Συνέχεια απο : Πέμπτη, 5 Μαΐου 2011
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Β) Δεύτερο στάδιο: η στροφή πρός την τεχνολογική σκέψη
«Verum quia Factum» : αυτό εδώ το πρόγραμμα, που τοποθετεί τον άνθρωπο στην Ιστορία σαν τον νέο τόπο της αλήθειας, δεν μπορούσε να επαρκέση φυσικά από μόνο του για την αλλαγή των πάντων που γνωρίσαμε. Έφτασε όμως την ολοκλήρωσή του αμέσως μόλις ενώθηκε με μια δεύτερη αρχή, αυτή ακριβώς που εξέφρασε ο Karl Marx εκατό χρονιά αργότερα. «Μέχρι τώρα οι φιλόσοφοι έχουν στοχαστεί με διαφορετικούς τρόπους τον κόσμο, τώρα πρόκειται να τον αλλάξουμε». Ο σκοπός της φιλοσοφίας λοιπόν γνωρίζει μια επανάσταση, γιά άλλη μια φορά, η οποία αλλάζει ριζικά τα πράγματα. Μεταφρασμένη στην γλώσσα της φιλοσοφικής παραδόσεως, αυτή η αρχή μας λέει πως στην θέση του «Verum quia Factum», δηλαδή γνωρίζεται, αληθινά, μόνον αυτό που έχει κάνει ο άνθρωπος και είναι τώρα εις θέσιν να το υπολογίσει (Μια από τις ρίζες της συνειδήσεως και της αυτοσυνειδησίας), υπεισέρχεται το νέο πρόγραμμα, το οποίο συμπυκνώνεται στο «Verum quia Faciendum» δηλαδή η αλήθεια, απο δώ και πέρα, δεν είναι αυτό που κάνω, αλλά αυτό που μπορώ να κάνω, το πρακτέο. Για να το πούμε ακόμη καλύτερα με άλλους όρους: η αλήθεια με την οποία ο άνθρωπος εμπλέκεται δεν είναι η αλήθεια του Είναι, ούτε σε τελευταία ανάλυση, η αλήθεια των ενεργειών που έπραξε. Αντιθέτως είναι η αλλαγή του κόσμου, της διαμορφώσεως του: μια αλήθεια η οποία προβάλλεται στο μέλλον και είναι σχετική με την πράξη!
«Verum quia Faciendum». Σημαίνει πως το ήμισυ του ΧΙΧ αιώνος και μετά, η κυριαρχία του Factum, της πράξεως, αντικαθίσταται σιγά-σιγά από την κυριαρχία του Faciendum, του πρακτέου και του δέοντος να γίνει, και πως η κυριαρχία της Ιστορίας αμφισβητείται από την τεχνολογία. [όσο κι’ άν φαίνεται παράδοξο οι αλλαγές του πνεύματος της εποχής επηρεάζουν και τον κληρικαλισμό και την Ιεραρχία του. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπρίζονται στην προσήλωση των εξομολογηταρίων στην αμαρτία, δηλαδή στην πράξη, και τελευταίως στο πρόσωπο που μπαίνει στην Ιστορία κατευθυνόμενο πρός τα έσχατα δηλαδή στην πρόθεση. Διότι η Ιεραρχία αποκομμένη από τον Κύριο, πέφτει στον αθεϊσμό και στην εκκοσμίκευση.]
Έτσι λοιπόν, όσο προχωρά ο άνθρωπος στην καινούργια οδό, συγκεντρωμένος στην πράξη και αναζητώντας σ’αυτή την βεβαιότητα, τόσο βρίσκεται αναγκασμένος να αναγνωρίσει πως η ίδια η πράξη, το έργο των χειρών του, ξεφεύγει μέσα από τα χέρια του και το έργο του αλλοτριώνεται. Η δυνατότης να αποδείξει τις πράξεις του, την οποία επεδίωξε ο Ιστορικός και η οποία εθεωρήθη κατ’αρχάς, τον ΧΙΧ αιώνα, ο μεγάλος θρίαμβος της Ιστορίας εις βάρος του στοχασμού, κρύβει για πάντα μέσα της κάτι προβληματικό, μια στιγμή επεξεργασίας, ερμηνείας και φιλοδοξίας, έτσι ώστε ήδη στις αρχές του ΧΧ αιώνος η Ιστορία εισέρχεται σε κρίση και ο Ιστορικισμός με όλες τις επιστημονικές του απαιτήσεις, γίνεται όλο και πιο διφορούμενος. Αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο πως η πράξη και το έργο δεν υπάρχουν στην καθαρή τους κατάσταση και δεν προσφέρουν καμία απόρθητη βεβαιότητα, καθώς και το έργο ακόμη περιέχει συστηματικά την ερμηνεία και την αμφιβολία. Γίνεται τελικώς όλο και πιο δύσκολο να κρύψουμε πως δεν κατορθώνουμε και τόσο εύκολα να έχουμε στα χέρια μας εκείνη την βεβαιότητα που μας είχε υποσχεθεί να αποκτήσουμε από την αρχή, η έρευνα στα γεγονότα, εφόσον εγκαταλείψουμε τον στοχασμό.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
«Verum quia Factum» : αυτό εδώ το πρόγραμμα, που τοποθετεί τον άνθρωπο στην Ιστορία σαν τον νέο τόπο της αλήθειας, δεν μπορούσε να επαρκέση φυσικά από μόνο του για την αλλαγή των πάντων που γνωρίσαμε. Έφτασε όμως την ολοκλήρωσή του αμέσως μόλις ενώθηκε με μια δεύτερη αρχή, αυτή ακριβώς που εξέφρασε ο Karl Marx εκατό χρονιά αργότερα. «Μέχρι τώρα οι φιλόσοφοι έχουν στοχαστεί με διαφορετικούς τρόπους τον κόσμο, τώρα πρόκειται να τον αλλάξουμε». Ο σκοπός της φιλοσοφίας λοιπόν γνωρίζει μια επανάσταση, γιά άλλη μια φορά, η οποία αλλάζει ριζικά τα πράγματα. Μεταφρασμένη στην γλώσσα της φιλοσοφικής παραδόσεως, αυτή η αρχή μας λέει πως στην θέση του «Verum quia Factum», δηλαδή γνωρίζεται, αληθινά, μόνον αυτό που έχει κάνει ο άνθρωπος και είναι τώρα εις θέσιν να το υπολογίσει (Μια από τις ρίζες της συνειδήσεως και της αυτοσυνειδησίας), υπεισέρχεται το νέο πρόγραμμα, το οποίο συμπυκνώνεται στο «Verum quia Faciendum» δηλαδή η αλήθεια, απο δώ και πέρα, δεν είναι αυτό που κάνω, αλλά αυτό που μπορώ να κάνω, το πρακτέο. Για να το πούμε ακόμη καλύτερα με άλλους όρους: η αλήθεια με την οποία ο άνθρωπος εμπλέκεται δεν είναι η αλήθεια του Είναι, ούτε σε τελευταία ανάλυση, η αλήθεια των ενεργειών που έπραξε. Αντιθέτως είναι η αλλαγή του κόσμου, της διαμορφώσεως του: μια αλήθεια η οποία προβάλλεται στο μέλλον και είναι σχετική με την πράξη!
«Verum quia Faciendum». Σημαίνει πως το ήμισυ του ΧΙΧ αιώνος και μετά, η κυριαρχία του Factum, της πράξεως, αντικαθίσταται σιγά-σιγά από την κυριαρχία του Faciendum, του πρακτέου και του δέοντος να γίνει, και πως η κυριαρχία της Ιστορίας αμφισβητείται από την τεχνολογία. [όσο κι’ άν φαίνεται παράδοξο οι αλλαγές του πνεύματος της εποχής επηρεάζουν και τον κληρικαλισμό και την Ιεραρχία του. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπρίζονται στην προσήλωση των εξομολογηταρίων στην αμαρτία, δηλαδή στην πράξη, και τελευταίως στο πρόσωπο που μπαίνει στην Ιστορία κατευθυνόμενο πρός τα έσχατα δηλαδή στην πρόθεση. Διότι η Ιεραρχία αποκομμένη από τον Κύριο, πέφτει στον αθεϊσμό και στην εκκοσμίκευση.]
Έτσι λοιπόν, όσο προχωρά ο άνθρωπος στην καινούργια οδό, συγκεντρωμένος στην πράξη και αναζητώντας σ’αυτή την βεβαιότητα, τόσο βρίσκεται αναγκασμένος να αναγνωρίσει πως η ίδια η πράξη, το έργο των χειρών του, ξεφεύγει μέσα από τα χέρια του και το έργο του αλλοτριώνεται. Η δυνατότης να αποδείξει τις πράξεις του, την οποία επεδίωξε ο Ιστορικός και η οποία εθεωρήθη κατ’αρχάς, τον ΧΙΧ αιώνα, ο μεγάλος θρίαμβος της Ιστορίας εις βάρος του στοχασμού, κρύβει για πάντα μέσα της κάτι προβληματικό, μια στιγμή επεξεργασίας, ερμηνείας και φιλοδοξίας, έτσι ώστε ήδη στις αρχές του ΧΧ αιώνος η Ιστορία εισέρχεται σε κρίση και ο Ιστορικισμός με όλες τις επιστημονικές του απαιτήσεις, γίνεται όλο και πιο διφορούμενος. Αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο πως η πράξη και το έργο δεν υπάρχουν στην καθαρή τους κατάσταση και δεν προσφέρουν καμία απόρθητη βεβαιότητα, καθώς και το έργο ακόμη περιέχει συστηματικά την ερμηνεία και την αμφιβολία. Γίνεται τελικώς όλο και πιο δύσκολο να κρύψουμε πως δεν κατορθώνουμε και τόσο εύκολα να έχουμε στα χέρια μας εκείνη την βεβαιότητα που μας είχε υποσχεθεί να αποκτήσουμε από την αρχή, η έρευνα στα γεγονότα, εφόσον εγκαταλείψουμε τον στοχασμό.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου