Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΡΩΣΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ (Ι) επανάληψη

Η φιλοσοφική σκέψη της Ρωσίας κατέχει μια ιδιαιτερότητα μέσα στον Ευρωπαικό πολιτισμό. Μια ιδιαιτερότητα που της επιτρέπει να τοποθετηθεί και χρονολογικά και όσον αφορά την πρόοδο η οποία καταλήγει στην εμφάνιση της, στο εσωτερικό του μοντέρνου κόσμου. Η φιλοσοφία στη Ρωσία άρχισε να εμφανίζεται στον 18ο αιώνα, σαν κάτι ξεχωριστό και αυτόνομο. 

Οι Ρώσοι ιστορικοί αποδίδουν αυτή τη σιωπή τόσων αιώνων, στην Βυζαντινή μιζέρια η οποία προσπάθησε να καθοδηγήσει το Ρωσικό πνεύμα. 

Γεγονός είναι πάντως ότι μέσω του Βυζαντίου η Ρωσία εκχριστιανίστηκε, αλλά δέν εξελληνίστηκε. Το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα, τόσο καθοριστικό για τον Βυζαντινό πολιτισμό, δέν μεταφυτεύθηκε στη Ρωσία. Ταυτοχρόνως δέ η λειτουργική γλώσσα η οποία μετεδόθη απο τον Κύριλο και τον Μεθόδιο κατ’αρχάς στους Σλάβους και η οποία σιγά σιγά εμπλουτισμένη κυριάρχησε σε ολόκληρη την Ορθόδοξη ανατολή, λειτούργησε σαν το Σινικό τείχος που προστάτεψε και αποξένωσε ταυτοχρόνως τη Ρωσία απο τη Λατινική γλώσσα και τον Ευρωπαικό πολιτισμό. 

Ένας άλλος παράγων εξίσου σημαντικός ο οποίος συνέβαλε στην καθυστέρηση της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης υπήρξε το σχίσμα της Ορθοδόξου Ρωσικής Εκκλησίας ανάμεσα στα 1653 και 1656. Το οποίο σχίσμα είχε σαν αιτία και αφορμή την μεταρρύθμιση της Ρωσικής Εκκλησίας, της λειτουργικής της παραδόσεως απο τον πατριάρχη Nikon με την σύμφωνη γνώμη του Τσάρου Αλεξέι, δευτέρου διαδόχου της δυναστείας των Ρωμανώφ, προκειμένου να δεχθούν στη Ρωσική Εκκλησία την Εκκλησία της Ουκρανίας, βαθιά επηρεασμένης ήδη απο τον Καθολικισμό. Απο την αντίδραση στην μεταρρύθμιση και το σχίσμα προέκυψε το κίνημα των σχισματικών (Raskol’niki) οι οποίοι ζητούσαν την επιστροφή στις παραδοσιακές μορφές λατρείας. 

Ποιό ήταν το αποτέλεσμα αυτής της μεταρρυθμίσεως; Να εγκαταλειφθή η Μυστική παράδοση της Εκκλησίας της Ρωσίας, ο Ησυχασμός. Και η σταδιακή κυριαρχία της νέας Εκκλησίας εκ μέρους της κοσμικής εξουσίας των Τσάρων. 
Αυτή η κυριαρχία φανερωνοταν ξεκάθαρα στην πρόοδο και στη συνεχή αύξηση του κύρους, της ιστορικής έννοιας «Μόσχα—Τρίτη Ρώμη» η οποία έδινε και έναν εσχατολογικό χαρακτήρα στη Ρωσία. 

Αυτή η επιρροή του εσχατολογικού οράματος ξεκίνησε με την ανεξαρτησία της Ρωσικής Εκκλησίας απο το Βυζάντιο στα 1589. Κατά μια μεγάλη ειρωνεια δέ της ιστορίας, το όραμα επεβλήθη στους Ρώσους απο τον ίδιο τον πατριάρχη Κων/πόλεως Ιερεμία, με μια επιστολή του προς τον Τσάρο, με την οποία ουσιαστικά ίδρυε το πατριαρχείο της Μόσχας. 

«Επειδή η αρχαία Ρώμη έπεσε θύμα της αιρέσεως του Απολλινάριου, και η δεύτερη Ρώμη η Κων/πολη βρίσκεται κάτω απο την κατοχή των άθεων Τούρκων, σήμερα αγαθέ Τσάρε, έναπόκειται στο μεγάλο σου Ρωσικό Βασίλειο, την Τρίτη Ρώμη, το χρέος να ξεπεράσει στην πίστη όλα τα προηγούμενα βασίλεια. Όλα τα πιστά βασίλεια έχουν ενωθεί τώρα στο δικό σου και μόνον εσύ τώρα έχεις το δικαίωμα να ονομάζεσαι Χριστιανός Αυτοκράτωρ όλης της οικουμένης»
Απο δώ και έπειτα η Ρωσία γίνεται η «Αγία Ρωσία» και αυτή η αγιότης γίνεται η βάση της Ρωσικής Κοσμολογίας. Η Ρωσική εθνική ιδέα βρίσκεται μέσα στην έννοια «Μόσχα. Τρίτη Ρώμη», παιρνοντας μαζί και το εσχατολογικό νόημα, ότι η Μόσχα δηλαδή είναι πλέον ο φύλακας της καθαρής οικουμενικής Ορθοδοξίας, διότι δέν θα υπάρξει τέταρτη Ρώμη. 

Αυτή η ίδια η πίστη στην Αγία Ρωσία, η πεποίθηση πώς έξω απο αυτή δέν υπάρχουν άλλοι δρόμοι σωτηρίας για τη Ρωσία, γίνεται το βασικό της πνευματικό κεφάλαιο, χωρίς το οποίο οι Ρώσοι δέν είναι τίποτε.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος


Η αίρεση του Απολλιναρίου και η Β' Οικουμενική Σύνοδος


Η αίρεση του Απολλιναρίου και η Β' Οικουμενική Σύνοδος
Ειρήνης Αρτέμη
Θεολόγος -Φιλόλογος
Mphil. Θεολογίας. Υπ. διδάκτορος Θεολογίας
1.Ο Απολλινάριος και η διδασκαλία του
Ο Απολλινάριος υπήρξε θεμελιωτής της νέας αιρέσεως, που θα απασχολούσε το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα και θα έβαζε σε κίνδυνο την ενότητα της Εκκλησίας. Γεννήθηκε το 315 στη Λαοδικεία. Ο πατέρας του ονομαζόταν και αυτός Απολλινάριος και ήταν γραμματικός. Πατέρας και υιος έγραψαν το κείμενο της Καινής Διαθήκης σε ομηρικό μέτρο. Θεωρούσαν απαραίτητο οι χριστιανοί να γνωρίζουν τον Όμηρο, τον Πίνδαρο και τους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν τόσο μορφωμένος όσο και οι Καππαδόκες πατέρες, χωρίς όμως σωστή θεολογική κρίση και εμμονή στην παράδοση της Εκκλησίας μας. 
 Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τη διδασκαλία του Αρείου, αρχικά φαίνεται να συμφωνεί με το Συμβολο της Νίκαιας και τη διδασκαλία του Μεγάλου Αθανασίου. Προσπαθεί να αντιμετωπίσει το «πρόβλημα» της ενσάρκωσης του Θείου Λόγου. Είχε όμως ήδη αρνηθεί ενσυνείδητα την πίστη της Εκκλησίας ότι ο θείος Λόγος είναι «ενανθρωπήσας», δηλαδή προσέλαβε συγχρόνως την σάρκα και το πνεύμα (νού - ψυχή) του ανθρώπου[1]. Η θεολογική του διδασκαλία στηρίχτηκε στην άποψη του έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη «αδύνατον γαρ είναι εκ δύο (=ουσιών με εντελέχεια) εν η ενός δύο γενέσθαι»[2]. Επομένως κατά τον Απολλινάριο ο Χριστός δεν μπορούσε να έχει δύο φύσεις, θεία και ανθρωπίνη, τέλειες, γιατί τότε θα είχαμε δύο τέλεια όντα, δύο Χριστούς και όχι έναν.
 Ο ανθρώπινος νους κατά τον Απολλινάριο είναι τελείως διεφθαρμένος εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος και ταυτισμένος με την ανθρώπινη σάρκα. Έστι, σημείωνε, ο Υιος και Λόγος του Θεού κατά την ενανθρώπηση προσέλαβε μόνο το σώμα και την άλογη ψυχή του ανθρώπου, τη θέση της λογικής ψυχής η του νού κατέλαβε ο θείος Λόγος[3]. Ο Απολλινάριος δηλαδή αφαιρούσε ποσότητα από την ανθρωπίνη φύση, η οποία χωρίς το νού δεν μπορούσε να θεωρείται φυσικό προσωπο, προβάλλοντας έτσι την προσωπική ενότητα του Χριστού.
 Η θεολογική αυτή άποψη του Απολλιναρίου σχετικά με την πρόσληψη από το θείο Λόγο της ανθρωπίνης, χωρίς υπόστασης, σάρκας δημιουργεί σωτηριολογικά προβλήματα. Το πρόβλημα ήταν ότι μένει αθεράπευτο οτιδήποτε δεν ενώνεται με το Θεό[4].
 Εξαιτίας της διδασκαλίας αυτής ο Απολινάριος όξυνε τις σχέσεις του με το Γρηγόριο το Θεολόγο και το Βασίλειο τον Καισαρείας. Οι τελευταίοι προσπάθησαν με επιστολές τους να τον νουθετήσουν. Η εκτίμηση τους προς το προσωπο του Απολλιναρίου, τους έκανε να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να του δείξουν την πλάνη στην οποία βρισκόταν και να σταματήσουν την «αδελφική ζυγομαχίαν». Το όρο αυτό χρησιμοποιούσαν ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για να αναφερθούν στη θεολογική διαμάχη που είχαν με τον Απολλινάριο, σχετικά με τρόπο της ενσάρκωσης του Κυρίου.
Ο Απολινάριος παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε να εξηγήσει με λογικό τρόπο τη διδασκαλία του για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, δεν κατάφερε να δώσει μία ευλογοφανή εξήγηση της ενότητας στο πρόσωπο του Χριστού, γιατί ταύτιζε τη φύση με την υπόσταση. Οι Καππαδόκες αντίθετα, κινούμενοι από την ανάγκη σωτηρίας ολόκληρου του ανθρώπου, διέκριναν γενικά τους όρους φύση και υπόσταση και διαπίστωναν στο Χριστό ενωμένες τη θεία και την ανθρώπινη φύση. Οι φύσεις διασώζονταν ενωμένες και η υποστάση που είναι ύπαρξη, ον και προσωπο, ήταν μία, του Χριστού[5]. 
Η διδασκαλία του Απολλιναρίου είχε αρχίσει να κερδίζει υποστηρικτές σε όλη την Αυτοκρατορία. Η ενότητα της Εκκλησίας βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, όπως και η ενότητα της Αυτοκρατορίας. Η αίρεση προκαλούσε εμφύλιες διαμάχες. Επείγουσα ανάγκη θεωρήθηκε η σύγκληση μίας νέας Οικουμενικής Συνόδου.
 2. Η Β' Οικουμενική Σύνοδος
Ο Θεοδόσιος, προσπάθησε διακαώς να επιβάλει την πίστη στην Τριαδική Θεότητα (Πατήρ, Υιος και Άγιο Πνεύμα). Έτσι εξέδωσε το Θεοδοσιανό Κώδικα (Codex Theodosianus 16, 1, 2) το Φεβρουάριο του 380. Καταδίκασε τους Μακεδονιανούς η Πνευματομάχους με αρχηγός τους το Μακεδόνιο, που αρνούνταν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος. με το διάταγμα του Ιανουαρίου του 381 (Codex Theodosianus 16, 5, 6), αλλά δεν κατόρθωσε να σταματήσει τιίς νέες αιρετικές διδασκαλίες που είχαν αρχίσει να παίρνουν σάρκα και οστά μέσα στα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το Μάιο του 381 ο Μέγας Θεοδόσιος συγκάλεσε τη Β' Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά η σύνοδος συγκλήθηκε ως τοπική, όχι μόνο για την καταδίκη των αιρέσεων, που είχαν εμφανιστεί, αλλά και για την αντιμετώπιση της κανονικής πληρώσεως του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Η Σύνοδος αναγνωρίστηκε ως Οικουμενική από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο το 451 στη Χαλκηδόνα. Η Β΄ Οικουμενική επρόκειτο να δώσει οριστικό τέλος στα υπολείμματα της διδασκαλίας των αρειανοφρόνων (Ευνόμιο), να καταδικάσει την αιρετική διδασκαλία του Απολιναρίου και των Μακεδονιανών. Στη Σύνοδο μετείχαν εκατό πενήντα ανατολικοί επίσκοποι. Ανάμεσα τους ήταν ο Γρηγόριος Νύσσης, αδερφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Αμφιλόχιος Ικονίου, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Διόδωρος Ταρσού και πολλοί άλλοι. Ο Μέγας Βασίλειος αν και είχε κοιμηθεί στις 31 Δεκεμβρίου του 378, εντούτοις είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη Σύνοδο εξαιτίας της διδασκαλίας του. Η τελευταία ήταν σημαντικό όπλο στη φαρέτρα της Β΄ Οικουμενικής για την αντιμετώπιση των αιρέσεων.
 Πρόβλημα προέκυψε και με την άσκηση της προεδρίας της Συνόδου. Κατά τη σύγκληση της συνόδου ο μόνος κενός θρόνος ήταν ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως μετά την απομάκρυνση του αιρετικού Δημοφίλου και την αντικανότητα της εκλογής του Μαξίμου του Κυνικού[6]. Πρόεδρος αρχικά της Συνόδου ορίστηκε ο Μελέτιος Αντιοχείας, ο οποίος πέθανε λίγο αμέσως μετά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου. Στη συνέχεια εκλέχτηκε πρόεδρος της Συνόδου και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Γρηγόριος Θεολόγος. Παραιτήθηκε, όμως, και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Βασιλεύουσας, αλλά και από την προεδρία της Συνόδου, γιατί δεν μπορούσε να υποφέρει τις αντιδράσεις μερικών επισκόπων για την ειρηνική πολιτική του, αλλά και τις αμφισβητήσεις τους σχετικά με την κανονικότητα της εκλογής του. Οι αντίπαλοί του έλεγαν ότι η εκλογή του ήταν άκυρη. Το αιτιολογικό ήταν ότι ο Γρηγόριος είχε ακούσια χειροτονηθεί από το Μ. Βασίλειο επίσκοπος Σασίμων, στο παρελθόν. Δεν είχε ποτέ ασκήσει τα καθήκοντά του ως επίσκοπος. Οι αντίπαλοί του θεωρούσαν λοιπόν ότι αυτό ήταν εμπόδιο στην εκλογή του ως πατριάρχης. Ο Γρηγόριος αποφασίζει να παραιτηθεί. Διαμόρφωσε, ως πρώτα  την πορεία της Συνόδου, η οποία τώρα πια δε θα ασχολούνταν μόνο με τις κανονικές αλλά και θεολογικές προϋποθέσεις της ενότητας και της ειρήνης της Εκκλησίας με κριτήριο τη θεολογική ερμηνεία της πίστεως με βάση τη διδασκαλία τόσο του ιδίου, όσο και του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου Νύσσης.

Η Σύνοδος καταδίκασε τον Απολλινάριο, τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο και τις διδασκαλίες τους. Αναγνώρισε το Συμβολο της Νίκαιας (325), στο οποίο πρόσθεσε και άλλα πέντε δογματικά άρθρα. Το Συμβολο αυτό έμεινε γνωστό στην Ιστορία ως Συμβολο της Νίκαιας - Κωνσταντινουπόλεως (η με απλά λόγια το συμβολο αυτό είναι το γνωστό σε όλους τους Χριστιανούς ως Πιστεύω). Η Σύνοδος τελείωσε τις εργασίες της στις 30 Ιουλίου του 381.

Δεν υπάρχουν σχόλια: