Πηγή : Αντίφωνο
Γιάννης Μ. Καλιόρης
Διαπιστώνεται δομική αντιστοιχία μεταξύ τού τρόπου υπάρξεως καί λειτουργίας τού κεφαλαίου καί τής ψυχοδιανοητικής δομής τών ατόμων, τα οποία υφίστανται το ψυχικό του αποτύπωμα, διαπνεόμενα από κίνητρα διαποτισμένα με τίς αξιακές του απορροές. Έτσι, όπως το κεφαλαίο έχει τρόπον υπάρξεως καί σκοπό τό συνεχές του ξεπέρασμα, ήτοι τήν τρέχουσα ανοδική συσσώρευση με τή συνεχή παραγωγή υπεραξίας, έτσι καί τό άτομο υπόκειται στις επιταγές τής συνεχούς αυτοϋπερβασεως ως προς τήν παραγωγικότητα και γενικά τήν εργαλειακή του χρησιμότητα, γιά νά μπορεί καί τελικά νά δικαιούται νά υπάρχει, ακολουθώντας τούς αναβαθμούς τής συσσώρευσης καί τή λογική τών μεγιστοποιήσεων.
Όπως λοιπόν τό κεφάλαιο αποβλέπει στή συνεχή αύξηση τού κέρδους − τής «προστιθέμενης αξίας» − έτσι και τό άτομο επιδιώκει συνεχή κτητικότητα και αύξηση τής απολαυστικής δυνητικότητος, πολλαπλώς εκφρασμένης σαν αποκόμιση υπεραξίας εφ’ όλης τής ύλης: σεξουαλικής, επικοινωνιακής, εξουσιαστικής και φυσικά χρηματικής. Η αδιάπτωτη πλειονοθηρική τάση τού κεφαλαίου περνάει στον χαρακτήρα τού ατόμου ως γρηγορούσα πλεονεξία, που ευκαιρίας δοθείσης (όπως λ.χ. στην περίοδο τής χρηματιστηριακής ευφορίας), εκδηλώνεται ως απληστία ακατάσχετη, και οι άνθρωποι νοιώθουν φτωχοί ακριβώς επειδή ονειρεύονται πλούτη.
Αυτή βέβαια η πλεονεξία δέν είναι καθόλου καινούργια. Τό καινούργιο σήμερα βρίσκεται στο ότι, βοηθουσών τών νέων μορφών γρήγορου κέρδους διά τού «αυτοαναπαραγόμενου χρήματος», απλώνεται μολυσματικά σε μεγάλες πλέον μάζες ανθρώπων, γνωρίζοντας ποικιλότητα μορφωμάτων και εκφάνσεων κτητικότητος· και αφ’ ετέρου προτείνεται / διαφημίζεται κυνικά, απερίφραστα και άνευ προσχημάτων, σαν θετικότητα και προτέρημα. […] Η διαφήμιση αυτή δέν απευθύνεται στο λογικό αλλά κατ’ ευθείαν στά άλογα στοιχεία τού ψυχισμού, κι αυτό που ένα ηθικοκοινωνικόν ‘‘συνειδός’’ καταχωνιάζει ή περιορίζει, τώρα παραμερίζει φραγμούς και προσχήματα, απενοχοποιώντας τό κέρδος και καθιστώντας τήν πλειονοκτησία προσόν και αρετή.
Έτσι η πλεονεξία στην ψυχή τών ανθρώπων θα έλεγε κανείς ότι ακολουθεί κατά πόδας τή λειτουργικότητα τού κεφαλαίου και παράγει μιά αίσθηση συνεχούς ανικανοποίητου έν σχεσει προς ένα κέρδος που χωρίς ακριβώς νά είναι στατικό, συμβαίνει απλώς νά ανανεώνεται αλλά δίχως νά «αυθυπερβαίνεται». Όπως δηλαδή το κεφάλαιο δέν ανέχεται έλλειμμα στην εκάστοτε αύξηση τού κέρδους, και κάθε διαφυγόν κέρδος θεωρείται απώλεια, έτσι και τά άτομα, όπως τά είδαμε λ.χ. ως νεοφώτιστους χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους σέ κατάσταση αμόκ τό 1999, δέν μπορούσαν νά ανεχτούν μείωση τών ήδη πραγματοποιημένων κερδών τους. Και παρουσιάστηκε τό φαινόμενο ανθρώπων κερδισμένων, που αντί νά χαίρονται για τά ήδη αποκομισθέντα κέρδη − τά οποία μπορεί νά ήταν πολλαπλάσια τής αρχικής «επενδύσεως», σχεδόν εκ τού μή όντος − αντίθετα εθλίβονταν κατάκαρδα γιά τά επιπλέον κέρδη που διέφυγαν, επειδή επούλησαν πρόωρα (όταν οι μετοχές συνέχισαν νά ανεβαίνουν) ή γιά τά ελαφρώς μειωμένα − από δεκαπλάσια λ.χ. σέ οκταπλάσια − διότι επούλησαν καθυστερημένα (όταν οι μετοχές είχαν ήδη αρχίσει νά πέφτουν).
Η περίπτωση τών περισσότερων «εγκλωβισμένων» οφείλεται ακριβώς στο ότι η απληστία τους εν όψει τού πρωτόγνωρου άκοπου κέρδους τούς έκανε αφ’ ενός νά θέλουν ολοένα και περισσότερα, αφ’ ετέρου, όταν άρχισε η πτώση, οπότε οι «επενδυτές» θά μπορούσαν κάλλιστα νά αποσυρθούν όντας πάντα κερδισμένοι, νά παραμείνουν προσδοκώντας εναγωνίως νά ξαναφτάσουν στο ύψος τών προηγούμενων κερδών: Από τή στιγμή που σέ μιά φάση είχαν κερδίσει 20 εκατομύρια, τούς ήταν πολύ οδυνηρό να πέσουν στα 15, έστω κι αν η δική τους αρχική εισφορά ήταν υποπολλαπλάσια. Συνέχισαν λοιπόν και τα έχασαν όλα. Τό σύστημα μπορεί να παρέχει τό ψυχικό αποτύπωμα τών κινήτρων και σημασιών του, άλλα δεν προσφέρει αυτομάτως και την εργαλειακή λογική για να επιπλεύσει κανείς απέναντι στον ανορθολογισμό του.
πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο, από το βιβλίο «Η κοινωνία της ορθοπεταλιάς», εκδ. Αρμός, 2004, σελ. 223-226.
Γιάννης Μ. Καλιόρης
Διαπιστώνεται δομική αντιστοιχία μεταξύ τού τρόπου υπάρξεως καί λειτουργίας τού κεφαλαίου καί τής ψυχοδιανοητικής δομής τών ατόμων, τα οποία υφίστανται το ψυχικό του αποτύπωμα, διαπνεόμενα από κίνητρα διαποτισμένα με τίς αξιακές του απορροές. Έτσι, όπως το κεφαλαίο έχει τρόπον υπάρξεως καί σκοπό τό συνεχές του ξεπέρασμα, ήτοι τήν τρέχουσα ανοδική συσσώρευση με τή συνεχή παραγωγή υπεραξίας, έτσι καί τό άτομο υπόκειται στις επιταγές τής συνεχούς αυτοϋπερβασεως ως προς τήν παραγωγικότητα και γενικά τήν εργαλειακή του χρησιμότητα, γιά νά μπορεί καί τελικά νά δικαιούται νά υπάρχει, ακολουθώντας τούς αναβαθμούς τής συσσώρευσης καί τή λογική τών μεγιστοποιήσεων.
Όπως λοιπόν τό κεφάλαιο αποβλέπει στή συνεχή αύξηση τού κέρδους − τής «προστιθέμενης αξίας» − έτσι και τό άτομο επιδιώκει συνεχή κτητικότητα και αύξηση τής απολαυστικής δυνητικότητος, πολλαπλώς εκφρασμένης σαν αποκόμιση υπεραξίας εφ’ όλης τής ύλης: σεξουαλικής, επικοινωνιακής, εξουσιαστικής και φυσικά χρηματικής. Η αδιάπτωτη πλειονοθηρική τάση τού κεφαλαίου περνάει στον χαρακτήρα τού ατόμου ως γρηγορούσα πλεονεξία, που ευκαιρίας δοθείσης (όπως λ.χ. στην περίοδο τής χρηματιστηριακής ευφορίας), εκδηλώνεται ως απληστία ακατάσχετη, και οι άνθρωποι νοιώθουν φτωχοί ακριβώς επειδή ονειρεύονται πλούτη.
Αυτή βέβαια η πλεονεξία δέν είναι καθόλου καινούργια. Τό καινούργιο σήμερα βρίσκεται στο ότι, βοηθουσών τών νέων μορφών γρήγορου κέρδους διά τού «αυτοαναπαραγόμενου χρήματος», απλώνεται μολυσματικά σε μεγάλες πλέον μάζες ανθρώπων, γνωρίζοντας ποικιλότητα μορφωμάτων και εκφάνσεων κτητικότητος· και αφ’ ετέρου προτείνεται / διαφημίζεται κυνικά, απερίφραστα και άνευ προσχημάτων, σαν θετικότητα και προτέρημα. […] Η διαφήμιση αυτή δέν απευθύνεται στο λογικό αλλά κατ’ ευθείαν στά άλογα στοιχεία τού ψυχισμού, κι αυτό που ένα ηθικοκοινωνικόν ‘‘συνειδός’’ καταχωνιάζει ή περιορίζει, τώρα παραμερίζει φραγμούς και προσχήματα, απενοχοποιώντας τό κέρδος και καθιστώντας τήν πλειονοκτησία προσόν και αρετή.
Έτσι η πλεονεξία στην ψυχή τών ανθρώπων θα έλεγε κανείς ότι ακολουθεί κατά πόδας τή λειτουργικότητα τού κεφαλαίου και παράγει μιά αίσθηση συνεχούς ανικανοποίητου έν σχεσει προς ένα κέρδος που χωρίς ακριβώς νά είναι στατικό, συμβαίνει απλώς νά ανανεώνεται αλλά δίχως νά «αυθυπερβαίνεται». Όπως δηλαδή το κεφάλαιο δέν ανέχεται έλλειμμα στην εκάστοτε αύξηση τού κέρδους, και κάθε διαφυγόν κέρδος θεωρείται απώλεια, έτσι και τά άτομα, όπως τά είδαμε λ.χ. ως νεοφώτιστους χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους σέ κατάσταση αμόκ τό 1999, δέν μπορούσαν νά ανεχτούν μείωση τών ήδη πραγματοποιημένων κερδών τους. Και παρουσιάστηκε τό φαινόμενο ανθρώπων κερδισμένων, που αντί νά χαίρονται για τά ήδη αποκομισθέντα κέρδη − τά οποία μπορεί νά ήταν πολλαπλάσια τής αρχικής «επενδύσεως», σχεδόν εκ τού μή όντος − αντίθετα εθλίβονταν κατάκαρδα γιά τά επιπλέον κέρδη που διέφυγαν, επειδή επούλησαν πρόωρα (όταν οι μετοχές συνέχισαν νά ανεβαίνουν) ή γιά τά ελαφρώς μειωμένα − από δεκαπλάσια λ.χ. σέ οκταπλάσια − διότι επούλησαν καθυστερημένα (όταν οι μετοχές είχαν ήδη αρχίσει νά πέφτουν).
Η περίπτωση τών περισσότερων «εγκλωβισμένων» οφείλεται ακριβώς στο ότι η απληστία τους εν όψει τού πρωτόγνωρου άκοπου κέρδους τούς έκανε αφ’ ενός νά θέλουν ολοένα και περισσότερα, αφ’ ετέρου, όταν άρχισε η πτώση, οπότε οι «επενδυτές» θά μπορούσαν κάλλιστα νά αποσυρθούν όντας πάντα κερδισμένοι, νά παραμείνουν προσδοκώντας εναγωνίως νά ξαναφτάσουν στο ύψος τών προηγούμενων κερδών: Από τή στιγμή που σέ μιά φάση είχαν κερδίσει 20 εκατομύρια, τούς ήταν πολύ οδυνηρό να πέσουν στα 15, έστω κι αν η δική τους αρχική εισφορά ήταν υποπολλαπλάσια. Συνέχισαν λοιπόν και τα έχασαν όλα. Τό σύστημα μπορεί να παρέχει τό ψυχικό αποτύπωμα τών κινήτρων και σημασιών του, άλλα δεν προσφέρει αυτομάτως και την εργαλειακή λογική για να επιπλεύσει κανείς απέναντι στον ανορθολογισμό του.
πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο, από το βιβλίο «Η κοινωνία της ορθοπεταλιάς», εκδ. Αρμός, 2004, σελ. 223-226.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου