Συνέχεια από: Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019
Η ερωτική ζωή τών φιλοσόφων
Η φρεναρισμένη επιθυμία του Wittgenstein
Ο Engelmann βρισκόταν μεταξύ 1916 και 1931 σε διαρκή και στενή επαφή με τον Wittgenstein, και την περίοδο 1926-1928 έκτισε μαζί με τον Wittgenstein το σπίτι τής αδελφής τού δεύτερου. Έτσι γνώριζε πολύ καλά τις φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές και θρησκευτικές θέσεις του φίλου του, τον οποίο θεωρούσε ως τον πιο παθιασμένο άνθρωπο τον οποίο συνάντησε στην ζωή του, και σημείωσε για το Tractatus, «φαίνεται πως είναι σχεδόν το μοναδικό φιλοσοφικό έργο το οποίο το έχει στοχαστεί κανείς με πάθος»38. Το παθιασμένο όμως, το οποίο εκφράζονταν στην ζωή και το έργο του Wittgenstein, δεν θεωρούσε πως βασίζεται στο σεξουαλικό στοιχείο, αλλά έδρασε ως μια καθαρά πνευματική-ψυχική ώθηση, την οποία ο Wittgenstein έστρεφε με μεγάλη αυστηρότητα προς τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του. Αυτό διαφωτίζει και την απάντηση που έδωσε ο Engelmann στην ερώτηση περί ομοφυλοφιλικής προδιάθεσης τού φίλου του: «Μόνο αυτό πρέπει να πω για το θέμα: γνωρίζοντας καλά την θεμελιώδη ανικανότητά του να έχει με ένα συνάνθρωπό του σχέση άλλη, εκτός από την ύψιστη σημασία τής λέξης «ανθρώπινη», και με την αντίληψη, πως και αυτόν θα μπορούσε να τον καθορίσει οτιδήποτε, που να βρίσκεται κάτω από το σχήμα αυτού του είδους της σχέσης, είναι άκρως απίθανο. Γνωρίζοντας όμως αυτή του την γενική ανικανότητα , θεωρώ πως και στην περίπτωση τών γυναικών, σπάνια έβρισκε τις ανθρώπινες προϋποθέσεις που αναζητούσε»39.
Η ερωτική ζωή τών φιλοσόφων
Επίμετρο του βιβλίου:
Heidegger und Wittgenstein, Die letzten
Philosophen
(Heidegger και Wittgenstein, Οι τελευταίοι φιλόσοφοι)
Του Manfred Geier
Η φρεναρισμένη επιθυμία του Wittgenstein
Ο Engelmann βρισκόταν μεταξύ 1916 και 1931 σε διαρκή και στενή επαφή με τον Wittgenstein, και την περίοδο 1926-1928 έκτισε μαζί με τον Wittgenstein το σπίτι τής αδελφής τού δεύτερου. Έτσι γνώριζε πολύ καλά τις φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές και θρησκευτικές θέσεις του φίλου του, τον οποίο θεωρούσε ως τον πιο παθιασμένο άνθρωπο τον οποίο συνάντησε στην ζωή του, και σημείωσε για το Tractatus, «φαίνεται πως είναι σχεδόν το μοναδικό φιλοσοφικό έργο το οποίο το έχει στοχαστεί κανείς με πάθος»38. Το παθιασμένο όμως, το οποίο εκφράζονταν στην ζωή και το έργο του Wittgenstein, δεν θεωρούσε πως βασίζεται στο σεξουαλικό στοιχείο, αλλά έδρασε ως μια καθαρά πνευματική-ψυχική ώθηση, την οποία ο Wittgenstein έστρεφε με μεγάλη αυστηρότητα προς τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του. Αυτό διαφωτίζει και την απάντηση που έδωσε ο Engelmann στην ερώτηση περί ομοφυλοφιλικής προδιάθεσης τού φίλου του: «Μόνο αυτό πρέπει να πω για το θέμα: γνωρίζοντας καλά την θεμελιώδη ανικανότητά του να έχει με ένα συνάνθρωπό του σχέση άλλη, εκτός από την ύψιστη σημασία τής λέξης «ανθρώπινη», και με την αντίληψη, πως και αυτόν θα μπορούσε να τον καθορίσει οτιδήποτε, που να βρίσκεται κάτω από το σχήμα αυτού του είδους της σχέσης, είναι άκρως απίθανο. Γνωρίζοντας όμως αυτή του την γενική ανικανότητα , θεωρώ πως και στην περίπτωση τών γυναικών, σπάνια έβρισκε τις ανθρώπινες προϋποθέσεις που αναζητούσε»39.
Πόσο προβληματική
και περιπλεγμένη πρέπει να ήταν η επιθυμία του για ανθρώπινη σαφήνεια και
καθαρότητα, που ως ιδανικό είχε (η επιθυμία του) το άγιο, και θεωρούσε το
θηλυκό, όπως και ο Otto Weininger, ως σεξουαλική απειλή που έπρεπε να
αποτραπεί, δείχνει η σχέση του Wittgenstein με την Marguerite Respinger. Στην περίπτωση αυτή, η αναζήτηση μιας
ύψιστης ανθρώπινης σχέσης προσέλαβε τραγικοκωμικά χαρακτηριστικά.
Η Marguerite , από τα
όσα γνωρίζουμε, ήταν η μοναδική γυναίκα, με την οποία ο Wittgenstein ήταν ερωτευμένος και την οποία μάλιστα
ήθελε να παντρευτεί, ώστε μέσα στο μυστήριο του γάμου, να ελευθερωθεί μαζί της
από κάθε τι το ακάθαρτο. Η περιπέτεια διήρκεσε έξι χρόνια, μέχρι που η ερωμένη
αποφάσισε να χωρίσει τον Wittgenstein και να παντρευτεί ένα άλλον. Η σχέση ξεκίνησε το
1926, όταν 22-χρονη τότε, γεμάτη ζωή και καλλιτεχνικά προικισμένη κόρη πλούσιας
ελβετικής οικογένειας, ήρθε στην Βιένη ως προσκεκλημένη του ανιψιού τού Wittgenstein, Thomas Stonborough. Η κατά
15 χρόνια νεότερη Marguerite γνώρισε τον Wittgenstein ενώ αυτός ήταν κλινήρης, καθώς είχε
τραυματίσει το πόδι του στην οικοδομή. Συμπάθησαν ο ένας τον άλλο και
βλεπόντουσαν σχεδόν καθημερινά, όσο το επέτρεπαν οι σπουδές της στην ακαδημία
καλών τεχνών της Βιένης και η εργασία του Wittgenstein ως αρχιτέκτονος. Πιο πολύ τους άρεσε να
πηγαίνουν σινεμά, όπου έβλεπαν αμερικάνικες ταινίες, κυρίως γουέστερν, που
είχαν ευνοϊκή επίδραση στον Wittgenstein και ηρεμούσαν τό πνεύμα του40.
Ακόμα και το
1929, όταν πήγε στο Cambridge για να εργαστεί φιλοσοφικά, η επαφή δεν είχε
διακοπεί. Συναντιόντουσαν στις διακοπές, τις οποίες ο Wittgenstein περνούσε στην Βιένη ή στο Cambridge όπου τον
επισκέπτονταν η Marguerite. Στα ημερολόγια του σημειώνει τι προσδοκά από
αυτόν τον έρωτα. Για το ότι ήταν ερωτευμένος δεν είχε καμιά αμφιβολία, ενώ δεν
ήταν σίγουρος αν και αυτή τον αγαπούσε. Οι αμφιβολίες του αυξήθηκαν όταν κάποτε
είχε καιρό να λάβει νέα της. Στις 2
Μαΐου 1930 σημείωσε: «Αγαπώ την Marguerite πολύ και φοβάμαι πως δεν είναι υγιής,
καθώς εδώ και περισσότερο από μια εβδομάδα δεν έλαβα γράμμα της. Όταν είμαι
μόνος την σκέφτομαι κάθε λίγο, όπως και σε άλλες περιπτώσεις. Αν ήμουν
αξιοπρεπής, θα ήταν και η αγάπη μου γι’ αυτήν πιο αξιοπρεπής. Και όμως την αγαπώ
όσο πιο εγκάρδια μπορώ. Εγκαρδιότητα δεν μου λείπει ίσως. Αξιοπρέπεια όμως μου
λείπει»41.
Αναξιοπρεπές
έβρισκε ιδιαίτερα το ότι την φιλούσε με τόση ευχαρίστηση και εγκαρδιότητα.
Ένιωθε μια ένταση, μεταξύ της επιθυμίας για φίλημα και της «ανελευθερίας της
σεξουαλικότητας» την οποία φοβόταν, την οποία του είχε υποβάλει ο Weininger και την
οποία ήθελε μέσω εγκράτειας να καταπολεμήσει. Εξέταζε την ιδέα ενός γάμου με
εγκράτεια. Ήταν αναμενόμενο η Marguerite να μην γνωρίζει πια τι είδους σχέση ήταν
αυτή. Τον Οκτώβριο του 1930 προκλήθηκε μια ενοχλητική σκηνή, όταν εξέταζαν, σε
μια μακρά συνομιλία, την πιθανότητα ενός γάμου. Κρατούσαν τα χέρια και
φιλιόντουσαν για πολύ ώρα. Η Marguerite φαίνεται όμως πως είχε ψυχρανθεί και
πάλι, «και φαινόταν σκοτεινιασμένη και κοίταζε δεξιά και αριστερά, πράγμα που
δεν είχα ξαναδεί, και τρόμαξα». Έκλαιγε και είπε, «πόσο λίγο τής σημαίνω όταν
είμαι απών. Και πως δεν καταλαβαίνει καθόλου την σχέση μας»42. Αλλά
και ο Wittgenstein δεν είχε πια καθαρή εικόνα για την σημασία των βιωμάτων του με την
ερωμένη, την οποία δεν ήθελε να χάσει. Τον Μάρτιο του 1931 αισθανόταν
«κουρασμένος από την βασανιστική υπόθεση με την Marguerite. Προβλέπω μια τραγωδία»43. Τα
πράγματα δεν έξελιχθηκαν όμως τόσο άσχημα. Η σχέση τέλειωσε χωρίς δραματικές
σκηνές, όταν η Marguerite είχε αποφασίσει να παντρευτεί ένα άλλο άνδρα. Ο Wittgenstein έβρισκε
αυτή την αστική σχέση «τρομακτική», και έθεσε στον εαυτό του το περίεργο
ερώτημα: «Μπορώ να αντέξω κάθε ακαθαρσία, μόνο την αστική δεν μπορώ. Δεν είναι
περίεργο αυτό;»44
Ο χωρισμός από
την Marguerite Raspinger συνέπεσε με το πλησίασμα ενός νεαρού άνδρα, ο οποίος είχε έρθει το 1930
στο Cambridge, για να σπουδάσει μαθηματικά στο Trinity College. Ο Francis Skinner ήταν ο μεγάλος έρωτας του Wittgenstein, στον
οποίο έλπιζε να βρει αυτό που θεωρούσε ως αληθινά «ανθρώπινη» σχέση. Αλλά και
στην σχέση αυτή, και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, η σεξουαλικότητα
έπαιζε ένα ανησυχητικό ρόλο, μέχρι που οι δυο ερωμένοι δεν ήξεραν πια τι
κάνουν, και αποξενώθηκαν.
O Francis Skinner ήταν ένας ντροπαλός, κομψός και ιδιαίτερα συμπαθής άνθρωπος, που
ενδιαφερόταν για την φιλοσοφία και είχε ιδιαίτερο χάρισμα στα μαθηματικά. Ο Wittgenstein πρέπει
να άναψε μόλις τον γνώρισε. Ο 43-χρονος Wittgenstein, ο οποίος στα πλαίσια ενός Research Fellowship έκανε
παραδόσεις με θέμα την γλώσσα, την
λογική και την φιλοσοφία, ερωτεύτηκε τον 20-χρονο φοιτητή. Απέναντι του
συμπεριφερόταν σαν αυστηρός δάσκαλος, ιδιαιτέρως όταν επρόκειτο για φιλοσοφικά
ερωτήματα και τις αρχές μιας αξιοπρεπούς ζωής. Τα επόμενα χρόνια τα πέρασαν
μαζι, και όπως στην περίπτωση του David Pinsent και της Marguerite Respinger, ο Wittgenstein πίστευε πως πλησίον του Skinner θα έβρισκε
εκείνη την ώθηση και ησυχία, που χρειάζονταν για να εργαστεί φιλοσοφικά. Και
όταν το 1934 συνέλαβε ξαφνικά το σχέδιο να μεταναστεύσει στην Σοβιετική Ένωση,
και να προσφέρει χρήσιμη εργασία εκεί, ο Francis Skinner θα τον συνόδευε. Άρχισαν να μαθαίνουν
ρωσικά από την Ρωσίδα φιλόσοφο Fania Pascal. Το 1935 ο Wittgenstein πήγε μόνος του, ενώ ο Skinner, ακολουθώντας
την συμβουλή του φίλου του, εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή καριέρα και έμαθε μια
χειρονακτική τέχνη. Η τέχνη που έμαθε του έδωσε την δυνατότητα να εργαστεί στην
Cambridge Instrument Company, όπου κατασκεύαζε κυρίως βίδες.
Η στενή σχέση των
φίλων δεν μπορούσε να μην προκαλέσει την περιέργεια, μήπως η σχέση τους ήταν
ομοφυλοφιλική, πράγμα που τότε τιμωρούνταν με ποινή φυλάκισης. Για το ερώτημα
αυτό η Fania Pascal γράφει στις «Αναμνήσεις από τον Wittgenstein»: «ο άνδρας μου και εγώ, αλλά και εξ όσων
γνωρίζω όλοι οι γνωστοί του, είχαν πάντα την εντύπωση, πως ο Wittgenstein ήταν από
την φύση του εγκρατής άνθρωπος. Είχε ένα «μη μου άπτου»...Όλα σε αυτόν ήταν
ιδιαίτερα εξαϋλωμένα»45.
Το ότι η αποφυγή
σωματικής επαφής δεν ήταν όλη η αλήθεια, μαρτυρούν κωδικοποιημένες σημειώσεις,
που βρέθηκαν μετά τον θάνατο του. Αναφέρονται κυρίως στον Σεπτέμβριο του 1937,
όταν ο Francis επισκέφτηκε τον φίλο του στην ερημιά της Νορβηγίας. Ο Wittgenstein είχε
αποτραβηχτεί εκεί, για να μπορέσει να συγκεντρωθεί στην πνευματική εργασία, και
να υποβάλει τον χαρακτήρα του σε αυστηρές δοκιμασίες. Μόλις όμως ήρθε ο Francis, ο Wittgenstein βίωσε
την εγγύτητα του ως «πολύ αισθησιακή» και είχε «αισθησιακές φαντασιώσεις»,
πράγμα που τον ενόχλησε. Αισθανόταν «αισθησιακός, ευερέθιστος, αναξιοπρεπής»,
όπως σημείωσε στο ημερολόγιό του. Και στο σημείο αυτό βρίσκουμε μια σύντομη
επισήμανση, που διαφωτίζει ολόκληρη την προβληματική της ερωτικής ζωής του Wittgenstein: «Δυο ή
τρεις φορές ξάπλωσα μαζί του. Πάντα με πρώτο το αίσθημα πως δεν είναι κάτι κακό,
μετά με ντροπή. Απέναντι του ήμουν άδικος, πιεστικός, λάθος και βασανιστικός»46.
Φαίνεται πως το «ξάπλωμα» με τον ερωμένο του θύμισε την στάση του Weininger, πως η
αληθινή αγάπη παγώνει, όταν η σεξουαλική επαφή ενισχύει την σεξουαλική ορμή και
κατατροπώνει τον καθαρό άνθρωπο που ως παρθένος είναι ελεύθερος.
Τρομαγμένος
διαπίστωσε την «παγωνιά της καρδιάς μου», η οποία τον είχε καταλάβει με την
σωματική εγγύτητα. Την 1η Δεκεμβρίου του 1937 υποδεικνύει στον εαυτό
του: «Ας μου συγχωρεθεί, δηλαδή, ας μου είναι δυνατόν να είμαι αξιοπρεπής και
αξιαγάπητος»47. Είχε πάντως περιέλθει σε μια κατάσταση που τον
σύγχυζε αθεράπευτα. Ανησυχούσε για την άλυτη δυσκολία του να συγκεράσει την
αισθησιακότητα και την ικανότητα του να αγαπά. Αλλά και η αυτοϊκανοποίηση, την
οποία με ντροπή σημείωνε στο ημερολόγιο του, τον είχε μπλέξει σε αμφιβολίες για
τον εαυτό του, στις οποίες τον οδήγησαν τόσο ο Francis όσο και η Marguerite: «Απόψε αυτοϊκανοποιήθηκα. Τύψεις
συνείδησης, αλλά και η πεποίθηση, πως είμαι πολύ αδύναμος, να αντισταθώ στην
ανάγκη και τον πειρασμό, όταν μου παρουσιάζεται η μια ή η άλλη φαντασίωση,
χωρίς να μπορώ δραπετεύσω σε μια άλλη. Χθες βράδυ είχα σκέψεις για ανάγκη
καθαρότητας της αλλαγής μου. (Σκεφτόμουν την Marguerite και τον Francis)»48.
Όταν επέστρεψε
στο Cambridge και ανέλαβε πάλι την διδασκαλία, πλησιάσε πάλι τον Francis. Φοβόταν μην τον χάσει. Για περισσότερο
από ένα χρόνο ζούσαν μαζί σε ένα μικρό διαμέρισμα πάνω από ένα κατάστημα
τροφίμων στον East Road. Η φυγή όμως του Wittgenstein από την αισθησιακότητα ζήμιωνε όλο και πιο πολύ
την σχέση τους. Τα επόμενα δυο χρόνια, μέχρι τον πρόωρο θάνατο του Francis στις 11
Οκτωβρίου 1941, έμειναν μαζί, κυρίως γιατί ο Francis με απελπισμένο έρωτα ήθελε να κρατήσει
τον Wittgenstein, ενώ ο αγαπημένος υπέφερε από τύψεις, που τον καθιστούσαν ολοένα πιο
απόμακρο.
Ίσως ο βιογράφος
του Wittgenstein, ο Ray Monk, να έχει δίκαιο όταν λέει: «Ο έρωτας του Wittgenstein προς τον Francis προσέκρουσε και συνετρίβη στην σωματική
εγγύτητα, την οποία κάποτε επιθυμούσε, και ταυτόχρονα φοβόταν»49. Η
ομοφυλοφιλία δεν έπαιζε τον πρωτεύοντα ρόλο. Η ερωτική ζωή του Wittgenstein ήταν ένα
δράμα της σεξουαλικότητας του. «Έρωτας, για ένα άνδρα ή μια γυναίκα, ήταν γι’
αυτόν κάτι πολύτιμο. Το θεωρούσε ως δώρο, σχεδόν θείο δώρο. Όμως, όπως ο Weininger, διέκρινε
ξεκάθαρα μεταξύ έρωτα και σεξουαλικότητας. Ο σεξουαλικός ερεθισμός τον
ανησυχούσε σε ύψιστο βαθμό. Φαίνεται πως δεν μπορούσε να τον συγκεράσει με τον
άνθρωπο, που ο ίδιος ήθελε να είναι»50.
Στις
«Επισημάνσεις στην φιλοσοφία της ψυχολογίας», που άρχισε να γράφει τον Μάη του
1946, δεν ανέφερε τυχαία την πρόταση: «Εάν περάσει, τότε δεν ήταν ο σωστός
έρωτας»51. Γιατί όμως να μην ήταν ο σωστός; Ίσως ο έρωτας να είναι
κάτι πολύ βαθύτερο, που εκφράζεται μόνο με συναισθήματα, αλλά δεν εξαντλείται
εκεί. Όπως το γράφει ο Wittgenstein στο ημερολόγιο του, με κωδικοποιημένη γλώσσα,
«είναι ένα μαργαριτάρι μεγάλης αξίας, που το κρατάει κανείς στην καρδιά, και
δεν θέλει να το ανταλλάξει με οτιδήποτε άλλο, και το θεωρεί ως ό,τι πιο
πολύτιμο. Δείχνει σε όποιον το κατέχει, τι είναι μεγάλη αξία»52. Και
ο Wittgenstein πίστευε πως το είχε, τον τελευταίο του μεγάλο έρωτα, που βρήκε κατά το
φθινοπωρινό τρίμηνο του 1946. Στις 8 Οκτωβρίου, και αισθανόταν αρκετά δυνατός
για να φιλοσοφήσει περί των ψυχικών συμβάντων, έγραψε στο ημερολόγιο του: «Όλα
είναι ευτυχία. Εγώ δε θα μπορούσα να γράφω έτσι, εάν δεν είχα περάσει τις δυο
τελευταίες εβδομάδες με τον Β.»53.
Ο Wittgenstein
αισθανόταν ως ασύλληπτη ευτυχία τον έρωτα για τον νεαρό φοιτητή ιατρικής Ben Richards, που όπως
και ο Francis Skinner ήταν ένα πολύ απαλός, συναισθηματικός, κάπως ντροπαλός νεαρός άνδρας, στον
οποίο του αποκαλύφθηκε για μια τελευταία φορά η υψηλότερη «αξία», για την οποία
έγραψε στο Tractatus, πως στην απολυτότητα της βρίσκεται πέραν από κάθε τυχαίο συμβάν και κάθε
δεδομένη τυχαία ύπαρξη. Τότε προσπάθησε να το συλλάβει ως κάτι «μυστηριώδες»,
το οποίο μπορεί να επιδειχθεί, αλλά έπρεπε να μείνει άρρητο σε μια γλώσσα η
οποία αναφέρεται σε δεδομένα. Τώρα το βίωνε ως ένα ευτυχές συμβάν, ακόμα και αν
δεν μπορούσε να διώξει τις αμφιβολίες, που για όλη του την ζωή τον κυριαρχούσαν
και του προκαλούσαν ανασφάλεια. Είχε το δικαίωμα να ερωτευτεί ξανά, και να
αποδυναμώσει έτσι την ανάμνηση της ερωτικής σχέσης με τον Francis Skinner, ο οποίος πραγματικά άξιζε, ο Wittgenstein να τον
πενθεί για όλη του την ζωή; Και πως μπορούσε να έχει την βεβαιότητα ότι ο Ben τον αγαπούσε και
πως ο έρωτας τους θα κρατούσε; Δεν
μπορούσε να είναι βέβαιος. «Με ποιο τρόπο θα μαρανθεί, δεν μπορώ φυσικά να
ξέρω. Όπως επίσης δεν μπορώ να ξέρω πως μπορεί να διατηρηθεί κάτι ζωντανό από
αυτήν, και όχι συμπιεσμένο σαν ανάμνηση μέσα σε ένα βιβλίο»54.
Ο Wittgenstein δεν
μπορούσε να έχει απόλυτη βεβαιότητα. Αλλά και μια ριζική αμφιβολία διέβλεπε ως
μια άλογη πράξη που κατέστρεφε τον έρωτα, που τον θεωρούσε ως την ύψιστη
ευτυχία. «Ίσως μια ευτυχία με πόνους, αλλά ευτυχία»55. Μέχρι τον
θάνατο του, το πρωί της 29ης Απριλίου 1951, μπόρεσε να το βιώσει,
όταν ο Ben Richards με λίγους φίλους ήρθε στο σπίτι του γιατρού Bevan, για να σταθούν δίπλα στον Wittgenstein που
πέθαινε. Ο Wittgenstein είχε ήδη πέσει σε κώμα, αλλά η κυρία Bevan τους μετέφερε
αυτό που της είχε πει πριν χάσει τις αισθήσεις του: «Tell them, I‘ ve had a wonderful life».
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΝΟΕΡΗ ΜΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΟΥΝ , ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΜΠΝΕΥΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΡΕΡΧΕΤΑΙ.
ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΕΩΣ ΨΑΧΝΟΥΝ Σ' ΟΛΗ ΤΟΥΣ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΥΣΙΜΟ ΥΛΗ.
Αμέθυστος
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΝΟΕΡΗ ΜΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΟΥΝ , ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΜΠΝΕΥΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΡΕΡΧΕΤΑΙ.
ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΕΩΣ ΨΑΧΝΟΥΝ Σ' ΟΛΗ ΤΟΥΣ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΥΣΙΜΟ ΥΛΗ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου