Συνέχεια από Τετάρτη 14 Μαρτίου2012
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung.
Της Barbara Hannah
Κεφάλαιο 8ο
Η ΑΙΩΝΙΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Της Barbara Hannah
Κεφάλαιο 8ο
Η ΑΙΩΝΙΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Αν και τα παραδείγματα της ενεργητικής φαντασίας θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερα και πιο ποικίλα επ’ άπειρον, ελπίζω ότι δόθηκαν αρκετά για να δείξουν στον αναγνώστη τον μοναδικά ατομικό χαρακτήρα καθενός από αυτά. Ο Jung πάντα με προέτρεπε να κάνω σειρές μαθημάτων επάνω στην ενεργητική φαντασία· θέλω πάντως να κάνω σαφές ότι δεν υπάρχει συνταγή, ούτε καμμιά μέθοδος γενικά κατανοητή, για την εφαρμογή της. Ο στόχος παραμένει ο ίδιος σε κάθε περίπτωση: η αποκατάσταση επαφής με το ασυνείδητο, και η γνωριμία με την άπειρα σοφή καθοδήγηση που υπάρχει μέσα σε όλους μας, αλλά που τόσο λίγοι τη φέρνουν κάποτε στο φως.
Σε μια συζήτηση με τους σπουδαστές του Ινστιτούτου C.G. Jung στην Ζυρίχη τον Μάιο του 1958 (Σημ: Η συζήτηση αυτή διασώθηκε σε σημειώσεις της Marian Bayes, και εκδόθηκε στο έργο: « Ο C.G.Jung μιλάει», από τους William Macguire και R.F.C. Hull [Princeton University Press, 1977, σ.σ. 359 κ.ε.]), τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο Jung έκανε πολύ σαφή αυτήν την καθοδήγηση ονομάζοντάς την «ο ηλικίας 2.000.000 χρόνων άνθρωπος μέσα μας». Τον ανέφερε σε όλην τη διάρκεια αυτής της συζήτησης σαν τον «Μεγάλο Άνθρωπο» μέσα μας. Αυτός ο Μεγάλος Άνθρωπος εμφανίζεται σε εικόνες και σύμβολα που είναι άπειρα σε αριθμό, και διαφορετικά σε κάθε περίπτωση.
Στο βιβλίο «Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του», η Marie-Louise von Franz δείχνει τόσο ζωντανά αυτόν τον Μεγάλο Άνθρωπο να λειτουργή σε έναν λαό που δεν έχει χαλάσει από τον πολιτισμό, ώστε θα ήθελα να αναφέρω ακριβώς αυτά που λέει:
«Αυτό το εσωτερικό κέντρο είναι αντιληπτό σε εξαιρετικά καθαρή, αμόλυντη μορφή από τους Ινδιάνους Naskapi, που ζουν ακόμη στα δάση της χερσονήσου του Labrador. Αυτοί οι απλοί άνθρωποι είναι κυνηγοί οι οποίοι ζουν σε απομονωμένες οικογενειακές ομάδες, που βρίσκονται τόσο μακριά η μια από την άλλη, ώστε δεν έχουν μπορέσει να αναπτύξουν φυλετικά έθιμα ή συλλογικές θρησκευτικές αντιλήψεις ή τελετές. Στην ισόβια μοναξιά του, ο κυνηγός Naskapi πρέπει να στηριχθή στις εσωτερικές φωνές του και στις ασυνείδητες αποκαλύψεις του· δεν έχει ιεροτελεστίες, γιορτές ή έθιμα για να τον βοηθήσουν να προχωρήση. Στη βασική του άποψη της ζωής, η ψυχή του ανθρώπου είναι απλώς ένας «εσωτερικός σύντροφος», που τον ονομάζει «ο φίλος μου», ή «Mista ’peo», που σημαίνει « ο Μεγάλος Άνθρωπος». Ο Mista ’peo κατοικεί στην καρδιά και είναι αθάνατος· τη στιγμή του θανάτου ή λίγο πιο πριν αφήνει τον άνθρωπο, και αργότερα ενσαρκώνεται σε ένα άλλο ον.
Εκείνοι οι Nascapi που δίνουν προσοχή στα όνειρά τους και προσπαθούν να βρουν τη σημασία τους και να τα επαληθεύσουν, μπορούν να δημιουργήσουν μια βαθύτερη σχέση με τον Μεγάλο Άνθρωπο. Αυτός αγαπάει περισσότερο τότε αυτούς τους ανθρώπους, και τους στέλνει περισσότερα και καλύτερα όνειρα. Έτσι, η κύρια υποχρέωση κάθε Naskapi είναι να ακολουθή τις οδηγίες που δίνονται από τα όνειρά του, και να δίνη έπειτα μόνιμη έντεχνη μορφή στα περιεχόμενά τους. Τα ψέμματα και οι απάτες διώχνουν τον Μεγάλο Άνθρωπο από την καρδιά κάποιου ανθρώπου, ενώ η γενναιοδωρία και η αγάπη για τους γείτονες και για τα ζώα τον προσελκύουν και του δίνουν ζωή. Τα όνειρα δίνουν στον Naskapi την τέλεια ικανότητα να βρη τον δρόμο του στην ζωή, όχι μόνο στον εσωτερικό κόσμο, αλλά επίσης και στον εξωτερικό κόσμο της φύσης. Τον βοηθάνε να προβλέπη τον καιρό και του δίνουν ανεκτίμητη καθοδήγηση σχετικά με το κυνήγι, από το οποίο εξαρτάται η ζωή του. Αναφέρω αυτούς τους πολύ πρωτόγονους ανθρώπους, επειδή δεν έχουν μολυνθή από τις ιδέες του πολιτισμού μας, και έχουν ακόμη μια φυσική ενόραση όσον αφορά στην ουσία αυτού που ο Jung ονομάζει Ταυτό» (C.G.Jung: «Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του», Νέα Υόρκη, Doubleday κ΄ Σία, 1964, σ.σ. 161 κ.ε.).
Ο Jung έλεγε στους μαθητές του ότι η μεταβίβαση οφειλόταν αποκλειστικά στην ύπαρξη αυτού του Μεγάλου Ανθρώπου, και τους συμβούλευε να εργάζωνται με τους αναλυόμενους ασθενείς τους μέχρις αυτοί να συνειδητοποιήσουν, και να αποκαταστήσουν κάποια σχέση, με τον Μεγάλο Άνθρωπο μέσα τους.
Μου φαίνεται – αν και ο Jung δεν είπε τίποτε σχετικά μ’ αυτό σ’ αυτήν τη συζήτηση με τους σπουδαστές του Ινστιτούτου – ότι ο ίδιος είχε βιώσει την ύπαρξη αυτού τού ηλικίας 2.000.000 χρόνων Μεγάλου Ανθρώπου μέσα του πολύ νωρίς στην παιδική του ηλικία, σαν την υπ’ αριθμόν 2 προσωπικότητά του. Ή είχε ίσως βιώσει μια συγκριτικά μικρή πλευρά του, επειδή είχε στην αρχή την εντύπωση ότι ο Μεγάλος Άνθρωπος προερχόταν από τον δέκατο όγδοο αιώνα (Jung: Αναμνήσεις, Σκέψεις Όνειρα, σ. 34). Νομίζω ότι μόνο σιγά-σιγά θα μπόρεσε να καταλάβη την τεράστια, πραγματικά αρχαϊκή ηλικία του ανθρώπου των 2.000.000 χρόνων, όπως τον ονόμαζε, και όταν ήταν πια αρκετά πάνω από ογδόντα χρόνων.
Στο αρχαιότερο παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε, το κείμενο ηλικίας 4.000 χρόνων του «Κουρασμένου από την ζωή ανθρώπου και του Βα του», αυτό είναι εξαιρετικά φανερό σε εμάς, επειδή το Βα το ίδιο θα μπορούσε να λεχθή ότι είναι προσωποποίηση του ηλικίας 2.000.000 χρόνων Μεγάλου Ανθρώπου μέσα στο ασυνείδητο του «ανθρώπου του κουρασμένου από την ζωή». Η αιγυπτιακή θρησκεία είχε αναγνωρίσει το γεγονός της ύπαρξης αυτού του ανθρώπου των 2.000.000 χρόνων, έχοντάς το όμως προβάλλει στο Υπερπέραν, οι Αιγύπτιοι το είδαν απλώς σαν μια συλλογικού χαρακτήρα μορφή. Επομένως, μόνον επειδή ο «κουρασμένος από την ζωή άνθρωπος» ήταν μια ιδιοφυία προικισμένη με εξαιρετικά ασυνήθιστο θάρρος, μπόρεσε τελικά να δη την εμφάνιση του Βα σαν ένα α τ ο μ ι κ ό («δικό του»…) γεγονός, που τον υποχρέωσε σε μια συνάντηση πέρα από όλα όσα είχε διδαχθή και όλα όσα είχε πιστέψει σε συμφωνία με το θρησκευτικό δόγμα της εποχής του. Δεν ξέρω κανένα μεσαιωνικό ή σύγχρονο παράδειγμα που να μπορή να συγκριθή από αυτήν την άποψη με το αρχαίο αιγυπτιακό μας κείμενο· στην πραγματικότητα, ο Jung με συμβούλεψε να σταματήσω να ψάχνω, επειδή δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.
Ο Jung μού είπε κάποτε, ότι χρειάσθηκε να περάση πολύς καιρός προτού η αρχετυπική anima (που είναι φυσικά ένα αντίστοιχο αυτού του συνολικά 2.000.000 χρόνων ανθρώπου) του μιλήση απ’ ευθείας. Πολλά χρόνια πριν απ’ αυτό, του έστελνε μόνον αγγελιοφόρους. Και είναι οι αγγελιοφόροι αυτοί που εμφανίζονται κυρίως σε όλα τα άλλα μας παραδείγματα.
Ας πούμε στην περίπτωση του Edward (Κεφάλαιο 2): βλέπουμε ένα άμεσο ίχνος του ανθρώπου των 2.000.000 χρόνων στο Πνεύμα της Φωτιάς, του Νερού, του Ανέμου και του Πάγου που τρόμαξε τον Edward κατά τη διάρκεια της θύελλας. Μπορούμε επίσης να δούμε την αντίστοιχη αρνητική πλευρά του στην αρχετυπική μάγισσα, που ήταν η αιτία όλου του κακού. Αλλά τον περισσότερο καιρό ο Edward είναι συνεχώς σε επαφή με τους απεσταλμένους του, και ιδιαίτερα με τις δύο πλευρές της anima: την Οδηγό και τη γυναίκα με τα τέσσερα μάτια. Ο εξαιρετικά αυθεντικός χαρακτήρας της ενεργητικής φαντασίας του Edward επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι κάθε λεπτομέρεια στη φαντασία είναι αληθινά συμβολική. Το «αρνητικό σημείο» της φαντασίας προέρχεται από το γεγονός ότι έγινε π ρ ι ν ο Edward αντιμετωπίσει την προσωπική του σκιά. Και είναι έτσι εντελώς ανίκανος να αντέξη την καταστρεπτική πλευρά του Πνεύματος της Φωτιάς, του Νερού, του Ανέμου και του Πάγου. Μόνον αφού έχουμε δει ότι κι εμείς οι ίδιοι έχουμε μιαν πολύ καταστρεπτική πλευρά, μπορούμε να αντέξουμε αυτήν την πλευρά στις αρχετυπικές μορφές που συναντάμε. Αυτό το πάρα πολύ αυθεντικό παράδειγμα ενεργητικής φαντασίας, που επιτεύχθηκε μόνο μετά από μακριά, σκληρή εργασία εκ μέρους του Edward, είναι επομένως μόνον το προοίμιο για πιο σκληρή και οδυνηρή δουλειά επάνω στην ίδια τη σκιά του, η οποία και εμφανίσθηκε στο γεύμα με τη μορφή του βαρκάρη.
Όταν ερχόμαστε στη Sylvia, στο Κεφάλαιο 3, δεν έχουμε να κάνουμε καθόλου με ένα πραγματικό παράδειγμα ενεργητικής φαντασίας, αλλά μόνο με ένα προοίμιο, που περιέχει πάρα πολλά σημεία εκκίνησης για μιαν πραγματική ενεργητική φαντασία, και αποκαλύπτει ολόκληρη την ψυχολογία της Sylvia, με έναν τρόπο που καμμιά ά μ ε σ η προσπάθεια δεν θα μπορούσε να το κάνη σε εκείνο το στάδιο της ανάπτυξής της. Η Sylvia θα φοβόταν να δη – πολύ περισσότερο από τον Edward – την προσωπική σκιά της. Μόνο το γεγονός πως αισθανόταν ότι έγραφε μιαν ιστορία για φανταστικούς ανθρώπους επέτρεψε να φανή και το γεγονός ότι, εάν της δινόταν αρκετή υποκίνηση, ήταν ικανή ακόμη και για το έκλημα. Και δείχνουν πολλοί υπαινιγμοί σχετικά με τους αρχαίους ελληνικούς θεούς, τον άνθρωπο των 2.000.000 χρόνων μέσα της.
Στην περίπτωση της Βεατρίκης, στο κεφάλαιο 4, έχουμε ένα ακόμη περισσότερο μοναδικό κείμενο, επειδή δημιουργήθηκε κατά τους τελευταίους μήνες πριν από τον θάνατό της. Μελετάμε δηλαδή το τελευταίο μόνο μέρος μιας πολύ μακριάς προσπάθειας στην ενεργητική φαντασία, πολύ μακρύτερης από του Edward. Είναι πραγματικά μια ε ν ε ρ γ η τ ι κ ή φαντασία, επειδή συμμετέχει η ίδια, απολύτως από την αρχή ως το τέλος, και ο Πνευματικός Άνθρωπος, ή αλλοιώς ο Άνθρωπος-Αρκούδα, ήταν το αποτέλεσμα μιας μακριάς και κοπιαστικής προσπάθειας, που της χρειάσθηκε ώστε να προχωρήση η διαδικασία της γνωριμίας της μαζί του. Τη στιγμή που εμείς αρχίζουμε να μελετάμε τη φαντασία, αυτός μπορεί να αναγνωρισθή σαν ένας πολύ έμπιστος απεσταλμένος – μια ενσάρκωση σχεδόν – του ανθρώπου των 2.000.000 χρόνων, όπως αυτός εμφανίσθηκε στη Βεατρίκη και την προετοίμασε για τη μεγάλη αλλαγή που ήξευρε πως την πλησίαζε. Όπως παρατήρησα σε εκείνο το σημείο του βιβλίου, παρόλο που ο θάνατος της Βεατρίκης ήταν ξαφνικός και κατά κάποιον τρόπο εντελώς απροσδόκητος, η Βεατρίκη έδειχνε ήδη μιαν ασυνήθιστα καλή γνώση και κατανόηση για το Υπερπέραν. Στην πραγματικότητα, και τις δύο τελευταίες ημέρες της ζωής της, όταν μπήκε στο λουλούδι – πράγμα που, όπως είχε προειδοποιηθή επανειλημμένα, θα μπορούσε να οδηγήση στην αδυναμία της να επιστρέψη –, αισθανόταν σχεδόν κανείς ότι ήξερε τη μεγάλη αλλαγή που ερχόταν.
Ο άνθρωπος των 2.000.000 χρόνων είναι εξαιρετικά σαφής στην περίπτωση της Βεατρίκης· στην πραγματικότητα, το κείμενο αυτό μπορεί να συγκριθή μόνο με τον «Κουρασμένο από την ζωή άνθρωπο και το Βα του». Το κύριο σύμβολο του Πνευματικού Ανθρώπου είναι το λουλούδι που ενώνει όλα τα αντίθετα μέσα του. Αλλά ο Πνευματικός Άνθρωπος ή Άνθρωπος-Αρκούδα που οδηγεί συνεχώς τη Βεατρίκη προς το λουλούδι, και που ζει προφανώς ο ίδιος μέσα του, ήταν σίγουρα ο απόλυτα έμπιστος απεσταλμένος, ή ακόμη και μια ενσάρκωση του Μεγάλου Ανθρώπου του ίδιου.
Πρέπει να τονισθή ότι αυτή η μορφή ξεκίνησε σαν ο animus, ο οποίος προκαλεί σε κάθε γυναίκα τόσα πολλά προβλήματα, και ο οποίος ήταν εξαιρετικά δύσκολος στην περίπτωση της Βεατρίκης. Αλλά με πολύ μακριά και σκληρή δουλειά στην ενεργητική φαντασία, κατάφερε να ξεσκεπάση τη μορφή που πάντα υπάρχει πίσω από τον animus μιας γυναίκας – τον ίδιον τον Μεγάλο Άνθρωπο. Όχι ότι εξαφανίσθηκε η βασανιστική πλευρά του: κι αυτή φαίνεται στην επιμονή με την οποίαν ωθεί τη Βεατρίκη να αναγνωρίση και να αντιμετωπίση τη μισητή αντιμεταβίβασή της. Η οποία Βεατρίκη είχε, επιπλέον, ακόμη προβλήματα όσο ήταν μακριά από το θαυμαστό της λουλούδι, με τις αρνητικές γνώμες του. Μπορούμε να το δούμε αυτό ιδιαιτέρως καθαρά στις αδικαιολόγητες κρίσεις ζήλειας που είχε σχετικά με μια φανταστική έλξη του άνδρα της προς μια νέα κοπέλλα, που αυτός ούτε καν συμπαθούσε! Και είδαμε και τον άγριο θυμό που έδειξε ο Άνθρωπος-Αρκούδα – κατά τη διάρκεια του οποίου παρά λίγο να σκοτώση τη Βεατρίκη –, όταν αυτή έδειξε μια «μετρημένη» στάση, καταπιέζοντας έτσι τα αρνητικά της αισθήματα. Χρειάσθηκε να υποσχεθή τότε, ότι δεν θα καταπιέση ξανά τα συναισθήματά της «για χάρη της λογικής», ώστε να συμφιλιωθή αυτός πάλι μαζί της.
Αυτό ρίχνει ένα πολύ ενδιαφέρον φως στη βαθειά ριζωμένη χριστιανική μας στάση απέναντι στην ηθική. Πρέπει να γίνουμε, προφανώς, τώρα ο λ ό κ λ η ρ ο ι, όπως θα είμαστε πραγματικά όταν θα αντιμετωπίζουμε την Τελική, ας πούμε, Κρίση. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε δηλ. από το αντίθετο του καλού, το κακό, αλλά θα πρέπη να υποφέρουμε την ένταση ανάμεσα σ’ αυτό και στο καλό – για να μην αναφέρουμε τα άλλα ζευγάρια αντιθέτων – μέχρι το τέλος.
Αυτή η αντίληψη έρχεται όμως σε αντίθεση με όλα όσα έχουμε διδαχθή. Έχουμε ποτισθή ως το μεδούλι με την πεποίθηση, ότι ο Θεός θέλει να κάνουμε το καλό και να καταπιέζουμε το κακό. Είναι επομένως το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο να συνειδητοποιήσουμε, ότι ο Θεός θέλει να κρατήσουμε τώρα, με πάρα πολύ σίγουρο τρόπο, την έ ν τ α σ η ανάμεσα στο καλό και το κακό. Αλλά ο παλαιός προφήτης Ησαΐας είδε αυτήν την αλήθεια τόσους αιώνες πριν, όταν εμπνεύσθηκε να γράψη: « Εγώ ο κατασκευάσας φως και ποιήσας σκότος, ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά· εγώ Κύριος ο Θεός ο ποιών πάντα ταύτα» (Ησ. 45,7). Ο Θεός μάς επέτρεψε να ξεχάσουμε, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα λόγια του Ησαΐα και να λιαζώμαστε στο ήλιο της καθωσπρεπωσύνης μας για 2.000 σχεδόν χρόνια.
Στην αρχή, ήταν πραγματικά απαραίτητο να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να δούμε τη φωτεινή πλευρά, ώστε να πετύχουμε το, πολύ πιο δύσκολο από το αντίθετό του, στοιχείο του καλού. Αλλά είναι φανερό από το τρομερό ξέσπασμα του κακού σ’ όλον τον κόσμο, το οποίο και απειλεί την ίδια την ύπαρξή μας επάνω στον πλανήτη, ότι ο Θεός είναι αποφασισμένος να μας υπενθυμίση, πως Αυτός ο ίδιος δημιούργησε και το κακό· και πρέπει να έρθουμε επομένως, σε συμφωνία με κάποιον τρόπο μαζί του. Όπως έγραψε κι ο Jung: «Πρέπει να μάθουμε πώς να το χειριζόμαστε, αφού ήρθε εδώ για να μείνη. Το πώς μπορούμε να ζήσουμε μαζί του χωρίς τρομερές συνέπειες, δεν μπορεί προς το παρόν να το συλλάβη κανείς».
Η πρώτη μετριόφρονη προσπάθεια που μπορούμε να κάνουμε για να αποφύγουμε τις «τρομερές συνέπειες», είναι να αναθεωρήσουμε την έμφυτη αντίληψή μας για τον Θεό τον Ίδιο, στο φως της ελάχιστα γνωστής περιγραφής του Ησαΐα γι’ Αυτόν. Τα τελευταία 2.000 χρόνια έχουμε διδαχθή να Τον σκεφτόμαστε σαν απόλυτα αγαθό και παντοδύναμο, και να αποδίδουμε όλο το κακό και καταστρεπτικό στοιχείο στον διάβολο. Δεν θυμόμαστε ούτε το πολύ γνωστό γεγονός, ότι ο διάβολος είναι ο Σατανάς, ο μεγαλύτερο γιος (!...) του Θεού. Για 2.000 χρόνια σχεδόν, ήταν λίγο-πολύ δυνατόν να πιστεύουμε ότι ο αγαθός Θεός ήταν ο ισχυρότερος από τους δύο, και δεν αμφισβητούσαμε επομένως την παντοδυναμία του.
Αλλά είναι δυνατόν να διατηρήσουμε αυτήν τη στάση, μπροστά στο παγκόσμιο ξέσπασμα του κακού σήμερα; Πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια δυαλιστική αντίληψη του Θεού (ο Θεός και ο εχθρός του, ο διάβολος) ή να παραδεχθούμε ότι ο Θεός ο ίδιος περιέχει και τις δύο όψεις, και είναι έτσι πραγματικά ολόκληρος και παντοδύναμος. Εάν έχη αντιληφθή κανείς, πόσο σχετικά μεταξύ τους και εντελώς διαφορετικά από ό,τι ήταν πριν γίνονται τα αντίθετα, όταν είναι και τα δύο πλήρως αποδεκτά, δεν είναι δύσκολο να φαντασθή και έναν Θεό, που περιέχει κ α ι τ α δ ύ ο αντίθετα. Η « Απάντηση στον Ιώβ» του Jung μάς βοηθάει στο να το κάνουμε αυτό.
Για μένα προσωπικά, είναι πολύ πιο υποφερτή η σκέψη ή η αντίληψη ενός ολόκληρου Θεού, που περιέχει όλα τα αντίθετα – και δημιουργεί και καταστρέφει, όπως και η φύση –, από το να βλέπω το παγκόσμιο ξέσπασμα του κακού σαν δουλειά του εχθρού του Θεού, του διαβόλου, ή σαν το λάθος ενός ανθρώπου, τη στιγμή που ένας αποκλειστικά καλός και παντοδύναμος Θεός δεν κάνει προφανώς τίποτε για να εμποδίση αυτόν ή εμάς από τη διάπραξη αυτού του κακού. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να δεχθούμε την αρνητική πλευρά του Θεού ή οποιουδήποτε αρχετύπου, μόνον αφού έχουμε αντιμετωπίσει τη δική μας σκιά, τη δική μας αρνητική και καταστρεπτική πλευρά. Είδαμε πόσο αδύναμος είναι, για παράδειγμα, ο Edward στην τελική σκηνή του γεύματος και όταν αντιμετωπίζη το Πνεύμα της Φωτιάς, του Νερού, του Ανέμου και του Πάγου, επειδή δεν είχε ακόμη επιτελέσει αυτήν τη δουλειά σχετικά με την σκιά του, και πώς κόντεψε να σκοτώση ο Άνθρωπος-Αρκούδα – πριν από την καθορισμένη ώρα του θανάτου της – τη Βεατρίκη, επειδή εκείνη νόμιζε ότι μπορούσε να καταπιέζη ακόμα τα αρνητικά της συναισθήματα, κι αυτό λίγες μόνο μέρες πριν από τον θάνατό της. Μου φαίνεται ότι δείχνουν όλες οι μαρτυρίες στην ανθρωπότητα, πως πρέπει να πάρη ε π ι τ έ λ ο υ ς σοβαρά το κείμενο του Ησαΐα, και να βγάλη τα απαραίτητά της συμπεράσματα απ’ αυτό.
Είμαι σίγουρη, ότι θα πρέπη να ήξερε, από το υλικό της ενεργητικής της φαντασίας, η Βεατρίκη, πως πλησίαζε μια μεγάλη αλλαγή, αλλά είναι πάντα αβέβαιο, όταν μας προετοιμάζουν τα όνειρα ή η ενεργητική φαντασία για μια μεγάλη αλλαγή, αν προμηνύεται αναγέννηση σ’ αυτόν ή στον άλλον κόσμο – μιαν αλλαγή που συνεπάγεται μιαν τέλεια μεταβολή της οπτικής μας γωνίας και, κατ’ ουσίαν, της προσωπικότητας. Ξέρουμε, ότι περίμενε η Βεατρίκη να έρθη κατά τη διάρκεια της ζωής της η αλλαγή, επειδή μάς το λέει στην τελευταία της σημείωση, γραμμένη μια μέρα πριν από τον θάνατό της, η ίδια:
«Αντικρίζω το λουλούδι. Καθώς διαλογιζόμουν επάνω σ’ αυτό, γίνομαι, όπως έγινα και χθες, το λουλούδι το ίδιο, ριζωμένο, αυξανόμενο, ακτινοβόλο, άχρονο. Και παίρνω μ’ αυτόν τον τρόπο τη μορφή της αθανασίας. Αισθάνομαι τότε πολύ καλά, προστατευμένη απ’ όλες τις επιθέσεις του εξωτερικού κόσμου. Με προστατεύει επίσης από τα ίδια μου τα συναισθήματα. Όταν είμαι στο κέντρο, κανείς και τίποτε δεν μπορεί να μου επιτεθή. Μπορούν ακόμη να μου επιτεθούν και να με πληγώσουν στην ανθρώπινη μορφή μου, και ξέρω ότι θα πρέπη να περάσω το μεγαλύτερο ακόμη μέρος του χρόνου μου εκεί (Σημ.: Οι υπογραμμίσεις προστέθηκαν για να δείξουν, ότι περίμενε η αλλαγή να έρθη στη διάρκεια της ζωής της). Αλλά θα έχω πάντα τη δυνατότητα, να γίνομαι από καιρού εις καιρόν το λουλούδι».
Δοκίμασε έτσι την αθανασία στο διάστημα της ζωής της η Βεατρίκη, κι ο θάνατος θα ήταν γι’ αυτήν η είσοδος στο αγαπημένο της λουλούδι, χωρίς να είναι υποχρεωμένη, όπως προφανώς πίστευε, να το αφήση και πάλι για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Ο άνθρωπος των 2.000.000 χρόνων μέσα στη Βεατρίκη, την είχε σίγουρα προετοιμάσει για τον θάνατο με θαυμάσιο τρόπο.
Το επόμενο παράδειγμα ενεργητικής φαντασίας που εξετάσαμε (Κεφάλαιο 5) ήταν το καλύτερό μας, αν και προέρχεται από 4.000 χρόνια πριν. Αλλά έχω ήδη ασχοληθή με τον «Κουρασμένο από την ζωή άνθρωπο και το Βα του» σ’ αυτόν τον επίλογο.
( συνεχίζεται)
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου