Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Puer aeternus-Τρίτο μέρος(44)

Συνέχεια από: Δευτέρα, 20 Ιουλίου 2015

Puer aeternus
«Το βασίλειο άνευ χώρου»  (Bruno Goetz)
Μέρος Τρίτο
6 Τα αγόρια β

Ο Μελχιόρ αποτραβιέται και απομονώνεται για μερικούς μήνες στο δωμάτιο του. Ο πατέρας του, που ενδιαφέρεται για την μαγεία, για τα γραπτά των Ροδόσταυρων και την αλχημεία, συγχωρεί τον γιο του. Αρχίζουν να κάνουν μακρές συνομιλίες περί επιστήμης και δυνατοτήτων μεταμόρφωσης, αλλά ο πατέρας του δεν πιστεύει στην χημική μεταμόρφωση της ανθρωπότητας. Αλλά ακόμα και αν ήταν δυνατή, θα είχε μόνο ένα νόημα: «να κάψει μέσα στην φωτιά της κάθε ατομική μορφή και να την καταστήσει ανούσια, ώστε η γη να γίνει ένας καθαρός καθρέφτης του κόσμου των άστρων». Ο Μελχιόρ δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τις αστρολογικές επινοήσεις τού πατέρα του, τις οποίες αυτός συνδύαζε με το θέμα. Άρχισαν λοιπόν να τσακώνονται, δεν μπορούσαν πια να συνεννοηθούν και συνομιλούσαν όλο  και λιγότερο.
Τότε ο Μελχιόρ ξανάρχισε να επισκέπτεται την φίλη του Henriette Karlsen, την δεκαπεντάχρονη κόρη του διευθυντή του μουσείου της πόλεως. Ήταν πολύ όμορφη, ξανθή και λιγνή, με σχεδόν διαφανές δέρμα και κεχριμπαρένια μάτια, και είχε χέρια κουρασμένα, με μακριά δάκτυλα. Λόγω της ανάμειξής του στην μυστική ομάδα, ο Μελχιόρ είχε καιρό να την δει. Τώρα που την είδε να περνά έξω από το σπίτι του, πήγε να την επισκεφθεί. Έπιασε τα χέρια του, και τον κοίταζε για πολύ ώρα, χωρίς να πει λέξη. Ξαφνικά βούρκωσαν τα μάτια της. Ο Μελχιόρ τότε στράφηκε και έφυγε. Από τότε ερχόταν κάθε μέρα στο μουσείο και την επισκέπτονταν. Η Henriette γινόταν όλο και πιο χλωμή και λυπημένη. Μια μέρα όμως, ο γέρος διευθυντής κρυφάκουσε την συνομιλία τους. Ο Μελχιόρ διηγήθηκε στην Henriette, πως από τότε που ήταν παιδί, κάθε νύχτα εμφανίζεται στο παράθυρο του ένα πρόσωπο: «Όταν ήμουν πολύ λυπημένος, και ο πατέρας μου ήταν στα καράβια και η μητέρα μου σιωπηλή, σκυφτή πάνω από την Βίβλο, άκουγα ένα κτύπημα στο παράθυρο. Και τότε ήταν εκεί-ένα στενό, καφέ πρόσωπο, με μάτια σαν τα δικά μου. Όταν όμως πήγαινα προς το παράθυρο, το πρόσωπο εξαφανιζόταν. Και καθόμουν με τις ώρες και έκλαιγα... Πριν ένα χρόνο ξανάρθε. Όχι όμως μόνο του, αλλά με ένα πλήθος άλλα. Ενώ έκανα πειράματα με το ελιξήριο, παρακολουθούσαν συχνά, με πρόσωπα γεμάτα ειρωνεία. Από τότε που πέθανε ο Όττο, δεν ξαναήρθαν...» «Δόξα τω Θεώ», αναφώνησε η Henriette.
Ο Μελχιόρ θύμωσε με την απάντηση. Από τότε που εξαφανίστηκαν τα αγόρια, έμεινε μόνος, κανένας δεν τον βοηθάει. Η Henriette ανταποκρίθηκε, πως αν την αγαπά, πρέπει να της υποσχεθεί, πως θα τα ξεχάσει όλα, και αν τα αγόρια εμφανιστούν πάλι, δε θα τα ακολουθήσει. «Πως μπορώ να το υποσχεθώ;», ρώτησε απελπισμένα ο Μελχιόρ, «πως μπορείς να απαιτείς κάτι τέτοιο; Δεν επιθυμώ τίποτα περισσότερο, παρά να πάω μαζί τους. Τότε θα λύσω όλα τα μυστικά. Και εσύ μαζί. Γιατί θα έρθεις μαζί μας».- «Ποτέ!», φώναξε η Henriette, με τον φόβο θανάτου στην φωνή της. «Πρέπει δηλαδή να συμβεί και σε μένα, ότι συνέβη στον φίλο σου Όττο; Θες να σκοτώσεις και εμένα;». Ο Μελχιόρ φωνάζει πως είναι δειλή, και πετάγεται έξω, περνώντας δίπλα από τον σαστισμένο διευθυντή. Την ίδια μέρα, ο Μελχιόρ παρακαλεί τον πατέρα του να τον στείλει σε γυμνάσιο κάποιας άλλης πόλης.
Ο Μελχιόρ εγκαταλείπει το Schimmelberg και έρχεται πια σπάνια για λίγες μέρες σπίτι. Όταν αρχίζει τις σπουδές στο πανεπιστήμιο, δεν επισκέπτεται πια το σπίτι του. Κανείς δεν γνωρίζει κάτι γι’ αυτόν, μόνο ότι σπουδάζει χημεία και πως στην Οξφόρδη έδωσε εξετάσεις για το διδακτορικό του δίπλωμα. Εκείνη την χρονιά πέθανε η Henriette από φυματίωση. Οι ψίθυροι για τον Μελχιόρ ξεκίνησαν πάλι, με αφορμή ένα άρθρο εφημερίδας, που έγραφε πως ο δόκτωρ van Lindenhuis ανακάλυψε μια πολύ ενδιαφέρουσα ουσία. Την ίδια εποχή, ο διάσημος χημικός στο πανεπιστήμιο του Schimmelberg, ο καθηγητής Cux, έψαχνε ένα βοηθό. Θεώρησε, στηριζόμενος στην δημοσίευση του, τον Μελχιόρ ως κατάλληλο. Και έτσι ο Μελχιόρ επέστρεψε στο Schimmelberg.
Όλοι είχαν βέβαια την περιέργεια να δουν τον άνδρα εκείνο, για τα νιάτα του οποίου κυκλοφορούσαν περίεργες ιστορίες. Εκείνος όμως φαινόταν απελπιστικά κανονικός. Έδινε βέβαια μια εντύπωση ψυχρού και αποξενωμένου ανθρώπου, ήταν όμως κατά τα άλλα αξιαγάπητος, και εμφανιζόταν σαν σημαντική προσωπικότητα. Οι άνθρωποι ήταν προπάντων ενθουσιασμένοι με την μαγευτική, κάπως εξωτική, γυναίκα του. Ο καθηγητής Cux τον ενημέρωσε πως ο πατέρας του είχε πεθάνει. «Όταν αναφέρθηκε στα δυο αγόρια, ο Μελχιόρ έδειξε να συγκλονίζεται, αλλά ανέκτησε αμέσως την αυτοκυριαρχία του, και ζήτησε να του δείξουν το ακάνθινο στεφάνι και τον σταυρό από ελεφαντοστό. Κούνησε το κεφάλι του και διαβεβαίωσε πως δεν γνωρίζει τα αντικείμενα. „Ο πατέρας μου είχε περίεργες τάσεις. Ένας Θεός ξέρει τι τον παρακίνησε να αγοράσει αυτά τα πράγματα!“, είπε ο Μελχιόρ».
Ο Μελχιόρ ανέλαβε το σπίτι του, και άρχισε, κυρίως μετά την παρότρυνση της γυναίκας του, να έχει έντονη κοινωνική ζωή. Ολόκληρη η πόλη περνούσε από το σπίτι, ο Μελχιόρ όμως άρχισε πολύ σύντομα να αποτραβιέται στο εργαστήριο του, όπου μελετούσε και πειραματιζόταν μέχρι αργά την νύχτα. Με την πάροδο του χρόνου όμως, παραμελούσε την επιστημονική του δραστηριότητα, και λάμβανε όλο και πιο έντονα μέρος στην κοινωνική ζωή της γυναίκας του. Η παρουσία του προσέδωσε ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στις δραστηριότητες αυτές. Οι άνθρωποι ήταν οργισμένοι από τον ειρωνικό τρόπο με τον οποίο μιλούσε για τους κρατικούς και εκκλησιαστικούς θεσμούς, αλλά και με την αυξανόμενη επιρροή του στους φοιτητές, στους οποίους προσπαθούσε να διδάξει τον ριζοσπαστικό σκεπτικισμό προς τα θεμέλια και τα αποτελέσματα της επιστήμης. Για να αποφύγει οποιοδήποτε σκάνδαλο, θεώρησε αναγκαίο να διακόψει τις παραδόσεις του. Πολλοί αποτραβήχτηκαν από αυτόν, αλλά μερικοί του έμειναν πιστοί, όπως ο καθηγητής Cux, ο οποίος στήριζε τον βοηθό του. Θεωρούσε μάλιστα πως έχει δίκαιο, γιατί τι ουσιαστικό έχει η χημεία και η επιστήμη. Τίποτα, είναι μια διανοητική απάτη, μια ψευδής πίστη. Όταν μαθεύτηκε όμως πως ο Cux παντρεύτηκε μια νεαρή χορεύτρια, έλεγαν πως βρίσκεται υπό την επίδραση κάποιου συγκεκριμένου κύκλου.
Ο κύκλος αυτός μαζευόταν μια φορά την εβδομάδα στο σπίτι του Μελχιόρ, και βρισκόταν όλο και πιο έντονα υπό την επιρροή του. Μερικά μέλη είχαν εκκεντρική συμπεριφορά. Έλεγαν μάλιστα μερικοί, πως στο σπίτι του δόκτορα van Lindenhuis γίνονται αναίσχυντα όργια. Τόσο πιο έκπληκτοι ήταν οι άνθρωποι, που συχνός θαμώνας ήταν και ο φιλελεύθερος λουθηρανός πάστορας, ο Silferharnisk, ο οποίος δικαιολογούσε την παρουσία του εκεί, λέγοντας πως εκεί αποκτά μιά καλή ματιά για το χάσμα της μοντέρνας ψυχής!
Ο Μελχιόρ γινόταν όλο και πιο παράξενος και είχε αποτραβηχτεί πλήρως από τον κύκλο του. Όταν τον Νοέμβριο παρατήρησαν κοντά στο σπίτι του αγόρια με παράξενη ενδυμασία, θυμήθηκαν τις περίεργες συνθήκες του θανάτου του πατέρα του, αλλά και την διήγηση του διευθυντή του μουσείου, περί της συνομιλίας του Μελχιόρ με την Henriette. Οι άνθρωποι γίνονταν όλο και πιο ταραγμένοι και θυμωμένοι.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τον τίτλο «Η συνάντηση», ο Μελχιόρ κάθεται σκυθρωπός μέσα στην βροχή πάνω σε ένα παγκάκι. Δίσταζε να πάει σπίτι, γιατί ήταν βέβαιος πως η γυναίκα δεν ζέστανε το δωμάτιο στο οποίο εργαζόταν, ώστε να τον αναγκάσει να παραβρεθεί στο τσάι που λάμβανε χώρα κάθε εβδομάδα. «Βηματισμοί στα χαλίκια τον τρόμαξαν και τον έβγαλαν από την απάθεια του. Πήγε μαζί και κοίταζε απογοητευμένος στο πουθενά: ένα αγόρι φορώντας κολάρο και δερμάτινη κάπα παρπατούσε πάνω στην αλέα του δημοτικού πάρκου. Όταν τον πλησίασε, ο Μελχιόρ είδε ένα στενό, καφέ πρόσωπο, από το οποίο κοίταζαν ευθεία, απελπισμένα και συνεσταλμένα, γκρίζα μάτια». Όταν πέρασε μπροστά από τον Μελχιόρ, το αγόρι του χαμογέλασε. Αναζητούσε κάλυψη πίσω από τους θάμνους, καθώς προσπαθούσε να κρυφτεί από ένα ψηλό άντρα, ο οποίος εμφανίστηκε στο τέλος της αλέας, και ήταν προφανές πως έψαχνε κάποιον. Προτού ο άνδρας αυτός μπορέσει να τον προσέξει, το αγόρι έτρεξε στον Μελχιόρ, κάθισε δίπλα του, και του ψιθύρισε παρακαλώντας τον: «Άγγιξε το αριστερό μου χέρι! Και μετά φόρεσε αμέσως ένα γάντι! Να μην ξαφνιαστείς και να μην πείς τίποτε για μένα σε κάποιον άλλον! Γρήγορα, γρήγορα...» Το αγόρι μιλούσε τόσο διεισδυτικά και φοβισμένα, ώστε ο Μελχιόρ του έπιασε άθελα το χέρι. Το αγόρι χάθηκε ξαφνικά, λες και εξατμίστηκε. Στον δείκτη του Μελχιόρ βρισκόταν τώρα ένα ασημένιο δακτυλίδι. Όντας ακόμα υπό την επίδραση της παράκλησης του αγοριού, φόρεσε τα γάντια του. Και μόνο τότε συνειδητοποίησε το ανήκουστο που συνέβη, και πλημμύρισε από χαρά. Συνέβη κάτι πού από καιρό έλπιζε. Η κατάθλιψη του εξαφανίστηκε, και γεμάτος αυτοπεποίθηση κοίταξε τον άνδρα που τώρα τον είχε πλησιάσει. Ο άνδρας αυτός είχε ένα άμουσο πρόσωπο, με κοφτά, λίγο μαραμένα χαρακτηριστικά και μάτια, σαν από φωτεινές, διαφανείς πέτρες. Όταν έβγαλε το καπέλο, ο Μελχιόρ αντίκρισε ένα μεγάλο μέτωπο, φωτεινό και λευκό, και ξανθά σγουρά μαλλιά.
Ο ξένος τον ρωτά, αν είδε κάποιο αγόρι. Ο Μελχιόρ απαντά απωθητικά, πως δεν πρόσεξε κανένα. Ο άνδρας κάθεται δίπλα του, και του λέει πως ψάχνει όλη μέρα έναν μαθητή. Στις καχύποπτες ερωτήσεις του ξένου, ο Μελχιόρ συνεχίζει να λέει πως δεν είδε κανένα. Κοιτάζοντας τον καλύτερα, ο Μελχιόρ πρόσεξε πως η έκφραση του προσώπου του ξένου άλλαζε διαρκώς. Πότε είναι καταπονημένο και χαλαρό, μετά ένα παιδικό χαμόγελο στα χείλη του, και ξαφνικά απειλητικά αυστηρό, με μάτια κρύα και διεισδυτικά. Τέλος σηκώνεται, και παρακαλεί τον Μελχιόρ να τον ενημερώσει εάν δει το αγόρι. Συστήνεται ως ο Ulrich von Spät, και η διεύθυνση του είναι το Grand Hotel, όπου διαμένει. Ο Μελχιόρ θα έπρεπε να τον εμπιστευτεί. Υπάρχει κάτι μέσα του το οποίο τους συνδέει. Κατά τον αποχαιρετισμό ο Μελχιόρ αισθάνεται ξαφνικά μια βαθιά συμπάθεια για τον άνδρα, μια εσωτερική συγγένεια. Τα ξεχνάει όλα και βγάζει το γάντι ώστε ο ξένος να δει το δακτυλίδι, ο οποίος κρύβει την ταραχή του και φεύγει ήσυχος. Τότε ο Μελχιόρ θυμάται το δακτυλίδι και αισθάνεται προδότης. Δεν μπορεί να συγχωρέσει την απροσεξία του. «Τι σημαίνει αυτό;» σκέφτηκε, «χάνω την κυριαρχία πάνω στον εαυτό μου. Μου συμβαίνουν πράγματα όπως στα όνειρα. Ποιος ήταν ο ξένος; Τι μου έκανε και τον αγάπησα ξαφνικά, ώστε ξέχασα ποιος είναι; Είναι εχθρός μου!»

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: