Τα δύο πρόσωπα της εξουσίας
Κάθε έρευνα για την πολιτική μολύνεται από μια προκαταρκτική ασάφεια στήν ορολογία, η οποία καταδικάζει όσους την αναλαμβάνουν σε παρεξήγηση. Ας είναι το απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο των Πολιτικών στο οποίο ο Αριστοτέλης, τη στιγμή της «διερεύνησης των πολιτικών, για να διαπιστωθεί ο αριθμός και οι ιδιότητές τους», δηλώνει επιτακτικά: «αφού πολιτεία και πολίτευμα σημαίνουν το ίδιο πράγμα και το πολίτευμα είναι η υπέρτατη δύναμη των πόλεων (το κύριο των πόλεων), είναι απαραίτητο η υπέρτατη δύναμη να είναι η μία ή οι λίγες ή οι πολλές» (1279 a 25-26). Οι τρέχουσες μεταφράσεις λένε: "αφού το σύνταγμα και η κυβέρνηση σημαίνουν το ίδιο πράγμα και η κυβέρνηση είναι η κυρίαρχη εξουσία των πόλεων...". Ακόμη καί άν αυτή η μετάφραση είναι λίγο πολύ σωστή, σε κάθε περίπτωση αυτό που έρχεται στο φως είναι ότι, αυτό που θα μπορούσε να οριστεί ως η αμφιβολία της ίσως θεμελιώδους έννοιας της πολιτικής μας παράδοσης, που παρουσιάζεται τώρα ως «σύνταγμα» και τώρα ως «κυβέρνηση».
Σε ένα είδος ιλιγγιώδους συστολής, οι δύο έννοιες ταυτίζονται και διακρίνονται ταυτόχρονα και ακριβώς αυτή η ασάφεια ορίζει το κύριο , την κυριαρχία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Ότι η αμφιβολία δεν είναι επεισοδιακή, επιβεβαιώνει αμέσως μέ
μια ανάγνωση του Αθηναίων Πολιτεία , που μεταφράζουμε Σύνταγμα των Αθηναίων. Περιγράφοντας τη «δημαγωγία» του Περικλή (27,1), ο Αριστοτέλης γράφει ότι σε αυτήν δημοτικότερον έτι συνέβει γενέσθαι τήν πολιτείαν, που οι μεταφραστές αποδίδουν με «το σύνταγμα έγινε δημοκρατικότερο». Αμέσως μετά διαβάζουμε ότι οι πολλοί άπασαν τήν πολιτείαν μαλλον άγειν εις αυτούς, «συγκεντρώνουν όλη την κυβέρνηση στα χέρια τους» (προφανώς, η μετάφραση «όλου του συντάγματος», καθώς και η συνοχή τής ορολογίας θά απαιτούσε, δεν φαινόταν δυνατή). Η ασάφεια επιβεβαιώνεται από τα λεξικά, όπου η πολιτική αποδίδεται τόσο με «κράτος, σύνταγμα» όσο και με «κυβέρνηση, διοίκηση».
Είτε το χαρακτηρίζουμε με τήν δυάδα «σύνταγμα/κυβέρνηση» είτε με τήν «κράτος/διοίκηση», η θεμελιώδης έννοια της δυτικής πολιτικής είναι μια διπλή έννοια, ένα είδος διπρόσωπου Ιανό, που δείχνει τώρα το αυστηρό και επίσημο πρόσωπο του θεσμού τώρα τήν πιο σκιερή και άτυπη της διοικητικής πρακτικής, χωρίς να είναι δυνατός ο εντοπισμός ή ο διαχωρισμός τους.
Στο δοκίμιό του το 1932 για τη Νομιμότητα και τη Συμμόρφωση, ο Carl Schmitt διακρίνει τέσσερις τύπους κράτους. Αφήνοντας κατά μέρος τα δύο ενδιάμεσα στοιχεία του κράτους δικαιοδοσίας, στο οποίο ο τελευταίος λόγος ανήκει στον δικαστή που αποφασίζει μια συγκεκριμένη δικαστική διαφορά και το κυβερνητικό κράτος, το οποίο ο Schmitt ταυτίζει με τη δικτατορία, μας ενδιαφέρουν εδώ οι δύο ακραίοι τύποι, τό νομοθετικό κράτος και το διοικητικό κράτος. Στο πρώτο, το νομοθετικό ή νομικό δηλώνει, «η υψηλότερη και πιο αποφασιστική έκφραση της κοινής βούλησης» αποτελείται από ρυθμίσεις που έχουν χαρακτήρα νόμου. «Η αιτιολόγηση για ένα κρατικό σύστημα αυτού του τύπου βασίζεται στη γενική νομιμότητα κάθε άσκησης εξουσίας από το κράτος». Όποιος ασκεί εδώ την εξουσία ενεργεί βάσει νόμου ή «στο όνομα του νόμου» και η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, ο νόμος και η εφαρμογή του κατά συνέπεια διαχωρίζονται. Οι σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες έχουν ταυτιστεί με αυτόν τον τύπο κράτους, γιά όλο και λιγότερους λόγους.
Ο τύπος που ίσως δεν αποτελεί έκπληξη στην τελευταία θέση στη λίστα, σχεδόν σαν να έτειναν τελικά οι άλλες κρατικές μορφές να συγκλίνουν προς αυτήν, είναι το διοικητικό κράτος. Εδώ «η εντολή και η απόφαση δεν εμφανίζονται με αυταρχικό και προσωπικό τρόπο, αλλά ούτε μπορούν να αναχθούν σε απλές εφαρμογές ανώτερων κανόνων». Μάλλον, λαμβάνουν τη μορφή συγκεκριμένων διατάξεων, που λαμβάνονται κατά καιρούς με βάση την κατάσταση των πραγμάτων σε σχέση με πρακτικούς σκοπούς ή ανάγκες. Κάτι που μπορεί επίσης να εκφραστεί λέγοντας ότι στο διοικητικό κράτος «ούτε οι άνθρωποι κυβερνούν, ούτε οι νόρμες μετρούν ως κάτι ανώτερο, αλλά, σύμφωνα με την περίφημη έκφραση, «τα πράγματα κυβερνούν μόνα τους».
Όπως είναι απολύτως προφανές σήμερα, αλλά όπως καί ο Schmitt μπορούσε ήδη να συμπεράνει εκείνα τα χρόνια από την εμφάνιση ολοκληρωτικών κρατών στην Ευρώπη, το νομοθετικό κράτος τείνει σταδιακά να μετασχηματιστεί σε διοικητικό κράτος. «Το πολιτειακό μας σύστημα βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού και «η τάση προς το συνολικό κράτος» χαρακτηριστικό της παρούσας στιγμής… σήμερα εμφανίζεται τυπικά ως τάση προς το διοικητικό κράτος». Ενώ οι πολιτικοί επιστήμονες φαίνεται να το έχουν ξεχάσει σήμερα, ο Schmitt δηλώνει ανεπιφύλακτα ως «ένα γενικά αναγνωρισμένο γεγονός» ότι ένα «οικονομικό κράτος» δεν μπορεί να λειτουργήσει με τη μορφή κοινοβουλευτικού νομοθετικού κράτους και πρέπει απαραίτητα να μετατραπεί σε διοικητικό κράτος, στο οποίο ο νόμος δίνει τη θέση του σε διατάγματα και επιταγές.
Για εμάς που έχουμε γίνει μάρτυρες της πλήρους ολοκλήρωσης αυτής της διαδικασίας, είναι το νόημα αυτής της μεταμόρφωσης -αν πρόκειται για μεταμόρφωση με την αυστηρή έννοια- που πρέπει να αμφισβητήσουμε. Η ιδέα του μετασχηματισμού υπονοεί, στην πραγματικότητα, ότι τα δύο μοντέλα είναι τυπικά και χρονικά διακριτά. Ο Schmitt γνωρίζει πολύ καλά ότι «στην ιστορική πραγματικότητα, οι προσμίξεις και οι συνδυασμοί συμβαίνουν συνεχώς» και ότι η νομοθεσία, η διοίκηση και η κυβέρνηση ανήκουν σε κάθε κράτος. Είναι, ωστόσο, πιθανό - και αυτή είναι η υπόθεσή μας - ότι το μείγμα είναι ακόμη πιο οικείο και ότι το νομοθετικό και το διοικητικό κράτος, η νομοθεσία και η διοίκηση, το σύνταγμα και η κυβέρνηση είναι ουσιαστικά και αναπόσπαστα μέρη ενός ενιαίου συστήματος, που είναι το σύγχρονο κράτος πού γνωρίζουμε. Εάν είναι επομένως εφικτό τακτικά να παίξουμε ένα από τα δύο στοιχεία εναντίον του άλλου, θα ήταν εντελώς παραπλανητικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε να απομονώσουμε οριστικά αυτό που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ίδιου διπολικού συστήματος.
Κάτι σαν μια άλλη πολιτική θα είναι δυνατή μόνο με αφετηρία τη συνείδηση ότι κράτος και διοίκηση, σύνταγμα και κυβέρνηση είναι τα δύο πρόσωπα της ίδιας πραγματικότητας, η οποία πρέπει να αμφισβητηθεί ριζικά. Δεν υπάρχει εξουσία που να νομιμοποιεί την άσκησή της με νόμους, χωρίς να προϋποθέτει εξωδικαστική τάξη που τη θεμελιώνει, ούτε καθαρή διοικητική πρακτική που να ισχυρίζεται ότι παραμένει νόμιμη βάσει διαταγμάτων που εκδίδονται εν όψει ανάγκης. Αυτοί είναι, όπως προτείνει ο ίδιος ο Schmitt, δύο διαφορετικοί τρόποι για να γίνει υποχρεωτική η υπακοή. Όπως βλέπουμε ξεκάθαρα σήμερα, η αλήθεια και των δύο είναι στην πραγματικότητα η κατάσταση εξαίρεσης. Είτε ενεργώντας στο όνομα του νόμου είτε στο όνομα της διοίκησης, τελικά το ζήτημα θα είναι πάντα η κυριαρχική άσκηση του μονοπωλίου στη βία. Και αυτός είναι ο κύριος, ο κρυφός κυρίαρχος που, σύμφωνα με τα λόγια του Αριστοτέλη, συγκεντρώνει σε ένα σύστημα τα δύο ορατά πρόσωπα της κρατικής εξουσίας.
μια ανάγνωση του Αθηναίων Πολιτεία , που μεταφράζουμε Σύνταγμα των Αθηναίων. Περιγράφοντας τη «δημαγωγία» του Περικλή (27,1), ο Αριστοτέλης γράφει ότι σε αυτήν δημοτικότερον έτι συνέβει γενέσθαι τήν πολιτείαν, που οι μεταφραστές αποδίδουν με «το σύνταγμα έγινε δημοκρατικότερο». Αμέσως μετά διαβάζουμε ότι οι πολλοί άπασαν τήν πολιτείαν μαλλον άγειν εις αυτούς, «συγκεντρώνουν όλη την κυβέρνηση στα χέρια τους» (προφανώς, η μετάφραση «όλου του συντάγματος», καθώς και η συνοχή τής ορολογίας θά απαιτούσε, δεν φαινόταν δυνατή). Η ασάφεια επιβεβαιώνεται από τα λεξικά, όπου η πολιτική αποδίδεται τόσο με «κράτος, σύνταγμα» όσο και με «κυβέρνηση, διοίκηση».
Είτε το χαρακτηρίζουμε με τήν δυάδα «σύνταγμα/κυβέρνηση» είτε με τήν «κράτος/διοίκηση», η θεμελιώδης έννοια της δυτικής πολιτικής είναι μια διπλή έννοια, ένα είδος διπρόσωπου Ιανό, που δείχνει τώρα το αυστηρό και επίσημο πρόσωπο του θεσμού τώρα τήν πιο σκιερή και άτυπη της διοικητικής πρακτικής, χωρίς να είναι δυνατός ο εντοπισμός ή ο διαχωρισμός τους.
Στο δοκίμιό του το 1932 για τη Νομιμότητα και τη Συμμόρφωση, ο Carl Schmitt διακρίνει τέσσερις τύπους κράτους. Αφήνοντας κατά μέρος τα δύο ενδιάμεσα στοιχεία του κράτους δικαιοδοσίας, στο οποίο ο τελευταίος λόγος ανήκει στον δικαστή που αποφασίζει μια συγκεκριμένη δικαστική διαφορά και το κυβερνητικό κράτος, το οποίο ο Schmitt ταυτίζει με τη δικτατορία, μας ενδιαφέρουν εδώ οι δύο ακραίοι τύποι, τό νομοθετικό κράτος και το διοικητικό κράτος. Στο πρώτο, το νομοθετικό ή νομικό δηλώνει, «η υψηλότερη και πιο αποφασιστική έκφραση της κοινής βούλησης» αποτελείται από ρυθμίσεις που έχουν χαρακτήρα νόμου. «Η αιτιολόγηση για ένα κρατικό σύστημα αυτού του τύπου βασίζεται στη γενική νομιμότητα κάθε άσκησης εξουσίας από το κράτος». Όποιος ασκεί εδώ την εξουσία ενεργεί βάσει νόμου ή «στο όνομα του νόμου» και η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, ο νόμος και η εφαρμογή του κατά συνέπεια διαχωρίζονται. Οι σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες έχουν ταυτιστεί με αυτόν τον τύπο κράτους, γιά όλο και λιγότερους λόγους.
Ο τύπος που ίσως δεν αποτελεί έκπληξη στην τελευταία θέση στη λίστα, σχεδόν σαν να έτειναν τελικά οι άλλες κρατικές μορφές να συγκλίνουν προς αυτήν, είναι το διοικητικό κράτος. Εδώ «η εντολή και η απόφαση δεν εμφανίζονται με αυταρχικό και προσωπικό τρόπο, αλλά ούτε μπορούν να αναχθούν σε απλές εφαρμογές ανώτερων κανόνων». Μάλλον, λαμβάνουν τη μορφή συγκεκριμένων διατάξεων, που λαμβάνονται κατά καιρούς με βάση την κατάσταση των πραγμάτων σε σχέση με πρακτικούς σκοπούς ή ανάγκες. Κάτι που μπορεί επίσης να εκφραστεί λέγοντας ότι στο διοικητικό κράτος «ούτε οι άνθρωποι κυβερνούν, ούτε οι νόρμες μετρούν ως κάτι ανώτερο, αλλά, σύμφωνα με την περίφημη έκφραση, «τα πράγματα κυβερνούν μόνα τους».
Όπως είναι απολύτως προφανές σήμερα, αλλά όπως καί ο Schmitt μπορούσε ήδη να συμπεράνει εκείνα τα χρόνια από την εμφάνιση ολοκληρωτικών κρατών στην Ευρώπη, το νομοθετικό κράτος τείνει σταδιακά να μετασχηματιστεί σε διοικητικό κράτος. «Το πολιτειακό μας σύστημα βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού και «η τάση προς το συνολικό κράτος» χαρακτηριστικό της παρούσας στιγμής… σήμερα εμφανίζεται τυπικά ως τάση προς το διοικητικό κράτος». Ενώ οι πολιτικοί επιστήμονες φαίνεται να το έχουν ξεχάσει σήμερα, ο Schmitt δηλώνει ανεπιφύλακτα ως «ένα γενικά αναγνωρισμένο γεγονός» ότι ένα «οικονομικό κράτος» δεν μπορεί να λειτουργήσει με τη μορφή κοινοβουλευτικού νομοθετικού κράτους και πρέπει απαραίτητα να μετατραπεί σε διοικητικό κράτος, στο οποίο ο νόμος δίνει τη θέση του σε διατάγματα και επιταγές.
Για εμάς που έχουμε γίνει μάρτυρες της πλήρους ολοκλήρωσης αυτής της διαδικασίας, είναι το νόημα αυτής της μεταμόρφωσης -αν πρόκειται για μεταμόρφωση με την αυστηρή έννοια- που πρέπει να αμφισβητήσουμε. Η ιδέα του μετασχηματισμού υπονοεί, στην πραγματικότητα, ότι τα δύο μοντέλα είναι τυπικά και χρονικά διακριτά. Ο Schmitt γνωρίζει πολύ καλά ότι «στην ιστορική πραγματικότητα, οι προσμίξεις και οι συνδυασμοί συμβαίνουν συνεχώς» και ότι η νομοθεσία, η διοίκηση και η κυβέρνηση ανήκουν σε κάθε κράτος. Είναι, ωστόσο, πιθανό - και αυτή είναι η υπόθεσή μας - ότι το μείγμα είναι ακόμη πιο οικείο και ότι το νομοθετικό και το διοικητικό κράτος, η νομοθεσία και η διοίκηση, το σύνταγμα και η κυβέρνηση είναι ουσιαστικά και αναπόσπαστα μέρη ενός ενιαίου συστήματος, που είναι το σύγχρονο κράτος πού γνωρίζουμε. Εάν είναι επομένως εφικτό τακτικά να παίξουμε ένα από τα δύο στοιχεία εναντίον του άλλου, θα ήταν εντελώς παραπλανητικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε να απομονώσουμε οριστικά αυτό που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ίδιου διπολικού συστήματος.
Κάτι σαν μια άλλη πολιτική θα είναι δυνατή μόνο με αφετηρία τη συνείδηση ότι κράτος και διοίκηση, σύνταγμα και κυβέρνηση είναι τα δύο πρόσωπα της ίδιας πραγματικότητας, η οποία πρέπει να αμφισβητηθεί ριζικά. Δεν υπάρχει εξουσία που να νομιμοποιεί την άσκησή της με νόμους, χωρίς να προϋποθέτει εξωδικαστική τάξη που τη θεμελιώνει, ούτε καθαρή διοικητική πρακτική που να ισχυρίζεται ότι παραμένει νόμιμη βάσει διαταγμάτων που εκδίδονται εν όψει ανάγκης. Αυτοί είναι, όπως προτείνει ο ίδιος ο Schmitt, δύο διαφορετικοί τρόποι για να γίνει υποχρεωτική η υπακοή. Όπως βλέπουμε ξεκάθαρα σήμερα, η αλήθεια και των δύο είναι στην πραγματικότητα η κατάσταση εξαίρεσης. Είτε ενεργώντας στο όνομα του νόμου είτε στο όνομα της διοίκησης, τελικά το ζήτημα θα είναι πάντα η κυριαρχική άσκηση του μονοπωλίου στη βία. Και αυτός είναι ο κύριος, ο κρυφός κυρίαρχος που, σύμφωνα με τα λόγια του Αριστοτέλη, συγκεντρώνει σε ένα σύστημα τα δύο ορατά πρόσωπα της κρατικής εξουσίας.
8 Μαρτίου 2023
Giorgio Agamben
Giorgio Agamben
1 σχόλιο:
https://www-unavox-it.translate.goog/ArtDiversi/DIV3813_Pecchioli_Il_buon_soldato_Svejk.html?_x_tr_sch=http&_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp
Δημοσίευση σχολίου