Η πατερική θεολογία στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο περιεχόμενο του τρίτου κεφαλαίου της Γένεσης, αλλά εξάπαντος σε συνάρτηση προς όλα τα δραματικά γεγονότα της ιστορίας της θείας οικονομίας, και κατά θαυμαστή προσαρμοστικότητα προς το περιρρέον πνευματικό κλίμα της τότε επικρατούσας φιλοσοφικής γλώσσας. Όμως, αν κανείς ερευνήσει σωστά τα πατερικά κείμενα, μένει έκπληκτος για την πιστότητα με την οποία μεταμορφώνεται η μυθική, εικονική και παραβολική γλώσσα της Αγίας Γραφής σ’ ένα δυναμικό και εξελικτικό σχήμα, που αγκαλιάζει σε μία ενότητα κτίση, ιστορία, και άνθρωπο.
Από τη μια μεριά η κατά φύση σχέση του ανθρώπου προς το ζωοδότη Θεό (το δέντρο της ζωής), από την άλλη ο πειρασμός για την άμεση απόκτηση της ισοθεΐας, χωρίς την προοδευτική ανάπτυξη του ανθρώπου μέσω της σχέσης προς το δοτήρα της ζωής.
Ο άνθρωπος τοποθετείται ανάμεσα στο δέντρο της ζωής και στο δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Από το ένα μέρος η υπακοή, που εγγυάται γεύση της ζωής και πλήρη άνθιση αυτής, και από το άλλο η παρακοή ως γνώση του καλού και του κακού, που σημαίνει στέρηση και θάνατο. Μία και μοναδική πηγή του είναι και της ζωής υπάρχει, που είναι ο δημιουργός Θεός. Όλα αυτά διαδραματίζονται σε μία πορεία αγώνα, σύγκρουσης και δημιουργίας, ή καλύτερα συνδημιουργίας. Ο άνθρωπος δεν βαδίζει το δρόμο που οδηγεί στο δέντρο της ζωής, στη συνδημιουργία, στην ισοθεΐα μέσω της υπακοής. Όμως, η παρακοή σημαίνει ανταρσία και εξορισμό από τον παράδεισο της όντως ζωής. Πάντως μια είναι τελικά η οδός: η πορεία προς τη ζωή. Λαθεμένος κατά τραγικό τρόπο είναι ο προσανατολισμός.
Η πατερική θεολογία εντάσσει όλο αυτό το δράμα και τη σχέση στα όρια κτιστού - ακτίστου, όντος και μη όντος. Η κτίση νομοτελειακά μετέχει στον άκτιστο Θεό. Η μετοχή αυτή εξασφαλίζει το είναι και την περαιτέρω προκοπή. Η περαιτέρω αυτή προκοπή των λογικών πλασμάτων, κατά τα δεδομένα του κατ’ εικόνα και του καθ’ ομοίωσιν, πραγματώνεται στην υπακοή σχέση του μη όντος, του κτίσματος, προς το ζωοδότη Θεό. Επομένως μια στρεβλή και ανυπάκοη σχέση δεν εξαφανίζει μηδενιστικά τον άνθρωπο, αλλά διακόπτει την ανάπτυξη, σκοτεινιάζει το ζωτικό περιβάλλον της ζωοποιού σχέσης. Όμως ποια είναι αυτή η παρακοή και η γνώση του καλού και του κακού, δηλαδή η πικρή αυτή γεύση του θανάτου; Παρακοή, κατά την πατερική θεολογία, είναι η λήθη του Θεού, η διακοπή της δοξολογικής σχέσης (ως εκδήλωσης φιλίας και αγάπης και όχι ως ταπεινωτικής εξουθένωσης), η αποστασία από τα νοητά -οπότε θραύεται η ενότητα αισθητών και νοητών-, η εγωκεντρική συσπείρωση του ανθρώπου ιδιοτελώς στην ατομικότητά του. Στην προς Ρωμαίους επιστολή ο Απόστολος Παύλος, κάνοντας λόγο για την αποστασία του ανθρώπου, άκρως χαρακτηριστικά τονίζει αυτή την παρακοή: ‘’[..] διότι γνότες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ηυχαρίστησαν, αλλά εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία’’ (Ρωμ. 1:21). Μολονότι τον γνώρισαν το Θεό, δεν τον δοξολόγησαν μήτε τον ευχαρίστησαν. Αυτή η διακοπή της σχέσης, που δεν είναι απλώς ηθική αλλά σχέση ζωής, και αυτή είναι η παρακοή, που, όπως βγαίνει από την παραπάνω παύλεια ρήση, συνεχώς επαναλαμβάνεται από τον άνθρωπο. Εδώ πρέπει να τονιστεί κάτι άκρως σπουδαίο. Το προπατορικό αμάρτημα είναι δυναμικό -όσο και να φαίνεται τούτο παράδοξο-, μια απαρχή συνεχών μεταπατορικών αμαρτημάτων. Το ίδιο δράμα παίζεται στην κονίστρα της κτίσης και της ιστορίας· υπακοή φιλίας, αγάπης, δοξολογίας, ανάπτυξης· παρακοή λήθης, αμνησίας, σκότους και οδύνης λόγω της στέρησης.Τούτο, λοιπόν, σε γενικές και απλές επισημάνσεις είναι η ερμηνεία του προπατορικού αμαρτήματος από το σύνολο, θα έλεγε κανείς, της πατερικής θεολογίας.
Στον παράδεισο ο άνθρωπος έπρεπε να γυμνάσει τη βούλησή του στον αγώνα και τη διελκυστίνδα υπακοής- παρακοής, για να φθάσει με συνδημιουργική ανάπτυξη στην ισοθεΐα, στο καθ’ ομοίωσιν Θεού, που είναι δώρα του πλάστη. Το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό είναι για τη δοκιμασία και τη γυμνασία της ανθρώπινης βούλησης. Τούτο σημαίνει αυτογνωσία της οικείας κτιστής φύσης· αυτή είναι καλή για τους τελείους, εκείνους που με επιτυχή και υπομονετικό αγώνα αναπτύσσουν τη ζωή σε σχέση με το ζωοδότη Θεό, αλλά κακή και οδυνηρή για τους ατελείς και ανυπόμονους, οπότε εξαιτίας της εγωκεντρικής τους συσπείρωσης χάνουν τη θεοποιό ευεργεσία του δέντρου της ζωής. Με άλλα λόγια, η αυτογνωσία αυτή, δηλαδή η γνώση της οικείας φύσης, δεν αφορά απλώς την κατάσταση της ανθρώπινης φύσης, τα δώρα και τη δεκτικότητά του, αλλά και τη σχέση του ανθρώπου προς το ζωοδότη Θεό. Η κακή αυτογνωσία συγχέει τα όρια της κτιστότητας -επομένως είναι γνώρισμα ατέλειας και έλλειψης προόδου στη σχέση- και οδηγεί σε μία πέρα για πέρα εσφαλμένη εκτίμηση. Αντί ο ατελής άνθρωπος, ο νήπιος, να πάρει το δρόμο της προκοπής και της τελείωσης, για να γίνει θεός κατά χάρη, επαναστατεί και βάζει κατά φαντασία στο θρόνο του Θεού τον εαυτό του, σταματώντας να τον δοξάζει και να τον ευχαριστεί. Επομένως σύμφωνα με το καθόλου ερμηνευτικό σχήμα και όχι με επιμέρους ιστορικοφιλολογικά ευρήματα -χρήσιμα απλώς για την καλύτερη κατανόηση-, εδώ πρόκειται όχι για μια ηθική παράβαση – άλλωστε πως δικαιολογούνται τόσες και τόσες οδυνηρές συνέπειες, αριθμούμενες από τον αφηγητή του δράματος; – μήτε για προσβολή μιας δικαιικής τάξης, αλλά για ύβρη, τραγική σύγκρουση των πεπερασμένων ορίων του κτιστού πλάσματος προς τα άπειρα βάθη της θεότητας, ωστόσο μέσα σε ιστορικά δεδομένα· πρόκειται για διάρρηξη μιας σχέσης ζωής, για ματαίωση μιας τελειωτικής πορείας, για μια οντολογική παραχάραξη, για στροφή σ’ έναν άλλο δρόμο. Γι’ αυτό η πατερική θεολογία είδε το προπατορικό αμάρτημα ως αρρώστια και δεν έκανε λόγο για καμία κληρονομική ενοχή παρά μονάχα για κληρονόμηση της φθοράς και του θανάτου.
Απόσπασμα από τον Γ’ τόμο της «Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας» του Νίκου Ματσούκα, που αφορά το «Προπατορικό αμάρτημα» (σελ. 203- 206).
Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2018/03/blog-post_54.html#ixzz59wxG0FLM
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου