Συνέχεια από 1 Νοεμβρίου 2023
Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία
ή
Η αρχή του καθολικισμού
Στο πνεύμα των πατέρων της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων
Του Johann Adam Möhler
Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας
Κεφάλαιο 2: Η λογική ενότητα
Η χριστιανική διδασκαλία είναι η εννοιολογική έκφραση χριστιανικού πνεύματος. Το γράμμα δεν κατανοείται χωρίς το πνεύμα. Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε δια του ζωντανού λόγου, δια της εξωτερικής παραδόσεως. Στην προσπάθεια προσδιορισμού ποια είναι η αληθής διδασκαλία, ο πιστός εξαρτάται από το σύνολο των πιστών. Η γραφή και η παράδοση πάνε μαζί και δεν μπορούν να διαχωριστούν.
Η εσωτερική, η πνευματική ζωή του Χριστιανού, το έργο του θεϊκού πνεύματος που ζωοποιεί τους πιστούς, πρέπει από τη στιγμή που είναι παρούσα (η πνευματική ζωή) να αναζητήσει μια έκφραση, πρέπει να ανοίξει το δρόμο προς τα έξω και να μιλήσει για τον εαυτό της. Έτσι όπως επανειλημμένα, και με τη διαμεσολάβηση του γράμματος, έχει κοινοποιήσει την πίστη που εξέφρασαν άλλοι (Ρωμ. 10, 17: ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ.). Το εσωτερικό όμως έπρεπε να αναπαρασταθεί νωρίτερα, εν μέρει διότι η εσωτερική πίστη είναι η ρίζα της εξωτερικής, και εν μέρει διότι όπως ορθά κατανοείται, δίδεται πριν την εξωτερική (πίστη), πριν τη διδασκαλία (1). Ο Χριστός έφερε τη διδασκαλία Του, προτού την εκφράσει με λόγια, μέσα στη συνείδηση Του. Ο Πέτρος ήταν προηγουμένως, δια της θεϊκής επίδρασης, πεπεισμένος για την αξία του Χριστού, όταν έδωσε την απάντηση στην ερώτηση του Ιησού: «Τίνα με λέγουσι οι άνθρωποι είναι;», έστω και αν πρέπει να υποθέσουμε μόνο ένα στιγμιαίο προηγουμένως. Όλοι εν τέλει οι Απόστολοι είχαν λάβει το Άγιο Πνεύμα προηγουμένως, όταν κήρυτταν τις εσωτερικές τους κινήσεις, την εσωτερική τους πίστη, και για μας τους ίδιους, όπως και για τους Αποστόλους, θα πρέπει οπωσδήποτε να πούμε, πως τη διδασκαλία, την κατανοητή έκφραση της νέας, δια του Αγίου Πνεύματος μεταδοθείσης ζωής, δεν την καταλαβαίνουμε προτού δεχθούμε την νέα αρχή ζωής. Αυτό όμως μπορούμε να το θεωρήσουμε χωρίς περαιτέρω έρευνα ως άμεση συνέπεια των μέχρι τώρα εξελίξεων, πως η χριστιανική Εκκλησία δεν θεμελιώθηκε στις ιερές Γραφές. Αν ο Χριστιανισμός ζούσε στην ψυχή του Κυρίου μας και στις ψυχές των Αποστόλων Του, που ήταν πλήρεις Αγίου Πνεύματος, πριν γίνει έννοια, λόγος και γράμμα, τότε πρέπει να υποστηρίξουμε: πριν το γράμμα ήταν το πνεύμα. Όποιος λοιπόν κατέχει το ζωοποιό Πνεύμα, θα καταλάβει το γράμμα, την έκφραση του Πνεύματος: το ίδιο όμως Πνεύμα, που πληρούσε τους Αποστόλους, είναι εκείνο που θα πληρεί αιωνίως την Εκκλησία. Όποιος λοιπόν έχει το Πνεύμα από την Εκκλησία, θα αναγνωρίζει και θα κατανοεί τον εαυτό του με εκείνη τη μορφή: το Πνεύμα συναντά και πάλι μόνο τον εαυτό του. Για τον λόγο αυτό, οι ιερές Γραφές δεν κατανοούνται εκτός της Εκκλησίας. Γιατί αν εκεί που είναι το Πνεύμα, βρίσκεται και η Εκκλησία, και όπου η Εκκλησία εκεί και το Πνεύμα (2§), τότε το Πνεύμα θα έπρεπε να βρίσκεται εκτός του εαυτού του, εάν μπορούσε κανείς να καταλάβει τις Άγιες Γραφές, το έργο Του, εκτός της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό ισχύει η θεμελιώδης θέση, πως η Εκκλησία εξηγεί την Βίβλο, δηλαδή χρειάζεται το Πνεύμα για το γράμμα, ή αλλιώς, το γράμμα δεν είναι πνεύμα, αλλά είναι μόνο έκφραση του Πνεύματος, και αν έλαβε κανείς το Πνεύμα αυτό μέσα στην εκκλησιαστική ζωή, θα καταλάβει την έκφραση (2). Και οι Απόστολοι κατάλαβαν πλήρως τον λόγο του Χριστού, μόνο όταν τους δίδαξε το Άγιο Πνεύμα (3). Όπως το σύμπαν και η ιστορία είναι αποκαλύψεις του Θεού, αλλά δεν διδάσκουν τον αληθινό Θεό σε εκείνον που δεν φέρει ήδη μέσα του συνείδηση του Θεού, έτσι και οι βιβλικοί λόγοι είναι αποκαλύψεις του Αγίου Πνεύματος, αλλά κατανοητοί μόνο για εκείνον, στον οποίο το Άγιο Πνεύμα μεταδοθεί. Μόνο το Πνεύμα γεννά Πνεύμα, και μόνο η ζωή γεννά ζωή. Ποτέ το γράμμα δεν γεννά το Πνεύμα, και το νεκρό το ζωντανό. Ματαίως θα κοπίαζε κανείς να διδάξει το ανθρώπινο πνεύμα σε όντα κατώτερου είδους, με το να τους δώσει ένα βιβλίο που έγραψαν άνθρωποι: θα έβρισκαν εκεί σκέψεις μόνο του δικού τους είδους και τρόπου. Ο ειδωλολάτρης Κέλσος είχε πει, πως στη Βίβλο δεν βρίσκεται κάτι καλό, που δεν έχει ήδη ειπωθεί από μια πλειάδα φιλοσόφων και ποιητών (4). Ο Ωριγένης αντέτεινε, πως το γράμμα σκοτώνει, το πνεύμα, η δύναμη και η ζωή, είναι αυτό, βάσει του οποίου πρέπει να κρίνει κανείς τον Χριστιανισμό (5). Ο Κέλσος δεν είχε αυτό το Πνεύμα, για το λόγο αυτό βρήκε στην Αγία Γραφή μόνο πράγματα που αντιστοιχούσαν στην κατώτερη θέση του. Όπως αποδεικνύει αυτό που ήδη ειπώθηκε, ο τρόπος της Εκκλησίας, δηλαδή να μη θεμελιώνεται σε λέξεις και γράμματα, βασίζεται στην υψηλή κατανόηση των μελών της, στην τιμή των πιστών της. Τους θεωρεί ως νέα δημιουργία, ως πλήρως αναμορφωμένους ανθρώπους, που χαρακτηρίζονται από μια νέα αρχή ζωή, ένα νέο πνεύμα (6, Κλήμεντος Αλεξανδρείας Στρωματείς: ιδου ποιώ καινά, ο λόγος φησίν, α οφθαλμός ουκ είδεν, ουδέ ους ήκουσεν ουδέ επί καρδίαν ανθρώπου ανέβει. Καινώ οφθλαμό, καινή ακοή, καινή καρδία, όσα ορατά και ακουστά, καταληπτά δια της πίστεως και συνέσεως, πνευματικώς λεγόντων, ακουόντων, πραττόντων των του Κυρίου μαθητών.): αυτό το πνεύμα πρέπει να κατέχει όποιος θέλει να κατανοεί τη γλώσσα του νέου πνεύματος.
§9
Πως όμως τα σκέφτηκε και τα προσδιόρισε αυτά η αρχαία Εκκλησία, πρέπει να το αναπτύξουμε.- Οι Απόστολοι κήρυξαν, αυτό που έλαβαν από τον Κύριο μέσα στον ζωντανό λόγο, εμψυχωμένοι από ένα Πνεύμα, και πάλι με ζωντανό λόγο σε όλους τους τόπους. Όπου ιδρύονταν μια κοινότητα, αφηνόταν η ίδια διδασκαλία, μέσω του ίδιου Αγίου Πνεύματος, γιατί χωρίς Αυτό, δεν είναι δυνατή η ίδρυση μιας χριστιανικής Εκκλησίας. Και έτσι έπρεπε σε ολόκληρη την Εκκλησία, μετά την επέκταση της, να αντηχήσει μια μοναδική διδασκαλία ως έκφραση της μιας εσωτερικής θρησκευτικής ζωής, σαν να ήταν η έκφραση του ενός και του αυτού Πνεύματος. Έτσι συνεχίστηκε αφού οι Απόστολοι είχαν εγκαταλείψει τις νεαρές κοινότητες. Αυτοί μπορούσαν να λείψουν, όχι όμως το Πνεύμα, το οποίο είχε επαγγελθεί και δοθεί και στους μαθητές των Αποστόλων. Σε κάθε Εκκλησία άφησαν διδασκάλους, ως συνέχεια τους και ως όργανα του αυτού Πνεύματος, οι οποίοι ήταν σε θέση να αποδώσουν με πιστότητα αυτό που τους το εμπιστεύτηκαν (β’ Τιμ. 1, 13-14 ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ' ἐμοῦ ἤκουσας, ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· 14 τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν. επίσης β’ Τιμ. 2, 1-2: Συ οὖν, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, 2 καὶ ἃ ἤκουσας παρ' ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι όπως και προς Τίτον 1, 5: Τούτου χάριν κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ, καὶ καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην,).Έτσι διαδόθηκε με τον ζωντανό λόγο η χριστιανική διδασκαλία στη πρώτη και στη δεύτερη σειρά και ούτω καθ’ εξής, ως εξολοκλήρου ίδια διδασκαλία. Οι Εκκλησίες που προήλθαν από την μια αποστολική ήταν το πιστό αντίτυπο αυτής, ως από μια κοινή μητέρα. Έτσι λέει ο Τερτυλλιανός: «Οι Απόστολοι μαρτύρησαν πρώτα στην Ιουδαία την πίστη στον Ιησού Χριστό, ίδρυσαν Εκκλησίες, και ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο: την ίδια διδασκαλία της ίδιας πίστης κήρυτταν στους λαούς. Ίδρυαν αμέσως εκκλησίες σε κάθε πόλη. Από αυτές δανείζονταν οι υπόλοιπες Εκκλησίες τις καταβολάδες της πίστεως και τον σπόρο της διδασκαλίας, και τα δανείζονταν καθημερινά, ώστε να γίνουν Εκκλησίες (1). Με τον τρόπο αυτό γίνονταν αποστολικές Εκκλησίες, καθώς ήταν παράγωγο τους. Κάθε ον, οποιουδήποτε είδους, πρέπει να κριθεί βάσει της καταγωγής του. Οι τόσες πολλές και μεγάλες Εκκλησίες είναι επομένως μια. Εκείνη δηλαδή η πρώτη, η ιδρυθείσα από τους Αποστόλους, από την οποία προέρχονται. Έτσι λοιπόν είναι όλες η πρώτη (πηγαία) και όλες αποστολική, με το να είναι μια. Όλες κηρύττουν την ενότητα» (2). Και για τον λόγο αυτό ο Ειρηναίος μπόρεσε να εκφραστεί ως εξής: «Αυτό το κήρυγμα, αυτή η διδασκαλία, την οποία έλαβε όπως είπαμε η Εκκλησία, την διαφυλάσσει με επιμέλεια, αν και είναι διασκορπισμένη σε όλο τον κόσμο, σαν να κατοικεί σε ένα σπίτι. Την πιστεύει, σαν να κηρύττει με συμφωνία μια ψυχή και μια καρδιά, διδάσκει και την μεταδίδει, σαν να είχε ένα στόμα. Είναι μεν πολλές οι γλώσσες στον κόσμο, αλλά η δύναμη της παραδόσεως είναι μια. Και ούτε οι Εκκλησίες που ιδρύθηκαν Γερμανία πιστεύουν ή παραδίδουν διαφορετικά, ούτε αυτές στην Ιβηρία, ούτε στα μέρη των Κελτών. Ούτε οι Εκκλησίες που ιδρύθηκαν στην Ανατολή, ούτε στην Αίγυπτο, ούτε στη Λιβύη, ούτε αυτές που βρίσκονται στο κέντρο του κόσμου. Αλλά όπως ο Ήλιος είναι ένας και ο αυτός σε όλον τον κόσμο, έτσι λάμπει το κήρυγμα της αληθείας, και φωτίζει όλους τους ανθρώπους, που θέλουν φτάσουν στην γνώση της» (3).
Συνεχιζεται
Ορθόδοξη ταυτότητα και πολεμική στον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και το μέλλον της Ορθόδοξης θεολογίας - BRANDON GALLAHER
Αυτό πού προτείνουμε είναι ότι, ενδεχομένως, το μέλλον τής Ορθοδοξίας δεν βρίσκεται σε ό,τι έχει καταντήσει μία κορεσμένη αντανακλαστική κίνηση πού επιδιώκει να συλλάβει απεγνωσμένα το αμιγώς ανατολικό (ΣτΜ. ορθόδοξο) φρόνημα, το οποίο είναι διαθέσιμο, κατά κάποιο τρόπο σφραγισμένο ερμητικά εναντι τής μετά το Μέγα Σχίσμα Δύσης, μέσα στους Πατέρες καί τη λειτουργική παράδοση (π.χ. η «οντολογία των Καππαδοκών», η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» καί «η πατερική εξηγητική»), διαχωρίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό της από ό,τι διαφορετικό, αλλότριο, δηλαδή δυτικό. Αντίθετα, η εκκλησιαστική ταυτότητα μπορεί να ανακαλυφθεί εάν κατορθώσουμε να κατανοήσουμε καί μέσα σε ό,τι, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει τελείως αλλότριο, ακόμη καί εχθρικό, ποιοί είμαστε. Θα μπορούσαμε τότε να ανακαλύψουμε την ανατολικο-ορθόδοξη ταυτότητά μας μέσα από μία θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δυτικό. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται όχι μόνο η δυτική Χριστιανοσύνη, αλλά κατ’ επέκταση, καί η σύγχρονη φιλοσοφία, οι μη χριστιανικές παραδόσεις καί, πολύ περισσότερο, οι επιστήμες. Συνεπώς, μπορούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό ως πράγματι Ανατολικό ή Ορθόδοξο ακριβώς μέσα από τη θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δεν είμαστε καί στο σημείο αυτό η Ορθόδοξη θεολογία θα έπραττε συνετά αν αντέστρεφε το παράδειγμα του Φλωρόφσκυ καί μέσα από την αναγνώριση του γεγονότος ότι, αναζητώντας τον εαυτό μας, εξαρτώμαστε από τον άλλο. Μέσα από αυτή την κοινή συνάντηση-αναγνώριση, ανακαλύπτουμε πραγματικά που ανήκει η καρδιά μας. «Η Ανατολή είναι η Δύση -για να παραλλάξουμε τον Kipling-, η Δύση είναι η Ανατολή καί το ζεύγος κάποτε θα σμίξει»215, με συνέπεια τα δύο μέρη να εμπλακούν σέ μία συνεχή καί δημιουργική ένταση, σέ μία ταύτιση των άκρων. Για να λάβουμε ένα παράδειγμα από την Ανατολή, αναγνωρίζουμε τον Φλωρόφκσυ ως έναν όντως ανατολικό θεολόγο, κυρίως στα σημεία που αυτός μεταλλάσσει αριστουργηματικά τον δυτικό θεολόγο Möhler στον τρόπο πού αυτός διαβάζει τούς Πατέρες. Έτσι, ο Φλωρόφσκυ, έστω κι ασυνείδητα, διαποτίζει τη νεοπατερική του σύνθεση με τον Schelling, με αποτέλεσμα να αποτελεί έναν κρυπτο-ρομαντικό, παραμένοντας, εντούτοις, απόλυτα πατερικός. Ή για να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο παράδειγμα, πού υπογραμμίζει τον εξέχοντα ρόλο του Παλαμισμού στην Ορθόδοξη θεολογία μετά απο τη δεκαετία του ’20. Κατανοούμε πληρέστερα τον Γρηγόριο Παλαμά στα σημεία κυρίως όπου χρησιμοποιεί216, το έργο του Αυγουστίνου, De Trinitate;;;. Περαιτέρω, αντιλαμβανόμαστε κατά τον πλέον οξυδερκή τρόπο τον Χρήστο Γιανναρά μόνο όταν διακρίνουμε τον μοναδικό τρόπο που μετάλλαξε τον Heidegger καί τον ρωμαιοκαθολικό περσοναλισμό υπό το πρίσμα του Παλαμά, ώστε ο ίδιος να πλησιάζει, ανεπίγνωστα, τον Αυγουστίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου