H ΦΥΣΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΟΥ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ-
(Συνεχίζεται)
ΤΟΥ MASSIMO PAURI.
«Ούτε η πιό λεπτή φιλοσοφία ούτε η πιό κοινή ανθρώπινη νόηση μπορούν να ταράξουν την ελευθερία με σοφισμούς. Η νόηση πρέπει επομένως να προϋποθέσει πώς δέν υπάρχει αληθινή αντίφαση ανάμεσα στην ελευθερία και στην φυσική αναγκαιότητα των ανθρωπίνων πράξεων, επειδή η νόηση δέν είναι είς θέση να παραιτηθεί απο την έννοια της φύσεως όπως και απο εκείνη της ελευθερίας.» Immanuel Kant.
Στα 1971 ο αμερικάνος φιλόσοφος Wilfrid Sellars έγραφε! «Ανακάλυψα πολύ νωρίς πώς το πρόβλημα τού χρόνου μπορεί να μπεί μόνον σε αντιπαράθεση με το πρόβλημα νούς-σώμα, στο μέτρο στο οποίο ο χρόνος βάζει στο παιχνίδι όλα τα κύρια θέματα της φιλοσοφίας». Παρότι σ’έναν Ευρωπαίο, γνώστη του Κάντ, μια τέτοια δήλωση θα μπορούσε να φανεί λίγο αθώα, παρ’όλα αυτά εκφράζει πειστικά την σωστή οπτική γωνία των συγχρόνων πάνω σ’ένα πρόβλημα που γεννιέται μαζί με την μοντέρνα επιστήμη και είναι αποφασιστικής σημασίας για κάθε φιλοσοφικό διαλογισμό γύρω από τον κόσμο. Πράγματι το πρόβλημα που τόσο άτυχα ονομάστηκε «νούς-σώμα» εμφανίζεται ιστορικά μετά την θεμελίωση της μοντέρνας έννοιας του επιστημονικού αντικειμένου κατα την διάρκεια της αναγεννήσεως και δέν μπορεί πλέον απο τότε να ξανατοποθετηθεί μέσα στην ενωτική κοσμολογική θεώρηση της κλασσικής σκέψης. Εκτός αυτού, όχι μόνον το πρόβλημα του χρόνου και το πρόβλημα «νούς-σώμα» μπορούν να αντιπαρατεθούν αλλά, όπως θα δούμε, θα καταλήξουν τελικώς να φανερωθούν αλληλοεξαρτώμενα το ένα απο το άλλο.
Χώρος και Χρόνος είναι όντα ή ιδέες πολύ κεντρικά για την ύπαρξή μας στον κόσμο ή για την γνώση μας γι' αυτόν. Κατα την διάρκεια της ιστορικής αναπτύξεως της φιλοσοφικής και της επιστημονικής σκέψεως οι αντιλήψεις του χώρου και του χρόνου ακολούθησαν πολύ συχνά ανεξάρτητες διαδρομές. Όπως είναι γνωστό με την διατύπωση της ειδικής θεωρίας της σχετικότητος και ακόμη περισσότερο της γενικής σχετικότητος, οι φυσικές έννοιες του Χώρου και του Χρόνου, ενοποιήθηκαν σε μία μαθηματική δομή τεσσάρων διαστάσεων. Χώρος και Χρόνος όμως παρόλα αυτά, διαθέτουν μία ουσιαστική οντολογική διαφορά: ο Χρόνος «περνά», ο Χώρος όχι. Ο Χρόνος, πολύ περισσότερο απο τον Χώρο, έχει έναν κεντρικό ρόλο, σχεδόν συστατικό, για την ύπαρξή μας στον κόσμο, και για την υποκειμενικότητα γενικώς, καί είναι παρών σε διάφορες διαβαθμίσεις στους ζωντανούς οργανισμούς.
Η βαθειά αντίθεση ανάμεσα στην τυπική διϋποκειμενική ενοποίηση του χρόνου και του χώρου στην επιστημονική περιγραφή του κόσμου απο το ένα μέρος, και η οντολογική διαφορά του Χρόνου απέναντι στον Χώρο στην υποκειμενικότητα τής εμπειρίας, απο το άλλο, αντιπροσωπεύει ίσως το πιό βαθύ πρόβλημα και το πιό δύσκολο να λυθεί, που θέτει η φυσική σαν φιλοσοφία.
Αυτό αποτελεί τον ουσιώση πυρήνα τής σχέσεως ανέμεσα στην πραγματικότητα τής εμπειρίας και στην αντικειμενική πραγματικότητα τής γνώσεως, επομένως και του προβλήματος «νούς-σώμα». Στό δοκίμιο πού ακολουθεί θά αντιμετωπισθεί αυτό τό πρόβλημα από τήν μεριά τού Χρόνου, παρότι και η πλευρά του Χώρου δέν είναι λιγότερο σημαντική, και όσον αφορά την κατανόηση της φύσεως του σε σχέση με την περιγραφή του κόσμου απο την φυσική (ιδιαιτέρως τής κβαντικής φυσικής) και όσον αφορά επίσης την σχέση του με την υποκειμενικότητα και την αίσθηση. Διότι η ενασχόληση και με αυτό το πρόβλημα θα μας πήγαινε πολύ μακριά και η προσπάθεια θα γινόταν κουραστική.
Μπορούμε λοιπόν κατ’αρχάς να παρατηρήσουμε πώς μεγάλο μέρος των δοκιμίων γύρω απο τον χρόνο έχουν τίτλους τύπου «το πρόβλημα του χρόνου», «το αίνιγμα του χρόνου» και παρόμοιους. Αυτό το πράγμα δέν πρέπει να μας εκπλήσσει, εάν λάβουμε υπ’όψην πώς ο χρόνος, περισσότερο απο κάθε άλλο θέμα φιλοσοφικής έρευνας, και παρότι δίνει θέση στην πιό άμεση εμπειρία της υπάρξεώς μας, υπήρξε συνεχώς μία πηγή απορίας και παραδόξων. Οι διάσημες αναλύσεις τού Ζήνωνος, τού Αυγουστίνου και στις αρχές του 1900 του Σκωτσέζου φιλοσόφου John Mc Taggart φανερώνουν πόσο εύκολα η έννοια του χρόνου τείνει να θρυμματιστεί σε χιλιάδες ερωτηματικά. Παρ’όλα αυτά επειδή ο χρόνος είναι πραγματικός, τουλάχιστον με την έννοια που είναι η άμεση εμπειρία μας, η οποία με την σειρά της είναι το σημείο εκκινήσεως κάθε γνώσεως, πρέπει να συμπεράνουμε πώς είναι τελικώς η δομή η ίδια αυτών των αναλύσεων η οποία πάσχει απο κάποια λεπτή αδυναμία ή απο κάτι διφορούμενο.
Και γι’αυτό το θέμα του χρόνου είναι ακριβώς --όπως παρατηρεί και ο Sellars—ένας αληθινός αστερισμός προβλημάτων, αστερισμός ο οποίος εμπλέκει πρακτικώς το σύνολο της γνώσεως και ιδιαιτέρως το νόημα όρων όπως αλήθεια, ταυτότητα, ύπαρξη και επίπεδα πραγματικότητος, πράγμα, γεγονός, αλλαγή, πράξη, αιτιότητα!
Καμμία εμπειρία δέν μας έχει δοθεί σε μία φόρμα άμεση και σταθερή όσο το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου και η καθολικότητα της γεννήσεως και του θανάτου των πραγμάτων γύρω μας και μέσα μας. Η εμπειρία της αλλαγής και η συναφής οικεία πεποίθηση πώς ενώ το παρελθόν έχει ήδη κλείσει, το μέλλον παραμένει ανοιχτό και απροσδιόριστο, βρίσκονται στην ρίζα της ζωής μας. Παρ’όλα αυτά όμως ζούμε συχνά πάλι την παραίνεση πώς σε ένα πιό βαθύ οντολογικό επίπεδο, ενυπάρχει μία άχρονη πραγματικότης η οποία συμπεριλαμβάνει απολύτως ταιριαστά μέ την ελευθερία των επιλογών μας, ολόκληρη την δική μας ιστορία και του κόσμου. Δέν είναι τυχαίο πώς, η σχέση του Γίγνεσθαι και της Διάρκειας (της αναλλοίωτης παραμονής) θεωρούνται από πάντοτε το πιό βαθύ πρόβλημα του φιλοσοφικού στοχασμού.
Μετά από αυτά όμως ενώ υπάρχει μία αυτονόητη συμφωνία πάνω στο γεγονός πώς το Γίγνεσθαι και η ροή ή το πέρασμα του χρόνου φανερώνονται σαν βασικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητος, μόλις περάσουμε σε μία κριτική παρουσίαση αυτών των θεμάτων, οι γνώμες διαφοροποιούνται, ριζικά μάλιστα. Το σημείο είναι πάντως πώς η ανάλυση του θέματος του χρόνου και του γίγνεσθαι προϋποθέτει από την αρχή έναν τέτοιο οντολογικό συμβιβασμό και πώς αυτή η ίδια η έκφρασή του είναι τόσο εξαρτημένη από τις αρχικές φιλοσοφικές θέσεις. που από την αρχή-αρχή εμφανίζεται ένας θρυμματισμός σε ξεχωριστές σχολές σκέψης.
Αυτό το πράγμα γίνεται ακόμη πιο εμφανές απο τις αρχές του 900 πάνω απ’όλα εξ’αιτίας της βαθειάς επιρροής που άσκησε στην φιλοσοφική σκέψη, η θαυμαστή ανάπτυξη των εμπειρικών γνώσεων γύρω απο το χώρο και τον χρόνο, οι οποίες επαληθεύθηκαν με την ανακάλυψη των δύο θεωριών της σχετικότητος και της κβαντικής θεωρίας.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε επιπλέον και μία ακόμη δυσκολία, στην ανάλυση αυτών των θεμάτων, η οποία προστίθενται από την απευθείας λήψη των αποτελεσμάτων τής φυσικής εντός του φιλοσοφικού διαλόγου, διαλόγου ο οποίος εμφανίζεται επιπλέον και σαν επιστημονικός. Και όμως καμμία φυσική θεωρία δέν μπορεί να εκφράσει, αφ’εαυτής, αντιλήψεις πώς ο αντικειμενικός κόσμος είναι ενός κάποιου τύπου και όχι ενός άλλου. Υπήρξαν πάντοτε οι φιλόσοφοι αυτοί που χρησιμοποιούν τις επιστημονικές θεωρίες για να υπερασπιστούν τις αντιλήψεις τους για τον κόσμο, αλλοιώνοντας τις περισσότερες φορές την διάκριση ανάμεσα σε μία επιστημονική θεωρία και τις φιλοσοφικές της, αναπόφευκτες ερμηνείες. Όσον αφορά δέ το θέμα του χρόνου εμπειριστές φιλόσοφοι, φυσιοκράτες αναλυτικοί και φαινομενολόγοι συνέχισαν να συζητούν στην διάρκεια του 1900 χωρίς να λαμβάνουν σοβαρά υπ’όψιν τους τα επιχειρήματα που έχουν αναπτυχθεί πέρα από την δική τους δικαιοδοσία. Μάλιστα δέ αναλυτικοί φιλόσοφοι έφτασαν στο σημείο να αναπτύξουν αντικρουόμενες θέσεις ακόμη και στο εσωτερικό τους, μεταξύ τους.
Σ’αυτά που ακολουθούν θα αναπτύξουμε μία επιχειρηματολογία η οποία θα βασίζεται στα ιδιαίτερα φιλοσοφικά χαρακτηριστικά της φυσικής περιγραφής του κόσμου, έτσι όπως θεμελιώθηκε στην αναγέννηση. Διότι αυτή η ιστορική στιγμή ορίζει τον τόπο όπου όλα τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της μοντέρνας σκέψης πήραν μορφή.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου