστολοι επισκόπους, ώστε μέσω αυτών να μεταδώσουν τον αποστολικό σπόρο»3. Αυτό δεν θέλει με κανένα τρόπο να πει, πως κάθε επίσκοπος πρέπει να κατείχε πάντοτε και σε κάθε εποχή την αληθινή αποστολική διδασκαλία, μόνο και μόνο επειδή βρισκόταν σε μια αποστολική σειρά, και πως η ιδιότητα εκείνη του μεταγγιζόταν μαγικά επειδή βρισκόταν στη σειρά αυτή. Αυτή θα ήταν μια σε ύψιστο βαθμό υλιστική θεώρηση: με τον τρόπο αυτό θα έπρεπε να αποδεικνύεται μόνο η αδιάκοπη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας, σε αντίθεση προς τις νέες αιρετικές. Για το λόγο αυτό, για να μπορέσει ο Κλήμης Αλεξανδρείας να το δείξει αυτό, χρησιμοποίησε μια κοσμική σειρά διαδοχής, αυτή των αυτοκρατόρων. Γιατί λέει: «Ο Σωτήρας κήρυξε τη διδασκαλία Του κάτω από τους αυτοκράτορες Αύγουστο και Τιβέριο, οι Απόστολοι έζησαν μέχρι την εποχή του Νέρωνα. Οι αιρέσεις αναδύθηκαν την εποχή μεταξύ Αδριανού και των Αντωνίνων» (αυτές που λαμβάνει υπόψιν. Δεν εμφανίστηκαν όλες στην εποχή που αυτός προσδιορίζει4). Ας συγκρίνουμε τον τρόπο, όπως αποδεικνύει αλλού, πως η εβραϊκή φιλοσοφία, όπως εκφράζεται, είναι πολύ πιο παλιά από την ελληνική5.

Πέραν αυτού όμως, ο χαρακτήρας της εποχής που ακολούθησε αμέσως αυτή των Αποστόλων δε θα αποδίδονταν με κανένα τρόπο ορθά, εάν δεν ειπωθεί, πως για τους επισκόπους που διαδέχτηκαν τους Αποστόλους, μέγιστη σημασία είχε η διατήρηση και η απόδειξη της προσληφθείσας διδασκαλίας. Αυτό πρέπει να έγινε σαφές από τα ήδη αναφερθέντα χωρία των επιστολών του Παύλου (§9) [θα επανέλθουμε αργότερα ως προς τον εσωτερικό λόγο], με τα οποία συμφωνούν και οι περισσότεροι πατέρες της Εκκλησίας. Όπως οι Απόστολοι επέλεξαν τους πιο ικανούς και πιστούς μαθητές τους, ως προϊστάμενους των Εκκλησιών6, έτσι αμέσως μετά τον θάνατο τους επέλεγαν μόνο εκείνους που είχαν ακούσει τους Αποστόλους, ή μεταξύ των μαθητών (του αποθανόντος επισκόπου), εκείνους που τους ακολουθούσαν άμεσα, και είχαν ακούσει επανειλημμένως την αποστολική διδασκαλία7. Κατά το μέσο του δεύτερου αιώνα ζούσε ακόμα ο Πολύκαρπος, μαθητής του Ιωάννη, και προς το τέλος του αιώνα, ο Ειρηναίος, μαθητής του Πολυκάρπου, αναφέρει αποδείξεις από τις ομιλίες του δασκάλου του εναντίον διαφορών αιρετικών. Ο Ευσέβιος παρατηρεί πάντως, πως ο Ειρηναίος ανήκε στην πρώτη σειρά μετά τους Αποστόλους. Έτσι λοιπόν, κατά το μέσο του δεύτερου αιώνα πάρα πολλοί από τους μαθητές των Αποστόλων έγιναν επίσκοποι, και προς το τέλος αυτού του αιώνα μαθητές των μαθητών τους. Με πόσο δίκαιο θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς τη διδασκαλία τους, και μάλιστα τη συμφωνούσα διδασκαλία τους, ως μια διδασκαλία με καταγωγή από τους Αποστόλους; Με το τέλος του δεύτερου αιώνα ρέουν τα συγγράμματα των Χριστιανών διδασκάλων, που αρχίζουν από τους άμεσους μαθητές των Αποστόλων, τα οποία (συγγράμματα) είναι τόσα πολλά, ώστε να έχουν διαφυλαχθεί οι πιο πλήρεις μαρτυρίες για τότε γενική διδασκαλία. Το με πόση ακρίβεια και πιστότητα ακολούθησαν την παραδεδομένη διδασκαλία, το δείχνει πολύ ωραία ο Ειρηναίος στο σημείο, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Στηρίζονταν πολύ στην προφορική ομιλία, γιατί στις κοινότητες δεν υπήρχαν καθόλου, ή πολύ λίγα αποστολικά συγγράμματα. Στην παραμικρή υποψία αυθαίρετης απόκλισης, ο επίσκοπος έβρισκε τον έλεγχο στην κοινότητα, όπου πολλά μέλη, όπως και αυτός, είχαν για δασκάλους τους Αποστόλους ή τους άμεσους μαθητές τους. Η δε σύνδεση των κοινοτήτων (πιο κάτω θα το δείξουμε) ήταν ακόμα πιο μεγάλος έλεγχος. Εκείνο το απόσπασμα του Ειρηναίου πάρθηκε από την επιστολή του προς τον Florinus, έναν Ρωμαίο πρεσβύτερο που προσχώρησε στην αίρεση των Βαλεντινιανών, και έχει ως εξής: «Αυτές οι αντιλήψεις Florinus, για να εκφραστώ ήπια, δεν έχουν υγιές περιεχόμενο. Οι διδασκαλίες αυτές δεν συμφωνούν με την Εκκλησία, και γκρεμίζουν εκείνους που τις ακολουθούν στην μέγιστη αθεΐα. Ούτε καν οι αιρετικοί τολμούν να εκφράσουν τις διδασκαλίες αυτές εκτός της Εκκλησίας. Τις διδασκαλίες αυτές δε σου τις παρέδωσαν οι προκάτοχοι μας ιερείς, που γνώρισαν τους Αποστόλους. Γιατί εγώ, νεαρός ακόμα, σε είχα δει στην Κάτω Ασία, πως ζούσες πλουσιοπάροχα στην αυτοκρατορική αυλή. Και προσπαθούσες πολύ να αποκτήσεις την εύνοια του Πολύκαρπου. Γιατί αυτά που συνέβησαν τότε, τα θυμάμαι καλύτερα από τα πρόσφατα. Καθώς που μαθαίνει κανείς στη νεότητα του αυξάνεται μαζί με την ψυχή και ενώνεται μαζί της. Μπορώ ακόμα να περιγράψω τον τόπο στον οποίο καθόταν και δίδασκε ο μακάριος Πολύκαρπος. Την είσοδο και την έξοδο του, τον τρόπο της ζωής του, την μορφή του σώματος του, τις ομιλίες του ενώπιον του λαού τις γνωρίζω ακόμα. Θυμάμαι πως μιλούσε για τη συναναστροφή του με τον Ιωάννη, και τους υπόλοιπους που είδαν τον Κύριο. Πως ανέφερε τις ομιλίες τους και αυτά που άκουσε από αυτούς για τον Κύριο, για τα θαύματα Του και τις διδασκαλίες Του. Αυτός που άκουσε από τους αυτόπτες της ζωής του Κυρίου, ό,τι έλεγε ήταν σύμφωνο με τις Γραφές. Αυτό που εγώ τότε άκουσα χάριτι Θεού, δεν το κατέγραψα σε χαρτί, αλλά στην καρδιά μου, και το ανανεώνω δια της ίδιας χάριτος με απλότητα. Μπορώ να μαρτυρήσω ενώπιον του Θεού, πως αν εκείνος ο αποστολικός ιερεύς (Πολύκαρπος) άκουγε τέτοια πράγματα, θα βούλωνε τα αυτιά του, και όπως συχνά, θα αναφωνούσε: Καλέ Θεέ, με έφερες σε τέτοια εποχή, για να αναγκαστώ να ακούσω τέτοια πράγματα. Θα εγκατέλειπε το μέρος όπου καθήμενος ή όρθιος θα άκουγε τέτοιες διδασκαλίες. Αλλά και από τις επιστολές προκύπτουν τα ίδια πράγματα, που έγραψε προς ενίσχυση στις γειτονικές Εκκλησίες, ή στους αδελφούς για να τους προειδοποιήσει ή ενισχύσει»8.

Συνεχίζεται

Ορθόδοξη ταυτότητα και πολεμική στον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και το μέλλον της Ορθόδοξης θεολογίας - BRANDON GALLAHER

Αυτό πού προτείνουμε είναι ότι, ενδεχομένως, το μέλλον τής Ορθοδοξίας δεν βρίσκεται σε ό,τι έχει καταντήσει μία κορεσμένη αντανακλαστική κίνηση πού επιδιώκει να συλλάβει απεγνωσμένα το αμιγώς ανατολικό (ΣτΜ. ορθόδοξο) φρόνημα, το οποίο είναι διαθέσιμο, κατά κάποιο τρόπο σφραγισμένο ερμητικά εναντι τής μετά το Μέγα Σχίσμα Δύσης, μέσα στους Πατέρες καί τη λειτουργική παράδοση (π.χ. η «οντολογία των Καππαδοκών», η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» καί «η πατερική εξηγητική»), διαχωρίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό της από ό,τι διαφορετικό, αλλότριο, δηλαδή δυτικό. Αντίθετα, η εκκλησιαστική ταυτότητα μπορεί να ανακαλυφθεί εάν κατορθώσουμε να κατανοήσουμε καί μέσα σε ό,τι, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει τελείως αλλότριο, ακόμη καί εχθρικό, ποιοί είμαστε. Θα μπορούσαμε τότε να ανακαλύψουμε την ανατολικο-ορθόδοξη ταυτότητά μας μέσα από μία θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δυτικό. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται όχι μόνο η δυτική Χριστιανοσύνη, αλλά κατ’ επέκταση, καί η σύγχρονη φιλοσοφία, οι μη χριστιανικές παραδόσεις καί, πολύ περισσότερο, οι επιστήμες. Συνεπώς, μπορούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό ως πράγματι Ανατολικό ή Ορθόδοξο ακριβώς μέσα από τη θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δεν είμαστε καί στο σημείο αυτό η Ορθόδοξη θεολογία θα έπραττε συνετά αν αντέστρεφε το παράδειγμα του Φλωρόφσκυ καί μέσα από την αναγνώριση του γεγονότος ότι, αναζητώντας τον εαυτό μας, εξαρτώμαστε από τον άλλο. Μέσα από αυτή την κοινή συνάντηση-αναγνώριση, ανακαλύπτουμε πραγματικά που ανήκει η καρδιά μας. «Η Ανατολή είναι η Δύση -για να παραλλάξουμε τον Kipling-, η Δύση είναι η Ανατολή καί το ζεύγος κάποτε θα σμίξει»215, με συνέπεια τα δύο μέρη να εμπλακούν σέ μία συνεχή καί δημιουργική ένταση, σέ μία ταύτιση των άκρων. Για να λάβουμε ένα παράδειγμα από την Ανατολή, αναγνωρίζουμε τον Φλωρόφκσυ ως έναν όντως ανατολικό θεολόγο, κυρίως στα σημεία που αυτός μεταλλάσσει αριστουργηματικά τον δυτικό θεολόγο Möhler στον τρόπο πού αυτός διαβάζει τούς Πατέρες. Έτσι, ο Φλωρόφσκυ, έστω κι ασυνείδητα, διαποτίζει τη νεοπατερική του σύνθεση με τον Schelling, με αποτέλεσμα να αποτελεί έναν κρυπτο-ρομαντικό, παραμένοντας, εντούτοις, απόλυτα πατερικός. Ή για να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο παράδειγμα, πού υπογραμμίζει τον εξέχοντα ρόλο του Παλαμισμού στην Ορθόδοξη θεολογία μετά απο τη δεκαετία του ’20. Κατανοούμε πληρέστερα τον Γρηγόριο Παλαμά στα σημεία κυρίως όπου χρησιμοποιεί216, το έργο του Αυγουστίνου, De Trinitate;;;. Περαιτέρω, αντιλαμβανόμαστε κατά τον πλέον οξυδερκή τρόπο τον Χρήστο Γιανναρά μόνο όταν διακρίνουμε τον μοναδικό τρόπο που μετάλλαξε τον Heidegger καί τον ρωμαιοκαθολικό περσοναλισμό υπό το πρίσμα του Παλαμά, ώστε ο ίδιος να πλησιάζει, ανεπίγνωστα, τον Αυγουστίνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: