Συνέχεια από: Τρίτη 30 Μαρτίου 2021
Analogia Entis (Η αναλογία τού Οντος)
Η χρήση τής διατυπώσεως τής αναλογίας σε αντιπαράθεση με την ταυτότητα τού Ιωακείμ έχει σαν αποτέλεσμα μια βασική ενότητα απόψεων ανάμεσα στην σύνοδο του Λατεράνο IV και τον Ακινάτη! Η σύνοδος δικαιολογεί την απόρριψή της, μιας ταυτόσημης δηλ.εφαρμογής τής τριαδικότητας στον θεό και στο δημιούργημα με την αρχή τής «ανομοιότητος τής κάθε φοράς πιο μεγάλης» η οποία διατρέχει πάντοτε ανάμεσα στον “Δημιουργό” και στο “Δημιούργημα”: «διότι δεν είναι δυνατόν να παρατηρήσουμε ανάμεσα στον Δημιουργό και το Δημιούργημα μια τέτοια ομοιότητα, όσο μεγάλη και αν είναι, ώστε ανάμεσα στους δύο να μην μπορούμε να παρατηρήσουμε μια ανομοιότητα κάθε φορά και πιο μεγάλη».
Του Erich Przywara.
Η χρήση τής διατυπώσεως τής αναλογίας σε αντιπαράθεση με την ταυτότητα τού Ιωακείμ έχει σαν αποτέλεσμα μια βασική ενότητα απόψεων ανάμεσα στην σύνοδο του Λατεράνο IV και τον Ακινάτη! Η σύνοδος δικαιολογεί την απόρριψή της, μιας ταυτόσημης δηλ.εφαρμογής τής τριαδικότητας στον θεό και στο δημιούργημα με την αρχή τής «ανομοιότητος τής κάθε φοράς πιο μεγάλης» η οποία διατρέχει πάντοτε ανάμεσα στον “Δημιουργό” και στο “Δημιούργημα”: «διότι δεν είναι δυνατόν να παρατηρήσουμε ανάμεσα στον Δημιουργό και το Δημιούργημα μια τέτοια ομοιότητα, όσο μεγάλη και αν είναι, ώστε ανάμεσα στους δύο να μην μπορούμε να παρατηρήσουμε μια ανομοιότητα κάθε φορά και πιο μεγάλη».
Από την μεριά του ο Ακινάτης θεμελιώνει αυτό το «δεν είναι δυνατόν» και αυτό το «πρέπει» στο καθαυτό Είναι. Ο θεός είναι κατ’ ουσίαν (ens per essentium) ενώ το κτιστό μόνον δια της μετοχής και γι’ αυτό δεν υπάρχει ομοιότης τού κτιστού με τον θεό λόγω κοινωνίας μορφής, ούτε όσον αφορά την ουσιώδη μορφή (όπως θα απαιτούσε η «παραδειγματική ταυτότης» η οποία χαρακτηρίζει την ανατολική ταυτότητα της ζωής με το πνεύμα[;;]), ούτε όσον αφορά την μορφή τής υπάρξεως (όπως θα απαιτούσε η «ρυθμική ταυτότητης» η οποία χαρακτηρίζει την δυτική ταύτιση του πνεύματος με την ζωή), αλλά μόνον δια της αναλογίας. Και αυτό σημαίνει, εξάγοντας τις ακραίες συνέπειες, ότι κάθε τύπος ομοιότητος διαατέμνεται από μέγιστη ανομοιότητα. Η αναλογία είναι η διαφορετικότης εκείνου του ιδίου το οποίο βεβαιώνεται ότι είναι και του θεού και του κτιστού. Μάλιστα δε στο τέλος το θέμα ανατρέπεται. Η φυσική σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και την δημιουργία είναι η «απόσταση», ενώ η “αναλογία” είναι η ελάττωση: «η απόσταση τής φύσεως που υπάρχει ανάμεσα στην δημιουργία και τον θεό δεν μπορεί να εμποδίσει μια κοινωνία δια αναλογίας»!
Από το ένα μέρος λοιπόν ο Ιωακειμισμός, τόσο εκείνος τής δύσεως όσο και της ανατολής, και από το άλλο μέρος η σύνοδος τού Λατεράνου IV και ο Θωμάς Ακινάτης καταλαμβάνουν μια κεντρική θέση απολύτως καθοριστική σε όλο το θέμα! Εκεί η ταυτότης, είτε γνωστική ή μυστικιστική, παραδειγματική ή ρυθμική, είναι η βασική αρχή του πανθεϊσμού και του θεοπαν-τισμού (που είναι οι βασικές μορφές της ανατολικής συλλήψεως και της δυτικής στην απόλυτή τους διάσταση), εδώ η αναλογία είναι η απολύτως θεμελιώδης μορφή του καθολικισμού, καθότι είναι η απολύτως θεμελιώδης αρχή της σχέσεως ανάμεσα στον θεό και το δημιούργημα!
Β. Το νόημα της αναλογίας σε σχέση με τις ενδογενείς της προϋποθέσεις.
Το ιστορικό πλαίσιο τής αποφάσεως τής συνόδου του Λατεράνου IV αντικατοπτρίζει και το ενδόμυχο βεληνεκές. Δίνοντας την συναίνεσή της στον Pier Lombardo ενάντια στον αββά Ιωακείμ η σύνοδος στηρίζει την αναδυόμενη Τρίτη εποχή της θεολογίας, δηλαδή τον κλασικό σχολαστικισμό, στην καρδιά του οποίου υπάρχει ακριβώς το σχόλιο στα αποφθέγματα τού Pier Lombardo, που αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το εγχειρίδιό του. Η σύνοδος διετέλεσε κάτω από τον Ιννοκέντιο ΙΙΙ, ο οποίος υπήρξε ο πιο δυνατός πάπας του Μεσαίωνος, αλλά και εκείνος ο οποίος κατά την διάρκεια του παπάτου του είδε να γεννιούνται ο μοναχισμός των Φραγκισκανών και των Δομηνικανών. Με αυτούς φάνηκε να γεννιέται εκείνος ο πνευματικός μοναχισμός ο οποίος αντιπροσωπεύει την εποχή του Αγίου πνεύματος, σύμφωνα με τις δοξασίες του Ιωακείμ και ανάμεσα στις συνέπειές τους θα μπορούσαμε να εγγράψουμε και το ξεκίνημα του μοντερνισμού (με τον φραγκισκανό Occam και τον δομηνικανό Έκαρτ) και την ανάπτυξη του ευρύτατου φάσματος των θεολογικών σχολών. Σε αυτό το πλαίσιο τό γεγονός ότι η σύνοδος έδωσε σημασία, ενάντια στους τριαδικούς στοχασμούς, στην απόσταση «ενός κάποιου υπέρτατου όντος» είναι συμπτωματικό τής αντιπαραθέσεως η οποία λαμβάνει χώρα ανάμεσα στην αριστοκρατική αμεροληψία τής Εκκλησίας στην νομική και δικαστική της λειτουργικότητα και την προώθηση προς τα μπρός η οποία στηρίζεται από την σοφή έμπνευση ή από την επιστημονική λογική των θεολογικών σχολών.
Το σύνολο των ενδογενών θεμάτων περιέχεται βασικώς σε αυτό το Ιστορικό πλαίσιο. Η παρέμβαση τής συνόδου υπέρ τής αναδυόμενης κλασσικής σχολαστικής (η οποία διακρίνεται από την προηγούμενη θεολογία των πατέρων της Εκκλησίας) αποκαλύπτει την θεματική δομή των θεολογικών ρευμάτων: θεολογία των Ελλήνων πατέρων - θεολογία του Αυγουστίνου - σχολαστική θεολογία. Ο τονισμός στην συνοδική γλώσσα τής αποστάσεως (μέχρι την μέγιστη ανομοιότητα) αναδεικνύει το θέμα τής σχέσεως ανάμεσα σε μία «θεολογία τής Εκκλησίας» και τα διάφορα θεολογικά ρεύματα. Και με την αντιστροφή τής σχέσεως ανάμεσα στον δημιουργό και την δημιουργία στην κατάσταση των πραγμάτων η οποία είναι πραγματικώς υπερφυσική (στην μετοχή ανάμεσα στον θεό και τον άνθρωπο, κατανοημένη κυρίως με μία σημασία αυθεντικώς τριαδική) φανερώνεται τελικώς όλο αυτό που αφορά την σχέση ανάμεσα στην φύση και την υπερφύση, την γνώση και την πίστη!
Το πρώτο από αυτά τα ενδογενή θέματα (η διαφορά ανάμεσα στα θεολογικά ρεύματα) αντιμετωπίζεται καθαρά από το συνοδικό κείμενο, στο μέτρο στο οποίο υπερασπίζεται τον αναδυόμενο σχολαστικισμό ενάντια στην συνέχιση των προηγουμένων θεολογικών ρευμάτων. Το δεύτερο εγγενές θέμα (η σχέση ανάμεσα στα θεολογικά ρεύματα και την θεολογία της Εκκλησίας γενικώς) συμπεριλαμβάνεται, ας πούμε, στο στυλ τού κειμένου τής συνόδου, στο μέτρο στο οποίο αντιστρέφει κάθε ξεχωριστή ερμηνεία τής πίστης με την πίστη η οποία επιβάλλεται απλά και δικαιωματικά. Το τρίτο ενδογενές θέμα (φύση και υπερφύση, γνώση και πίστη) είναι παρόν μόνον στην προοπτική η οποία ανοίγει με την αναλογία όταν υπολογίσουμε ότι στο δικό της «δεν είναι δυνατόν» και «πρέπει» εκφράζει, ανάμεσα στα άλλα, και την ουσιώδη σχέση ανάμεσα στην φύση και την υπερφύση και ανάμεσα στην γνώση και την πίστη. Με αυτόν τον τρόπο η αναλογία αποδεικνύεται η θεμελιώδης μορφή του καθολικισμού.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου