Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Η συνείδηση σε κρίση και ο πειρασμός της τεχνολογίας (2)

Συνέχεια απο : Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Heller als tausend Sonnen
Λαμπρότερο από χίλιους ήλιους
του Robert Jungk
Scherz & Goverts Verlag, 1956
Κεφάλαιο 17ο : Η συνείδηση σε κρίση και ο πειρασμός της τεχνολογίας



Ανατρέχοντας (αφού η βόμβα υδρογόνου είχε δοκιμαστεί με επιτυχία) στην άρνηση για την βόμβα υδρογόνου, από πλευράς της «General Advisory Committee» το 1949, ο Oppenheimer είπε (το 1951) : «Δεν θεωρώ πως έχει νόημα να κάνουμε υποθέσεις, για το ποια θα ήταν η στάση μας τότε, εάν κατείχαμε τότε την τεχνολογία που προέκυψε αργότερα. Η γνώμη μου για τα πράγματα αυτά είναι η εξής: όταν δει κανείς κάτι που του φαίνεται technically sweet (τεχνολογικά γλυκύ), τότε καταπιάνεται με αυτό, και τα ερωτήματα, για την χρήση και τις συνέπειες έρχονται μετά την επιτυχία της κατασκευής. Έτσι ήταν και με την ατομική βόμβα. Δεν πιστεύω ότι κάποιος είχε προβάλει αντίρρηση για την κατασκευή της. Όταν πια είχε κατασκευαστεί, έγιναν διάφορες συζητήσεις, για το τι να την κάνουν. Πιστεύω πως αν το 1949 γνωρίζαμε τα δεδομένα του 1951, τότε η αναφορά μας (του 1949) θα είχε τον ίδιο τόνο όπως τώρα...»

Στο σημείο αυτό δεν ακούμε πια τίποτα για την περίφημη ηθική αμφιβολία της «αναφοράς» του «General Advisory Committee». Εκούσια ή ακούσια, ο Oppenheimer ξεγυμνώνει το επικίνδυνο ελατήριο του μοντέρνου ερευνητή. Η αξιοσημείωτη εξομολόγηση του ίσως να εξηγεί επιτέλους, γιατί ο Φάουστ του 20ου αιώνα παρασύρεται για να υπογράψει συμφωνία με τον διάβολο.

Ότι είναι «τεχνολογικά γλυκύ» είναι για τον ερευνητή ακαταμάχητο.

Ι

Στον κύκλο των συναδέλφων και φίλων του, ο Hans Bethe ήταν γνωστός για την διαρκώς καλή διάθεση του και για την ακόμα καλύτερη του όρεξη. Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς πως αυτός ο υγιής, χαρούμενος, εσωτερικά και εξωτερικά σίγουρος άνθρωπος, κλονίζεται και βασανίζεται από τις αμφιβολίες που του προβάλλει η συνείδησή του. Ήταν ακριβώς αυτός που από όλους τους φυσικούς είχε τις πιο πολλές δυσκολίες, όταν του ζήτησαν να συμμετάσχει στην κατασκευή της βόμβας υδρογόνου.

Όταν ρώτησαν τον Bethe, αν στο Los Alamos είχε κάποιες ηθικές αμφιβολίες για την κατασκευή της ατομικής βόμβας, είπε: «στενοχωριέμαι που πρέπει να παραδεχθώ, ότι κατά την διάρκεια του πολέμου δεν έδωσα προσοχή στις αμφιβολίες που μου ήρθαν». Μετά την ρίψη της βόμβας στην Hiroshima, η στάση του είχε αλλάξει. Ένιωθε όπως και κάποιοι άλλοι ερευνητές το βάρος της ευθύνης, επειδή συμμετείχε στην δημιουργία αυτού του τρομερού όπλου. Για τον λόγο αυτό ηγήθηκε μιας ομάδας επιστημόνων της «Emergency Committee of the Atomic Scientists», που αγωνίζονταν για την ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους ενός ατομικού πολέμου, και τόνιζαν την αναγκαιότητα διεθνούς ελέγχου. Αλλά πολύ σύντομα, και πριν από τους περισσότερους από τους συναδέλφους του, ο Bethe είχε καταλάβει, πως αν οι ερευνητές θέλουν να έχουν επιρροή, πρέπει να πάρουν απόσταση από τον καθημερινό πολιτικό θόρυβο.

Ο Bethe, που ήταν γιος ενός διάσημου Γερμανού φυσιολόγου, στενοχωρήθηκε πολύ έπρεπε να εγκαταλείψει την πατρίδα το 1933. Λίγο πριν την οριστική του μετανάστευση, πέρασε μερικές όμορφες μέρες στην πόλη Baden-Baden. Από εκεί έγραψε μια επιστολή γεμάτη νοσταλγία στον δάσκαλό του Sommerfeld, ο οποίος τον προόριζε για διάδοχο του. Στις ΗΠΑ, όπου από την αρχή είχε κάνει μια λαμπρή καριέρα, με νοσταλγία θυμόταν συχνά τις παλιές μέρες, όταν περνούσε με μια μικρή υποτροφία την οποία του εξασφάλιζε ο δάσκαλος του. Όταν όμως ο Sommerfeld τον ρώτησε μετά το πέρας του πολέμου, αν θέλει να αναλάβει την έδρα του στο Μόναχο (στην οποία ήταν ο χειρότερος δυνατός διάδοχος, ένας φανατικός οπαδός της «γερμανικής φυσικής», κάποιος Müller), ο Bethe αναγκάστηκε να απορρίψει την πρόταση. Είχε εγκατασταθεί πια στην νέα του πατρίδα, και ένιωθε τόσο υποχρεωμένος στους Αμερικανούς, ώστε ο παλιός του στόχος, μια έδρα σε κάποιο πανεπιστήμιο της Γερμανίας, να τον συγκινεί πια.

Στο πανεπιστήμιο Cornell της πόλης Ithaca στο κρατίδιο της Νέας Υόρκης, είχε δημιουργηθεί υπό την επίδραση της ισχυρής προσωπικότητας του Bethe, ένα από τα πιο περίφημα κέντρα έρευνας πυρηνικής φυσικής στις ΗΠΑ. Στον παράδεισο αυτό της καθαρής έρευνας, εμφανίστηκε στα μέσα Οκτωβρίου του 1949, ο Edward Teller, ο δικηγόρος της βόμβας της κολάσεως, για να βάλει σε πειρασμό τον Doctor Bethe. Η συνεργασία του για την κατασκευή του νέου όπλου είναι χωρίς συζήτηση απαραίτητη.

Ο Bethe, που γνώριζε πολύ καλά την αξία του, ήξερε πως ο Teller δεν το είπε απλά για να τον κολακεύσει. Τον είχε ανάγκη, γιατί ο λαμπρός συνάδελφος (δηλαδή ο Teller, που ήταν Ούγγρος) έμοιαζε λίγο με τους Ούγγρους θεατρικούς συγγραφείς, που είχαν τρομερές ιδέες, οι οποίες αρκούσαν μόνο για την πρώτη πράξη, αλλά σπάνια ήταν μέχρι το τέλος του έργου της προκοπής. «Ο Teller... χρειάζεται έλεγχο, χρειάζεται ένα άλλο πρόσωπο, που έχει πιο ισχυρές ικανότητες στο να βρίσκει τις επιστημονικές συνέπειες τον δεδομένων, που να ξεχωρίζει την καλή από την κακή ιδέα». Αυτή ήταν η κρίση του Bethe για τον επισκέπτη του, και θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του στον ρόλο του «άλλου προσώπου».

Και επειδή δεν ήταν δυνατόν να προσελκύσει τον Bethe με χρήματα, ο Teller του έριξε μερικές αστραφτερές ιδέες για την πιθανή φύση των θερμοπυρηνικών αντιδράσεων. Και ο Bethe, ήταν όπως λέει, «πολύ εντυπωσιασμένος από τις ιδέες». Το να δουλέψει μαζί με τους Teller, Ulam, Gamow και πολύ πιθανόν με τον Fermi, και πάνω απ’ όλα να δουλέψει με την βελτιωμένη, για στρατιωτικούς σκοπούς προορισμένη υπολογιστική μηχανή, πρέπει να ήταν ισχυρό θέλγητρο για τον Bethe. Από μια τέτοια εξεζητημένη «ομάδα», μπορούσε να περιμένει κανείς ένα σωρό ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις.

Ο Bethe όμως δίστασε. Γιατί του φάνηκε, όπως είπε στον Teller, «ένα τρομακτικό εγχείρημα η κατασκευή μια ακόμα πιο ισχυρής βόμβας». Καθώς το είχε συνήθεια, να συζητά όλα τα σημαντικά θέματα της ζωής, με την νεαρή γυναίκα του, κόρη του γνωστού Γερμανού χημικού Ewald, κουβέντιασε μαζί της μέχρι αργά την νύχτα. «Τι πρέπει να κάνω;», θυμάται ο Bethe. «Ήμουνα πολύ ανήσυχος. Μου φαινόταν πως με την δημιουργία των θερμοπυρηνικών όπλων δεν θα λυνόταν κανένα από τα προβλήματα που είχαμε, και όμως δεν ήμουν σίγουρος αν είχα το δικαίωμα να αρνηθώ».

Μέσα στην αναποφασιστικότητα του, ο Bethe ενέργησε όπως συνηθίζουν να ενεργούν οι επιστήμονες όταν δεν μπορούν να λύσουν ένα πρόβλημα. Ήθελε περισσότερα στοιχεία, κυρίως πολιτικά και στρατιωτικά δεδομένα, πριν πάρει την τελειωτική απόφαση. Τέτοια δεδομένα μπορούσε να τα μάθει από τον Oppenheimer, ο οποίος συμμετείχε σε πολλές μυστικές επιτροπές της κυβέρνησης, και ήταν φυσικά σε θέση να εκτιμήσει την κατάσταση στον κόσμο με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ο Bethe είχε μόλις πληροφορήσει τον Teller για την απόφαση του, και να χτυπάει το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη ήταν ο «Oppy», που στο μεταξύ είχε πληροφορηθεί για τις προσπάθειες του τρίο: Alvarez, Lawrence και Teller, να πείσουν τις αρχές για την ανάγκη κατασκευής μιας «Super», και ήθελε την γνώμη του Bethe. Όταν αυτός του είπε πως ο Teller βρίσκεται για τον σκοπό αυτό στην Ithaca, πρότεινε να συναντηθούν οι τρεις τους στο Princeton.

Αυτό ακριβώς ήθελε ο Bethe, και συμφώνησε. Ο Teller όμως θεωρούσε πως ο Oppenheimer ήταν εναντίον του ή εναντίον της «Super», και ήταν καταπτοημένος μετά το τηλεφώνημα. «Δεν θα δεχθείτε λοιπόν!», προφήτεψε στον Bethe την στάση που θα ακολουθούσε.

ΙΙ

Δυο μέρες αργότερα, οι Bethe και Teller βρέθηκαν στο στο γραφείο του Oppenheimer στο «Institute of Advanced Studies» που ήταν υπό την διεύθυνση του από το 1947. Πόσο διέφερε αυτός ο χώρος, φωτεινός και περιποιημένος, που έβλεπε προς ένα λιβάδι περιτριγυρισμένο από πολύχρωμα φθινοπωρινά δέντρα, από το γραφείο του «Oppy» στο Los Alamos, που έμοιαζε με παράγκα, και όπου οι τρεις άνδρες είχαν συναντηθεί κατά την διάρκεια του πολέμου. Ο Oppenheimer φάνταζε μερικές φορές στους συνεργάτες του σαν ενθουσιώδης ιδρυτής και αρχηγός ενός οικισμού πρωτοπόρων στην μακρινή Δύση. Τώρα θύμιζε ένα Εγγλέζο country gentleman, που υποδέχεται τους επισκέπτες του στην κομψή έπαυλη του. Στο ίδιο κτήριο, λίγες πόρτες πάρα πέρα, δούλευε ο Einstein, που ήταν ήδη 70 ετών, σε ένα λιτό γραφείο. Προσπαθούσε να βρει την δομή μιας θεωρίας πεδίων που θα συμπεριλάμβανε όλα τα φαινόμενα της βαρύτητας, του φωτός και της ύλης. Για επιστημονικά θέματα σπάνια συζητούσε με τον προϊστάμενο του. Όταν όμως διάβαζε στην εφημερίδα κάτι που δεν του άρεσε, τηλεφωνούσε στον Oppenheimer και τον ρωτούσε θυμωμένος: «Και τώρα, τι λες γι’ αυτό;»

Ήταν μια απλή ερώτηση στην οποία ο Bethe ζητούσε να πάρει απάντηση κατά την επίσκεψη αυτή στο Princeton. Ο Oppenheimer έδειξε στους Bethe και Teller μια επιστολή από τον James Conant που μόλις είχε λάβει. Εκεί μέσα έλεγε ο θείος Jim, (όπως τον αποκαλούσαν οι άλλοι ερευνητές), ότι αν οπωσδήποτε θέλουν την βόμβα, θα την έχουν αλλά «μόνο πάνω από το πτώμα του».

Ο Oppenheimer φαίνεται πως δεν συμφωνούσε με την άποψη αυτή, αλλά δεν είπε και κάτι εναντίον της. Ο Oppenheimer θεωρούσε πως αν οι ΗΠΑ θέλουν να εφεύρουν την βόμβα υδρογόνου, τότε πρέπει να το κάνουν με λιγότερη μυστικότητα.Στο πλαίσιο αυτό παρομοίασε τις ΗΠΑ με διαφανές γυαλί ενώ την Σοβιετική Ένωση με τον θολό όνυχα. Καθ’ όλη την διάρκεια της συζήτησης, ο Oppenheimer δεν είχε εκφράσει σαφώς την γνώμη του. Ίσως γιατί δεν εμπιστευόταν τον Teller, ίσως για να μην επηρεάσει τον Bethe, ίσως όμως γιατί ο ίδιος ήταν αναποφάσιστος.

Ο Bethe ήταν πολύ απογοητευμένος από την συνομιλία, ώστε όταν βγήκαν από το γραφείο, είπε στον Teller: «Μπορείτε να είστε ευχαριστημένος. Θα συμμετάσχω».

Δεν πρόλαβε να φύγει ο Teller, και να συνείδηση πρόβαλε αμφιβολίες στον Bethe. Τότε συνάντησε τον Viktor Weisskopf, φίλο και συνάδελφο, που στο Los Alamos τον έλεγαν «το μαντείο». Μετά το τέλος του πολέμου, ο μαθητής αυτός του Bohr, απέρριπτε αποφασιστικά κάθε συνεργασία που αφορούσε πυρηνικά όπλα. Δίδασκε στο ΜΙΤ, και ήταν ένας από τους κορυφαίους πυρηνικούς φυσικούς της γενιάς του.

Ήταν ένα ωραίο βράδυ φθινοπώρου, όταν οι δυο φίλοι συναντήθηκαν, και συζήτησαν μέχρι μέχρι αργά την νύχτα. Από πάνω και γύρω τους ήταν δέντρα. Ο απαλός άνεμος νανούριζε τα κόκκινα φύλλα, και ένα ρυάκι τραγουδούσε τα δικά του. Είχε ο άνθρωπος το δικαίωμα να τα καταστρέψει όλα αυτά, ή απλώς να τα θέσει σε κίνδυνο; Ο Weißkopf που το 1939 ανήκε ακόμα στην ομάδα ακτιβιστών του Szilard, είχε μάθει από την εμπειρία του. Αν δώσεις στους στρατιωτικούς ένα όπλο, ο πειρασμός να πατήσουν την σκανδάλη είναι πολύ μεγάλος.

Η συζήτηση αυτή συνεχίστηκε την επόμενη μέρα, καθώς πήγαιναν με το αυτοκίνητο προς την Νέα Υόρκη. Στους Bethe και Weißkopf είχε προστεθεί ο συνομήλικος τους Georg Placzek, ένας εξαίρετος φυσικός και ιστορικός, που γνώριζε ιδιαίτερα καλά την στρατιωτική ιστορία. Καθώς προχωρούσαν μέσα από την μονότονη, χωρίς κανένα χαρακτήρα βιομηχανική περιοχή της Νέας Υόρκης, οι τρεις Ευρωπαίοι είχαν συμφωνήσει -όπως διηγήθηκε αργότερα ο Bethe- πως: «μετά από ένα τέτοιο πόλεμο, με βόμβες υδρογόνου, ο κόσμος δεν θα είναι πια όπως τον παραλάβαμε, ακόμα και αν κερδίσουμε τον πόλεμο. Θα χάσουμε ακριβώς αυτά για τα οποία αγωνιζόμαστε...»

Η μάχη στην συνείδηση του Bethe είχε τελειώσει. Ήθελε το ίδιο βράδυ να επιστρέψει στην Ithaca, αλλά έχασε το αεροπλάνο, λόγω των βαρυσήμαντων συζητήσεων. «Ίσως έτσι πρέπει να γίνει» σκέφτηκε. «Απόψε κιόλας πρέπει να μιλήσω με τον Teller».

Ήταν δύσκολο να βρει τον συνάδελφο στην μεγάλη πόλη. Τελικά τον πέτυχε στο τηλέφωνο. Ο Teller ήταν στο σπίτι του Lewis Strauss, τον μοναδικό από την επιτροπή ατομικής ενέργειας, που όπως και Teller υποστήριζε το «crush program» (δηλαδή την επείγουσα κατασκευή) της «Super» (βόμβα υδρογόνου). «Edward, το σκέφτηκα. Δεν μπορώ να συμμετάσχω», του είπε ο Bethe.


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: