Συνέχεια από Πέμπτη,23 Μαρτίου 2017
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Πρώτη
περίοδος
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ – Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ
ΔΙΑΛΟΓΩΝ
13. «Κ Ρ Ι Τ Ω Ν»
Στέκει τόσο μόνος κατ’ αρχάς μέσα στο πλατωνικό έργο αυτός ο μικρός διάλογος, όπως και η στιγμή την οποίαν παρουσιάζει μέσα στη σωκρατική ζωή. Η παράδοση μάς λέει κατά τα άλλα, ότι ήθελαν να απελευθερώσουν μυστικά τον Σωκράτη «οι σύντροφοι», ενώ τοποθετεί μια άλλη παράδοση, που δεν μπορούμε να αποφασίσουμε σίγουρα ως προς την αξία της, τον σωκρατικόν Αισχίνη στη θέση τού πλατωνικού Κρίτωνα. Γιατί διαμόρφωσε όμως σ’ ένα ιδιαίτερο έργο αυτήν τη μάταιη προσπάθεια ο Πλάτων; Όχι για να τη ‘διατηρήση’ ως μιαν ιστορική διαδικασία, που είναι κάτι το ξένο προς τους ‘τρόπους’ του, κι ακόμα πιο ξένο καθώς μετασχηματίζει, όπως όλα δείχνουν, με τον δικό του ‘τρόπο’ το γεγονός. Ούτε κι από κάποια σκοπιμότητα επιρροής, να δικαιολογήση π.χ. τους ‘φίλους’ ή ακόμα και τον ίδιον τον Σωκράτη. Γιατί πώς θα μπορούσε να δικαιολογή τούς φίλους μπροστά στην κρίση τών πολλών, στον διάλογο που διδάσκει την περιφρόνηση ακριβώς αυτής τής κρίσης! Και μπροστά σε ποιον τον Σωκράτη, τη στιγμή που θα έπρεπε να δικαιολογηθή κάθε άλλος πολύ περισσότερο μπροστά του! Βλέπει λοιπόν ο Πλάτων τη στιγμή εκείνη, στην οποίαν ζητά να καταστρέψη για μια τελευταία φορά το έργο τού Σωκράτη ο ‘πειρασμός’ τής ζωής, ένας ‘πειρασμός’ που δεν είναι ωστόσο φορτωμένος από «πυκνό καπνό», ώστε να μη διαισθανόμαστε έναν πραγματικόν αγώνα. Κανένας ίσως άρα ‘πειρασμός’, αλλά μια ξεκάθαρη απόφαση. Το ότι πεθαίνει εκούσια, ως συνέπεια της ζωής του ο φιλόσοφος, αυτό χρειαζόταν μιαν επιβεβαιωτική, ακόμα και μετά την «Απολογία», ‘σφραγίδα’. Γιατί δεν θα μπορούσε να αντικρουσθή αλλιώς η ‘ένσταση’, ότι τού επέβαλε, χωρίς δυνατότητα αντίστασης, μια εξωτερική αναγκαιότητα αυτόν τον δρόμο. Έπρεπε να φανερωθή εντελώς άρα καθαρά η ελευθερία τής επιλογής.
Δεν παύει να συγγενεύη, όσο κι αν φαίνεται μοναδικός, και με άλλους,
ακόμα και πέρα απ’ τη φυσική ‘συνάντηση’ με την «Απολογία» και τον «Φαίδωνα»,
διαλόγους αυτός ο διάλογος. Έρχεται π.χ., όπως κι εδώ στον «Κρίτωνα», «βαθειά
την αυγή» στο προοίμιο του «Πρωταγόρα», προς τον Σωκράτη ο νεαρός Ιπποκράτης,
για να τον βρη στο κρεβάτι του ακόμα, εδώ όπως κι εκεί. Και θέλει να τον
παρακαλέση για κάτι το επείγον εδώ όπως κι εκεί, το οποίο και το οδηγεί στην ‘αρχή’ του, που το ‘νομιμοποιεί’, εδώ όπως κι εκεί ο Σωκράτης. (Ενώ είναι και η διαφορά
πολύ χαρακτηριστική: το πώς συνεχίζει δηλ. να κοιμάται εδώ στον διάλογό μας,
φανερώνοντας προς έκπληξη του φίλου την εσωτερική του αταραξία ο Σωκράτης).
Πρόκειται για μιαν αρκετά γενική βέβαια συμφωνία, και φανερώνεται πολύ
ισχυρότερα με το να αποτελή την ακριβώς αντίθετή τους εικόνα ο «Κρίτων», η συγγένεια
με άλλα κείμενα. Θέτει έτσι στον «Θρασύμαχο», τον «Ευθύφρονα» και τον «Μεγάλον
Ιππία» το ερώτημα: τί είναι αυτό ή εκείνο; ο Σωκράτης, και ταυτίζει τότε χωρίς πολλά-πολλά την ‘τυχαία’ του ύπαρξη και κλίση
(προδιάθεση, συμπάθεια, αίσθημα…) μ’
αυτό που αναζητείται ο ερωτώμενος,
για να ξεκινήση ακριβώς τότε ο έλεγχος (Elenktik) του Σωκράτη. Προσμετράται
όμως αντίθετα προς κάτι το απαρασάλευτο
αυτό που θέλει να κάνη εδώ ο Κρίτων, και που πρέπει να το κάνη, κατά την
επιθυμία τού Κρίτωνα, κι ο Σωκράτης. Θέλει να προσαρτήση κι εδώ κι εκεί, στην
επιθυμία του την απολυτότητα του αναζητουμένου ο συνομιλητής. Ενώ όμως δείχνει
μόνον, ότι δεν μπορεί να συμβή αυτό, κι αφήνει να ‘ναυαγήση’ στην ‘απορία’ (Aporie) τον διάλογο εκεί, ανυψώνει
μέχρι την ίδια της την απολυτότητα την επιθυμία τού άλλου εδώ ο Σωκράτης.
Όσο
‘απέριττη’ υπήρξε η απόφαση για τον Σωκράτη, τόσο απλή είναι και η δομή τού
διαλόγου. Συγκεντρώνει σ’ ένα πρώτο μέρος τούς λόγους για τη διαφυγή ο Κρίτων.
Είναι πολύπλευρη γι’ αυτόν η συμφορά (ου
μία συμφορά). Υπάρχει, εκτός απ’ την απώλεια του φίλου, η άσχημη ιδιαιτέρως
γνώμη τών πολλών, σαν να μην ήθελε τίποτα να θυσιάση ο δάσκαλος. Και θα
αναφερθή άλλη μια φορά διεξοδικώτερα σ’ αυτό που νομίζουν οι άλλοι στο τέλος
τού διαλόγου. Είναι κάτι που δεν ‘αγγίζει’ μόνον αυτόν και τους συντρόφους,
αλλά πρέπει, λέει, να προσδιορίση κι ο Σωκράτης ανάλογα με κείνο που θα πουν οι
άλλοι γι’ αυτόν τη συμπεριφορά του. – Θα προσμετρηθή στο ενδιάμεσο, «ανάμεσα σε
άλλα» δηλ. τρόπον τινά, εν σχέσει προς κάποιες αντικειμενικές αρχές η πράξη τού Σωκράτη κι η πράξη τών φίλων, εν
σχέσει προς το «δίκαιο» κατ’ αρχάς:
κάνει ό,τι κι οι εχθροί του, εγκαταλείποντας τον εαυτό του, και παραμελεί αυτό
που τους οφείλει, αφήνοντας μόνους τούς γυιους του·
κι εν σχέσει προς το «ανδρείο» μετά:
θα έπρεπε ήδη να έχη αποφευχθή, με μεγαλύτερη ανδρεία, η δίκη, και το ίδιο θα
πουν αργότερα και γι’ αυτό που τώρα απειλεί να συμβή. Παρατηρούμε λοιπόν αυτήν
τη συσσώρευση και τη διαπλοκή εδώ τών λόγων, όπου και ‘ζυγίζει’ προφανώς το
περισσότερο η ‘κοινή γνώμη’ για τον
ομιλητή. Πλησιάζει ωστόσο περισσότερο η αναφορά στο «δίκαιο» στον Σωκράτη, κι η
φράση (45 D):
«Πρέπει να διαλέξης αυτό που θα διάλεγε κι ένας αγαθός και γενναίος άντρας,
όταν μάλιστα βεβαιώνης πως επιθυμούσες
την ανδρικήν αρετή σε όλη σου την ζωή». Απαξιώνεται ως ωστόσο, λόγω τής
θέσης που παίρνει ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα, ακόμα κι αυτό το επιχείρημα.
Ας
μην παραβλέψουμε όμως το εξής: Όταν βρίσκουν πως δεν είναι «κατά κανέναν τρόπο
αξιοζήλευτος» ο ρόλος τού Κρίτωνα, ή βλέπουν «τον εχθρό στον φίλο» σ’ αυτόν
σύγχρονοι ερμηνευτές, έχουν βέβαια ήδη την απάντηση του Σωκράτη στο μυαλό τους,
και ξεχνούν ότι θα τείναμε να
ακολουθήσουμε τέτοιους ‘καλούς
λόγους’ στις πράξεις μας οι περισσότεροι από εμάς χωρίς αυτόν. Είναι δε ‘έντιμο’, αλλά όχι και
τόσο πρωτάκουστο όσο κατ’ αρχάς φαίνεται, αυτό που άκουσα κάποτε από έναν
καθηγητή τής φιλοσοφίας: έπρεπε να έχη ακολουθήσει τον Κρίτωνα ο Σωκράτης!
‘Όταν απαντάη ο Σωκράτης, ακούγεται αμέσως ο «λόγος» (Logos)
απέναντι στις «γνώμες». Και ανήκει
στη φύση τού λόγου, να ισχύη ανεξάρτητα απ’ τις περιστάσεις·
γιατί γίνεται αλλιώς «πολυλογία». Μέθοδός του είναι η κοινή αναζήτηση, και
πρώτο του ‘κατόρθωμα’, να αγωνιστή νικηφόρα απέναντι στην ‘κοινή γνώμη’ (communis
opinio).
Και ‘βουλιάζουν’ πράγματι, μπροστά στον «έναν που κάτι καταλαβαίνει» (είς επαΐων),
και ιδίως για το δίκαιο και το άδικο, οι «τυραννικές γνώμες τών πολλών».
Βουλιάζει πράγματι μπροστά στην ‘κρίση’ και το ‘φρόνημα’, ότι δεν πρόκειται για το «ζήν» αλλά για το «εύ ζήν», για το να ζης δηλ. δίκαια, η τυραννική δύναμη των πολλών, «που
είναι σε θέση και να μας σκοτώσουν». Και συγκεντρώνονται έτσι, απέναντι στις
πολλές και ύποπτες γι’ αυτό «απόψεις» (σκέμματα
– 48 C
4), στο ένα και κεντρικό ερώτημα όλα: είναι άραγες δίκαιο ή άδικο (αυτό που
συμβαίνει ή αυτό που πράττουμε…);
Θα
διευρύνη τώρα αυτόν τον κανόνα, με το δεύτερό του βήμα ο σωκρατικός λόγος.
Συμφωνήσαμε ήδη συχνά προηγουμένως, ότι δεν είναι σε καμμιάν περίπτωση καλό ή
ωραίο, αλλά άσχημο και κακό οπωσδήποτε για τον ίδιον που το διαπράττει το
άδικο. Και δεν αναπτύσσεται εκ νέου αυτό εδώ. Χωρίς να παραβλέπουμε ωστόσο, ότι
υποδηλώθηκε τουλάχιστον λίγο πιο πριν (47 Ε) η θεμελίωση κι εδώ αυτής τής
φράσης: όπως βλάπτει δηλ. η κακή τροφή το σώμα, έτσι βλάπτει και η αδικία την ψυχή,
το πιο πολύτιμο δηλ. εκείνου που πράττει δίκαια ή άδικα. Ανάγεται στον
«Θρασύμαχο» ασφαλώς και τον «Γοργία» όλο αυτό. Όχι σαν να παραθέτη όμως κάποιον
απ’ τους άλλους διαλόγους του ο Πλάτων·
αλλά αναφέρεται σε συζητήσεις, στις οποίες έχει πάρει προφανώς μέρος ο Κρίτων,
ο πλατωνικός Σωκράτης. Και προκύπτει αυστηρή
η απαγόρευση, να ανταποδοθή με το άδικο το οποιοδήποτε άδικο, από εκείνα που τότε διαπιστώθηκαν. Συμφωνεί μόνο
με λίγους, σε όλους τούς χρόνους και τους καιρούς, σ’ αυτήν την πεποίθησή του ο
Σωκράτης, και βλέπει αγεφύρωτα αντίθετους τους πολλούς (49 D), και ‘αλόγους’, που εύκολα
θανατώνουν, και θα επιθυμούσαν εξίσου εύκολα και να ξαναζωντανεύουν, αν ήταν
βέβαια σε μιαν τέτοια θέση (48 C).
Και ακολουθεί, σαν να μη χρειάζεται καμμιάν περαιτέρω απόδειξη, το ότι πρέπει
να κάνη κανείς αυτό, προς το οποίο και ανέλαβε, ως κάτι το δίκαιο, την
υποχρέωση.
Θα
προσμετρηθή τώρα πάνω στον ήδη αναφερθέντα κανόνα, η διαφυγή, σε μιαν τρίτη βαθμίδα, όπως τη συμβουλεύει ο Κρίτων. Γιατί
τη ζήτησε κι ο ίδιος ο Κρίτων στο όνομα της δικαιοσύνης, ανάμεσα στα άλλα,
προηγουμένως. Από πού θα διαπιστώσουμε λοιπόν συγκεκριμένα, τί
είναι δίκαιο; Εδράζεται λοιπόν στην πόλη και τα καταστατικά της, τους
νόμους της, κατά την έννοια του πλατωνικού Σωκράτη η δικαιοσύνη. Και γίνεται
στο τελευταίο μέρος παραστατικό, όπου και τον καλούν οι ίδιοι οι νόμοι να
απολογηθή, ότι θα παραβίαζε τους ιερούς κανονισμούς τής πόλης, στην περίπτωση
που θα δραπέτευε. Γίνεται λοιπόν ‘χειροπιαστή’ στη συγκεκριμένη της
πραγματοποίηση η δικαιοσύνη: στους νόμους τής πόλης, και όχι μάλιστα γενικά,
αλλά στους νόμους αυτής ακριβώς – παρ’ όλα όσα συμβαίνουν! – τής πόλης τής
Αθήνας. Δεν είναι δε ένα ρητορικό (rhetorisch) σχήμα, ούτε κάποια «προσωποποίηση» (“Prosopopoeia”), το ότι δίνεται
εδώ στους ίδιους τους νόμους ο λόγος·
αλλά αντιλαμβανόμαστε κάτι το ζωντανά αντικειμενικό και ιερώς μεγάλο μέσα απ’
τον ομιλητή. Είναι η ιδανική Αθήνα που μιλάει – καλύτερα απ’ την Κρήτη και καλύτερα,
με όλην τους την ευνομία (Eunomie),
κι απ’ τη Σπάρτη (52 Ε)! – εδώ. Και ρίχνει έτσι την ευθύνη για τον θάνατό του,
λέγοντάς τα ο ίδιος αυτά, στους ανθρώπους που σφάλλουν, απαλλάσσοντας την πόλη
και τους νόμους της ο (μεγάλος…) Σωκράτης.
Βλάπτει τον αδικούντα το να αδική· και
είναι άδικο το να ανταποδίδης με αδικία την αδικία, όπως είναι άδικη και η
παραβίαση μιας συμφωνίας: το έδειξε προηγουμένως αυτό ο Σωκράτης. Αποδεικνύουν
δε μέσα απ’ το ίδιο του τώρα το στόμα, πως θα παραβίαζε με τη διαφυγή του μιαν
παρόμοια, σιωπηρή μαζί τους «συμφωνία» οι νόμοι. Που τον ‘υποχρεώνουν’ να
«συμφωνήση» μαζί τους στον διάλογο. Εκφράζεται μάλιστα με την ίδια λέξη (ομολογία, ομολογείν) εκείνη η ‘νόμιμη’
υποχρέωση, κι αυτή εδώ η διαλεκτική αναγκαιότητα. Θέτει λοιπόν αυστηρά νομικά,
αλλά και αυστηρά διαλεκτικά κάτω απ’ τον γενικόν
κανόνα την ίδια του την πράξη ο Σωκράτης.
Πρέπει να εκφραστή και το μοιραίο
ωστόσο τής απόφασης, που καλείται να πάρη ο Σωκράτης. Θα κατέστρεφε το έργο
του, αν ενέδιδε στον δελεασμό· κι
αυτό τού δείχνουν οι νόμοι. Πέρασε μιλώντας για την αρετή, τη δικαιοσύνη, την
πόλη και τους νόμους της ολόκληρη την ζωή του. Και οφείλει να επιβεβαιώση με
την πράξη τώρα τη διδασκαλία του. Δεν θα αντικρούση τούς δικαστές του, αλλά θα
τους δικαιώση αν αποδράση· και
θα πρέπη να διαμένη σε πόλεις που
κυριαρχούνται απ’ την αταξία και την απειθαρχία, αυτός που διακήρυττε την τάξη
και την πειθαρχία (ευπρέπεια…), και να προσομοιάζη και να προσκολλάται στους
κακούς, το οποίο και χαρακτηρίζει ως την πιο σκληρή τιμωρία για τις κακές
πράξεις στο όψιμο έργο του (Νόμοι, 728 Β) ο Πλάτων. Θα καταστρέψη με ένα λοιπόν
και μόνο χτύπημα, όλα όσα συζήτησε προηγουμένως. Και θα καταντούσε μια
μωρολογία η ζωή του, που κινήθηκε μέσα στον Λόγο.
Για μια στιγμή, καταδύεται εντελώς στο τέλος, ακόμα βαθύτερα ο λόγος τών
νόμων. Πρέπει να μπορή να απολογηθή μπροστά σε κείνους που κυριαρχούν «στον Άδη
(Hades)» ο
Σωκράτης. «Και δεν θα τον υποδεχτούν με ευμένεια οι αδελφοί μας, οι νόμοι στον
Άδη», αν παραβιάση τούς επίγειους νόμους. Γιατί
δεν είναι μόνο με τους νόμους άλλων ευνομουμένων πόλεων ‘συναδελφωμένοι’ οι νόμοι τής Αθήνας, αλλά
είναι και όλοι τους συναδελφωμένοι με τους ‘νόμους’ τού Επέκεινα. Είναι
αξεδιάλυτοι – όπως το είχε δη κι ο Ηράκλειτος – απ’ τους αιώνιους οι επίγειοι
κανόνες. Και δεν τον θέτει έτσι μπροστά και μόνο στην εκπλήρωση του ‘δικού’ του
νόμου, αλλά και μπροστά ταυτόχρονα στον νόμο τής αιωνιότητας η απόφαση του
Σωκράτη. Και επιστρέφει έτσι στην αρχή του το έργο τού Πλάτωνα. Τον είχε βρη να
κοιμάται, και δεν τον είχε ξυπνήσει «εκείνην την καλήν ώρα» (44 Α) τον Σωκράτη
ο Κρίτων. Γιατί ονειρευόταν, πώς τού υποσχόταν μια ωραία, λευκοντυμένη γυναίκα,
ότι «θα έφτανε στη μεγάλη πατρίδα τη Φθεία την τρίτην ημέρα» ο Σωκράτης. Κι
είναι ο Αχιλλέας που μιλά έτσι για την πατρίδα του στον Όμηρο. Δεν μπορούμε
παρά να σκεφτούμε την πατρίδα, την αιώνια πατρίδα τού Σωκράτη εδώ στον
«Κρίτωνα». Και μας δείχνει ότι δεν πρόκειται για μια συναισθηματική και μόνο
λέξη, το πώς τελειώνει ακριβώς ο διάλογος. Καθώς
βασιλεύει, όπως και στην επίγεια, αιώνια όμως απαρασάλευτος, ο νόμος σε κείνην την πατρίδα.
Παραγνωρίστηκε
συχνά το «φιλοσοφικό» περιεχόμενο του διαλόγου μας. Αυτό είναι όμως δυνατόν,
μόνο μέσα από μια φιλοσοφία που δεν αντιλαμβάνεται πια ως κάτι το ζωντανό τον
εαυτό της, επειδή λησμόνησε ακριβώς – για να το πούμε όπως ο Κίρκεγκαρντ –
αυτός που φιλοσοφεί σ’ αυτήν, ότι κι ο ίδιος υπάρχει. –
Αξίζει ένας λόγος ακόμα για τη σιωπηλή αλλά μη παραγνωρίσιμη συγγένεια
με τον «Γοργία». Μιλά για τον φόβο μπροστά στους πολλούς, που είναι σε θέση να
μας σκοτώσουν, ο Κρίτων (44 D).
Και γίνεται σαφής και μέσα απ’ τον Καλλικλή η απειλή τών πολλών, απ’ τους οποίους μπορεί να υποφέρουμε την κάθε
δυνατή βιαιοπραγία, μέχρι και τον ίδιον τον θάνατο (Γοργ. 486 ΑΒ). Δεν τον
αγγίζει ωστόσο, ούτε εδώ ούτε κι εκεί, αυτός ο φόβος τον Σωκράτη, που αντιθέτει
τη μια και μόνη φράση για την αποφυγή
τού αδίκου σε όλες τις
προειδοποιήσεις, θεμελιώνοντάς την στο ‘φρόνημα’, ότι βλάπτει την ίδια την ψυχή μας το άδικο, και τις δυό φορές. Και μας
μιλά ο ‘μύθος’ τού Επέκεινα στο
τέλος και των δύο διαλόγων, ‘μύθος’ για τους αιώνιους νόμους τού σύμπαντος
(κόσμου…) στον «Κρίτωνα», και ‘μύθος’ για τους δίκαιους κριτές τού Κάτω Κόσμου,
που κρίνουν σύμφωνα με κείνους τούς αιώνιους νόμους, στον «Γοργία» (( Καταλαβαίνουμε κάπως, και τί σήμαινε ο
‘μύθος’ για κείνους τούς ανθρώπους… )) . Τόσο ‘μακριά’ φτάνουν τα συγγενικά,
μέσα σε εντελώς διαφορετικές ΄δομές’ και ‘διαρθρώσεις’, χαρακτηριστικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου