Μπορεί να ξενίζει ο τίτλος, όμως ο Χρήστος Γιανναράς συνέδεσε τη θεολογία του και τη φιλοσοφία του με τη σημασία της λέξης «έρως», γεννώντας σε πολλούς έναν προβληματισμό για το πόσο χριστιανική ήταν η αναφορά αυτή ή προερχόταν από την αρχαιοελληνική αίσθηση ζωής και φιλο-σοφία.
Στους σημερινούς καιρούς τα ερωτικά ζητήματα, δρώμενα και εμπειρίες έχουν πάρει σχεδόν την κάτω βόλτα και δεν μπορείς καθόλου εύκολα και ελαφρόκαρδα να δεχτείς ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να πορεύονται πιστοί σε ειλικρίνεια αισθημάτων και διαθέσεων. Να υπάρχει δηλαδή πίσω από μια πρόθεση συνάντησης με το άλλο φύλο το στοιχείο της αφοσίωσης και της αναφοράς σε μια υπέρβαση του εαυτού χάριν του άλλου προσώπου.
Ένα μεγάλο θέμα το οποίο ίσα-ίσα ψηλάφησε ο Χρήστος Γιανναράς και όχι μονάχα ψηλάφησε αλλά θέλησε να διερευνήσει σε βάθος, είναι ενός είδους «ερωτική στέρηση» που χαρακτηρίζει τον χριστιανικό κόσμο. Και θα εξηγήσω αμέσως τι θέλω να πω.
Τα γεγονότα που χαρακτηρίζουν τις θεοφάνειες της χριστιανικής ιστορίας, και γενικότερα τις κορυφαίες στιγμές του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων χωρίς να αφήνουμε απ’ έξω τη φωτεινή παρουσία του Προδρόμου, σφραγίζονται από τον αέρα του Αγίου Πνεύματος και μέσα εκεί δρα και φυσά ο έρως του Θεού για τους ανθρώπους. Ένας έρως ή ερωταγάπη, για την οποία έχουν γραφτεί σπουδαία πράγματα από τον Αρεοπαγίτη και τον άγιο Μάξιμο τουλάχιστον. Και δεν μπορούμε σήμερα να τα αγνοήσουμε ή να θελήσουμε να μιλήσουμε για τα «ερωτικά» χωρίς τέτοιες αναφορές. Από αυτές, εξάλλου, αντλούσε τις θεωρήσεις του ο Χρήστος Γιανναράς.
Υπάρχει δηλαδή ένα ζήτημα «σφοδρής επιθυμίας», δυνατού αισθήματος, καρδιακής αίσθησης ζωής που ωθείται από τον τριαδικό Θεό και εμπνέεται από την παρουσία του Χριστού που εκούσια οδεύει στο φριχτό πάθος του Σταυρού από ξεχείλισμα Αγάπης για το ανθρώπινο γένος. Η αγάπη αυτή και η σφοδρή επιθυμία αποτυπώνεται στον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες προσήλθαν στο μνήμα του Χριστού –οι Μυροφόρες– και μάλιστα χωρίς να λογαριάζουν τις συνέπειες, χωρίς φόβο, αλλά με ξεχωριστό θείο πάθος απέναντι στο πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου. Αυτός είναι ο «ηγαπημένος Κύριος». Είναι ίσως ο λόγος που πρώτες αυτές μαθαίνουν το χαρμόσυνο άγγελμα και πρώτες συναντούν τον Αναστημένο.
Ο έρωτάς τους δεν είναι αυτή η πραγματικότητα που εξαρτάται κυρίως από μια σωματική διέγερση, δεν είναι έρωτας αμαρτίας, δεν είναι το πάθος για τον άλλο ως αντικείμενο, αλλά είναι το πάθος για ένα Πρόσωπο, πριν αυτό το πάθος διαστραφεί από την αμαρτία. Κλεισμένοι οι άνθρωποι –ακόμη και οι πιστοί– μέσα σ’ έναν ατομικοποιημένο εαυτό, με δεκάδες απωθήσεις, φοβίες, νευρώσεις που προκαλεί η ζωή μέσα στον κόσμο και η ελλιπής πρόσληψη της εν Χριστώ ζωής, δεν μπορούν να συγκλονιστούν από τέτοιο θείο πάθος, με αποτέλεσμα κάθε αναφορά σε ερωτική κατάσταση να μεταφράζεται σε ερωτικό αμαρτωλό πάθος.
Ο Χρήστος Γιανναράς, ωθούμενος από τα γραπτά του Αρεοπαγίτη, στάθηκε σε διατυπώσεις όπως:
«Αυτός, ο πάντων αίτιος δι’ υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητος έξω εαυτού γίνεται… και οίον αγαθότητι και αγαπήσει και έρωτι θέλγεται. Και εκ του υπέρ πάντα και πάντων εξηρημένου προς το εν πάσι κατάγεται κατ’ εκστατικήν υπερούσιον δύναμιν ανεκφοίτητον εαυτού» (Περί θείων ονομάτων, IV, Migne P.G. 3, 712ΑΒ). Πρόκειται λοιπόν για μια εκστατική κίνηση της θείας υπερούσιας Ουσίας που ταυτόχρονα αποτελεί ιδρυτική προϋπόθεση για τον άνθρωπο ως προσωπική ύπαρξη. Ο άγιος Μάξιμος το διατυπώνει έτσι: «ο γαρ αγαθοεργός έρως εκίνησε το θείον εις πρόνοιαν, εις σύστασιν ημών» (Σχόλια εις το περί θείων ονομάτων, Migne P.G.4, 261 B).
Σε άλλες συμπληρωματικές αναγνώσεις, ο άγιος Μάξιμος γράφει:
«Ως μεν έρως υπάρχον το θείον και αγάπη κινείται, ως δε εραστόν και αγαπητόν κινεί προς εαυτό πάντα τα έρωτος και αγάπης δεκτικά. Και τρανότερον αύθις φάναι∙ κινείται μεν ως σχέσιν εμποιούν ενδιάθετον έρωτος και αγάπης τοις τούτων δεκτικοίς, κινεί δε ως ελκτικόν φύσει της των επ’ αυτώ κινουμένων εφέσεως» (Περί διαφόρων αποριών, Migne P.G.91,1260).
Αυτά σημαίνουν ότι «το θείον υπάρχον ως μεν έρως και αγάπη κινείται», η κίνησή του δηλαδή είναι ως Έρωτας και Αγάπη, δεν υπάρχει επομένως και δεν κινείται εκτός του Έρωτα και της Αγάπης. Από την άλλη, όμως, «ως εραστόν και αγαπητόν ΚΙΝΕΙ προς εαυτό πάντα τα έρωτος και αγάπης δεκτικά». Ο άνθρωπος δηλαδή που τον κινεί το θείον, είναι δεκτικός έρωτος και αγάπης. Αν δεν είναι δεκτικός, δεν τον κινεί το θείον, αφού υπάρχει το αυτεξούσιον. Και πιο κάτω: «κινείται ως σχέσιν εμποιούν ενδιάθετον έρωτος και αγάπης τοις τούτων δεκτικοίς». Κινείται δημιουργώντας σχέση που εμπεριέχει έρωτα και αγάπη, επαναλαμβάνει, σε όσους είναι ανοιχτοί σ’ αυτά. Αυτή είναι η κίνηση του Θεού: να κινητοποιεί σχέση ερωτική και αγαπητική σ’ αυτούς που απαντούν, που ανταποκρίνονται. Και λέει ακόμη: «Κινεί ως ελκτικόν φύσεις της των επ’ αυτώ κινουμένων εφέσεως». Προηγουμένως είπε πως κινείται το ίδιο. Τώρα λέει πως κινεί: κινεί, συγκινεί, θέτει σε κίνηση δια της φυσικής έλξεως όσους έχουν έφεση, διάθεση, τάση να κινηθούν προς αυτό.
Αλλού διαβάζουμε:
«Της αγάπης και του έρωτος αυτόν δηλαδή τον Θεόν, προβολέα φασί, και γεννήτορα. Αυτός γαρ ταύτα εν αυτώ όντα, προήγαγεν εις τα εκτός, τουτέστι περί τα κτίσματα. (Γιατί Αυτός αυτά που ήταν μέσα Του τα οδήγησε προς τα έξω). Και κατά τούτο είρηται∙ ο Θεός αγάπη εστί, και πάλιν∙ γλυκασμός και επιθυμία, o έστιν έρως (και ξανά γλυκύτητα και θερμός πόθος πράγματα που είναι ο έρωτας)∙ το δε αγαπητόν και όντως εραστόν, αυτός έστι (κι αυτός είναι το αγαπητό και πραγματικά αξιέραστο). Τω μεν ουν τον αγαπητικόν έρωτα εξ αυτού προχείσθαι, αυτός κινείσθαι λέγεται ο τούτου γεννήτωρ (τον έρωτα λοιπόν που διαχέεται απ’ Αυτόν, λέγεται ότι τον κινεί αυτός ο ίδιος ο δημιουργός του σ’ αυτό)∙ ω δεαυτόν είναι το αληθώς εραστόν και αγαπητόν και εφετόν και αιρετόν, κινεί τα προς τούτο ορώντα (που είναι το αληθινά αξιέραστο και αγαπητό και επιθυμητό και επιδιωκόμενο, δηλαδή αυτόν τον ίδιο κινεί αυτούς που βλέπουν προς αυτό)∙ και οις η του εφίεσθαι δύναμις, αναλόγως αυτοίς (και στον καθένα ανάλογα με τη δύναμη επιθυμίας που έχει» (Μαξίμου Oμολογητού, Περί θεολογίας Κεφαλαίων εκατοντάς εβδόμη, ηζ΄ Φιλοκαλία τόμος β’, σ. 183).
Όσο πρέπει να προσέξουμε την επίμονη υπογράμμιση ότι ο Θεός είναι αγάπη και Αυτός είναι ο όντως αγαπητικός και αξιέραστος, που μάλιστα ο ίδιος κινεί τους ανθρώπους που είναι στραμμένοι προς αυτόν, άλλο τόσο πρέπει να προσέξουμε τη διατύπωση «στον καθένα ανάλογα με την επιθυμία που έχει». Ο Θεός δεν ενεργεί αυθαίρετα, αλλά λαμβάνει υπ’ όψιν του το είδος και μέγεθος της επιθυμίας του συγκεκριμένου προσώπου. Με άλλα λόγια δίνεται στον άνθρωπο ανάλογα με το πόσο ο άνθρωπος τον επιθυμεί. Οπότε συμπεραίνουμε από αυτό ότι εκείνος που δεν Τον επιθυμεί μένει ξεκρέμαστος. Και καταλαβαίνουμε εδώ ότι η ερωταγαπητική αυτή σχέση απαιτεί να ενεργούν και οι δύο και όχι μονάχα ο ένας, είτε ο Θεός είναι αυτός, είτε ο άνθρωπος.
Οι παραπάνω διατυπώσεις δεν μπορεί παρά να προέρχονται από στόματα προσώπων τα οποία υπέστησαν την «καλήν αλλοίωσιν», αυτή δηλαδή στην οποία έχουμε κληθεί όλοι μας, ή αλλιώς αυτό που λέμε ανακαίνιση, η οποία ωστόσο πολύ λίγους αφορά και όσο περνούν τα χρόνια ολοένα και λιγότερους. Γιατί στην ουσία η πρόταση του Ευαγγελίου είναι πρόταση θεανθρωπίας, όχι για τον Χριστό που ούτως ή άλλως είναι θεάνθρωπος, αλλά για τους πιστούς που με τη σειρά τους έχουν κληθεί στην θεανθρωπία, όπως τόνισε ιδιαίτερα η ξεχωριστή εκείνη Ρωσίδα που αγιοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια, η Μαρία Σκομπτσόβα (αγία Μαρία των Παρισίων). Αυτή η αλλοίωση ή ανακαίνιση (ή χριστοποίηση κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα) εισοδεύει μέσα στον άνθρωπο την Χάρη που του επιτρέπει να ομολογεί εκείνη ακριβώς την ερωταγάπη που κατέρχεται από τον Θεό-Πατέρα και δια του Υιού και του Αγίου Πνεύματος έρχεται να μεταμορφώσει τα ανθρώπινα όντα σε αγίους της Αγάπης.
Υπάρχει στα χρόνια μας η συνήθεια να επισημαίνουμε λανθασμένες αντιλήψεις, κρίσεις, διατυπώσεις σε έργα, σε βιβλία, σε ενέργειες, σε προτάσεις, σε σκέψεις. Θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι μεγάλο μέρος συγγραφών αφιερώνεται σε κριτικές επισημάνσεις. Αυτό που ελάχιστα συμβαίνει, αυτό που κανονικά όφειλε να αφορά τους ορθόδοξους χριστιανούς, είναι το αντίθετο: να αφιερώσουμε μέγα μέρος της ζωής μας αναδείχνοντας τις πιο γόνιμες και ουσιαστικές όψεις των έργων, των λόγων, των πράξεων, των συναισθημάτων, προωθώντας έτσι ένα πνεύμα κατάφασης στη ζωή, που να ενισχύει το κουράγιο και τις αντοχές των ανθρώπων, ώστε να πορεύονται αγαπώντας και δοξολογώντας. Αλλά εδώ τίθεται αμέσως το ζήτημα: ποιον και πώς αγαπώ, ποιον ερωτεύομαι και από πού αντλώ τον έρωτα αυτόν, το είδος του έρωτα; Γιατί, βέβαια, αυτό που εισέρχεται στην Ιστορία μετά Χριστόν, αυτό μέσα στο οποίο βαφτίζεται ο άνθρωπος είναι ο θείος έρως και προς τα επάνω και προς τα κάτω. Και ο έρωτας αυτός πρώτιστα είναι έρωτας καρδιακός, δεν είναι έρωτας των αισθήσεων.
Γιατί πώς Εκείνος που «εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλ.2,7), ο οποίος σαρκώνεται για να θεραπεύσει την πάσχουσα ανθρώπινη φύση, θα εμπνεύσει έναν έρωτα σαρκικό και αμαρτωλό και όχι έναν έρωτα που ως ερωταγάπη κινεί τον άνθρωπο να αναζητήσει τρόπους που του εξασφαλίζουν την έξοδο από το πάθος (ερωτικό ή άλλο), ένα πάθος που εδράζεται στο εγώ και από αυτό λαμβάνει τα κελεύσματα; Μπορεί μια ερωτική σχέση να παρακάμπτει το στοιχείο της διάρκειας για να αποθεώσει τη στιγμή; Μπορεί μέσα σε μια ερωτική σχέση, που ενεργείται εν Χριστώ, να κυριαρχεί ηδονισμός; Μπορεί μια σχέση δύο προσώπων –και όχι δύο εξατομικευμένων υπάρξεων– να καλλιεργεί την ιδιοτέλεια, την εγωκεντρικότητα, τη μη παραίτηση από το «ίδιον θέλημα»; Και κάτι άλλο εδώ: πώς γίνεται εκείνοι που προσέρχονται να μετάσχουν στην σαρκωμένη Αλήθεια, να κοινωνήσουν «Σώματος και Αίματος», εκείνοι που καλούνται να δεχτούν το δώρο της ζωής μέσα από τις παραπάνω περιγραφές της «κίνησης» του Θεού, του «θείου έρωτά» του προς τον άνθρωπο, να περιορίζονται σε μια στερεότυπη σχέση, ακολουθώντας από συνήθεια περισσότερο μια θεόσταλτη πρόταση ζωής, ή ακόμη και να αρκούνται σε μια τυπική συνάντηση με το Πρόσωπο του Λόγου, Εκείνον δηλαδή που μεσολάβησε για να συναντηθεί ξανά σε επίπεδο μέθεξης ο άνθρωπος-υιός με τον ουράνιο Πατέρα;
Ο Χρήστος Γιανναράς θέλησε να απαντήσει σε παρόμοια ερωτήματα ως μέλος του Σώματος της Εκκλησίας, αλλά και μελετώντας σε βάθος την πατερική Θεολογία. Το βιβλίο του Το πρόσωπο και ο έρως μαρτυρεί αυτή την περιπέτεια (περί αυτού πρόκειται) εν μέσω πληθώρας αναφορών και διατυπώσεων, εμπνευσμένων από κεφαλαιώδη πατερικά κείμενα. Φτάνει έτσι να σημειώσει τα παρακάτω:
«Ο τρόπος με τον οποίο μιλάνε οι Πατέρες της Εκκλησίας για την ομορφιά του κόσμου υποδηλώνει την προϋπόθεση ενός ηθικού κατορθώματος. Η κάθε αλήθεια, που γίνεται αντικείμενο για να υποταχθεί στην ατομική διάνοια ή στην ατομική αίσθηση ή στην ατομική ψυχολογική εμπειρία, είναι μόνο σκιά της αλήθειας, φαντασία και απείκασμα της πραγματικότητας. Για να συναντήσει ο άνθρωπος το αληθινό κάλλος του κόσμου –«ου το κάλλος της σαρκός το φανταστικόν»– πρέπει να παραιτηθεί από τη φυσική απαίτηση της ηδονής που συνοδεύει τη θέα της ομορφιάς∙ να αρνηθεί την αλλοίωση του κάλλους σε ‘φαντασία’ ηδονική της σαρκός. Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθεί ο άνθρωπος την ατομική του φύση, να νεκρώσει τα ατομικά του θελήματα, που προβάλλουν στο κάλλος του κόσμου τις φυσικές απαιτήσεις ηδονής και αυτάρκειας» (Χρήστος Γιανναράς, Το πρόσωπο και ο έρως, Δόμος, 1987 (4η έκδ.), σ. 119-120).
Έτσι μπαίνει η άσκηση στη ζωή μας, εάν όντως επιθυμούμε να γνωρίσουμε το αληθινό κάλλος της δημιουργίας, και όχι αυτό που μας παρέχουν οι (αχόρταγες) αισθήσεις. Τη συνοψίζει η ρήση του αγίου Μαξίμου «τα φαινόμενα πάντα δείται σταυρού». Είτε πρόκειται για το κάλλος είτε για την αλήθεια των πραγμάτων, μετά Χριστόν και εν Χριστώ, απαιτείται ένα κατόρθωμα προσωπικής σχέσης που υπερβαίνει το «φυσικό μας θέλημα» και ζητά την παραίτηση από αυτό.
Ένας λόγος που ο Χρήστος Γιανναράς συναναστράφηκε την περί ερωταγάπης Θεολογία είναι η διαπίστωσή του ότι ο κόσμος, και εννοείται οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτόν, προχώρησαν σε μια έξαρση συμβατικής ζωής που προσβάλλει βεβαίως και την εκκλησιαστική πραγματικότητα, τη θεολογία της και την προσωπική-υπαρξιακή ανθρώπινη εμπειρία. Χαρακτηριστικά γράφει: «Το ουδετεροποιημένο αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας έχει γίνει το σύμβολο του πολιτισμού μας: η διαφημιστική πρόκληση προς τον καταναλωτή, ο ομοιόμορφος τύπος της βιομηχανικής ‘ομορφιάς’ που επιβάλλει η μόδα, η θανατερή εξομοίωση της έκφρασης και της συμπεριφοράς που δεν θέλει να διαφοροποιείται παρά μόνο από τις διαβαθμίσεις των φυσικών δυνατοτήτων ηδονής» (Χρήστος Γιανναράς, Το προνόμιο της απελπισίας, σειρά «σύνορο», εκδόσεις Γρηγόρη, σ. 22-23). Διαπίστωνε δηλαδή μια μεγάλη αλλοτρίωση του νεοελληνικού χώρου, η οποία φυσικά είχε άμεση αρνητική επίδραση στην αυτοσυνειδησία των κατοίκων αυτής της χώρας, που συνοδεύεται από μια μορφή μειονεξίας στη σύγκριση με τους Ευρωπαίους. Γνώριζε όσο λίγοι ότι η δυτική αντίληψη για τον ατομικοποιημένο άνθρωπο σήμαινε μια απρόσωπη, ουδετεροποιημένη, κοινωνική, οικονομική και πολιτική μονάδα. Θρεμμένος από την ανατολική χριστιανική Θεολογία πίστευε στην προτεραιότητα της Αλήθειας και την αυθεντική διάσταση του ανθρώπινου προσώπου. Όμως το πρόσωπο αυτό νοούμενο ολιστικά (ως σώμα, ψυχή, πνεύμα), είχε προσωπικό Δημιουργό, ήταν δημιούργημα εκείνης της ερωταγάπης χάρη στην οποία ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο. Προωθώντας σ’ έναν τόπο όπως η Ελλάδα και σ’ έναν λαό σαν τον ελληνικό τα δυτικογενή ρεύματα που θέλησαν με την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό να διορθώσουν την αρχαιότερη χριστιανική παράδοση και να εξαλείψουν, ει δυνατόν, τον βυζαντινό πολιτισμό, περιοριζόταν ή αλλοιωνόταν σφόδρα αυτή η αγαπητική διάσταση ανάμεσα σε Θεό και άνθρωπο, που χάρη στη Σάρκωση του Λόγου είχε κατοικήσει στις ανθρώπινες καρδιές, δηλαδή στο υπαρξιακό κέντρο του ανθρώπου. Θα μπορούσε με μια φράση να ειπωθεί: ο αγιασμένος δια Ιησού Χριστού άνθρωπος έδιωχνε πέρα τον αγιασμό του ή τον έβαζε σε παρένθεση.
Συμπλήρωμα των παραπάνω είναι η τριαδική σχέση των Προσώπων, που σημαίνει έρωτα τριαδικής κοινωνίας όπου η διάκριση των υποστάσεων κατά τον άγιο Μάξιμο είναι «άχρονος και αγαπητική» και αποκαλύπτει τον τρόπο της θείας Ύπαρξης που είναι η αγάπη: «ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ μένει» (Α΄ Ιω. 4,16). Εφόσον δεχόμαστε ως μέλη του Σώματος του Χριστού το γεγονός ότι γινόμαστε «κοινωνοί θείας φύσεως», πώς μπορούμε να ζούμε χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας την αγαπητική σχέση των Προσώπων της Τριάδος; Γι’ αυτό ο Χρήστος Γιανναράς γράφει σαν κατάληξη: «Στο Πρόσωπο του Χριστού, που είναι η φυσική ένωση του Θεού με τον άνθρωπο (ένωση οργανική, όπως της κεφαλής με τα μέλη του σώματος), η ερωτική δομή και κίνηση και λειτουργία του κόσμου βρίσκει την προσωπική της έκφραση και πραγμάτωση ‘έναντι’ του προσωπικού Θεού: Ο Χριστός είναι η συγκεφαλαίωση της ερωτικής κίνησης του Θεού προς τα κτίσματα και των κτισμάτων προς τον Θεό, ο τόπος της διπλής αυτής αγαπητικής φοράς, η αδιάστατη αμεσότητα της προσωπικής ένωσης του κτιστού με το άκτιστο» (Το πρόσωπο και ο έρως, σ. 170).
Κάπως έτσι ο Χρήστος Γιανναράς φτάνει στην παρακάτω διαπίστωση:
«Ο τρόπος της ζωής, όπως οι χριστιανοί τον ψηλαφούν στο πρόσωπο του Χριστού, είναι ο τρόπος του έρωτα: Η κένωση από κάθε απαίτηση ατομικής αυθυπαρξίας, η άντληση ύπαρξης και ζωής, όχι από την ατομική (και θνητή) φύση, αλλά από την προσωπική σχέση, την ελεύθερη από τους φυσικούς προκαθορισμούς. Να γίνει ο άνθρωπος ύπαρξη εκκλησιαστική, δηλαδή ερωτική, –όπως ο Θεός είναι ύπαρξη τριαδική, δηλαδή ερωτική. Να μη διεκδικεί τίποτα, να τα μοιράζεται όλα, σε μια παραφορά ερωτικής αυτοπροσφοράς. Η αγάπη, η ερωτική αλληλοπεριχώρηση της ζωής, είναι ο τρόπος υπάρξεως του Θεού, ο τρόπος που αθανατίζει το πρόσωπο –τρόπος της όντως ζωής» (Χρήστος Γιανναράς, «Comma», Σύναξη, τ. 32, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1989, σ. 43).
Νομίζω ότι η φράση «Να γίνει ο άνθρωπος ύπαρξη εκκλησιαστική, δηλαδή ερωτική, –όπως ο Θεός είναι ύπαρξη τριαδική, δηλαδή ερωτική», λέει ρητά τι ζητάει ο Χρήστος Γιανναράς με τα «ερωτικά» του.
Πηγή: https://mag.frear.gr/ta-erotika-toy-christoy-giannara/
TI ΜΑΣ ΛΕΙΠΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ; Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΟΔΗΓΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΛΗΓΩΜΕΝΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ, ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΕΝΟΙ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΡΟΣΜΕΝΟΥΝ ΤΟΝ ΝΥΜΦΙΟ. ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΕΛΘΟΥΝ ΣΤΟΝ ΝΥΜΦΩΝΑ. ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Ο ΑΓΟΡΑΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ.
Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα. Ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς.Εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου. Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλήν εμού.
ΟΙ ΑΝΕΡΑΣΤΟΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΙ ΦΕΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΕΙΔΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΣΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ , ΣΑΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ. ΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΣΑΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. ΣΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΔΕΙΠΝΟ ΜΕΤΕΧΕΙ ΚΑΙ Ο ΙΟΥΔΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΩΡΕΣ ΠΑΡΘΕΝΕΣ.
ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΤΕΧΟΥΝ ΟΣΟΙ ΠΙΟΥΝ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.
Βʹ Πε 2:9 – 22
Ἀγαπητοί, οἶδε Κύριος εὐσεβεῖς ἐκ πειρασμοῦ ῥύεσθαι, ἀδίκους δὲ εἰς ἡμέραν κρίσεως κολαζομένους τηρεῖν, μάλιστα δὲ τοὺς ὀπίσω σαρκὸς ἐν ἐπιθυμίᾳ μιασμοῦ πορευομένους καὶ κυριότητος καταφρονοῦντας. τολμηταί, αὐθάδεις! δόξας οὐ τρέμουσι βλασφημοῦντες, ὅπου ἄγγελοι, ἰσχύϊ καὶ δυνάμει μείζονες ὄντες, οὐ φέρουσι κατ᾿ αὐτῶν παρὰ Κυρίῳ βλάσφημον κρίσιν. οὗτοι δέ, ὡς ἄλογα ζῷα φυσικὰ γεγενημένα εἰς ἅλωσιν καὶ φθοράν, ἐν οἷς ἀγνοοῦσι βλασφημοῦντες, ἐν τῇ φθορᾷ αὐτῶν καταφθαρήσονται, κομιούμενοι μισθὸν ἀδικίας, ἡδονὴν ἡγούμενοι τὴν ἐν ἡμέρᾳ τρυφήν, σπίλοι καὶ μῶμοι, ἐντρυφῶντες ἐν ταῖς ἀπάταις αὐτῶν, συνευωχούμενοι ὑμῖν, ὀφθαλμοὺς ἔχοντες μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, δελεάζοντες ψυχὰς ἀστηρίκτους, καρδίαν γεγυμνασμένην πλεονεξίας ἔχοντες, κατάρας τέκνα! καταλιπόντες εὐθεῖαν ὁδὸν ἐπλανήθησαν, ἐξακολουθήσαντες τῇ ὁδῷ τοῦ Βαλαὰμ τοῦ Βοσόρ, ὃς μισθὸν ἀδικίας ἠγάπησεν, ἔλεγξιν δὲ ἔσχεν ἰδίας παρανομίας· ὑποζύγιον ἄφωνον ἐν ἀνθρώπου φωνῇ φθεγξάμενον ἐκώλυσε τὴν τοῦ προφήτου παραφρονίαν. οὗτοί εἰσι πηγαὶ ἄνυδροι, νεφέλαι ὑπὸ λαίλαπος ἐλαυνόμεναι, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς αἰῶνα τετήρηται. ὑπέρογκα γὰρ ματαιότητος φθεγγόμενοι δελεάζουσιν ἐν ἐπιθυμίαις σαρκὸς ἀσελγείαις τοὺς ὄντως ἀποφυγόντας τοὺς ἐν πλάνῃ ἀναστρεφομένους, ἐλευθερίαν αὐτοῖς ἐπαγγελλόμενοι, αὐτοὶ δοῦλοι ὑπάρχοντες τῆς φθορᾶς· ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καὶ δεδούλωται. εἰ γὰρ ἀποφυγόντες τὰ μιάσματα τοῦ κόσμου ἐν ἐπιγνώσει τοῦ Κυρίου καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τούτοις δὲ πάλιν ἐμπλακέντες ἡττῶνται, γέγονεν αὐτοῖς τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων. κρεῖττον γὰρ ἦν αὐτοῖς μὴ ἐπεγνωκέναι τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης ἢ ἐπιγνοῦσιν ἐπιστρέψαι ἐκ τῆς παραδοθείσης αὐτοῖς ἁγίας ἐντολῆς. συμβέβηκε δὲ αὐτοῖς τὸ τῆς ἀληθοῦς παροιμίας, κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα, καί, ὗς λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου.
Μκ 13:14 – 23
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Ὅταν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ὅπου οὐ δεῖ — ὁ ἀναγινώσκων νοείτω — τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβάτω εἰς τὴν οἰκίαν μηδὲ εἰσελθέτω ἆραί τι ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, καὶ ὁ εἰς τὸν ἀγρὸν ὢν μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω ἆραι τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ. οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος. ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται. καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς οὓς ἐξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας. καὶ τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ, μὴ πιστεύετε. ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. ὑμεῖς δὲ βλέπετε· ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν ἅπαντα.
1 σχόλιο:
Βʹ Πε 2:9 – 22
Ἀγαπητοί, οἶδε Κύριος εὐσεβεῖς ἐκ πειρασμοῦ ῥύεσθαι, ἀδίκους δὲ εἰς ἡμέραν κρίσεως κολαζομένους τηρεῖν, μάλιστα δὲ τοὺς ὀπίσω σαρκὸς ἐν ἐπιθυμίᾳ μιασμοῦ πορευομένους καὶ κυριότητος καταφρονοῦντας. τολμηταί, αὐθάδεις! δόξας οὐ τρέμουσι βλασφημοῦντες, ὅπου ἄγγελοι, ἰσχύϊ καὶ δυνάμει μείζονες ὄντες, οὐ φέρουσι κατ᾿ αὐτῶν παρὰ Κυρίῳ βλάσφημον κρίσιν. οὗτοι δέ, ὡς ἄλογα ζῷα φυσικὰ γεγενημένα εἰς ἅλωσιν καὶ φθοράν, ἐν οἷς ἀγνοοῦσι βλασφημοῦντες, ἐν τῇ φθορᾷ αὐτῶν καταφθαρήσονται, κομιούμενοι μισθὸν ἀδικίας, ἡδονὴν ἡγούμενοι τὴν ἐν ἡμέρᾳ τρυφήν, σπίλοι καὶ μῶμοι, ἐντρυφῶντες ἐν ταῖς ἀπάταις αὐτῶν, συνευωχούμενοι ὑμῖν, ὀφθαλμοὺς ἔχοντες μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, δελεάζοντες ψυχὰς ἀστηρίκτους, καρδίαν γεγυμνασμένην πλεονεξίας ἔχοντες, κατάρας τέκνα! καταλιπόντες εὐθεῖαν ὁδὸν ἐπλανήθησαν, ἐξακολουθήσαντες τῇ ὁδῷ τοῦ Βαλαὰμ τοῦ Βοσόρ, ὃς μισθὸν ἀδικίας ἠγάπησεν, ἔλεγξιν δὲ ἔσχεν ἰδίας παρανομίας· ὑποζύγιον ἄφωνον ἐν ἀνθρώπου φωνῇ φθεγξάμενον ἐκώλυσε τὴν τοῦ προφήτου παραφρονίαν. οὗτοί εἰσι πηγαὶ ἄνυδροι, νεφέλαι ὑπὸ λαίλαπος ἐλαυνόμεναι, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς αἰῶνα τετήρηται. ὑπέρογκα γὰρ ματαιότητος φθεγγόμενοι δελεάζουσιν ἐν ἐπιθυμίαις σαρκὸς ἀσελγείαις τοὺς ὄντως ἀποφυγόντας τοὺς ἐν πλάνῃ ἀναστρεφομένους, ἐλευθερίαν αὐτοῖς ἐπαγγελλόμενοι, αὐτοὶ δοῦλοι ὑπάρχοντες τῆς φθορᾶς· ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καὶ δεδούλωται. εἰ γὰρ ἀποφυγόντες τὰ μιάσματα τοῦ κόσμου ἐν ἐπιγνώσει τοῦ Κυρίου καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τούτοις δὲ πάλιν ἐμπλακέντες ἡττῶνται, γέγονεν αὐτοῖς τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων. κρεῖττον γὰρ ἦν αὐτοῖς μὴ ἐπεγνωκέναι τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης ἢ ἐπιγνοῦσιν ἐπιστρέψαι ἐκ τῆς παραδοθείσης αὐτοῖς ἁγίας ἐντολῆς. συμβέβηκε δὲ αὐτοῖς τὸ τῆς ἀληθοῦς παροιμίας, κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα, καί, ὗς λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου.
Μκ 13:14 – 23
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Ὅταν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ὅπου οὐ δεῖ — ὁ ἀναγινώσκων νοείτω — τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβάτω εἰς τὴν οἰκίαν μηδὲ εἰσελθέτω ἆραί τι ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, καὶ ὁ εἰς τὸν ἀγρὸν ὢν μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω ἆραι τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ. οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος. ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται. καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς οὓς ἐξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας. καὶ τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ, μὴ πιστεύετε. ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. ὑμεῖς δὲ βλέπετε· ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν ἅπαντα.
Δημοσίευση σχολίου