.
ΑνάλυσηΌπως πολύ σωστά λέγεται, αλλά ελάχιστοι συνειδητοποιούν το βαθύτερο νόημα του, ο πολυδιαφημισμένος πλουραλισμός των δημοκρατικών πολιτευμάτων μετατρέπεται σε πρόβλημα, ακριβώς εκεί που αποτρέπει τα σοβαρά επιχειρήματα για ένα θέμα – επειδή όλοι θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να έχουν δίκιο. Παράδειγμα εδώ είναι το ζήτημα του πληθωρισμού, όπου εάν οι πολιτικοί δεν αντιδράσουν κατάλληλα, έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει πολλές χώρες και περιοχές του πλανήτη δεκαετίες πίσω – ειδικά μετά το σοκ της πανδημίας που δεν έχει ακόμη αφομοιωθεί.
Ειδικότερα, για περίπου δύο δεκαετίες η Δύση προβληματιζόταν – αναρωτιόταν καλύτερα γιατί τα ποσοστά του πληθωρισμού είναι τόσο χαμηλά, φοβούμενη ακόμη και τον αποπληθωρισμό: μία πολύ σοβαρή οικονομική ασθένεια σε εποχές υπερχρέωσης, αφού αυξάνει τα χρέη και οδηγεί σε μαζικές πτωχεύσεις (ανάλυση).
Εν προκειμένω, οι κεντρικές τράπεζες αγωνίσθηκαν για να αποφύγουν τον αποπληθωρισμό, πλημμυρίζοντας τις αγορές με φθηνή ρευστότητα – δηλαδή, με μηδενικά ή/και με αρνητικά επιτόκια. Δυστυχώς όμως δεν αναζήτησε κανείς τη βασική αιτία, λόγω της οποίας οι οικονομίες κινδύνευαν να βυθιστούν σε αποπληθωρισμό – παρά το ότι υπήρχε μία απλή εξήγηση που υποστηρίχθηκε μεν σωστά και εμπειρικά από ορισμένους, αλλά κανένας δεν ήθελε να την ακούσει.
Η αιτία αυτή δεν ήταν άλλη από τη μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων – όπου το μερίδιο των μισθών των εργαζομένων στο συνολικό παραγόμενο προϊόν γινόταν συνεχώς χαμηλότερο (οπότε μειωνόταν η κατανάλωση τους), ενώ των κερδών των επιχειρήσεων υψηλότερο. Η διαστρέβλωση δε αυτή οφειλόταν στην «ευελιξία» των αγορών εργασίας – η οποία ευρίσκεται πολύ ψηλά στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα.
Μέσω αυτής της «απελευθέρωσης» ή «ευελιξίας», σε κάποιες περιπτώσεις με την πλήρη κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, ασκήθηκαν πιέσεις στους μισθούς – ενώ τα συνδικάτα δεν μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν, επειδή η ανεργία ήταν υψηλή και ως εκ τούτου η προθυμία των μελών τους να αγωνισθούν πολύ χαμηλή. Τα εν λόγω συνδικάτα δεν ήθελαν βέβαια να ακούσουν αυτήν την απλή εξήγηση – επειδή, εάν το έκαναν, θα ήταν υποχρεωμένα να παραδεχθούν πως ήταν αυτά που υπέγραψαν τις συμβάσεις. Συμβάσεις που δεν οδήγησαν τελικά σε αυξημένες θέσεις εργασίας στην ΕΕ – αλλά στην πτώση των πραγματικών μισθών, οπότε των τιμών.
Από την άλλη πλευρά, οι εργοδότες απέρριψαν με τη σειρά τους αυτήν την απλή ερμηνεία – επειδή, κατά τη φαντασία τους φυσικά, η χαμηλότερη άνοδος ή η μείωση των μισθών, δημιουργεί αμέσως νέες θέσεις εργασίας και αποκλείει την πιθανότητα να έχουν κάποια σχέση οι μισθοί με τις τιμές. Τέλος, οι «καθεστωτικοί» οικονομολόγοι δεν ήθελαν να παραδεχθούν πως οι τιμές των προϊόντων είχαν κάποια σχέση με τους μισθούς των εργαζομένων – επειδή, σε μία τέτοια περίπτωση, το όμορφο μοντέλο της αγοράς εργασίας τους θα ήταν πλέον για τα σκουπίδια.
Συμπερασματικά λοιπόν, οι «υπνοβάτες» στα θέματα του αποπληθωρισμού και των μηδενικών επιτοκίων σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, ξύπνησαν μόνο όταν οι τιμές αυξήθηκαν ξαφνικά, μετά τα μέσα περίπου του 2021 – προσπαθώντας όμως να ερμηνεύσουν το φαινόμενο με τρόπους που τους βόλευαν. Έτσι, «ενοχοποίησαν» εν πρώτοις τη φθηνή ρευστότητα που παρείχαν στις αγορές οι κεντρικές τράπεζες – τα πολλά χρήματα δηλαδή με μηδενικά ή/και με αρνητικά επιτόκια.
Εξέλιξη των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών
Εν τούτοις, η ερμηνεία αυτή δεν ήταν καλή ως εξήγηση για τις ξαφνικές αλλαγές των τιμών – επειδή τα χρήματα αυτά υπήρχαν από πολλά χρόνια πριν, χωρίς να έχουν οδηγήσει στην άνοδο των τιμών. Ξεκάθαρο παράδειγμα εδώ το μέγεθος των Ισολογισμών της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, καθώς επίσης της Τράπεζας της Ιαπωνίας, ως προς το ΑΕΠ των χωρών τους (γράφημα) – το οποίο είναι κατά πολύ υψηλότερο όλων των υπολοίπων.
Εξέλιξη των τιμών στις χώρες των κεντρικών τραπεζών (EWU η Ευρωζώνη).
Όπως φαίνεται από το γράφημα, ακόμη και με έτος βάσης το 2006, οι τιμές των προϊόντων στις δύο αυτές χώρες παρέμειναν χαμηλές, παρά την εκρηκτική άνοδο της ποσότητας χρήματος – με αποτέλεσμα να αναφέρεται κανείς στην κατάρριψη του κανόνα του υπερπληθωρισμού (ανάλυση) και στο νομισματικό πείραμα της Ελβετίας (ανάλυση).
Εκτός αυτού, η απότομη μετάβαση από τον αποπληθωρισμό στον πληθωρισμό, ιδιαίτερα εκρηκτική στην Ελλάδα, δεν είχε σχέση ούτε με τους μισθούς – επειδή, τουλάχιστον στην ΕΕ, θα εξακολουθήσουν να εξελίσσονται με πολύ μέτριους ρυθμούς και το 2022. Μεταξύ άλλων στη Γερμανία, όπου προβλέπεται η μείωση των πραγματικών μισθών (=ονομαστικοί μείον τον πληθωρισμό) κατά 2,9% το 2022 (πηγή) – οπότε δεν υπάρχει θέμα λειτουργίας του σπιράλ «μισθών-τιμών- μισθών» (ανάλυση).
Εάν τώρα η άνοδος των τιμών δεν οφειλόταν στην ποσότητα χρήματος των κεντρικών τραπεζών, ούτε στην άνοδο των μισθών, ενώ έχει ξεκινήσει πριν από τον πόλεμο της Ουκρανίας, τότε θα έπρεπε να συνέβη κάτι νέο που να την αιτιολογεί – κάτι που δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να βρεθεί, αφού υπήρξαν αναμφίβολα ορισμένες συγκλονιστικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία.
Για παράδειγμα, οι διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες λόγω της πανδημίας και των lockdowns, οι πραγματικές ελλείψεις αγαθών και η κερδοσκοπία στα εμπορεύματα (ανάλυση) – όπου όμως σήμερα οι περισσότερες από τις τιμές αυτών των εμπορευμάτων έχουν κορυφωθεί, με ορισμένες να έχουν πέσει και με κάποιες άλλες να έχουν υποχωρήσει σχεδόν στα επίπεδα που ευρισκόταν πριν από το σοκ (στις ΗΠΑ έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο η μείωση της ταχύτητας κυκλοφορίας των χρημάτων, ενώ γενικότερα στη Δύση η παγκοσμιοποίηση – κάτι που έχουμε ήδη αναλύσει στο παρελθόν).
Ο πληθωρισμός και ο ρυθμός ανάπτυξης
Συνεχίζοντας, οφείλουμε να γνωρίζουμε πως ο πληθωρισμός σημαίνει πάντοτε ρυθμό ανάπτυξης – καθώς επίσης πως η υπερχρεωμένη Ελλάδα ήταν η 4η χώρα στον πλανήτη, όσον αφορά τα δημοσιονομικά μέτρα που δρομολόγησε τη διετία 2020 και 2021, μετά την Ιταλία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία, ύψους 29,5% του ΑΕΠ της (πηγή). Με κριτήριο δε το ότι, η άνοδος των τιμών στην Ελλάδα ήταν διπλάσια από το μέσον όρο της Ευρωζώνης (από αποπληθωρισμό -2% σε πληθωρισμό της τάξης του 12%), ο ρυθμός ανάκαμψης της οικονομίας της ύψους 8,3% το 2021, μετά από ύφεση 9% το 2020 και ανάπτυξης 7% το πρώτο τρίμηνο του 2022, ήταν μάλλον αναιμικός – ειδικά εάν προσθέσει εδώ κανείς τα τεράστια πακέτα στήριξης.
Μία ανάπτυξη βέβαια που στηρίζεται στην κατανάλωση με δανεικά, όπως τη δεκαετία πριν το 2009, δεν έχει ποτέ καλό τέλος – ενώ όταν συνοδεύεται από δίδυμα ελλείμματα και δίδυμα χρέη, είναι δυστυχώς καταστροφική. Δεν έχει δε απολύτως κανένα νόημα, όταν εκτοξεύεται το εμπορικό μας έλλειμμα στα ύψη – αφού οι εισαγωγές είναι υψηλότερες των εξαγωγών, εξαιτίας της αποψίλωσης του παραγωγικού μας ιστού.
Εξέλιξη του εξωτερικού μας χρέους (μπλε στήλες, αριστερή κάθετος) και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μας (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος)
Θα μπορούσε να το προσομοιάσει κανείς με μία εταιρία που όσο αυξάνεται ο τζίρος της, αυξάνονται οι ζημίες της – κάτι που προφανώς δεν θα επιδίωκε κανένας επιχειρηματίας. Τα τουριστικά μας έσοδα άλλωστε που στηρίζουν το ισοζύγιο εξωτερικών μας συναλλαγών, δεν είναι αρκετά για να καλύψουν το εμπορικό έλλειμμα – με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την εκρηκτική άνοδο του εξωτερικού μας χρέους στα 565 δις € το πρώτο τρίμηνο του 2022 (γράφημα).
Όσον αφορά δε την πληθωριστική μείωση του χρέους, την άνοδο των δημοσίων εσόδων λόγω του πληθωρισμού, τη χρηματοπιστωτική καταστολή (ανάλυση), όπου οι καταθέτες πληρώνουν έμμεσα μεγάλο μέρος των χρεών κλπ. είναι διαφορετικά θέματα – στα οποία έχουμε ήδη αναφερθεί.
Εξέλιξη του πληθωρισμού
Γενικότερα τώρα, το επίπεδο των τιμών μπορεί να είναι και να παραμείνει σημαντικά υψηλότερο μετά από ένα τέτοιο «πληθωριστικό σοκ», αλλά ο ρυθμός του πληθωρισμού, η αλλαγή δηλαδή στο επίπεδο των τιμών, μπορεί εύκολα να μηδενισθεί – ή ακόμη και να μετατραπεί σε αρνητικό. Εύλογα, αφού κάθε φορά ο ρυθμός της ανόδου των τιμών συγκρίνεται με την αντίστοιχη των μηνών του προηγουμένου έτους – οπότε εάν, για παράδειγμα, συγκρίνουμε τον πληθωρισμό τον Ιούνιο του 2022 στην Ελλάδα (12,1%) με τον Ιούνιο του 2023, ασφαλώς δεν θα διαπιστωθεί μία αντίστοιχη άνοδος, όπως τον Ιούνιο του 2022 σε σχέση με αυτόν του 2021 (1%, γράφημα). Λογικά λοιπόν ο ρυθμός του πληθωρισμού στην Ελλάδα υποχωρεί ήδη – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως μειώνονται οι τιμές, όπως σίγουρα θα ισχυρισθεί δημαγωγικά η κυβέρνηση, θεωρώντας πως απευθύνεται σε οικονομικά αδαείς.
Προκειμένου τώρα να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι, ο ρυθμός του πληθωρισμού θα παραμείνει υψηλός, θα πρέπει να υποθέσει πως σύντομα θα επανέλθουν κλυδωνισμοί του ιδίου μεγέθους, με αυτούς που έχουν προηγηθεί – κάτι που είναι ασφαλώς μία παράλογη υπόθεση, αφού η φύση τέτοιων κραδασμών είναι τέτοια που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει. Θα συνέβαινε μόνο εάν θα υπήρχε ξανά έξαρση της πανδημίας, lockdowns, ανάλογα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, αντίστοιχη κερδοσκοπία κοκ. – γεγονότα που προφανώς είναι απρόβλεπτα.
Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα που προκύπτει ως αποτέλεσμα των παραπάνω συνειρμών, είναι απόλυτα λογικό – το ότι δηλαδή είμαστε αντιμέτωποι πια με προσωρινές αυξήσεις των τιμών, ακόμη και αν υπάρξει άνοδος του κόστους του φυσικού αερίου το Φθινόπωρο. Ακόμη και τότε, κάτι που θεωρείται μάλλον απίθανο, δεν θα αλλάξει το γεγονός ότι, η επίδραση τους θα είναι προσωρινή – οπότε το επίπεδο των τιμών το 2023 θα είναι μεν υψηλότερο από αυτό του 2022, αλλά δεν θα υπάρξουν αυξήσεις αναλόγου μεγέθους, εκτός εάν μεσολαβήσουν νέα αρνητικά γεγονότα.
Εν προκειμένω, η σωστή οικονομική πολιτική όσον αφορά τους εργοδότες, θα ήταν οι εφάπαξ πληρωμές προς τους εργαζομένους, για να αντισταθμισθεί η άνοδος των τιμών – ενώ, εκ μέρους του κράτους, η επίσης εφάπαξ ελάφρυνση για τους χαμηλοσυνταξιούχους ή/και τις υπόλοιπες αδύναμες εισοδηματικές τάξεις. Έτσι δεν θα υπήρχε φόβος να τεθεί σε λειτουργία το σπιράλ «μισθών-τιμών-μισθών», η κατάληξη του οποίου είναι ο διαρκής πληθωρισμός – κάτι που θα αναλύσουμε παρακάτω.
Τα εργατικά συνδικάτα
Περαιτέρω, ο βασικός συντελεστής όσον αφορά τη μελλοντική διαμόρφωση του πληθωρισμού, είναι η στάση των εργατικών συνδικάτων – όπου είναι καλύτερα να πάρουμε ως παράδειγμα τη Γερμανία, αφού στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτα, ενώ πιθανότατα χειραγωγούνται οι ηγεσίες τους με τις γνωστές μεθοδεύσεις. Εν προκειμένω, ο πρόεδρος ενός εκ των μεγαλυτέρων γερμανικών συνδικάτων, της ver.di, είπε τα εξής:
«…έχουμε να κάνουμε με τιμές που είναι αναμενόμενο να αυξάνονται μακροπρόθεσμα – οπότε πρέπει να αποζημιωθούν με μόνιμα ανάλογα υψηλότερους μισθούς. Οτιδήποτε άλλο θα οδηγήσει τελικά στην απώλεια των πραγματικών μισθών. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο εισερχόμαστε στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για τους μισθούς, με σαφή στόχο να εξισορροπήσουμε την αυξητική τάση των τιμών με την αύξηση των μισθών» (πηγή).
Ο ίδιος, σε μία συνέντευξη του που αφορούσε ξανά τις διεκδικήσεις του συνδικάτου του, ανέφερε τα παρακάτω:
«Πρέπει να υποθέσουμε αυτή τη στιγμή μία αύξηση των τιμών κατά 8% εφέτος και μία άλλη αύξηση κατά 5% την επόμενη χρονιά. Αυτή είναι η πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι. Κανένας δεν πιστεύει πως οι τιμές θα πέσουν ξανά. Χρειαζόμαστε μόνιμα υψηλούς μισθούς. Οι εφάπαξ πληρωμές δεν αρκούν» (πηγή).
Σύμφωνα με τον ίδιο, στους κλάδους των υπηρεσιών το υψηλότερο ενεργειακό κόστος μετακυλίεται συνήθως πλήρως στους πελάτες – ενώ πολλές εταιρίες εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία, προσθέτοντας κάτι περισσότερο στις τιμές. Ως εκ τούτου, δεν βλέπει κανένα λόγο για να μην αυξηθούν οι μισθοί.
Με βάση τώρα τις παραπάνω δηλώσεις του Γερμανού, παρά το ότι δεν υπάρχει κάτι που να τεκμηριώνει μόνιμα ανοδικές τιμές, αφού όλα όσα γνωρίζουμε είναι προσωρινά, εάν τα συνδικάτα βασίσουν τις διεκδικήσεις τους σε τέτοιες «αναλύσεις», τότε θα υπάρξει μία μόνιμη αύξηση των τιμών – με δεδομένο το ότι, το κόστος εργασίας είναι μακράν το σημαντικότερο συνολικά στην Οικονομία.
Ως αποτέλεσμα δε των μόνιμα αυξανόμενων μισθών, εάν τελικά το επιτύχουν τα συνδικάτα, θα υπάρξει μία μαζική αύξηση της ανεργίας – επειδή η ΕΚΤ δεν θα επιτρέψει μακροπρόθεσμα να αυξάνονται οι τιμές. Για να τα καταφέρει θα αυξήσει βίαια τα επιτόκια, θα μειώσει αντίστοιχα την ποσότητα χρήματος, θα προκαλέσει ύφεση και θα υπάρξουν τεράστιες συνακόλουθες ζημίες – με κίνδυνο αυξηθούν κατακόρυφα οι φυγόκεντρες δυνάμεις εντός της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Με μία απλή περιγραφή, ας υποθέσουμε πως τα συνδικάτα θα προσπαθήσουν να αποφύγουν τις πραγματικές απώλειες των μισθών των εργαζομένων, με μία συμφωνία αύξησης τους κατά 8% – καταφέρνοντας τελικά να το πετύχουν. Σε μία τέτοια περίπτωση θα συνέβαινε αυτό ακριβώς που ανέφερε ο πρόεδρος της ver.di, όσον αφορά τη μετακύλιση του αυξημένου ενεργειακού κόστους στους πελάτες – με την έννοια πως οι εργοδότες θα μετακυλούσαν πλήρως το αυξανόμενο μισθολογικό κόστος στους πελάτες τους, οπότε στις τιμές, στους τελικούς καταναλωτές και στους εργαζομένους.
Το αποτέλεσμα θα ήταν ένα ποσοστό πληθωρισμού τουλάχιστον 8% το 2023, με την προοπτική διατήρησης του και τα επόμενα έτη – αφού οι εργαζόμενοι θα ζητούσαν ξανά ανάλογες αυξήσεις, οι εργοδότες θα τις μετακυλούσαν στις τιμές κοκ. Ακόμη δε και αν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί η πτώση των πραγματικών μισθών, κάτι πολύ απίθανο, το τίμημα θα ήταν το κόστος μίας πραγματικής ύφεσης – στην οποία οι εργαζόμενοι θα ήταν ξανά μακράν οι μεγαλύτεροι χαμένοι.
Στα πλαίσια αυτά, ακόμη και αν τα συνδικάτα δεν καταφέρουν να αποφύγουν πλήρως τη μείωση των πραγματικών μισθών, επιτυγχάνοντας αυξήσεις χαμηλότερες του 8%, αλλά οι μισθολογικές συμφωνίες τους είναι υψηλότερες από το ποσοστό που θεωρεί η ΕΚΤ πως συνάδει με τη σταθερότητα των τιμών, οι εργαζόμενοι θα υποστούν μία διπλή ζημία: την απώλεια των πραγματικών μισθών και την ανεργία.
Ως εκ τούτου, η σωστή λύση είναι οι εφάπαξ πληρωμές και η πτώση του πληθωρισμού, όπως για παράδειγμα με τη μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά και στην ενέργεια, καθώς επίσης η άνοδος της παραγωγικότητας των εργαζομένων – έτσι ώστε να αντισταθμισθούν οι όποιες αυξήσεις των μισθών. Επί πλέον, η ορθολογικότερη αναδιανομή των εισοδημάτων μεταξύ των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με στοχευμένες κρατικές παρεμβάσεις – κυρίως όσον αφορά την καταπολέμηση της κερδοσκοπίας, των Ολιγοπωλίων και των καρτέλ.
Σε μία περιοχή όμως όπως η ΕΕ, όπου έχει επικρατήσει προ πολλού η νεοφιλελεύθερη ατζέντα (ανάλυση), ενώ η κάθε χώρα ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό της, όπως η Γερμανία στο θέμα της ενέργειας (ανάλυση), πρόκειται μάλλον για ευχολόγιο – οπότε δεν πρέπει να το περιμένει κανείς.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, φαίνεται όλο και περισσότερο πως αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των Δημοκρατιών μας το ότι, σε πολλούς τομείς και όχι μόνο στην Οικονομία, είναι αδύνατον να υπάρξει σωστή σκέψη και ανάλογες ενέργειες – με την έννοια πως στις πολύφωνες, πλουραλιστικές συζητήσεις, στις οποίες εμπλέκονται σε μεγάλο βαθμό οι ισχυρές ομάδες λόμπι και τα διατεταγμένα ΜΜΕ, έχει χαθεί η ικανότητα να διενεργεί κανείς μία ανενόχλητη διάγνωση και να λαμβάνει τα κατάλληλα πολιτικά μέτρα.
Αν και θεωρούμε λοιπόν πως η Δημοκρατία είναι μία ανώτερη μορφή διακυβέρνησης, οφείλουμε να αναρωτηθούμε εάν υπάρχει ακόμη τρόπος, με τον οποίο οι δημοκρατικά νόμιμες φλυαρίες από τη μία πλευρά, καθώς επίσης οι ισχυρές ομάδες συμφερόντων από την άλλη, επιτρέπουν τη λήψη των κατάλληλων αποφάσεων – αυτών δηλαδή που είναι ορθολογικές για τις κοινωνίες μας.
Εν προκειμένω, όταν συγκρίνουμε τα δημοκρατικά συστήματα με τα δικτατορικά καθεστώτα, υποθέτουμε πως τα πρώτα, τα δικά μας, είναι ανώτερα – κάτι που όμως δεν είναι αληθές, όπως τουλάχιστον τεκμηριώνει η οικονομική επιτυχία της Κίνας.
Ειδικότερα, εάν για οποιονδήποτε λόγο η κυρίαρχη ομάδα ενός απολυταρχικού καθεστώτος έχει έστω και τη μισή κατάλληλη κοσμοθεωρία, μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα από τη Δημοκρατία – όπως στο παράδειγμα της Κίνας, η ηγεσία της οποίας, μακριά από κάθε νεοφιλελεύθερο δόγμα, στηρίχθηκε από την αρχή στην κρατική παρέμβαση, με την οικονομία της αγοράς να λειτουργεί όποτε το απαιτούσαν οι συνθήκες.
Εάν εδώ μελετήσει κανείς τα επιτεύγματα της Κίνας μέσα σε μία μόνο γενιά, θα διαπιστώσει πως είναι μοναδικά στην παγκόσμια ιστορία – αφού έχει καταφέρει μέσα σε ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα να ξεπεράσει της ΗΠΑ, μεταξύ άλλων όσον αφορά το ΑΕΠ της σε όρους αγοραστικής αξίας (ΡΡΡ). Αντίθετα βέβαια, εάν η κοσμοθεωρία της ηγετικής ομάδας είναι λανθασμένη, μπορεί να δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα – όπως στο παράδειγμα της διαχείρισης της πανδημίας, ξανά από την Κίνα (zero covid).
Σε κάθε περίπτωση, η φλύαρη Δημοκρατία μας δεν χάνει μόνο όσον αφορά τον ανταγωνισμό των συστημάτων αλλά, επί πλέον, χάνει τους Πολίτες της – ενώ ο φασισμός που «φουντώνει» ξανά και ξανά σε διάφορες χώρες, οφείλει να είναι μία σαφής προειδοποίηση. Η αιτία της επανόδου του φασισμού είναι το ότι, τελειώνει ριζικά τη φλυαρία και δίνει «λύσεις» – οπότε γίνεται πιο ελκυστικός στα μάτια των ανθρώπων, ειδικά λόγω της συνεχούς φτωχοποίησης όλο και μεγαλύτερων ομάδων του πληθυσμού.
Εν προκειμένω, σε συνθήκες φασισμού δεν αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς συνέβη ή γιατί συνέβη κάτι, αλλά μόνο τι θέλει να επιτύχει η κυρίαρχη ομάδα – με μοναδικό κριτήριο τις δικές της προκαταλήψεις και τα συμφέροντα της.
Το σίγουρο πάντως είναι πως η Δημοκρατία και ο πλουραλισμός δεν υπερτερούν από μόνα τους – ενώ όταν η Δημοκρατία χάνει την ικανότητα της να διεξάγει σοβαρές συζητήσεις για σοβαρά προβλήματα, όπως συμβαίνει δυστυχώς σήμερα στις περισσότερες δυτικές χώρες, γίνεται εξαιρετικά ευάλωτη.
Έτσι οι αντίπαλοι της αναγνωρίζουν διαισθητικά τα τρωτά σημεία της και είναι σε θέση να την εκμεταλλεύονται συστηματικά – σημειώνοντας πως στην Ιταλία, στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο κίνδυνος να εγκατασταθεί ένα διαφορετικό καθεστώς στο κέντρο της Ευρώπης, είναι πραγματικός. Αρκεί κανείς εδώ να μελετήσει τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στη χώρα, μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη, για να το διαπιστώσει καθαρά – αν και κανένας δεν φαίνεται να το λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου