Συνέχεια από Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023
Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία
ή
Η αρχή του καθολικισμού
Στο πνεύμα των πατέρων της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων
Του Johann Adam Möhler
Τμήμα πρώτο
Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας
Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας
Κεφάλαιο 2: Η λογική ενότητα γ
§12
Αν συνοψίσουμε αυτά που μέχρι στιγμής είπαμε για την παράδοση, προκύπτει πως: αυτό που κήρυξαν οι Απόστολοι και οι διάδοχοι τους, πλήρες, προερχόμενο από την πληρότητα της αγιασμένης ψυχής, είναι το ζωντανό Ευαγγέλιο, ακριβώς εκείνο που από το ένα μέρος των πιστών εκφράστηκε ως έργο του ζωντανού Πνεύματος μέσα τους, και δια του οποίου (του Ευαγγελίου) μεταδίδεται με άριστο τρόπο η πίστη στους άλλους. Δι’ αυτού λοιπόν γίνεται γνωστή η εκκλησιαστική διαπαιδαγώγηση.
Αν η παράδοση ήταν για τους μαθητές των Αποστόλων κατ’ αρχάς ο ζωντανός, από αυτούς (Αποστόλους) εξελθών και από εκείνους επαναληφθείς λόγος, και εν μέρει (ισχύει) και για τους μαθητές εκείνων που διαπαιδαγωγήθηκαν άμεσα από τους μαθητές των Αποστόλων [στο σημείο αυτό δεν λαμβάνουμε υπόψιν το γραμμένο Ευαγγέλιο], έτσι η παράδοση που ξεκίνησε με τους Αποστόλους δεν είναι για τις επόμενες σειρές κάτι που απλώς άκουσαν, αλλά είναι ενσαρκωμένο στα σύμβολα της Εκκλησίας και στα συγγράμματα εκείνων, που έγραψαν χωρίς να διακοπεί η σειρά, από την εποχή των Αποστόλων μέχρι τις μέρες μας. Παράδοση όμως ονομάζεται και ο κάθε φορά ζωντανά μέσα στην Εκκλησία αντηχών, τα προηγούμενα συνεχίζων λόγος, και η παράδοση αυτή ενσαρκώνεται και πάλι αμέσως για το μέλλον. Η απόδειξη της (γνησιότητας) παραδόσεως δεν διεξάγεται λαμβάνοντας υπόψιν την επίκαιρη διδασκαλία μιας συγκεκριμένης σειράς, αλλά όπως οι μαθητές των Αποστόλων και οι μαθητές των μαθητών τους, αναφέρονταν μέχρι και το τελευταίο μέλος της σειράς, δηλαδή τους Αποστόλους, έτσι και τώρα, η απόδειξη της παραδόσεως πρέπει να πηγαίνει μέχρι τον καιρό των Αποστόλων. Η παράδοση λοιπόν δεν είναι κάποια αόριστη σειρά μύθων.
Αν η παράδοση είναι ο δια των αιώνων συνεχιζόμενος λόγος του θεϊκού Πνεύματος, τότε εκτός της Εκκλησίας η παράδοση κατανοείται τόσο λίγο όσο και η Γραφή.
Η παράδοση δεν πρέπει να προσφέρει καμιά απόδειξη, με την κυριολεκτική έννοια, για μια χριστιανική διδασκαλία. Όπως ο Χριστός και οι Απόστολοι δεν απέδειξαν τις διδασκαλίες τους, έτσι και η παράδοση δεν πρέπει να αποδεικνύει: προϋποθέτει την αλήθεια, την οποία πρέπει να διαπιστώσει ο καθένας. Η παράδοση πρέπει να αποδιώχνει μόνο εκείνους που θέλουν να φέρουν ξένες εξελίξεις στην Εκκλησία, και να τις χαρακτηρίσουν ως χριστιανική διδασκαλία. Για τον λόγο αυτό λένε οι πατέρες της Εκκλησίας, πως τέτοια φαινόμενα είναι νεωτερισμοί. Ο Τερτυλλιανός χρησιμοποιεί μια έκφραση δανεισμένη από την νομική γλώσσα, την παραγραφή (Präskription, με την πάροδο του χρόνου εξασφαλίζεται η κατοχή, στην προκειμένη περίπτωση), με την οποία χαρακτηρίζει την καλώς θεμελιωμένη, από τους Αποστόλους καταγόμενη κατοχή της διδασκαλίας, και την μεταγενέστερη εμφάνιση μιας αίρεσης, που θέλει κατ΄αρχάς να διδάξει τον Χριστιανισμό, λες και δεν υπήρχε πριν από αυτήν, την χαρακτηρίζει ως σφετερισμό1. Η απόδειξη που προσφέρει η παράδοση είναι μια αναφορά στη χριστιανική συνείδηση που ήταν πάντα παρούσα και εν γένει υπάρχουσα. Με τον τρόπο αυτό, δε θα δοθεί ακόμα σε άλλους, που δεν το έχουν. Οι απαιτήσεις τους όμως θα απορριφθούν. Εναντίον αυτών που δεν έχουν αυτή τη συνείδηση, αυτή την πίστη, δεν είναι δυνατή καμιά άλλη διαδικασία.
Αν η πλευρά αυτή της παράδοσης είναι στραμμένη περισσότερο προς τα έξω, έτσι μια άλλη αναφέρεται περισσότερο προς τα μέσα, δηλαδή η απόδειξη της ταυτότητας της χριστιανικής συνείδησης του καθενός από τα μέλη της ή μιας συγκεκριμένης σειράς, με τη συνείδηση ολόκληρης της Εκκλησίας. Όπως η θεϊκή δύναμη που δρα μέσα στην Εκκλησία και τη διαμορφώνει, από την αρχή και διαμέσου όλων των εποχών είναι η ίδια, και ενώνει ουσιωδώς τις τελευταίες σειρές με αυτές που έζησαν κατά τον πρώτο αιώνα, έτσι ώστε η πιστότητα μιας συγκεκριμένης σειράς και κάθε μεμονωμένου πιστού να είναι μια διαμόρφωση και επαναλαμβανόμενος σχηματισμός της αυτής θεϊκής δύναμης, και έτσι, ολόκληρη η Εκκλησία είναι ο τύπος κάθε ενός από τα μέλη της. Κάθε μέλος λοιπόν της Εκκλησίας πρέπει να συνειδητοποιήσει πως ο χαρακτήρας του είναι απεικόνιση και αποτύπωμα του όλου. Όπως μια εσωτερική ανάγκη, η αγάπη εν Χριστώ δια του Αγίου Πνεύματος, ενώνει τον μεμονωμένο πιστό με τήν σύγχρονη ολότητα των πιστών (την οποία ενότητα μπορεί να διαπιστώσει μέσω θεωρίας και εμπειρίας), έτσι η ίδια αγάπη τον συνδέει με όλες τις προηγούμενες σειρές, και ησυχάζει μόνο τότε, όταν η ταυτότητα του με αυτές καταλήγει σε μια καθαρή συνειδητοποίηση. Όπως όμως οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται την αρμονία των πνευμάτων τους έτσι ως έχουν, αλλά μόνο δια μέσου κάποιας, με κάποιο τρόπο δοθείσας έκφρασης τους, έτσι και η εξωτερική, γραπτή παράδοση, είναι το μέσο αυτής της συνεννόησης. Μέσω αυτής λοιπόν συνειδητοποιεί ο μεμονωμένος Χριστιανός, μόλις αναπτυχθεί μέσα του η ζωή της Εκκλησίας, πως η χριστιανική του συνείδηση συμφωνεί με την παντοτινή συνείδηση της Εκκλησίας, πως είναι ταυτόσημα. Πως η Εκκλησία δεν πέρασε ούτε μια στιγμή, που να διαφοροποιείται ως προς τις ουσιώδεις διατάξεις από αυτόν (τον μεμονωμένο πιστό), και αυτός είναι η αληθής, πανομοιότυπη, πιστή απεικόνιση του πάντα ίδιου και απαράλλακτου. Είναι αυτονόητο, πως όταν αναδεικνύονται συνθέσεις σε αυτόν ή σε μια ολόκληρη σειρά εξελίξεων, οι οποίες δεν βρίσκονται σε ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας, είτε θα τις πετάξει, είτε θα τις θεωρήσει ως φαινόμενα, αναλόγως του πως έχουν θεμελιωθεί, και θα τα αφήσει να υπάρχουν, αλλά δε θα μπορεί τα θεωρεί ως αποστολικές και ουσιαστικές διδασκαλίες.- Οι πιστοί όλων των εποχών καθίστανται μέσα στην παράδοση παρόντες, εμφανίζονται ως ενοποιητικά μέλη ενός όλου, μας διδάσκουν, μας τιμωρούν, μας ελέγχουν, ώστε να μην αποδεχτούμε ως αποστολική διδασκαλία κάτι το οποίο δεν έχουν προσλάβει έτσι όλοι οι πιστοί, μέχρι και τους Αποστόλους. Αντιθέτως να θεωρούμε και να πιστεύουμε όλα όσα αποτελούν την σωστή έκφραση του χριστιανικού πνεύματος, που βρίσκεται στην παράδοση ως αποστολική διδασκαλία, και φτάνει μέχρι τους Αποστόλους.
§13
Ο καθολικός, την εποχή ας πούμε του Κυπριανού, δεν πίστευε οποιαδήποτε διδασκαλία, μόνο και μόνο επειδή την πίστευαν την εποχή του Ειρηναίου, και κατά την εποχή του πιστευόταν από την Εκκλησία: με αυτή την εξωτερική πίστη, δεδομένη είναι μόνο η αρχή. Η αλήθεια μαρτυρείται από μόνη της δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος μέσα στην αρχή αυτή. Επειδή όμως το αυτό Άγιο Πνεύμα, το Οποίο ζωοποιούσε την Εκκλησία την εποχή εκείνων των ανδρών, την οποία συνεχίζει να ζωοποιεί, μαρτυρείται με τον ίδιο τρόπο και σε αυτόν (τον καθολικό), όπως και σε εκείνους. Γι’ αυτό πιστεύει, ό, τι και όλες οι χριστιανικές εποχές πριν από αυτόν. Η πίστη του δεν είναι μια πίστη στην αυθεντία, όπως του επιρρίπτουν οι σχολές των αιρετικών από τον δεύτερο αιώνα. Αλλά έχει όλη την αυθεντία για τον εαυτό του1. Η συμφωνία του με την πίστη όλων των εποχών είναι μια αναγκαία συνέπεια της ιδιαιτερότητας του Χριστιανισμού. Η ίδια αιτία δημιουργεί το ίδιο αποτέλεσμα: όλοι πιστοί έχουν μια συνείδηση, μια πίστη, γιατί την διαμορφώνει μια θεϊκή δύναμη. Αντίστροφα: μια διδασκαλία δεν είναι εσφαλμένη, επειδή εμφανίστηκε τον 3ο ή 4ο αιώνα. Αλλά γιατί, αν ήταν χριστιανική, θα έπρεπε είναι πάντα εκεί, έστω εν σπέρματι. Καθώς η χριστιανική συνείδηση, την οποία διαμορφώνει το Άγιο Πνεύμα, δεν αναδύθηκε για πρώτη φορά σε εκείνους τους αιώνες, αλλά δεν μπορεί να καταδυθεί ποτέ. Αυτό λοιπόν που αναδύεται μεταγενέστερα δεν είναι χριστιανικό, γιατί κάθε τι χριστιανικό δόθηκε ταυτόχρονα με το θεϊκό πνεύμα, το οποίο έπρεπε πάντα να εκφράζεται. Για τον λόγο αυτό ισχύει η θεμελιώδης θέση: τίποτε άλλο, εκτός από αυτό που έχει παραδοθεί. Την σωστή αντίληψη για τον Χριστό δεν είχαν ούτε οι Δοκήτες, ούτε οι Ναζαρινοί, ούτε ο Αρτεμών ούτε ο Παύλος Σαμοσάτων ή ο Πραξέας, γιατί η αντίληψη τους δεν υπήρχε πριν από αυτούς, και δε θα μπορούσε να εξαφανιστεί μαζί με αυτούς. Το Άγιο Πνεύμα δεν διδάσκει αυτό που δεν ήταν και αυτό που δεν μπορεί να γίνει. Και η δύναμη του πρέπει να ήταν ασθενής, αν μπορούσε να εκδηλωθεί ορθά μόνο στον Νοητό, και αιώνες αργότερα σε κάποιον με τις ίδιες αντιλήψεις, και κατόπιν να έμενε κατευθείαν αδύναμο. Οι απορριφθείσες, εγωιστικές αναπαραστάσεις είναι απεχθείς για την παντοτινή συνείδηση των Χριστιανών, επομένως και για κάθε μεμονωμένο πιστό. Όταν λοιπόν αυτός απορρίπτει μια διδασκαλία, αυτό συμβαίνει, επειδή η διδασκαλία αυτή αντιτίθεται στην πιστή του συνείδηση. Με το να είναι όμως αντίθετη προς τη συνείδηση του, είναι αναγκαστικά αντίθετη και προς την γενική συνείδηση, γιατί η δική του δεν μπορεί να είναι άλλη παρά αυτή, και μια απορροή της: η απόρριψη εκ μέρους του των αιρέσεων αυτών, δεν είναι μια απώθηση λόγω απλής αυθεντίας, αλλά ζωντανής πίστεως, με την οποία εκείνη είναι αναγκαστικά συνδεδεμένη. Ο απομονωμένος πιστός όμως δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει την απόρριψη κατά των ψευδοδιδασκάλων, γιατί αυτοί θα μπορούσαν να επικαλεστούν άμεσο φωτισμό ή να κάνουν χρήση του ίδιου με αυτόν δικαιώματος, εάν (για τον πιστό) δεν βρισκόταν στο πλευρό του η αδιάκοπη συνείδηση ολόκληρης της Εκκλησίας, ως ιστορική βάση. Όπως και εκείνοι, που δεν παραδέχονται την ενότητα όλων των πιστών σε όλες τις εποχές, και που δεν μπορούν να εκφράσουν κάποια διάταξη και να απορρίψουν κάποια έμπνευση ως μη χριστιανική, και όταν το κάνουν, προϋποθέτουν χωρίς συνέπεια μια απαράλλακτη χριστιανική πίστη, μια παράδοση. Με αυτή τους την ασυνέπεια όμως καθίστανται ένοχοι για αντιποίηση. Και δεν πρέπει να πάρουμε το πράγμα έτσι, λες και πρόκειται για διάφορες εκφράσεις της ίδιας εσωτερικής στάσης. Ο Χριστιανισμός δεν αποτελείται από εκφράσεις, διατυπώσεις και τρόπους του λέγειν, είναι μια εσωτερική ζωή, μια ιερή δύναμη, και όλες οι έννοιες και δόγματα, έχουν αξία, μόνο εφόσον εκφράζουν το εσωτερικό, το οποίο προϋποτίθεται ως δεδομένο. Ναι, ως έννοια που είναι πάντα περιορισμένη και ελλιπής, δεν περιλαμβάνει, ούτε περιορίζει τη ζωή, το άρρητο. Ως ζωή όμως, δεν είναι άμεσος και δεν μπορεί να στερεωθεί. Αυτό γίνεται μέσω αναπαραστάσεων με έννοιες, μέσω εκφράσεων. Επειδή όμως οι έννοιες, τα δόγματα, κτλ., είναι αναπαραστάσεις μιας συγκεκριμένης εσωτερικής ζωής, και αυτή πρέπει μέσω αυτών να στερεωθεί, δεν είναι λοιπόν αδιάφορες (οι έννοιες), αλλά ύψιστης σημασίας. Όποιος επιμένει σε εκφράσεις όπως ο Νοητός ή Αρτεμών, ο Μάνης ή ο Πελάγιος, σε αυτόν εκφράζεται ένα άλλο πνεύμα, άλλη ζωή. Και δεν απορρίπτεται λόγω διαφορετικών εκφράσεων, αλλά λόγω διαφορετικού πνεύματος. Όπως με τον Σαβέλλιο. Η περί Τριάδος διδασκαλία του δεν εκφράζει τη χριστιανική συνείδηση, στην οποία αυτός που συμφιλιώνει είναι άλλος (ως προς το πρόσωπο) από εκείνον που συμφιλιώνεται, ο διαμεσολαβητής ένας άλλος από εκείνον που μας συνδέει με τον Πατέρα. Η γνώμη του Σαβέλλιου, επίσης με πομπώδη τρόπο παρουσιασμένη, επινοήθηκε όπως και οι υπόλοιπες απορριφθείσες, για να φέρει την πίστη της Εκκλησίας σε περισσότερη αρμονία με τη διάνοια, πράγμα που δεν τα καταφέρνει. Προϋποθέτει λοιπόν μια άλλη, δεδομένη, ακατανόητη συνείδηση, η οποία την απέρριψε ως αηδιαστική, από την εποχή που αναδύθηκε (η αιρετική άποψη) και για πάντα. Η Εκκλησία δεν οικοδομήθηκε πάνω σε αυτή την περί Τριάδος διδασκαλία, ούτε πρόκειται να ποτέ να οικοδομηθεί.
Επειδή ο Χριστιανισμός θεωρείται ως μια νέα, θεϊκή ζωή, που δόθηκε στον άνθρωπο, και όχι ως νεκρή έννοια, είναι λοιπόν ικανός προς ανάπτυξη και διαμόρφωση, τα προωθητικά στοιχεία των οποίων θα εκτεθούν κατόπιν. Η ταυτότητα της συνειδήσεως της Εκκλησίας σε διάφορες στιγμές της υπάρξεως της, δεν απαιτεί μια μηχανή στάση της (συνειδήσεως): η εσωτερική ενότητα της ζωής πρέπει να διατηρηθεί, αλλιώς δε θα ήταν η ίδια χριστιανική Εκκλησία. Η ίδια όμως συνείδηση αναπτύσσεται, η ίδια ζωή εκπτύσσεται διαρκώς. Καθίσταται πιο συγκεκριμένη, όλο και πιο σαφής για τον εαυτό της. Η Εκκλησία φτάνει στην ηλικία Χριστού. Οι διαμορφώσεις αυτές είναι πραγματικές αναπτύξεις της ζωής της Εκκλησίας, και η παράδοση εμπεριέχει αυτές τις βαθμιαίες εκπτύξεις των ανώτερων σπερμάτων της ζωής, διατηρώντας την εσωτερική ενότητα της ζωής. Οι αναπτύξεις αυτές της ζωής αναδύονται ήδη στον Παύλο ξεκάθαρα, συνεχίζονται στον Ιωάννη, όπως και στους πρώτους αιώνες, και εμφανίζονται με θαυμάσια άνθηση στις μεγάλες συνόδους.
§12
Αν συνοψίσουμε αυτά που μέχρι στιγμής είπαμε για την παράδοση, προκύπτει πως: αυτό που κήρυξαν οι Απόστολοι και οι διάδοχοι τους, πλήρες, προερχόμενο από την πληρότητα της αγιασμένης ψυχής, είναι το ζωντανό Ευαγγέλιο, ακριβώς εκείνο που από το ένα μέρος των πιστών εκφράστηκε ως έργο του ζωντανού Πνεύματος μέσα τους, και δια του οποίου (του Ευαγγελίου) μεταδίδεται με άριστο τρόπο η πίστη στους άλλους. Δι’ αυτού λοιπόν γίνεται γνωστή η εκκλησιαστική διαπαιδαγώγηση.
Αν η παράδοση ήταν για τους μαθητές των Αποστόλων κατ’ αρχάς ο ζωντανός, από αυτούς (Αποστόλους) εξελθών και από εκείνους επαναληφθείς λόγος, και εν μέρει (ισχύει) και για τους μαθητές εκείνων που διαπαιδαγωγήθηκαν άμεσα από τους μαθητές των Αποστόλων [στο σημείο αυτό δεν λαμβάνουμε υπόψιν το γραμμένο Ευαγγέλιο], έτσι η παράδοση που ξεκίνησε με τους Αποστόλους δεν είναι για τις επόμενες σειρές κάτι που απλώς άκουσαν, αλλά είναι ενσαρκωμένο στα σύμβολα της Εκκλησίας και στα συγγράμματα εκείνων, που έγραψαν χωρίς να διακοπεί η σειρά, από την εποχή των Αποστόλων μέχρι τις μέρες μας. Παράδοση όμως ονομάζεται και ο κάθε φορά ζωντανά μέσα στην Εκκλησία αντηχών, τα προηγούμενα συνεχίζων λόγος, και η παράδοση αυτή ενσαρκώνεται και πάλι αμέσως για το μέλλον. Η απόδειξη της (γνησιότητας) παραδόσεως δεν διεξάγεται λαμβάνοντας υπόψιν την επίκαιρη διδασκαλία μιας συγκεκριμένης σειράς, αλλά όπως οι μαθητές των Αποστόλων και οι μαθητές των μαθητών τους, αναφέρονταν μέχρι και το τελευταίο μέλος της σειράς, δηλαδή τους Αποστόλους, έτσι και τώρα, η απόδειξη της παραδόσεως πρέπει να πηγαίνει μέχρι τον καιρό των Αποστόλων. Η παράδοση λοιπόν δεν είναι κάποια αόριστη σειρά μύθων.
Αν η παράδοση είναι ο δια των αιώνων συνεχιζόμενος λόγος του θεϊκού Πνεύματος, τότε εκτός της Εκκλησίας η παράδοση κατανοείται τόσο λίγο όσο και η Γραφή.
Η παράδοση δεν πρέπει να προσφέρει καμιά απόδειξη, με την κυριολεκτική έννοια, για μια χριστιανική διδασκαλία. Όπως ο Χριστός και οι Απόστολοι δεν απέδειξαν τις διδασκαλίες τους, έτσι και η παράδοση δεν πρέπει να αποδεικνύει: προϋποθέτει την αλήθεια, την οποία πρέπει να διαπιστώσει ο καθένας. Η παράδοση πρέπει να αποδιώχνει μόνο εκείνους που θέλουν να φέρουν ξένες εξελίξεις στην Εκκλησία, και να τις χαρακτηρίσουν ως χριστιανική διδασκαλία. Για τον λόγο αυτό λένε οι πατέρες της Εκκλησίας, πως τέτοια φαινόμενα είναι νεωτερισμοί. Ο Τερτυλλιανός χρησιμοποιεί μια έκφραση δανεισμένη από την νομική γλώσσα, την παραγραφή (Präskription, με την πάροδο του χρόνου εξασφαλίζεται η κατοχή, στην προκειμένη περίπτωση), με την οποία χαρακτηρίζει την καλώς θεμελιωμένη, από τους Αποστόλους καταγόμενη κατοχή της διδασκαλίας, και την μεταγενέστερη εμφάνιση μιας αίρεσης, που θέλει κατ΄αρχάς να διδάξει τον Χριστιανισμό, λες και δεν υπήρχε πριν από αυτήν, την χαρακτηρίζει ως σφετερισμό1. Η απόδειξη που προσφέρει η παράδοση είναι μια αναφορά στη χριστιανική συνείδηση που ήταν πάντα παρούσα και εν γένει υπάρχουσα. Με τον τρόπο αυτό, δε θα δοθεί ακόμα σε άλλους, που δεν το έχουν. Οι απαιτήσεις τους όμως θα απορριφθούν. Εναντίον αυτών που δεν έχουν αυτή τη συνείδηση, αυτή την πίστη, δεν είναι δυνατή καμιά άλλη διαδικασία.
Αν η πλευρά αυτή της παράδοσης είναι στραμμένη περισσότερο προς τα έξω, έτσι μια άλλη αναφέρεται περισσότερο προς τα μέσα, δηλαδή η απόδειξη της ταυτότητας της χριστιανικής συνείδησης του καθενός από τα μέλη της ή μιας συγκεκριμένης σειράς, με τη συνείδηση ολόκληρης της Εκκλησίας. Όπως η θεϊκή δύναμη που δρα μέσα στην Εκκλησία και τη διαμορφώνει, από την αρχή και διαμέσου όλων των εποχών είναι η ίδια, και ενώνει ουσιωδώς τις τελευταίες σειρές με αυτές που έζησαν κατά τον πρώτο αιώνα, έτσι ώστε η πιστότητα μιας συγκεκριμένης σειράς και κάθε μεμονωμένου πιστού να είναι μια διαμόρφωση και επαναλαμβανόμενος σχηματισμός της αυτής θεϊκής δύναμης, και έτσι, ολόκληρη η Εκκλησία είναι ο τύπος κάθε ενός από τα μέλη της. Κάθε μέλος λοιπόν της Εκκλησίας πρέπει να συνειδητοποιήσει πως ο χαρακτήρας του είναι απεικόνιση και αποτύπωμα του όλου. Όπως μια εσωτερική ανάγκη, η αγάπη εν Χριστώ δια του Αγίου Πνεύματος, ενώνει τον μεμονωμένο πιστό με τήν σύγχρονη ολότητα των πιστών (την οποία ενότητα μπορεί να διαπιστώσει μέσω θεωρίας και εμπειρίας), έτσι η ίδια αγάπη τον συνδέει με όλες τις προηγούμενες σειρές, και ησυχάζει μόνο τότε, όταν η ταυτότητα του με αυτές καταλήγει σε μια καθαρή συνειδητοποίηση. Όπως όμως οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται την αρμονία των πνευμάτων τους έτσι ως έχουν, αλλά μόνο δια μέσου κάποιας, με κάποιο τρόπο δοθείσας έκφρασης τους, έτσι και η εξωτερική, γραπτή παράδοση, είναι το μέσο αυτής της συνεννόησης. Μέσω αυτής λοιπόν συνειδητοποιεί ο μεμονωμένος Χριστιανός, μόλις αναπτυχθεί μέσα του η ζωή της Εκκλησίας, πως η χριστιανική του συνείδηση συμφωνεί με την παντοτινή συνείδηση της Εκκλησίας, πως είναι ταυτόσημα. Πως η Εκκλησία δεν πέρασε ούτε μια στιγμή, που να διαφοροποιείται ως προς τις ουσιώδεις διατάξεις από αυτόν (τον μεμονωμένο πιστό), και αυτός είναι η αληθής, πανομοιότυπη, πιστή απεικόνιση του πάντα ίδιου και απαράλλακτου. Είναι αυτονόητο, πως όταν αναδεικνύονται συνθέσεις σε αυτόν ή σε μια ολόκληρη σειρά εξελίξεων, οι οποίες δεν βρίσκονται σε ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας, είτε θα τις πετάξει, είτε θα τις θεωρήσει ως φαινόμενα, αναλόγως του πως έχουν θεμελιωθεί, και θα τα αφήσει να υπάρχουν, αλλά δε θα μπορεί τα θεωρεί ως αποστολικές και ουσιαστικές διδασκαλίες.- Οι πιστοί όλων των εποχών καθίστανται μέσα στην παράδοση παρόντες, εμφανίζονται ως ενοποιητικά μέλη ενός όλου, μας διδάσκουν, μας τιμωρούν, μας ελέγχουν, ώστε να μην αποδεχτούμε ως αποστολική διδασκαλία κάτι το οποίο δεν έχουν προσλάβει έτσι όλοι οι πιστοί, μέχρι και τους Αποστόλους. Αντιθέτως να θεωρούμε και να πιστεύουμε όλα όσα αποτελούν την σωστή έκφραση του χριστιανικού πνεύματος, που βρίσκεται στην παράδοση ως αποστολική διδασκαλία, και φτάνει μέχρι τους Αποστόλους.
§13
Ο καθολικός, την εποχή ας πούμε του Κυπριανού, δεν πίστευε οποιαδήποτε διδασκαλία, μόνο και μόνο επειδή την πίστευαν την εποχή του Ειρηναίου, και κατά την εποχή του πιστευόταν από την Εκκλησία: με αυτή την εξωτερική πίστη, δεδομένη είναι μόνο η αρχή. Η αλήθεια μαρτυρείται από μόνη της δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος μέσα στην αρχή αυτή. Επειδή όμως το αυτό Άγιο Πνεύμα, το Οποίο ζωοποιούσε την Εκκλησία την εποχή εκείνων των ανδρών, την οποία συνεχίζει να ζωοποιεί, μαρτυρείται με τον ίδιο τρόπο και σε αυτόν (τον καθολικό), όπως και σε εκείνους. Γι’ αυτό πιστεύει, ό, τι και όλες οι χριστιανικές εποχές πριν από αυτόν. Η πίστη του δεν είναι μια πίστη στην αυθεντία, όπως του επιρρίπτουν οι σχολές των αιρετικών από τον δεύτερο αιώνα. Αλλά έχει όλη την αυθεντία για τον εαυτό του1. Η συμφωνία του με την πίστη όλων των εποχών είναι μια αναγκαία συνέπεια της ιδιαιτερότητας του Χριστιανισμού. Η ίδια αιτία δημιουργεί το ίδιο αποτέλεσμα: όλοι πιστοί έχουν μια συνείδηση, μια πίστη, γιατί την διαμορφώνει μια θεϊκή δύναμη. Αντίστροφα: μια διδασκαλία δεν είναι εσφαλμένη, επειδή εμφανίστηκε τον 3ο ή 4ο αιώνα. Αλλά γιατί, αν ήταν χριστιανική, θα έπρεπε είναι πάντα εκεί, έστω εν σπέρματι. Καθώς η χριστιανική συνείδηση, την οποία διαμορφώνει το Άγιο Πνεύμα, δεν αναδύθηκε για πρώτη φορά σε εκείνους τους αιώνες, αλλά δεν μπορεί να καταδυθεί ποτέ. Αυτό λοιπόν που αναδύεται μεταγενέστερα δεν είναι χριστιανικό, γιατί κάθε τι χριστιανικό δόθηκε ταυτόχρονα με το θεϊκό πνεύμα, το οποίο έπρεπε πάντα να εκφράζεται. Για τον λόγο αυτό ισχύει η θεμελιώδης θέση: τίποτε άλλο, εκτός από αυτό που έχει παραδοθεί. Την σωστή αντίληψη για τον Χριστό δεν είχαν ούτε οι Δοκήτες, ούτε οι Ναζαρινοί, ούτε ο Αρτεμών ούτε ο Παύλος Σαμοσάτων ή ο Πραξέας, γιατί η αντίληψη τους δεν υπήρχε πριν από αυτούς, και δε θα μπορούσε να εξαφανιστεί μαζί με αυτούς. Το Άγιο Πνεύμα δεν διδάσκει αυτό που δεν ήταν και αυτό που δεν μπορεί να γίνει. Και η δύναμη του πρέπει να ήταν ασθενής, αν μπορούσε να εκδηλωθεί ορθά μόνο στον Νοητό, και αιώνες αργότερα σε κάποιον με τις ίδιες αντιλήψεις, και κατόπιν να έμενε κατευθείαν αδύναμο. Οι απορριφθείσες, εγωιστικές αναπαραστάσεις είναι απεχθείς για την παντοτινή συνείδηση των Χριστιανών, επομένως και για κάθε μεμονωμένο πιστό. Όταν λοιπόν αυτός απορρίπτει μια διδασκαλία, αυτό συμβαίνει, επειδή η διδασκαλία αυτή αντιτίθεται στην πιστή του συνείδηση. Με το να είναι όμως αντίθετη προς τη συνείδηση του, είναι αναγκαστικά αντίθετη και προς την γενική συνείδηση, γιατί η δική του δεν μπορεί να είναι άλλη παρά αυτή, και μια απορροή της: η απόρριψη εκ μέρους του των αιρέσεων αυτών, δεν είναι μια απώθηση λόγω απλής αυθεντίας, αλλά ζωντανής πίστεως, με την οποία εκείνη είναι αναγκαστικά συνδεδεμένη. Ο απομονωμένος πιστός όμως δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει την απόρριψη κατά των ψευδοδιδασκάλων, γιατί αυτοί θα μπορούσαν να επικαλεστούν άμεσο φωτισμό ή να κάνουν χρήση του ίδιου με αυτόν δικαιώματος, εάν (για τον πιστό) δεν βρισκόταν στο πλευρό του η αδιάκοπη συνείδηση ολόκληρης της Εκκλησίας, ως ιστορική βάση. Όπως και εκείνοι, που δεν παραδέχονται την ενότητα όλων των πιστών σε όλες τις εποχές, και που δεν μπορούν να εκφράσουν κάποια διάταξη και να απορρίψουν κάποια έμπνευση ως μη χριστιανική, και όταν το κάνουν, προϋποθέτουν χωρίς συνέπεια μια απαράλλακτη χριστιανική πίστη, μια παράδοση. Με αυτή τους την ασυνέπεια όμως καθίστανται ένοχοι για αντιποίηση. Και δεν πρέπει να πάρουμε το πράγμα έτσι, λες και πρόκειται για διάφορες εκφράσεις της ίδιας εσωτερικής στάσης. Ο Χριστιανισμός δεν αποτελείται από εκφράσεις, διατυπώσεις και τρόπους του λέγειν, είναι μια εσωτερική ζωή, μια ιερή δύναμη, και όλες οι έννοιες και δόγματα, έχουν αξία, μόνο εφόσον εκφράζουν το εσωτερικό, το οποίο προϋποτίθεται ως δεδομένο. Ναι, ως έννοια που είναι πάντα περιορισμένη και ελλιπής, δεν περιλαμβάνει, ούτε περιορίζει τη ζωή, το άρρητο. Ως ζωή όμως, δεν είναι άμεσος και δεν μπορεί να στερεωθεί. Αυτό γίνεται μέσω αναπαραστάσεων με έννοιες, μέσω εκφράσεων. Επειδή όμως οι έννοιες, τα δόγματα, κτλ., είναι αναπαραστάσεις μιας συγκεκριμένης εσωτερικής ζωής, και αυτή πρέπει μέσω αυτών να στερεωθεί, δεν είναι λοιπόν αδιάφορες (οι έννοιες), αλλά ύψιστης σημασίας. Όποιος επιμένει σε εκφράσεις όπως ο Νοητός ή Αρτεμών, ο Μάνης ή ο Πελάγιος, σε αυτόν εκφράζεται ένα άλλο πνεύμα, άλλη ζωή. Και δεν απορρίπτεται λόγω διαφορετικών εκφράσεων, αλλά λόγω διαφορετικού πνεύματος. Όπως με τον Σαβέλλιο. Η περί Τριάδος διδασκαλία του δεν εκφράζει τη χριστιανική συνείδηση, στην οποία αυτός που συμφιλιώνει είναι άλλος (ως προς το πρόσωπο) από εκείνον που συμφιλιώνεται, ο διαμεσολαβητής ένας άλλος από εκείνον που μας συνδέει με τον Πατέρα. Η γνώμη του Σαβέλλιου, επίσης με πομπώδη τρόπο παρουσιασμένη, επινοήθηκε όπως και οι υπόλοιπες απορριφθείσες, για να φέρει την πίστη της Εκκλησίας σε περισσότερη αρμονία με τη διάνοια, πράγμα που δεν τα καταφέρνει. Προϋποθέτει λοιπόν μια άλλη, δεδομένη, ακατανόητη συνείδηση, η οποία την απέρριψε ως αηδιαστική, από την εποχή που αναδύθηκε (η αιρετική άποψη) και για πάντα. Η Εκκλησία δεν οικοδομήθηκε πάνω σε αυτή την περί Τριάδος διδασκαλία, ούτε πρόκειται να ποτέ να οικοδομηθεί.
Επειδή ο Χριστιανισμός θεωρείται ως μια νέα, θεϊκή ζωή, που δόθηκε στον άνθρωπο, και όχι ως νεκρή έννοια, είναι λοιπόν ικανός προς ανάπτυξη και διαμόρφωση, τα προωθητικά στοιχεία των οποίων θα εκτεθούν κατόπιν. Η ταυτότητα της συνειδήσεως της Εκκλησίας σε διάφορες στιγμές της υπάρξεως της, δεν απαιτεί μια μηχανή στάση της (συνειδήσεως): η εσωτερική ενότητα της ζωής πρέπει να διατηρηθεί, αλλιώς δε θα ήταν η ίδια χριστιανική Εκκλησία. Η ίδια όμως συνείδηση αναπτύσσεται, η ίδια ζωή εκπτύσσεται διαρκώς. Καθίσταται πιο συγκεκριμένη, όλο και πιο σαφής για τον εαυτό της. Η Εκκλησία φτάνει στην ηλικία Χριστού. Οι διαμορφώσεις αυτές είναι πραγματικές αναπτύξεις της ζωής της Εκκλησίας, και η παράδοση εμπεριέχει αυτές τις βαθμιαίες εκπτύξεις των ανώτερων σπερμάτων της ζωής, διατηρώντας την εσωτερική ενότητα της ζωής. Οι αναπτύξεις αυτές της ζωής αναδύονται ήδη στον Παύλο ξεκάθαρα, συνεχίζονται στον Ιωάννη, όπως και στους πρώτους αιώνες, και εμφανίζονται με θαυμάσια άνθηση στις μεγάλες συνόδους.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου