«Όσο παράξενες και βάρβαρες αν είναι οι συνήθειες των ιθαγενών, ακόμα και η φρικτή για τις πολιτισμένες αντιλήψεις ανθρωποφαγία, βρίσκονται πιο κοντά στο Αποκαλυπτικό Χριστιανικό κήρυγμα του Αποστόλου των Εθνών, που καταξιώνει το σώμα του ανθρώπου σε Ναό, κατοικία του αληθινού Λόγου του Θεού, απ’ ό,τι οι σημερινές κοινές αντιλήψεις που μηδενίζουν την σημασία του σώματος, της μορφής του κάθε ανθρώπου, αγνοώντας και καταστρέφοντας την ενυπάρχουσα μέσα στο σώμα αθάνατη ψυχή».[1]
Αποκαλυπτικός ο λόγος του παιζω-γράφου της Θεσσαλονίκης Ν. Γ. Πεντζίκη, ακολουθεί το αποκαλυπτικό κήρυγμα του αποστόλου των εθνών Παύλου και έρχεται να δηλώσει, στην περίπτωσή μας, το λησμονημένο αυτονόητο, την καταξίωση του ανθρώπινου σώματος. Ταυτόχρονα, αποστασιοποιείται από βεβαιότητες και αποδοχές – σημερινές κοινές αντιλήψεις τις ονομάζει – που σέρνονται στην καθημερινότητα, αφιστάμενες από την αμεσότητα και οι οποίες ευαγγελίζονται το μηδενισμό της σημασίας του σώματος, σπάζοντας με άνεση και ανευθυνότητα την ενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο λόγος του Πεντζίκη έρχεται εδώ όπως και σε άλλες περιπτώσεις να φανερώσει ένα άλλο ήθος, ήθος ευθύνης, που φαίνεται να στηρίζεται σε έναν άλλο τρόπο, τον τρόπο που θέλει τον λόγο να οδηγείται από την εμπειρία της έλλαμψης του φωτός.[2] Τούτη η εμπειρία ονομάζεται φωτισμός και δεν είναι τίποτα άλλο, παρά «η ζωή του πράγματος μέσα στο υποκείμενο».[3] Παλαμική[4] και συνεπώς παύλεια η ορολογία –περί πραγμάτων και δογμάτων-, καθώς και η επιμελώς κεκρυμμένη εμπειρία του ποιητή, προξενεί μεγάλη έκπληξη σε όσους νομίζουν ότι η θεολογία ανήκει , δίκην κτήματος, μόνον σε «αξιοπρεπείς-σχετικούς και ασάλευτους» θιασώτες με τίτλους Ορθοδοξίας. Ο θεσσαλονικιός συγγραφέας δια του «αυτοεξευτελισμού και αυτοδιασυρμού»[5] του, ως άλλος δια Χριστόν σαλός, φανερώνει τον καινό τρόπο ζωής, τον τρόπο του ανθρώπου της καινής κτίσεως, του Παύλου, του Αποστόλου των Εθνών.
Προχωρώντας το δρόμο τον εκκλησιαστικό στοχεύει τον εκκλησιασμό των πάντων και ομολογεί ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει και να υπάρξει μόνον με! Να υπάρξει μόνον εν σχέσει. Άνθρωπος ολάκερος, κτίση αγιασμένη, Θεός ζων. Ο αγιάζων, ο Ων, και τα αγιαζόμενα πρόσωπα και πράγματα.
Η μόνη αλήθεια που κάνει πρόσωπα και πράγματα να αληθεύουν είναι ο Χριστός. Αυτός είναι «η αιώνια χαρά…η παντοτινή μέρα, το φως του σκότους, ο Λόγος».[6]
Η κτιστή πραγματικότητα αυτονομημένη και διασπασμένη δεν έχει λόγο και κυρίως δεν έχει τρόπο υπάρξεως. Η αλήθεια του ανθρώπου δεν είναι μόνο αυτό που είναι αλλά κυρίως και κατεξοχήν αυτό που καλείται να γίνει.
Εντούτοις, το υπάρχον σχήμα του ανθρώπου εάν και κουβαλά, περιέχει τα στίγματα των πταισμάτων, συνεχίζει να είναι εικόνα της αρρήτου δόξης του Θεού.
Ο θρήνος της Ορθοδοξίας είναι κραυγή αυτογνωσίας, είναι καημός, όχι για την απουσία της εικόνας, αυτό που έδυσε δεν είναι η εικόνα, αλλά για τη χαμένη της ωραιότητα. Και αυτό που τελικά αποκαθίσταται εν Χριστώ είναι το κάλλος της εικόνας.[7] Όπως το εκκλησιαστικό σώμα βιώνει την απώλεια, «που έδυ σου το κάλλος», έτσι βιώνει και την αποκατάσταση, όταν ο Χριστός, σύμφωνα με την εξόδιο ακολουθία, εξέρχεται εκ του τάφου ωραίος.
Συνεπής σε τούτη την εκκλησιαστική θέση ο Πεντζίκης, σημειώνει: «…το κάλλος το ανθρώπινο όση και αν λάβει ισχύ δεν έχει ποτέ σημασία μόνο του, αλλά πάντα μονάχα εν ονόματι της ομοίωσής του προς το Θεό, που είναι εικόνα του, ώστε μ’ αυτή να παρουσιαστεί και ο ίδιος ο Παντοκράτωρ, όταν κατήλθε επί γης».
Και αλλού με σαφέστερο τρόπο :[8]«Το σώμα του Θεού που κατέστη άνθρωπος, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τον άνθρωπο. Ως άρρηκτος δεσμός, ενοποιεί τους πολλούς[9]».
Τούτο εξάπαντος δεν είναι μια φαντασίωση του ποιητή, αλλά μια βαθιά εμπειρία, μια αίσθηση και βίωση της αλήθειας. Αίσθηση Θεού θα έλεγαν οι πατέρες της Εκκλησίας και τούτο λέγει και ο Πεντζίκης : «Δεν φαντάζομαι, αλλά αισθάνομαι και ζω την αλήθεια.
Αγγίζω με το χέρι μου και τον κόσμον όλον, τριγύρω. Τούτο όχι μόνο εν ονόματι των όσων καταλαβαίνω, αλλά εν ονόματι μιας άλλης προσθήκης, αδήλωτης.
Πως μπορώ να εκφράσω το εις παν αδήλωτο, δίχως να χάσω με τις μέρες που κυλούν, την χαρά της ημέρας της αναστάσεως; Σκύβω και γράφω».[10]
Σε άλλο σημείο δικαιολογώντας τη δουλειά του, τη συγγραφή, καταφάσκοντας και εξομολογούμενος την ασκητική, ευχαριστιακή και δοξολογική αμεσότητά του σημειώνει: «Καταλαβαίνω για ποιο λόγο καταγίνομαι με τα γράμματα. Γιατί πρέπει να αξιωθώ να γίνω συγγραφέας. Ένας απλός γραφιάς, εξακολουθώντας καθημερινώς να γράφω τα πάντα. Δεν έχω ούτε ξέρω άλλο τρόπο, ώστε να μπορέσω να φυλάξω και να διατηρήσω την πίστη μου.
Είναι αυτό μια δύναμη, που μπορείς να την προσφέρεις ως νερό.[11]
Το νερό μας κάνει ανθρώπους. Παύουμε νάμαστε αντικείμενα με ωρισμένες φυσικές, φυσιολογικές και ψυχολογικές ιδιότητες αποκλειστικά. Αποχτάμε τη δύναμη να εκφραζόμαστε και να εκφράζουμε. Γράφουμε αυτό’ ναι η γης, η άνοιξή της, τα λουλούδια της, η χλόη. Βλέπουμε τον ουρανό και καταγράφουμε τη δόξα του Κυρίου.
Το αμαρτωλό, θνητό σώμα μαθαίνοντας να γράφει, δοξάζεται. Δοξάζοντας τον Ουρανό, κάνει μια προσπάθεια που δοξάζει το ίδιο. Προσπάθεια που μας εξομοιώνει με ό,τι δεν είμαστε.
Αυτό που δεν είμαστε μας κάνει η γιορτή της Λαμπρής».[12]
Είναι ξεκάθαρο εδώ ότι η βιβλική διδασκαλία, η εμπειρία και αυτοσυνειδησία του εκκλησιαστικού σώματος, που γνωρίζει, όπως ο Παύλος σημειώνει, στην πρώτη επιστολή του στον Τιμόθεο, ότι « παν κτίσμα Θεού καλόν και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον, αγιάζεται γαρ δια λόγου Θεού και εντεύξεως»,[13] βρίσκει στον πεντζικικό λόγο και τρόπο την καλλίστη έκφρασή της. «Όλα τα πράγματα του κόσμου σκέφτηκα, όποια χέρια κι’ αν τα’ πλάσαν, όπως κι’ αν γίνηκαν είναι άξια της προσευχής μας. Τίποτα δεν υπάρχει μηχανικά απλώς για να’ ναι χρήσιμο. Δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος με τα πράγματα, τα ζώα ή τα σίδερα αν αυτά δεν είναι γεμάτα από έρωτα». [14]
Και όλα αυτά απέναντι σε στάσεις και θεωρίες εκπτώσεων, ενσυνείδητων ή ασυνείδητων, που δικαιώνουν τον απόστολο των Εθνών όταν λέγει ότι, «εν υστέροις καιροίς αποστήσονται τινες της πίστεως, προσέχοντες πνεύμασιν πλάνοις και διδασκαλίαις δαιμονίων, εν υποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων την ιδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμείν, απέχεσθαι βρωμάτων α ο Θεός έκτισεν εις μετάλημψιν μετά ευχαριστίας τοις πιστοίς και επεγνωκόσιν την αλήθειαν».[15]
Ο λόγος συνεπώς δεν είναι για τον προβληματισμό απέναντι στη φύση των πραγμάτων ή ακόμη περισσότερο για την απόρριψη της φυσικής μας αλήθειας, αλλά κυρίως και κατεξοχήν για τον τρόπο διάκρισης καλού και κακού.
Δηλαδή, σαφέστερα, εάν κάθε τι φυσικό ως δημιούργημα του Θεού είναι λίαν καλή δημιουργία, το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος ο τρόπος με τον οποίο η υπάρχουσα φύση γίνεται όχημα, υπουργός γνώσης του Θεού.
Η απάντηση του αποστόλου Παύλου είναι ξεκάθαρη. Αυτοί που μπορούν να διακρίνουν το καλό από το κακό δεν είναι άνθρωποι λειψοί, με κολοβωμένη φύση, αποθεωμένοι άνθρωποι κατά Απολινάριο, αλλά κυρίως και κατεξοχήν τέλειοι άνθρωποι, δηλαδή αγιασμένοι, Χριστοποιημένοι, Θεανθρωποποιημένοι.[16] Είναι οι άνθρωποι των γεγυμνασμένων, κατά Παύλο[17] και τρανωμένων, κατά Συμεών το νέο Θεολόγο[18] αισθητηρίων, που με την άσκηση της αρετής έφτασαν στη ευχαριστιακή και δοξολογική διάκριση καλού και κακού και συνεπώς στην πλήρη οντολογική και εξάπαντος όχι ηθικιστική κοινωνία[19] με τον τριαδικό Θεό της Βίβλου και των πατέρων της Εκκλησίας.
Εκείνο που κάνει τη διαφορά δεν είναι η φύση του ανθρώπου που έτσι κι αλλιώς αποτελεί καλή πλάση και είναι κοινή σε όλους.
Δεν πρόκειται δηλαδή για πρόβλημα διεφθαρμένων αισθητηρίων, ούτε για πρόβλημα λελωβημένης φύσης, αλλά κυρίως και κατεξοχήν για καρδία πεπηρωμένη.
Η κάθαρση της καρδιάς, η μεταλλαγή δηλαδή από το παρά φύση στο κατά φύση, γίνεται με την άσκησή των αρετών και αποτελεί το μόνο δρόμο επιστροφής του λογικού κτίσματος στην πρώτη και ταυτόχρονα εσχατολογική αγιότητα του.
Δια του τρανώματος των αισθητηρίων ο άνθρωπος οδηγείται στη γνώση, στην καλή γνώση, των μυστηρίων της βασιλείας, που είναι κεκρυμμένα εντός του.
Γνώση και δοξασμός Θεού, στην παύλεια θεολογία, αποτελούν αλληλένδετα στάδια της ίδιας πορείας που συνδέονται απόλυτα με τον αγιασμό και την απολύτρωση του ανθρώπου. Ο δοξασμός και η γνώση του Θεού γίνεται «εν τω σώματι υμών, και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού».[20] Και ο Θεός της ειρήνης «αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του κυρίου ημών Ιησού τηρηθείη».[21]
Ξεκάθαρο γίνεται λοιπόν για μία ακόμη φορά ότι ο άνθρωπος δεχόμενος την υιοθεσία λαμβάνει ως αρραβώνα του νέου κόσμου το Άγιο Πνεύμα και λαχταρά την απολύτρωση όχι μόνον του πνεύματος, αλλά και του σώματός του.[22]
Η περί ανθρώπου διδασκαλία του αποστόλου Παύλου είναι και εδώ, όπως και η σύνολη Ορθόδοξη θεολογία, ολιστική.[23]
Ο άνθρωπος του αποστόλου των Εθνών, ο άνθρωπος της καινής κτίσεως, μπορεί να γνωρίσει μόνον με, δεν μπορεί να γνωρίσει χωρίς.
Ο αισθητός κόσμος, αλλά και ο Θεός Λόγος μπορούν στ’ αλήθεια να αναγνωσθούν και συνεπώς να γνωριστούν μόνον δια των αισθήσεων του σώματος, όταν αυτές λειτουργούν, σύμφωνα με τον Ομολογητή Μάξιμο, «κατά τον αυταίς εμπρέποντα θειότερον λόγον»,[24] δηλαδή, όταν αποδεικνύονται στοιχειωτικές και παραδειγματικές των δυνάμεων της ψυχής, τις οποίες οφείλουν να οδηγούν ήρεμα «προς ενέργειαν». [25]
Την ίδια αλήθεια, με τρόπο σαφή και ακριβή, σημειώνει και ο Παλαμάς Γρηγόριος , γράφοντας επί λέξει τα εξής: «Τω φανταστικώ της ψυχής εποχούμενος ο νους και ταις αισθήσεσι δια τούτου συγγινόμενος, σύμμικτον απογεννά την γνώσιν».[26]
Έτσι ο εκκλησιαστικός άνθρωπος, τηρώντας την αίσθηση, παραμένει «αισθητικόν ζώον» και ξεφεύγει τον κίνδυνο της αναισθησίας και συνεπώς της ανυπαρξίας. [27]
Ό Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης που γνώριζε τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου και είχε διαβάσει όπως ήδη σημειώθηκε και τα 33 από τα 150 κεφάλαια του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, και όχι μόνον, υποστηρίζει μετά μανίας σε όλα σχεδόν τα έργα του, απέναντι σε αντιησυχαστικές δοξασίες και πρακτικές, ότι ο άνθρωπος μπορεί να αξιωθεί να γίνει θεόπτης μόνον με τις κινήσεις του σώματος. Τούτο άλλωστε φανερώνει η διδασκαλία και η πρακτική της νοεράς προσευχής του Γρηγορίου Παλαμά και των ησυχαστών. [28]
Στο Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης μας οδηγεί στην ίδια αλήθεια από άλλο δρόμο, το δρόμο της λογοτεχνίας και τη γλώσσα την ποιητική.
Ας αφήσουμε όμως το κείμενο να μιλήσει μόνο του και ας είναι αυτός ο τελευταίος λόγος της προσπάθειας αυτής.
«Η στενοχώρια που οδήγησε τη νεαρά κυρία του αρχαιολόγου να θελήσει να γυμνωθεί, αποβάλλοντας εντελώς το ελαφρύ λουτρικό που φορούσε στη θάλασσα, να ξαπλώσει στη διάκριση του ανέμου στην αμμουδιά, είναι απόρροια της απογοήτευσης που της έδωκε με τον καιρό η ίδια η παστάς κι’ ο επ’ αυτής ζωοποιός παλμός, βυθίζοντάς την σε αηδία ανέκφραστη, απογοητευτική κάθε προσπάθειας προς ανακάλυψη, μέσω των αισθητηρίων του σώματος, του μυστηρίου που καθιστά κατανοητούς, στην κλειστή αλλέως και αδιέξοδη ατομική φύση, των μεταλλαγών της μορφής, των μεταμορφώσεων και πέραν της εφημέρου ζωής. Πόσο ζήλευε την πίστη των προγόνων, που μπορούσαν ερμηνεύοντας τις αισθήσεις του πτωχού, ταλαίπωρου σώματος, να βλέπουν τον κόσμο από εκείνους που πέθαναν και τα σώματά τους καταστράφηκαν, όπως βλέπουμε τα έμορφα σύννεφα, τα λαμπρά άστρα, τους σκληρούς λίθους, τους βράχους, τ’ ακμαία υψικάρηνα δέντρα. Παραδομένη δίχως αντίσταση στον αυτάδελφο του μαύρου θανάτου, με το σώμα στη διάκριση των παντοίων φυσικών δυνάμεων, ήθελε να αισθανθεί το μυστήριο των μεταμορφώσεων, αποκομίζοντας έστω κι’ έναν κόκκο σινάπεως πίστη».[29]
[1] Ν. Γ. Πεντζίκη, Το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1992, σ. 25.
[2] Ν. Γ. Πεντζίκη, Ομιλήματα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, σ.179: «Οι νηπτικοί πατέρες, ομιλούν περί ελλάμψεως, του φωτός που βλέπουν όταν αναζητούν την έξοδο, σύμφωνα προς το κατ’ εικόνα και ομοίωση»
[3] Ν. Γ. Πεντζίκη, Ομιλήματα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, σ.198.
[4] Ν. Γ. Πεντζίκη, Ομιλήματα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, σ.215 : «Τη φορά λοιπόν της φάσεως της ακηδίας που ανάφερα, καθισμένος στη συνήθη μου πολυθρόνα στο σπίτι, κατά σύμπτωση διάβασα τα 33 πρώτα εκ των 155 κεφαλαίων, του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που αναφέρονται σε θέματα, ‘Φυσικά, Θεολογικά, Ηθικά τε και Πρακτικά’. Δεν είναι το ζήτημα διαβάζοντας, το τι κατάλαβα από άποψη εννοίας. Αυτό που συνειδητοποίησα, ήταν η άμεση πλήρωση των κενοτοπιών, της διάτρητης στον παρόντα χρόνο ύπαρξής μου.». Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Ν. Γ. Πεντζίκης, θερμός θιασώτης του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, έγραφε για τον άγιο και τη θεολογία του, μόλις το 1938. Την ίδια περίοδο αλλά και αργότερα, η θεολογία του δεύτερου πολιούχου της Θεσσαλονίκης, εντός του θεολογικού και εκκλησιαστικού χώρου, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ή απορρίπτονταν εντελώς, διότι εθεωρείτο ότι είχε δεχτεί τις σχολαστικές επιδράσεις της Δύσης, ή γινότανε δεκτή υπό προϋποθέσεις και εξάπαντος χωρίς ενθουσιασμό. Βλ. σχετικά Χ. Α. Σταμούλη, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στη σύγχρονη ελληνική θεολογία, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν (Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού), εκδ. Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000, σ. 684-708.
[5] Αρχ. Βασιλείου, Ως εκ των νεκρών ζων, Ν. Γ. Πεντζίκη, Ομιλήματα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, σ.11.
[6] Ν. Γ. Πεντζίκη, Ομιλήματα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, σ.148.
[7] Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά Ανθρωπομορφιτών 10 (Αλεξανδρινοί Συγγραφείς 1), έκδ. Χ. Α. Σταμούλη-«Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 1993, σ. 142: «Αλλά ηφάνισεν της θεοειδούς εικόνος το κάλλος η αμαρτία, και ρύπου μεστόν το λαμπρόν της ανθρωπότητος πρόσωπον απέφηνεν ο Σατανάς». Όπ. παρ. 3, σ. 118: «Επειδή δε ημάς ο αγιασμός και η δικαιοσύνη προς Θεόν διαμορφοί, τους μηκέτι ζήσαντας κατ’ αρετήν και ως εν αγιασμώ, φαμέν αποβαλείν το ούτω σεπτόν και εξαίρετον κάλλος, διό και αναλαμβάνεται πάλιν δι’ αγιασμού και αρετής και ζωής κατ’ ευσέβειαν».
[8] Ν. Γ. Πεντζίκη, Μητέρα Θεσσαλονίκη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987,σ. 58.
[9] Ν. Γ. Πεντζίκη, Ομιλήματα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, σ.152.
[10] Ν. Γ. Πεντζίκη, Ομιλήματα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, σ.152. Πρβλ. Ν. Γ. Πεντζίκη, Προς Εκκλησιασμο, εκδ. ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 31: «Το Φως που καταλάμπει άκτιστο την ισχνή και ταλαιπωρούμενη σάρκα του, εύγλωττα από τον ίδιο υποστηριγμένο ως αίσθηση του Θεού, προκαλεί αναστάτωση στον καιρό του, την ιστορική διαμάχη του ησυχασμού».
[11] Το νερό είναι ο σαρκωμένος Λόγος και «Πηγή ζωοδόχος είναι η Μάννα του Νερού, που εκ των εγκάτων όπου θάβονται οι νεκροί, ομβρίζει μορφοποιό του Φωτός, που κατεβαίνοντας στον Άδη και θραύοντας τις σκαιές πύλες, που τον άφηναν στο σκοτάδι, καταπλημμύρισε τα πάντα, το Φως του Αναστάντος Χριστού», Ν. Γ. Πεντζίκη, Ομιλήματα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, σ.149.
[12] Ν. Γ. Πεντζίκη, Ομιλήματα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992, σ.148.
[13] Α΄Τιμ. 4,4.
[14] Ν. Γ. Πεντζίκη, Το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1992, σ. 125.
[15] Α΄Τιμ. 4,1-3. Πρβλ. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς Αμμούν μονάζοντα, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων 4, εκδ. Γ. Α. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Αθήνησιν 1854, σ. 71 : «Ταύτα δε ο μακάριος Παύλος περί της εν βρώμασιν ιουδαϊκής λέγει παρατηρήσεως, ότι των υπό Θεού κτισθέντων ουδέν ακάθαρτον κατά την εαυτού φύσιν …»
[16] Οι όροι αποτελούν δάνειο από το μεγάλο Σέρβο θεολόγο της Ορθοδοξίας, τον μακαριστό πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς.
[17] Βλ. Εβρ. 5,14 : «τελείων δε εστιν η στερεά τροφή, των δια την έξιν τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εχόντων προς διάκρισιν καλού τε και κακού». Για μια πρώτη επισήμανση της σημαντικότητας των βιβλικών «γεγυμνασμένων αισθητηρίων», στα πλαίσια της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας, βλ. Ν. Α. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής (Λ.Α. 5), εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 347,371εξ.
[18] Βλ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικός 2, Sources Chretiennes 122, σ. 144, «…καλόν γαρ αεί και δια παντός του λόγου εν τοις αυτοίς διατρίβειν, ως αν δυνηθής τρανωθήναι τα αισθητήρια και γνώναι καλώς τα εν σοι κεκρυμμένα της βασιλείας μυστήρια».
[19] Βλ. Α΄Κορ. 10, 14-17: «Διόπερ, αγαπητοί μου, φεύγετε από της ειδωλολατρίας. ως φρονίμοις λέγω. κρίνατε υμείς ο φημί. Το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία εστιν του αίματος του Χριστού; τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστίν; ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν, οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν. βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα. ουχ οι εσθίοντες τας θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου εισίν;».
[20] Α΄Κορ. 6,20.
[21] Α΄Θεσ.5,23.
[22] Βλ. Ρωμ. 8,23. Πρβλ. Ρωμ. 8, 10-13.
[23] Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας,PG 3, 565BC: «Διό και των ιερών η θεία θεσμοθεσία τας θεαρχικάς κοινωνίας αμφοίν δωρείται× τη ψυχή μεν εν καθαρά θεωρία και εν επιστήμη των τελουμένων× τω σώματι δε κατά το θειότατον ως εν εικόνι μύρον, και τα της θεαρχικής κοινωνίας ιερώτατα σύμβολα, τον όλον άνθρωπον αγιάζουσα, και την ολικήν αυτού σωτηρίαν ιερουργούσα, και τελειοτάτην αυτού την ανάστασιν έσεσθαι διαγγέλλουσα ταις καθολικαίς αγιστείαις».
[24] Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου, PG 91, 1248A.
[25] Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου, PG 91, 1248A.
[26] Γρηγορίου του Παλαμά, Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα. Φυσικά και θεολογικά, Ηθικά τε και πρακτικά και καθαρκτικά της βαρλααμίτιδος λύμης, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα 5, επιμ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 45.
[27] Βλ Έκθεσις πίστεως κατά αποκάλυψιν Γρηγορίου επισκόπου Νεοκαισαρείας, ACO 3, σ. 200.
[28] Βλ. Ν. Γ. Πεντζίκη, Προς Εκκλησιασμό, εκδ. ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 31-32.
[29] Ν. Γ. Πεντζίκη, Το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1992, σ. 26.
antidosis
ΣΧΟΛΙΟ: ''Ο λόγος του Πεντζίκη έρχεται εδώ όπως και σε άλλες περιπτώσεις να φανερώσει ένα άλλο ήθος, ήθος ευθύνης, που φαίνεται να στηρίζεται σε έναν άλλο τρόπο, τον τρόπο που θέλει τον λόγο να οδηγείται από την εμπειρία της έλλαμψης του φωτός.[2] Τούτη η εμπειρία ονομάζεται φωτισμός και δεν είναι τίποτα άλλο, παρά «η ζωή του πράγματος μέσα στο υποκείμενο».[3] Παλαμική[4] και συνεπώς παύλεια η ορολογία –περί πραγμάτων και δογμάτων-, καθώς και η επιμελώς κεκρυμμένη εμπειρία του ποιητή, προξενεί μεγάλη έκπληξη σε όσους νομίζουν ότι η θεολογία ανήκει , δίκην κτήματος, μόνον σε «αξιοπρεπείς-σχετικούς και ασάλευτους» θιασώτες με τίτλους Ορθοδοξίας.''
Αγαπητέ κ. Σταμούλη, όσο καί άν σεβόμαστε τήν ευαισθησία σας οφείλουμε χάριν τής αληθείας τής πίστεώς μας, νά διαμαρτυρηθούμε, διότι η εμπειρία πού περιγράφετε είναι ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΗ, δέν είναι ΝΗΠΤΙΚΗ. Υπάρχει μεγάλη σύγχυση. Στήν οποία οφείλεται καί η επιμονή τής νεο-ορθοδοξίας στό κατ' εικόνα καί καθ' ομοίωσιν. Αυτή είναι η αρχή τής ταυτότητος τού Γερμανικού Ιδεαλισμού. ΕΓΩ ΚΙ' ΕΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ. Καί ο κανόνας τού υποκειμενισμού. ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ. Οσο κι' άν έχετε δίκαιο γιά "όσους νομίζουν ότι η θεολογία ανήκει, δίκην κτήματος, μόνον σε «αξιοπρεπείς-σχετικούς και ασάλευτους» θιασώτες με τίτλους Ορθοδοξίας'', ο πιστός ενώνεται μέ τόν Κύριο ασυγχύτως καί αδιαιρέτως. ΔΕΝ ΣΧΕΤΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου