Συνέχεια από: Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019
Επίμετρο τού βιβλίου:
Επίμετρο τού βιβλίου:
Heidegger und Wittgenstein, Die letzten
Philosophen
(Heidegger και Wittgenstein, Οι τελεταίοι φιλόσοφοι)
Του Manfred Geier
Η φρεναρισμένη επιθυμία τού Wittgenstein
Ενώ ο Heidegger αντλούσε
την δημιουργική του ενέργεια ως στοχαστής από
τον ετεροσεξουαλικό έρωτα, που κάθε τόσο τον οδηγούσε στο να ξεπεράσει
τα όρια της αστικής συζυγίας, ο Wittgenstein βασανίστηκε μια ζωή με πειρασμούς, οι
οποίοι απειλούσαν μέσω τού αισθησιασμού, τού ερωτισμού και τής σεξουαλικότητας, την
ηθική του αρχή, να είναι δηλαδή ένας αξιοπρεπής άνθρωπος και όχι ένα
γουρουνόσκυλο. Από ηθικής άποψης προσπαθούσε να ακολουθήσει το ιδανικό ενός
αγίου, βάσει του οποίου θεωρούσε τον σωματικό έρωτα απειλή κατά τής καθαρότητάς
του. Αυτό το διαφωτίζουν μερικοί συγγραφείς, έργα των οποίων ο Wittgenstein είχε
διαβάσει προσεκτικά, γιατί είχαν κάτι να του πουν για την ερωτική του ορμή.
Κατά την διάρκεια
του Α’ ΠΠ προσπαθούσε να ακολουθήσει τις προτροπές του Τολστόι όπως εκφράζονται
στην «Σύντομη έκθεση του Ευαγγελίου». Δηλαδή, πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να
ακολουθήσει από αδυναμία την «σάρκα», αλλά ελεύθερος το «πνεύμα». Οι
«Εξομολογήσεις» τού Αυγουστίνου τού είχαν δείξει ένα δρόμο, πάνω στον οποίο
ήθελε να συνειδητοποιήσει, με υπεράνθρωπη ειλικρίνεια, τις αστοχίες και
αμαρτίες του, που εκθέτουν την ζωή στον διαρκή σεξουαλικό πειρασμό, που ο
μεγάλος Χριστιανός διδάσκαλος απέρριπτε ως «ζωική σεξουαλική ορμή»24.
Στο πατρικό του σπίτι είχε ακούσει για τον Sigmund Freud, ο οποίος ήθελε να διαφωτίσει την αστική τάξη
τής Βιέννης περί των σκοτεινών πλευρών τής σεξουαλικότητας, όσο απωθημένες ή
ασυνείδητες και αν είναι. Πολλά από αυτά που ο Freud αποκάλυψε με την σεξουαλική θεωρία της
ψυχολογίας του βάθους, δεν τα θεώρησε ως επιστημονικές εξηγήσεις, αλλά ως
«ισχυρή μυθολογία», η οποία όμως είχε κάτι σημαντικό να του πει
για την επιθυμία του. Τον Απρίλιο του 1930 έγραψε στις σημειώσεις του: «Ο Freud σφάλλει πολύ
συχνά και όσο για τον χαρακτήρα του είναι ένα γουρούνι ή κάτι παρόμοιο, αλλά
αυτό που λέει εκφράζει πολλά. Το ίδιο ισχύει και για μένα»26.
Στον κατάλογο των
συγγραφέων, με τα έργα των οποίων ο Wittgenstein «καταπιάστηκα με πάθος προς διαφωτισμόν
μου»27, αναφέρεται και ο Otto Weininger, ένας αινιγματικός Εβραίος φιλόσοφος, που
το 1903 σόκαρε διπλά τους Βιενέζους. Πρώτα με την δημοσίευση του σκανδαλώδους
έργου του «Φύλο και Χαρακτήρας», που διαπραγματεύεται τους σεξουαλικούς τύπους
του άνδρα και της γυναίκας. Ο ιδανικός τύπος γυναίκας κυριαρχείται από μια
σεξουαλική ορμή, χωρίς ψυχή και πνεύμα, στον στρόβιλο τού οποίου κινδυνεύει να
παρασυρθεί και ο άνδρας. Γιατί είναι κυρίως οι γυναίκες, υποστηριζόμενες από
πρόθυμους άνδρες, που κατάφεραν να υποβάλουν στο άλλο φύλο, πως «η
σημαντικότερη, η αληθινή ανάγκη του άνδρα είναι η σεξουαλικότητα, και μπορεί να
ελπίζει πως μόνο η γυναίκα μπορεί να ικανοποιήσει τις πιο αληθινές και βαθιές
επιθυμίες του, και πως η εγκράτεια είναι γι’ αυτόν κάτι αφύσικο και αδύνατο»28.
Ο Weininger ήταν πεπεισμένος, συμφωνώντας με τον Αυγουστίνο, ότι η ανθρώπινη
ανελευθερία, που για τον άνδρα και την γυναίκα βρίσκεται στην σεξουαλικότητα,
μπορεί να αρθεί μόνο μέσω εγκράτειας, με την οποία ολόκληρη η σύγχρονη
σεξουαλική κουλτούρα έπρεπε να καταργηθεί. «Ο άνδρας πρέπει να λυτρωθεί από το
φύλο, και έτσι, μόνο έτσι, λυτρώνει την γυναίκα. Μόνο η παρθενία του, και όχι
το αντίθετο της, όπως επιθυμεί η γυναίκα, είναι η σωτηρία της»29.
Τους αναγνώστες δεν ενόχλησε μόνο αυτή του η απαίτηση, αλλά και η αυτοκτονία
του. Τον Οκτώβριο του 1903 ο 23χρονος Weininger σκηνοθέτησε την αυτοκτονία του στον
διάδρομο του σπιτιού όπου πέθανε ο Beethoven. Το έκανε αυτό για να δείξει, πως μόνο η
αυτοκτονία εκείνων των αξιοπρεπών μπορεί να προσφέρει μια βέβαιη διέξοδο, σε
εκείνους που θέλουν να απαλλαγούν από την επιβολή του γουρουνίσιου και του
κακού, ποιοτικά και ηθικά.
Από τις
συζητήσεις που γίνονταν στο πατρικό του ο νεαρός Wittgenstein είχε ακούσει για τις σκέψεις και την
αυτοκτονία του Weininger. Δεν μαρτυρείται πότε διάβασε το «Φύλο και
Χαρακτήρας». Αργότερα πάντως το εκτιμούσε ως έργο μιας εξαιρετικής ιδιοφυΐας,
αν και σε προχωρημένη ηλικία διαπίστωσε πως: «Πόσο έσφαλλε, Θεέ μου, πόσο πολύ
έσφαλλε!»30 Η κριτική αυτή αφορούσε βέβαια την μέθοδο έρευνας που
εφάρμοσε ο Weininger, να θεωρήσει το αρσενικό και το θηλυκό ως ψυχολογικούς ιδανικός τύπους,
παρόμοια με τις ιδέες του Πλάτωνος, παραβλέποντας την διαφοροποιημένη ποικιλία
των ατομικών, διανθρώπινων τρόπων ζωής, στις οποίες ο Wittgenstein έδινε αργότερα μεγάλη αξία31.
Η κριτική τού Wittgenstein δεν στρεφόταν εναντίον τής απαίτησης για
παρθενία, που υποσχόταν να λυτρώσει τον άνθρωπο από την ανελευθερία της
ετεροσεξουαλικής του φυλετικότητας. Αυτό δείχνει και η ερωτική ζωή του Wittgenstein, που από
την αρχή την καθόριζε ο αγώνας με τον αισθησιασμό του.
Ήδη ο πρώτος του
ενθουσιώδης, εφηβικός έρωτας, που αισθάνθηκε στο σχολείο στην πόλη Linz, επιδεικνύει μια
αμφίσημη ένταση, που χαρακτήριζε τις φιλίες του Wittgenstein. Γιατί τα χρόνια που ζούσε στην Linz, και έμενε μαζί
με την οικογένεια Strigl, η σχέση του με την συνομήλικη του Pepi Strigl
χαρακτηρίζονταν από «έρωτα και υψηλά αισθήματα»32, από αισθησιακό
πλησίασμα και πνευματική απομάκρυνση, σκληρές ρήξεις και στοργικές
συμφιλιώσεις. Ήδη σε αυτή την σχέση τον βασάνιζε η σύγκρουση, μεταξύ της
φροντίδας του για μια αξιοπρεπή συμπεριφορά και την επιθυμία μιας αληθινής
φιλίας, που θα μπορούσε να είναι και ερωτικά φορτισμένη («πράγμα που ο άλλος
συχνά δεν αντιλαμβάνονταν και συνήθως δεν ανταπέδιδε»)33, όπως
μαρτυρεί ο Brian McGuiness, βιογράφος του Wittgenstein.
Σύμφωνα με τον Wittgenstein, ο David Pinsent ήταν ο
«πρώτος και μοναδικός του φίλος». Αυτό τουλάχιστον είχε γράψει στην κυρία Ellen F. Pinsent, όταν του
είχε ανακοινώσει την λυπηρή είδηση, πως ο γιος της David σκοτώθηκε στις 8 Μαΐου 1918, σε μια
δοκιμαστική πτήση. «Γνώριζα πράγματι πολλούς νεαρούς άνδρες της ηλικίας μου και
με μερικούς μπορούσα να συνεννοηθώ καλά, αλλά σε αυτόν είχα βρει ένα αληθινό
φίλο. Οι ώρες που πέρασα μαζί του ήταν οι καλύτερες της ζωής μου, ήταν για μένα
αδελφός και φίλος»34. Γνωρίστηκαν την Άνοιξη του 1912 στο γραφείο
του Bertrand Russel, και τα δυο χρόνια πριν τον μεγάλο πόλεμο ήταν όσο το δυνατόν περισσότερο
μαζί. Τους συνέδεαν το κοινό ενδιαφέρον για λογικά προβλήματα και η αγάπη για
τα ταξίδια, που τους οδήγησε στην Ισλανδία και Νορβηγία. Περί της σεξουαλικής
επαφής με τον «αδελφό και φίλο» δεν υπάρχουν ενδείξεις ούτε φυσικά αποδείξεις.
Ο Wittgenstein ήταν για τον Pinsent «αγαπητός συνοδοιπόρος», η καταθλιπτική
αυτομεμψία του οποίου και οι νευρωτικές του τρέλες εξέθεσαν την φιλία τους
πολλές φορές σε μεγάλη δοκιμασία, «κι’ ας είναι τόσο ευγενικός και αξιαγάπητος»35.
Το ερώτημα αν ο Wittgenstein ήταν
ομοφυλόφιλος προωθήθηκε κυρίως από τον William W. Bartley III, ο οποίος επικεντρώνεται κυρίως στα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια, κατά τα οποία ο Wittgenstein βρίσκονταν στην πιο άσχημη κατάσταση της
ζωής του. Είχε χαρίσει την περιουσία του στις αδελφές του, είχε ταπεινωτικές
συγκρούσεις με εκδότες για το Tractatus logico-philosophicus και σκεφτόταν την αυτοκτονία, γιατί η ζωή
δεν του άνοιγε προοπτικές. Το ότι γράφτηκε στο σεμινάριο εκπαίδευσης δασκάλων
στην Βιέννη, για να γίνει δάσκαλος, ήταν μάλλον μια πράξη απώθησης των
προβλημάτων παρά μια στοχευμένη απόφαση. Είχε φύγει από το πατρικό του και
ζούσε σε ένα ενοικιαζόμενο σπίτι, κοντά στην περιοχή Praterwiesen, πράγμα που επιτρέπει στον Bartley III να κάνει
εντυπωσιακές αποκαλύψεις: «Εκεί έβρισκε βαρβάτους άνδρες, που ήταν
διατεθειμένοι να συνευρεθούν μαζί του». Υποτίθεται πως πήγαινε εκεί πολλές
φορές την εβδομάδα, «μαστιγωμένος-έτσι το περιγράφει σε κάποιους φίλους- από
ένα δαίμονα, τον οποίο δεν μπορούσε να νικήσει»36. Ο Bartley III δεν αναφέρει
ονόματα μαρτύρων και δεν παραθέτει ενδείξεις. Ως απόδειξη αναφέρει μόνο
αποσπάσματα από ένα γράμμα που στις 30 Μαΐου 1920 ο Wittgenstein έστειλε στον Paul Engelmann, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1916 στην
σχολή πυροβολικού. Γιατί και στο γράμμα αυτό «περιέχυσε» συναισθηματικά τον
φίλο του: «Τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι άσχημα. Φυσικά λόγω της κατωτερότητας
και κακίας μου. Σκέφτομαι διαρκώς να θέσω τέρμα στη ζωή μου, και τώρα πάλι
τριγυρίζει μέσα αυτό. Έχω βυθιστεί εντελώς. Ελπίζω πως εσείς δεν περνάτε έτσι.
Θα μπορέσω να αναρθωθώ; Θα δούμε»37.
Ο Paul Engelmann όμως είναι
ακατάλληλος ως μάρτυρας της ομοφυλοφιλίας του Wittgenstein. Ήξερε πως η αυτομεψία αυτή δεν αφορούσε
σεξουαλικά παραστρατήματα, αλλά εξέφραζε τον φόβο της αποτυχίας στις ηθικές απαιτήσεις που ο ίδιος είχε θέσει. Ιδιαίτερα κατά την αβέβαιη εποχή μετά τον πόλεμο
αισθανόταν χαμένος και συγχυσμένος.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου