Συνέχεια από Σάββατο, 10 Μαΐου 2014
Περί θείας
απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας
ΠΕΡΙ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΨΥΧΗΣ, ΝΟΟΣ, ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ.
521. Εμπρός λοιπόν, ανάτρεψε εσύ, όπως το συνηθίζεις, τα δικά σου, με τη φιλοτιμία στην αστάθεια˙ « ποιός θα γνώριζε » λέει « έτσι τους λόγους των κτιστών πραγμάτων, αν μπορούν να προέρχονται ( προϊέναι ) όλα τα αγαθά είδη, που είναι άπειρα στα κτιστά πράγματα, σύμφωνα με την τάξη της θείας σοφίας ; το οποίο και θα συνέβαινε ( όπερ αν ην ), αν περιελάμβανε τη θεία αγαθότητα και σοφία, το οποίο ακριβώς δεν μπορεί, ο κτιστός νους ». Μας απάλλαξες, όπως και σε πάρα πολλά άλλα, απ’ τα δικά σου πράγματα, με το να αντιτίθεσαι ο ίδιος στα δικά σου, όπως δεν θα τό ’κανε κανένας άλλος.
522. Και σαν να φανερώνη την ίδια του την αφροσύνη λέει κι αυτό ο Θωμάς˙ « στα πράγματα, των οποίων οι δυνάμεις δεν είναι ουσίες τους, είναι συμβεβηκότα αυτές οι δυνάμεις ». Κι αν το υποθέση ( δοίη ) έτσι κανείς αυτό, δεν είναι διαφορετικό οπωσδήποτε η φύση απ’ τα φυσικά, αλλά μόνο απ’ τα συμβεβηκότα. Αλλά κι αυτό θα διαλυθή ήδη και θα φανερωθή πως είναι ψέμμα στα επόμενα απ’ τα λόγια του Θωμά., ώστε να γιατρέψη αυτός που χτύπησε κατά το λεγόμενο, από ακούσιο αναμφίβολα θυμό.
523. Λέει λοιπόν, πως δεν είναι δυνατό να μεταβληθούν τα φυσικά, ενώ μένει η φύση. Δεν είναι άρα συμβεβηκότα στη φύση τα φυσικά, αν δεν είναι βέβαια δυνατό να μεταβληθούν, ενώ μένει η φύση. Είναι δε και δυνάμεις της φύσης και δεν είναι καθόλου ( η ίδια η … ) φύση, εφ’ όσον είναι ένα μεν η φύση, πολλά δε και διαφορετικά τα φυσικά. Και δεν είναι εξαρτημένη απ’ τα φυσικά η φύση, αλλ’ είναι μάλλον εξαρτημένα απ’ τη φύση τα φυσικά˙ η δε μετάδοση προς τα άλλα γίνεται με τα φυσικά, και δεν είναι φύση, όπως, όντας ένα πράγμα το πυρ, έχει ως δυνάμεις το να φωτίζη και να θερμαίνη, το αναλλοίωτο, κι αυτό που αλλοιώνει τα άλλα˙ κι έχει κι άλλες δυνάμεις, άλλες μεν με το να φωτίζη, κι άλλες με το να θερμαίνη, δεν παίρνει όμως μέρος κανείς σε τόσο μεγάλη αφροσύνη, ώστε να νομίζη πως είναι οι αναφερθείσες δυνάμεις του πυρός ουσία του.
524. Γιατί η μεν φύση του πυρός είναι μια αερώδης ουσία, που πηγάζει φως και πυρ, φυσικές ( πεφυκυίας ) σ’ αυτήν δυνάμεις, τις οποίες αποκαλεί και ο Θωμάς αποτελέσματα του πυρός, και που είναι τόσο πολύ διαφορετικές απ’ την ουσία του, ώστε οι μεν οφθαλμοί, που μετέχουν κι από μακριά στη φωτιστική του δύναμη, δεν θερμαίνονται, και το ύδωρ θερμαινόμενο και εκπυρούμενο δεν μετέχει κατά κανέναν τρόπο στο φως. Και δεν μερίζεται ούτε και δέχεται το μάλλον και ήττον ( το περισσότερο και λιγότερο… ) η ουσία, ενώ το φως και η θέρμη είναι δυνάμεις του πυρός και μεμερισμένα˙ γιατί είναι άλλο η θέρμη και διαφορετικό το φως, όπως φανερώσαμε , και δέχονται το μάλλον και ήττον. Και προχέονται βέβαια απ’ το πυρ η θέρμη και το φως, κι όχι απ’ το φως και τη θέρμη το πυρ. Δεν είναι άρα ουσία η θέρμη, όπως βέβαια ούτε το φως, αλλ’ είναι δυνάμεις αυτά της πυρώδους ουσίας και δυνάμεις που δεν συμβαίνουν καθόλου τυχαία ( ήκιστα συμβεβηκυίαι ), αλλ’ ουσιώδεις και φυσικές.
525. Κι αυτός που έχει παρατηρήσει τον ήλιο θα έχη δη πως υπάρχουν δυνάμεις φυσικές σ’ αυτόν εκτός ( παρά ) απ’ την ουσία του, γιατί είναι άλλο ο ήλιος και διαφορετικό η ακτίνα˙ γιατί δεν είναι ήλιος και η ακτίνα, αλλά λαμπρότητα του ήλιου και πηγαία φωτιστική δύναμη, το οποίο θέλοντας ακριβώς να φανερώση ως διαφορετικό απ’ την ηλιακή ουσία και η θεία Γραφή, λέει πως την πρώτη μέρα « εποίησεν ο Θεός το φως » ( Γένεσ. α΄1,3 ), ενώ τον ηλιακό δίσκο την τέταρτη. Και είναι διαφορετικό ( άλλο… ) η φαιδρότητα της ακτίνας, που είναι έτσι και δύναμη και ενέργεια ηλιακή˙ και δεν είναι κανείς τόσο τυφλός στη διάνοια, ώστε να πη πως είναι συμβεβηκός το φως στον ήλιο, εφ’ όσον είναι δύναμη του ήλιου και όχι ουσία. Δεν λέει άρα την αλήθεια, λέγοντας ο Θωμάς πως « στα πράγματα, των οποίων οι δυνάμεις δεν είναι οι ουσίες τους, είναι συμβεβηκότα αυτές οι δυνάμεις ». Και θεωρείται αυτό απροκάλυπτα ( άντικρυς ) και στους αγγέλους και ασφαλώς και στις ψυχές, γιατί είναι πνεύματα κατά την ουσία και απλά και πολυδύναμα εκ φύσεως ( πεφυκότως ) και ποικίλα στις ενέργειες˙ γι’ αυτό είναι άγγελοι οι μεν, αρχάγγελοι οι δε, κι οι άλλοι αρχές, επειδή διαφέρει στη δύναμη και στην ενέργεια η ίδια τους η ιεραρχική ενέργεια.
526. Και είναι βέβαια λογικές και νοερές, αγαθές και σοφές και όμοιες ( εμφερείς ) προς τον μακάριο Θεό εικόνες, κεκοσμημένες με όλην την αρετή, κατά κανέναν μεν τρόπο κατά συμβεβηκός, κατ’ εξοχήν δε εκ φύσεως ( πεφυκότως ). Και δεν είναι βέβαια η χαρά την οποίαν έχουν για τη σωτηρία αυτών που έχουν απωλεσθή ( των απολωλότων ) φύση και ουσία, αλλά φυσικό και ουσιώδες σ’ αυτές. Επειδή και το Πνεύμα το άγιο λυπάται, όταν κακοπραγούμε, όπως έχει γραφή, και παροξύνεται ( παροργίζεται...), και κανείς δεν έχει ονομάσει μέχρι και σήμερα ουσία του Πνεύματος τη λύπη ή τον παροξυσμό του. Γιατί έχει ονομασθή και αγάπη το Πνεύμα και καρποφορεί χαρά και ειρήνη και μακροθυμία και χρηστότητα και άλλα παρόμοια πνευματικά. Και ονομάζεται βέβαια και πυρ και ύδωρ, για το πυρ που αναβράζει, και φωτιστικό και αλλοιωτικό προς αυτό το ίδιο, ανώφορο, οξυκίνητο, αεικίνητο, ταυτοκίνητο, δραστήριο όσο κανένα άλλο και παράφορο ( ακράτητο ) ως προς τον ίδιον του τον εαυτό ( όσον καθ’ αυτό ). Και για την άφθονη μεταδοτικότητα τού ύδατος, γαλήνιο και ειρηνικό και εύρωστο ( εύεικτον ) εκ φύσεως, που αναδίδει από αόρατη άβυσσο πηγαία τα αείβλυτα, ζωογόνο και καθαρτικό αυτό μόνο όλων των ανθρωπίνων ρύπων, και για τα μύρια άλλα διαφορετικά έργα του Πνεύματος˙ και δεν είναι βέβαια γι’ αυτό ουσία αυτά του Πνεύματος.
527. Γιατί δεν αποτελείται από τόσα πολλά διαφορετικά και αντιτιθέμενα ( εναντιούμενα ) αναμεταξύ τους το Πνεύμα το άγιο. Αν είναι έτσι, δεν θα είναι μόνο σύνθετο, αλλ’ αποτελείται και από αντίθετα. Γιατί τί το κοινό στη λύπη και τον παροξυσμό και την αγάπη και τη χαρά και την ειρήνη και τα εξής ή στο νερό με τη φωτιά ; Αλλ’ ούτε είναι πάλι, εφ’ όσον δεν είναι ουσία οι δυνάμεις του Πνεύματος και είναι ενέργειες, συμβεβηκότα αυτά στο Πνεύμα. Ας μη γίνη να περιπέση κάποιος σε τέτοια μανία, να εννοήση δηλαδή, κι όχι βέβαια και να πη και να γράψη, ότι υπάρχει δύναμη που συμβαίνει ( συμβεβηκυία ) στο άγιο Πνεύμα κι όχι κατ’ εξοχήν φυσική και ουσιώδης. Γιατί κηρύττεται απλό στην ουσία και ποικίλο στις δυνάμεις το Πνεύμα το άγιο, « του οποίου οι ενέργειες κατεβαίνουν μεχρις εμάς, η δε ουσία μένει απρόσιτη » ( Μεγ. Βασιλείου, Επιστολή 234, Προς Αμφιλόχιον ) κατά τους θεοφόρους. Δεν αληθεύει άρα ούτε και σ’ αυτό που λέει ο Θωμάς, ότι « στα πράγματα, των οποίων οι δυνάμεις δεν είναι ουσίες τους, είναι συμβεβηκότα αυτές οι δυνάμεις ».
528. Και είναι εύκολο να αντιληφθής ( συνιδείν ) κι απ’ την ψυχή το ανακόλουθο κι αυτής της πρότασης του Θωμά. Γιατί είναι πράγμα πολυδύναμο η ψυχή, γιατί έχει ως δύναμη το να νοή, το να λογίζεται, την αυτεξουσιότητα, το να προνοή, το να μελετά , το να αγαπά, το να χαίρεται, το να λυπάται, το να παροξύνεται, και άλλες μύριες και όχι εύκολα απαριθμούμενες δυνάμεις, που είναι φυσικές σ’ αυτήν, και καθόλου συμβεβηκυίες ( τυχαίες…). Και λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ είναι όραση της ψυχής ο συμφυής σ’ αυτήν νους, που υπάρχει ως μια φυσική και όχι επείσακτη δύναμη τού λογικού της. Βλέπεις ; και είναι δύναμη της ψυχής και φυσική και όχι συμβεβηκυία σ’ αυτήν κι ούτε είναι ουσία˙ γιατί θα έλεγε ευθέως ότι είναι όραση της ψυχής η ψυχή, αν ήταν βέβαια ουσία της ψυχής ο συμφυής σ’ αυτήν νους.
529. Αλλ’ είναι γελοίο και να το πης απλώς αυτό, ότι είναι δηλαδή όραση της ψυχής η ψυχή. Αλλ’ επειδή είναι διαφορετικός κατά κάτι ο νους απ’ την ψυχή, γι’ αυτό και λέγεται έτσι, δηλαδή όραση της ψυχής, ο συμφυής σ’ αυτήν νους. Και θέλοντας να φανερώση ( ο Μέγας Βασίλειος… ) ότι είναι διαφορετικός κατά κάτι ο νους απ’ την ψυχή, λέει “ που υπάρχει ως δύναμη ” κι όχι επείσακτη τού λογιστικού της ψυχής. Και πάλι˙ η ψυχή που ανακινεί το νοερό της ( μέρος… ). Βλέπεις; που ανακινεί το νοερό της ( μέρος… ), κι όχι αυτήν την ίδια. Γιατί είναι διαφορετικό κατά κάτι το νοερό της απ’ αυτήν. Αυτό που είναι με φυσικό τρόπο, λέει, εγκατεσπαρμένο σ’ αυτήν, στην ψυχή δηλαδή, απ’ την αγία Τριάδα που την έχει ποιήσει, βουλεύεται αυτά που πρέπει και που της ανήκουν ( τα δέοντά τε και προσήκοντα ). Και λέει πάλι˙ φτάνει ( γίνεται ) στα κατά φύσιν θεωρήματα η ψυχή, ώστε και το να θεωρή είναι φυσικό στην ψυχή κι όχι φύση της. Κι ακόμα˙ ψυχή είναι λοιπόν αυτή που διαφυλάττει το νοερό της εν νήψει και με τις κατάλληλες ( προσήκουσες ) ενέργειες. Κι ακόμα˙ ( υπάρχει και… ) η θεωρητική δύναμη, που έχει προαιρετική την κίνηση, αν προετοιμάζη πάντοτε προς εγρήγορση και το θεωρητικό και το λογιστικό της η ψυχή. Και πιο κάτω˙ κι αν έχη ακίνητο το θεωρητικό.
530. Βλέπεις, πώς είναι η δύναμη της ψυχής το θεωρητικό, που κινείται και ενεργεί με την αυτεξουσιότητά της, όντας διαφορετικό οπωσδήποτε απ’ την ψυχή ; και έχει εγκατασπαρθή με φυσικό τρόπο σ’ αυτήν απ’ τον Θεό και δεν είναι απ’ αυτά που ( απλώς… ) συμβαίνουν ( των συμβεβηκότων ) στην ψυχή. Με φυσικό τρόπο ενυπάρχουν κι οι άλλες δυνάμεις της ψυχής, που είναι πολλές, κι όχι κατά συμβεβηκός στην ψυχή, και δεν είναι ούτε αυτές ουσία της ˙ επειδή παρουσιάζεται από παντού ( πανταχόθεν το παριστάμενον έχουσι ) πως δεν είναι κι η λύπη κι η χαρά κι η αγάπη κι ο παροξυσμός και τα άλλα παρόμοια, που υπάρχουν στην ψυχή, ουσία της ψυχής, αλλά δυνάμεις, όπως έχει πη κι ο Μέγας Βασίλειος ( Κατά Ευνομίου Β΄). Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο Θωμάς, ότι στα πράγματα, των οποίων οι δυνάμεις δεν είναι ουσίες τους, είναι συμβεβηκότα αυτές οι δυνάμεις. Και δεν είναι μόνον ψέμμα, αλλά και εντελώς αισχρή ( παμφαύλη ) αίρεση. Γιατί συμπεραίνει έτσι και τις θείες δυνάμεις ουσία του Θεού, ο άνους, και τις μετοχές αναγκαστικά και πως μετέχουν γι’ αυτό και όλα τα όντα στην ουσία του Θεού και περιφρονεί ( υπερορά ) όλους τους αγίους και θεοφόρους, που αποφαίνονται ( διακηρύσσουν…) πως είναι παντελώς αμέθεκτη σε κάθε γενητή ( κτιστή, δημιουργημένη… ) φύση η θεία ουσία.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
O Doctor Angelicus
συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
ΠΕΡΙ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΨΥΧΗΣ, ΝΟΟΣ, ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ.
521. Εμπρός λοιπόν, ανάτρεψε εσύ, όπως το συνηθίζεις, τα δικά σου, με τη φιλοτιμία στην αστάθεια˙ « ποιός θα γνώριζε » λέει « έτσι τους λόγους των κτιστών πραγμάτων, αν μπορούν να προέρχονται ( προϊέναι ) όλα τα αγαθά είδη, που είναι άπειρα στα κτιστά πράγματα, σύμφωνα με την τάξη της θείας σοφίας ; το οποίο και θα συνέβαινε ( όπερ αν ην ), αν περιελάμβανε τη θεία αγαθότητα και σοφία, το οποίο ακριβώς δεν μπορεί, ο κτιστός νους ». Μας απάλλαξες, όπως και σε πάρα πολλά άλλα, απ’ τα δικά σου πράγματα, με το να αντιτίθεσαι ο ίδιος στα δικά σου, όπως δεν θα τό ’κανε κανένας άλλος.
522. Και σαν να φανερώνη την ίδια του την αφροσύνη λέει κι αυτό ο Θωμάς˙ « στα πράγματα, των οποίων οι δυνάμεις δεν είναι ουσίες τους, είναι συμβεβηκότα αυτές οι δυνάμεις ». Κι αν το υποθέση ( δοίη ) έτσι κανείς αυτό, δεν είναι διαφορετικό οπωσδήποτε η φύση απ’ τα φυσικά, αλλά μόνο απ’ τα συμβεβηκότα. Αλλά κι αυτό θα διαλυθή ήδη και θα φανερωθή πως είναι ψέμμα στα επόμενα απ’ τα λόγια του Θωμά., ώστε να γιατρέψη αυτός που χτύπησε κατά το λεγόμενο, από ακούσιο αναμφίβολα θυμό.
523. Λέει λοιπόν, πως δεν είναι δυνατό να μεταβληθούν τα φυσικά, ενώ μένει η φύση. Δεν είναι άρα συμβεβηκότα στη φύση τα φυσικά, αν δεν είναι βέβαια δυνατό να μεταβληθούν, ενώ μένει η φύση. Είναι δε και δυνάμεις της φύσης και δεν είναι καθόλου ( η ίδια η … ) φύση, εφ’ όσον είναι ένα μεν η φύση, πολλά δε και διαφορετικά τα φυσικά. Και δεν είναι εξαρτημένη απ’ τα φυσικά η φύση, αλλ’ είναι μάλλον εξαρτημένα απ’ τη φύση τα φυσικά˙ η δε μετάδοση προς τα άλλα γίνεται με τα φυσικά, και δεν είναι φύση, όπως, όντας ένα πράγμα το πυρ, έχει ως δυνάμεις το να φωτίζη και να θερμαίνη, το αναλλοίωτο, κι αυτό που αλλοιώνει τα άλλα˙ κι έχει κι άλλες δυνάμεις, άλλες μεν με το να φωτίζη, κι άλλες με το να θερμαίνη, δεν παίρνει όμως μέρος κανείς σε τόσο μεγάλη αφροσύνη, ώστε να νομίζη πως είναι οι αναφερθείσες δυνάμεις του πυρός ουσία του.
524. Γιατί η μεν φύση του πυρός είναι μια αερώδης ουσία, που πηγάζει φως και πυρ, φυσικές ( πεφυκυίας ) σ’ αυτήν δυνάμεις, τις οποίες αποκαλεί και ο Θωμάς αποτελέσματα του πυρός, και που είναι τόσο πολύ διαφορετικές απ’ την ουσία του, ώστε οι μεν οφθαλμοί, που μετέχουν κι από μακριά στη φωτιστική του δύναμη, δεν θερμαίνονται, και το ύδωρ θερμαινόμενο και εκπυρούμενο δεν μετέχει κατά κανέναν τρόπο στο φως. Και δεν μερίζεται ούτε και δέχεται το μάλλον και ήττον ( το περισσότερο και λιγότερο… ) η ουσία, ενώ το φως και η θέρμη είναι δυνάμεις του πυρός και μεμερισμένα˙ γιατί είναι άλλο η θέρμη και διαφορετικό το φως, όπως φανερώσαμε , και δέχονται το μάλλον και ήττον. Και προχέονται βέβαια απ’ το πυρ η θέρμη και το φως, κι όχι απ’ το φως και τη θέρμη το πυρ. Δεν είναι άρα ουσία η θέρμη, όπως βέβαια ούτε το φως, αλλ’ είναι δυνάμεις αυτά της πυρώδους ουσίας και δυνάμεις που δεν συμβαίνουν καθόλου τυχαία ( ήκιστα συμβεβηκυίαι ), αλλ’ ουσιώδεις και φυσικές.
525. Κι αυτός που έχει παρατηρήσει τον ήλιο θα έχη δη πως υπάρχουν δυνάμεις φυσικές σ’ αυτόν εκτός ( παρά ) απ’ την ουσία του, γιατί είναι άλλο ο ήλιος και διαφορετικό η ακτίνα˙ γιατί δεν είναι ήλιος και η ακτίνα, αλλά λαμπρότητα του ήλιου και πηγαία φωτιστική δύναμη, το οποίο θέλοντας ακριβώς να φανερώση ως διαφορετικό απ’ την ηλιακή ουσία και η θεία Γραφή, λέει πως την πρώτη μέρα « εποίησεν ο Θεός το φως » ( Γένεσ. α΄1,3 ), ενώ τον ηλιακό δίσκο την τέταρτη. Και είναι διαφορετικό ( άλλο… ) η φαιδρότητα της ακτίνας, που είναι έτσι και δύναμη και ενέργεια ηλιακή˙ και δεν είναι κανείς τόσο τυφλός στη διάνοια, ώστε να πη πως είναι συμβεβηκός το φως στον ήλιο, εφ’ όσον είναι δύναμη του ήλιου και όχι ουσία. Δεν λέει άρα την αλήθεια, λέγοντας ο Θωμάς πως « στα πράγματα, των οποίων οι δυνάμεις δεν είναι οι ουσίες τους, είναι συμβεβηκότα αυτές οι δυνάμεις ». Και θεωρείται αυτό απροκάλυπτα ( άντικρυς ) και στους αγγέλους και ασφαλώς και στις ψυχές, γιατί είναι πνεύματα κατά την ουσία και απλά και πολυδύναμα εκ φύσεως ( πεφυκότως ) και ποικίλα στις ενέργειες˙ γι’ αυτό είναι άγγελοι οι μεν, αρχάγγελοι οι δε, κι οι άλλοι αρχές, επειδή διαφέρει στη δύναμη και στην ενέργεια η ίδια τους η ιεραρχική ενέργεια.
526. Και είναι βέβαια λογικές και νοερές, αγαθές και σοφές και όμοιες ( εμφερείς ) προς τον μακάριο Θεό εικόνες, κεκοσμημένες με όλην την αρετή, κατά κανέναν μεν τρόπο κατά συμβεβηκός, κατ’ εξοχήν δε εκ φύσεως ( πεφυκότως ). Και δεν είναι βέβαια η χαρά την οποίαν έχουν για τη σωτηρία αυτών που έχουν απωλεσθή ( των απολωλότων ) φύση και ουσία, αλλά φυσικό και ουσιώδες σ’ αυτές. Επειδή και το Πνεύμα το άγιο λυπάται, όταν κακοπραγούμε, όπως έχει γραφή, και παροξύνεται ( παροργίζεται...), και κανείς δεν έχει ονομάσει μέχρι και σήμερα ουσία του Πνεύματος τη λύπη ή τον παροξυσμό του. Γιατί έχει ονομασθή και αγάπη το Πνεύμα και καρποφορεί χαρά και ειρήνη και μακροθυμία και χρηστότητα και άλλα παρόμοια πνευματικά. Και ονομάζεται βέβαια και πυρ και ύδωρ, για το πυρ που αναβράζει, και φωτιστικό και αλλοιωτικό προς αυτό το ίδιο, ανώφορο, οξυκίνητο, αεικίνητο, ταυτοκίνητο, δραστήριο όσο κανένα άλλο και παράφορο ( ακράτητο ) ως προς τον ίδιον του τον εαυτό ( όσον καθ’ αυτό ). Και για την άφθονη μεταδοτικότητα τού ύδατος, γαλήνιο και ειρηνικό και εύρωστο ( εύεικτον ) εκ φύσεως, που αναδίδει από αόρατη άβυσσο πηγαία τα αείβλυτα, ζωογόνο και καθαρτικό αυτό μόνο όλων των ανθρωπίνων ρύπων, και για τα μύρια άλλα διαφορετικά έργα του Πνεύματος˙ και δεν είναι βέβαια γι’ αυτό ουσία αυτά του Πνεύματος.
527. Γιατί δεν αποτελείται από τόσα πολλά διαφορετικά και αντιτιθέμενα ( εναντιούμενα ) αναμεταξύ τους το Πνεύμα το άγιο. Αν είναι έτσι, δεν θα είναι μόνο σύνθετο, αλλ’ αποτελείται και από αντίθετα. Γιατί τί το κοινό στη λύπη και τον παροξυσμό και την αγάπη και τη χαρά και την ειρήνη και τα εξής ή στο νερό με τη φωτιά ; Αλλ’ ούτε είναι πάλι, εφ’ όσον δεν είναι ουσία οι δυνάμεις του Πνεύματος και είναι ενέργειες, συμβεβηκότα αυτά στο Πνεύμα. Ας μη γίνη να περιπέση κάποιος σε τέτοια μανία, να εννοήση δηλαδή, κι όχι βέβαια και να πη και να γράψη, ότι υπάρχει δύναμη που συμβαίνει ( συμβεβηκυία ) στο άγιο Πνεύμα κι όχι κατ’ εξοχήν φυσική και ουσιώδης. Γιατί κηρύττεται απλό στην ουσία και ποικίλο στις δυνάμεις το Πνεύμα το άγιο, « του οποίου οι ενέργειες κατεβαίνουν μεχρις εμάς, η δε ουσία μένει απρόσιτη » ( Μεγ. Βασιλείου, Επιστολή 234, Προς Αμφιλόχιον ) κατά τους θεοφόρους. Δεν αληθεύει άρα ούτε και σ’ αυτό που λέει ο Θωμάς, ότι « στα πράγματα, των οποίων οι δυνάμεις δεν είναι ουσίες τους, είναι συμβεβηκότα αυτές οι δυνάμεις ».
528. Και είναι εύκολο να αντιληφθής ( συνιδείν ) κι απ’ την ψυχή το ανακόλουθο κι αυτής της πρότασης του Θωμά. Γιατί είναι πράγμα πολυδύναμο η ψυχή, γιατί έχει ως δύναμη το να νοή, το να λογίζεται, την αυτεξουσιότητα, το να προνοή, το να μελετά , το να αγαπά, το να χαίρεται, το να λυπάται, το να παροξύνεται, και άλλες μύριες και όχι εύκολα απαριθμούμενες δυνάμεις, που είναι φυσικές σ’ αυτήν, και καθόλου συμβεβηκυίες ( τυχαίες…). Και λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ είναι όραση της ψυχής ο συμφυής σ’ αυτήν νους, που υπάρχει ως μια φυσική και όχι επείσακτη δύναμη τού λογικού της. Βλέπεις ; και είναι δύναμη της ψυχής και φυσική και όχι συμβεβηκυία σ’ αυτήν κι ούτε είναι ουσία˙ γιατί θα έλεγε ευθέως ότι είναι όραση της ψυχής η ψυχή, αν ήταν βέβαια ουσία της ψυχής ο συμφυής σ’ αυτήν νους.
529. Αλλ’ είναι γελοίο και να το πης απλώς αυτό, ότι είναι δηλαδή όραση της ψυχής η ψυχή. Αλλ’ επειδή είναι διαφορετικός κατά κάτι ο νους απ’ την ψυχή, γι’ αυτό και λέγεται έτσι, δηλαδή όραση της ψυχής, ο συμφυής σ’ αυτήν νους. Και θέλοντας να φανερώση ( ο Μέγας Βασίλειος… ) ότι είναι διαφορετικός κατά κάτι ο νους απ’ την ψυχή, λέει “ που υπάρχει ως δύναμη ” κι όχι επείσακτη τού λογιστικού της ψυχής. Και πάλι˙ η ψυχή που ανακινεί το νοερό της ( μέρος… ). Βλέπεις; που ανακινεί το νοερό της ( μέρος… ), κι όχι αυτήν την ίδια. Γιατί είναι διαφορετικό κατά κάτι το νοερό της απ’ αυτήν. Αυτό που είναι με φυσικό τρόπο, λέει, εγκατεσπαρμένο σ’ αυτήν, στην ψυχή δηλαδή, απ’ την αγία Τριάδα που την έχει ποιήσει, βουλεύεται αυτά που πρέπει και που της ανήκουν ( τα δέοντά τε και προσήκοντα ). Και λέει πάλι˙ φτάνει ( γίνεται ) στα κατά φύσιν θεωρήματα η ψυχή, ώστε και το να θεωρή είναι φυσικό στην ψυχή κι όχι φύση της. Κι ακόμα˙ ψυχή είναι λοιπόν αυτή που διαφυλάττει το νοερό της εν νήψει και με τις κατάλληλες ( προσήκουσες ) ενέργειες. Κι ακόμα˙ ( υπάρχει και… ) η θεωρητική δύναμη, που έχει προαιρετική την κίνηση, αν προετοιμάζη πάντοτε προς εγρήγορση και το θεωρητικό και το λογιστικό της η ψυχή. Και πιο κάτω˙ κι αν έχη ακίνητο το θεωρητικό.
530. Βλέπεις, πώς είναι η δύναμη της ψυχής το θεωρητικό, που κινείται και ενεργεί με την αυτεξουσιότητά της, όντας διαφορετικό οπωσδήποτε απ’ την ψυχή ; και έχει εγκατασπαρθή με φυσικό τρόπο σ’ αυτήν απ’ τον Θεό και δεν είναι απ’ αυτά που ( απλώς… ) συμβαίνουν ( των συμβεβηκότων ) στην ψυχή. Με φυσικό τρόπο ενυπάρχουν κι οι άλλες δυνάμεις της ψυχής, που είναι πολλές, κι όχι κατά συμβεβηκός στην ψυχή, και δεν είναι ούτε αυτές ουσία της ˙ επειδή παρουσιάζεται από παντού ( πανταχόθεν το παριστάμενον έχουσι ) πως δεν είναι κι η λύπη κι η χαρά κι η αγάπη κι ο παροξυσμός και τα άλλα παρόμοια, που υπάρχουν στην ψυχή, ουσία της ψυχής, αλλά δυνάμεις, όπως έχει πη κι ο Μέγας Βασίλειος ( Κατά Ευνομίου Β΄). Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο Θωμάς, ότι στα πράγματα, των οποίων οι δυνάμεις δεν είναι ουσίες τους, είναι συμβεβηκότα αυτές οι δυνάμεις. Και δεν είναι μόνον ψέμμα, αλλά και εντελώς αισχρή ( παμφαύλη ) αίρεση. Γιατί συμπεραίνει έτσι και τις θείες δυνάμεις ουσία του Θεού, ο άνους, και τις μετοχές αναγκαστικά και πως μετέχουν γι’ αυτό και όλα τα όντα στην ουσία του Θεού και περιφρονεί ( υπερορά ) όλους τους αγίους και θεοφόρους, που αποφαίνονται ( διακηρύσσουν…) πως είναι παντελώς αμέθεκτη σε κάθε γενητή ( κτιστή, δημιουργημένη… ) φύση η θεία ουσία.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου