Συνέχεια από Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung.
Της Barbara Hannah
Κεφάλαιο 7ο (συνέχεια)
ANNA MARJULA : Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΠΊΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΕΥΡΩΣΗΣ
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung.
Της Barbara Hannah
Κεφάλαιο 7ο (συνέχεια)
ANNA MARJULA : Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΠΊΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΕΥΡΩΣΗΣ
{S.O. S. Το κεφάλαιο πού ακολουθεί περιέχει ένα από τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά της γυναικείας ψυχής και ταυτόχρονα και τη μεγαλύτερη ασθένειά της.}
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ BARBARA HANNAH –
ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΠΝΈΥΜΑ
Σ’ αυτό το σημείο, ενώ φαινόταν διατεθειμένη να καυχιέται για πάντα με παρόμοιο τρόπο, ανακλήθηκε στην τάξη από ένα όνειρο. Ονειρεύτηκε τα εξής:
«Βρίσκομαι σε μιαν άγνωστη πόλη. Ανεβαίνω έναν απότομο, ανηφορικό δρόμο. Στην κορυφή του βρίσκεται ένα μεγάλο κτίριο (συσχετισμός: Μέγαρο της Δικαιοσύνης στις Βρυξέλλες). Τέσσερις δρόμοι οδηγούν σ’ αυτό. Φτάνω στην κορυφή του λόφου, και κοιτάζω προς τα κάτω την απότομη κατηφορική πλαγιά. Η θέα είναι υπέροχη, και με γεμίζει με έκσταση. Έπειτα βρίσκομαι πάλι κάτω στην πόλη και σε μια πολύ βρώμικη κουζίνα (Την κουζίνα της σκιάς; Την κουζίνα μιας μάγισσας;)».
Παρόλο που γενικά είναι καλύτερο να μην επεμβαίνη κανείς στην ενεργητική φαντασία, πρέπει φυσικά να υποδεικνύη πότε αυτή χρησιμοποιείται λάθος, και μου είχε γίνει φανερό από καιρό ότι η Anna είχε πέσει πάλι θύμα του αρνητικού της animus. Αλλά δεν ήταν πρόθυμη να με ακούση περισσότερο από ό,τι το Μεγάλο Πνεύμα, επειδή κατεχόταν ολοκληρωτικά από την ιδέα του Μεγάλου της Όχι. Το όνειρο πάντως μού έδωσε την κατάλληλη ευκαιρία, και της ζήτησα, για «χάρη της δικαιοσύνης», να ξαναδιαβάση την τελευταία συζήτηση και να δη εάν ήταν δίκαιη και αμερόληπτη με το Μεγάλο Πνεύμα, και να ρωτήση επίσης τον εαυτό της, τί έκανε στην κουζίνα μιας μάγισσας .
Φυσικά αυτό δεν της άρεσε, αλλά «για χάρη της δικαιοσύνης» ήταν πρόθυμη να το κάνη. Την επόμενη φορά που ήρθε, είχε απορρίψει εντελώς τη γνώμη του animus για το Μεγάλο Όχι, και είχε δει σε ποιο σημείο ακριβώς την είχε καταλάβει. Αλλά χρειαζόταν ακόμη λίγη πειθώ για να αποφασίση να ξαναρχίση τις συζητήσεις της, επειδή φοβόταν τώρα πολύ να αντιμετωπίση το Μεγάλο Πνεύμα, έπειτα από όλη την αναίδειά της απέναντί του.
Τελικά το κάνει, και τον ρωτάει εάν μπορή ακόμη να της μιλάη, μετά το τρομερό της λάθος να τον μπερδέψη με τον αρνητικό της animus. Είχε ξεχάσει εντελώς το όνειρο όπου αυτός μιλούσε στον Jung σαν ίσος του, και παραδέχεται ότι πιθανώτατα αυτός δεν την αποπλάνησε καθόλου.
Αυτός απαντάει λέγοντάς της, ότι είναι πάρα πολύ σπουδαίο γι’ αυτήν το να βρη την ταυτότητα του αποπλανητή της. Αυτή λέει πως φοβάται, ότι την αποπλάνησε η φιλοδοξία της. Αυτός απαντάει ότι δεν ήταν η φιλοδοξία της, αλλά η μεγαλομανία, που είναι κάτι πολύ χειρότερο, επειδή σ’ αυτήν η φιλοδοξία εμφανίζεται σαν κάτι ολοκληρωμένο. Όταν αυτός τής είπε να αποδεχθή το γεγονός, ότι δεν είναι μια σπουδαία γυναίκα, προσέβαλε τη μεγαλομανία της. Αμέσως αυτή απάντησε, ότι είναι σπουδαία επειδή έχει αποδεχθή το Μεγάλο Όχι από τον Θεό, και πως το θεώρησε ακόμη αυτό σαν ίσο με την ένωση των αντιθέτων του Λούθηρου. Έπειτα, «για χάρη της δικαιοσύνης», αυτός συμφωνεί ότι η Anna έχει αποδεχθή τη μοίρα της, αλλά έχει καταστρέψει αυτήν τη γνήσια ταπεινή χειρονομία, με το να είναι υπερήφανη γι’ αυτήν. Παρέδωσε έτσι το πράγμα στη μεγαλομανία της, και αισθάνθηκε πάλι σαν μια σπουδαία γυναίκα. Θα πρέπη να γίνη εντελώς τίμια σχετικά μ’ αυτό το θέμα.
Επιπλέον, το Μεγάλο Πνεύμα τη συμβουλεύει να αποκτήση πολύ περισσότερη συνείδηση του αρνητικού της animus. Κάνει το λάθος να νομίζη ότι, συνειδητοποιώντας περισσότερο τη θετική πλευρά, θα κάνη αυτόματα την αρνητική να κρατηθή χαμηλά, λέει το Μεγάλο Πνεύμα. Αλλά μόνον αποκτώντας μεγαλύτερη συνείδηση του αρνητικού της μέρους, θα μπορέση η Anna να πλησιάση το Μεγάλο Πνεύμα περισσότερο θετικά. Μόνο με σκληρή δουλειά στις κατώτερες περιοχές μπορεί να αρχίση να καταλαβαίνη τα πνευματικά θέματα, για τα οποία αυτός συζητούσε με τον Jung στο όνειρό της.
Στην επόμενη συζήτηση η Anna μιλάει για το σεξουαλικό της ταμπού, το οποίο, όπως πιστεύει, την εμποδίζει στη σχέση της με τους άνδρες και με το Μεγάλο Πνεύμα. Αυτός παρατηρεί ότι ο δυναμικός της animus και η δική της δίψα για δύναμη φταίει γι’ αυτό. Λέει:
«Στη σεξουαλική πράξη μια γυναίκα πρέπει να εγκαταλείψη τη δύναμή της και να αφεθή να κυριευθή από τον άνδρα. Κατά βάθος, αυτό είναι που θέλει. Θέλει να κυριευθή από το αρσενικό στοιχείο. Η στιγμή κατά την οποία πρέπει να παραδοθή, είναι η στιγμή της ικανοποίησής της. Έτσι είναι η φύση».
Η Anna ρωτάει, πού είναι το λάθος της. Αυτός τής απαντάει, ότι κρίνει τους άνδρες σύμφωνα με τον δικό της αρνητικό animus, που στην πραγματικότητα την κυριεύει μόνο για να κερδίση δύναμη επάνω της, και δεν έχει έτσι εμπιστοσύνη στους άνδρες, στην τρυφερότητά τους ή την αγάπη τους. Προβάλλει τον αρνητικό της animus στους άνδρες, και καταστρέφει έτσι κάθε πιθανότητα να την αγαπήσουν οι άνδρες.
Η Anna, που είναι αρκετά πάνω από 70 χρονών όταν γίνεται αυτή η συζήτηση, λέει: «Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω ότι ο καιρός για τη σεξουαλικότητα έχει περάσει και έχει φύγει». Το Μεγάλο Πνεύμα απαντάει ότι ο καιρός της συγκεκριμένης σεξουαλικότητας έχει πραγματικά περάσει, αλλά όχι και ο καιρός για τη συμβολική της υλοποίηση. Με τη σεξουαλικότητα στο βάθος, θα πρέπη να μάθη να κοιτάζη την πνευματικότητα στο πρόσωπο. Η Anna καταλαβαίνει τότε ότι ήταν το πάθος της για δύναμη, για να γίνη μια σπουδαία γυναίκα, που κατέστρεψε τη γυναικεία της σεξουαλικότητα.
Το Μεγάλο Πνεύμα εξηγεί, ότι αν και κατά καιρούς καταλάβαινε πως κατεχόταν από τον αρνητικό animus, που πάντα τον θεωρούσε σαν κάτι έξω από αυτήν, θα πρέπη τώρα να αντιλήφθή, ότι αυτός βρίσκεται μ έ σ α τ η ς. Ήταν το πάθος της για δύναμη, που εμπόδιζε την κανονική γυναικεία αντίδρασή της να θέλη να κυριαρχηθή. Μπλοκάρισε τον δρόμο της θηλυκής της φύσης με την επιθυμία της για δύναμη. Κανένας εξωτερικός διάβολος δεν της το έκανε αυτό· αυτή το έκανε στον εαυτό της.
Στην επόμενη συζήτηση λέει η Anna στο Μεγάλο Πνεύμα, πόσο πολύ τη βοήθησαν όλα όσα της είπε. Αλλά τη βασανίζει τώρα κάτι καινούργιο. Μια γυναίκα στο ξενοδοχείο της, που την ονομάζει κυρία C, της δίνει στα νεύρα. Είχε αποφασίσει να διακόψη κάθε επαφή μαζί της, αλλά καταλαβαίνει τώρα, ότι ήταν «σκληρή και εγωίστρια» απέναντί της, κι αναρωτιέται πόσο πολύ την έβλαψε. Αναγνωρίζει επίσης, ότι ήταν ανέντιμη όταν δέχθηκε παραπάνω ρέστα στο ταχυδρομείο εκείνο το πρωί. Τί νομίζει το Μεγάλο Πνεύμα για τη συμπεριφορά της;
Αυτός απαντάει, ότι δεν μπορεί να αποδεχθή κανείς τις αρνητικές, σκιώδεις περιοχές του χωρίς κάποιες συνέπειες. Ξέρει τουλάχιστον τώρα, ότι δεν είναι πιο τίμια από τους άλλους ανθρώπους. Αλλά το Μεγάλο Πνεύμα δεν σκοπεύει να της πη τί ακριβώς έκανε σε κείνη την κυρία , επειδή δεν το έκανε για χάρη της, αλλά αποκλειστικά γι’ αυτήν την ίδια. Απολαμβάνει τώρα την ελευθερία της, αλλά η χαρά είναι ανακατωμένη με ανησυχία, επειδή η Anna είναι αναγκασμένη να δη, ότι μπορεί να είναι «σκληρή, άγρια και αλύπητη».
Η Anna ρωτάει, σε ποιο σημείο έχει αναμιχθή ο animus σ’ αυτήν την κατάσταση, αλλά το Μεγάλο Πνεύμα απαντάει, πως αυτές οι πράξεις έγιναν από τη σκιά, και δεν είχαν καμμιά σχέση με τον animus. Θα πρέπη να μάθη να κάνη διάκριση ανάμεσά τους: ο animus είναι αυτός που εκφράζει τις ακαταμάχητες γνώμες του σχετικά με το τί θα πρέπη και τί δεν θα πρέπη να κάνη, ενώ η σκιά γλιστράει στις πραγματικές, συγκεκριμένες αρνητικές πράξεις.
Το Μεγάλο Πνεύμα επισύρει εδώ την προσοχή της Anna σε κάτι πολύ σημαντικό: είναι λάθος να κατηγορούμε τον animus, όταν δεν έχει καμμιά σχέση με κάτι. Αυτό το έμαθα «εξ ιδίας πείρας», όταν κάποτε, κατά τη διάρκεια της ανάλυσής μου, ο Jung έλειπε για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Βγήκα άσχημα έξω από τον εαυτό μου και κατηγόρησα τελείως τον animus για τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκα, πράγμα που απλώς χειροτέρεψε την κατάσταση. Στο πρώτο ραντεβού της ανάλυσής μου είπα στον Jung, ότι ο animus με είχε κυριεύσει άσχημα κατά τη διάρκεια των διακοπών. Με κοίταξε ερευνητικά και είπε: «Δεν νομίζω ότι αυτό είναι το πρόβλημα. Πες μου τώρα, τί σου συνέβη πραγματικά στην αρχή των διακοπών;» Θυμήθηκα τότε, ότι κάποιος με είχε πληγώσει πολύ άσχημα, αλλά εγώ είχα δείξει κατανόηση και «λογική» σχετικά μ’ αυτό, χωρίς να δω πόσο πραγματικά με πείραξε. Αυτό το συναίσθημα, που δεν το είχα αναγνωρίσει, με έφερε πραγματικά εκτός εαυτού, και κατηγορώντας τον animus εκεί όπου για μια φορά ήταν εντελώς αθώος, τον είχα φυσικά εξοργίσει και τον έκανα να γίνη μια πρόσθετη, αν και δευτερεύουσα δυσκολία.
Όπως συμβαίνει συχνά στην ενεργητική φαντασία, το μεγάλο λάθος της Anna τής βγήκε σε καλό. Έδωσε την ευκαιρία στο Μεγάλο Πνεύμα να της διδάξη τη διαφορά ανάμεσα στον εαυτό και τον αρνητικό animus, και τη διάκριση ανάμεσα στον τελευταίο και τη σκιά. Αυτό το πρώτο μέρος της συζήτησής της τελειώνει με την ανάπτυξη της ικανότητάς της να διατηρή αυτές τις τρείς μορφές χωριστά, και δεν κάνει άλλα τέτοια λάθη – ή το καταλαβαίνει τουλάχιστον, αμέσως μόλις συμβή – στις επόμενες συζητήσεις. Δεν έχει όμως επιτύχει μέχρι στιγμής τη διάκριση ανάμεσα στον ατομικό της θετικό animus, ή το ασυνείδητο πνεύμα της, και την εικόνα του αρχετυπικού Μεγάλου Πνεύματος. Θα πρέπη να μάθη αυτήν τη διαφοροποίηση με τον «δύσκολο τρόπο», στην πορεία της επόμενης σειράς συζητήσεων.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι εμπνεύσεις, για τις οποίες μιλάει η Anna, προέρχονται από τον ατομικό της θετικό animus, αν και τέτοιες εμπνεύσεις φαίνεται επίσης πως προέρχονται, κατά ένα μέρος, από το αρχετυπικό επίπεδο. Αυτό το γεγονός επιβεβαιώνει το ότι το πνεύμα τής κάθε εποχής φαίνεται να εκφράζεται μέσα από την ζωγραφική, τα ποιήματα ή τη μουσική του ατομικού καλλιτέχνη. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στους πίνακες ενός ζωγράφου όπως ο Peter Birkhäuser, για παράδειγμα.
Δεύτερη σειρά συζητήσεων
Σ’ αυτήν τη δεύτερη σειρά, η Anna ζήτησε να διαφωτισθή από το Μεγάλο Πνεύμα σχετικά με το πώς να σχετισθή με τη σκοτεινή πλευρά του Θεού, και για το εάν μπορούμε ή όχι να κληθούμε να κάνουμε το κακό σ υ ν ε ι δ η τ ά. Πρέπει να τονισθή από την αρχή, ότι το να κάνη κανείς το κακό συνειδητά είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το να κατέχεται από αυτό ασυνείδητα, όπως φαίνεται ότι γίνεται παντού γύρω μας σήμερα, και είναι π ο λ ύ διαφορετικό από το να βλέπη το κακό σαν καλό. Στην πρώτη περίπτωση, αναλαμβάνουμε την ευθύνη για το κακό που κάνουμε, και υποφέρουμε πολύ επειδή πρέπει να το κάνουμε – εάν έχουμε δηλ. ανατραφή με τη χριστιανική αντίληψη, ότι κάθε τι κακό είναι του διαβόλου και θα πρέπη να αποφεύγεται προσεκτικά, όπως είχε ανατραφή η Anna. Αυτή η αντίληψη εξυπηρετούσε τις ανάγκες του ανθρώπου 2.000 πριν, όταν ο Χριστός την κήρυξε, αλλά έχει γίνει πολύ μονομερής σήμερα, οπότε είναι φανερό ότι έργο μας είναι να δεχθούμε και τα δύο αντίθετα, και να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε μ’ αυτά.
Η Anna το κατάλαβε αυτό και ένοιωσε φρίκη, όπως όλοι μας, μπροστά στο πρόβλημα τού πώς είναι δυνατόν να έχη κανείς σχέση με το κακό. Ο Jung έγραψε ένα κεφάλαιο στο βιβλίο «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα» με τίτλο «Μεταγενέστερες σκέψεις», όταν ήταν αρκετά πάνω από 80 χρόνων. Και λέει εκεί:
«Το φως ακολουθείται από τη σκιά, την άλλη όψη του Δημιουργού. Η εξέλιξη αυτής της ιδέας έφθασε στο αποκορύφωμά της τον εικοστό αιώνα. Ο χριστιανικός κόσμος βρίσκεται τώρα πραγματικά αντιμέτωπος με την αρχή του κακού, με τη γυμνή αδικία, τυραννία, ψευτιά, σκλαβιά και βιασμό της συνείδησης. Αυτή η εκδήλωση του γυμνού κακού έχει πάρει φανερά μόνιμη μορφή στο ρωσικό έθνος· αλλά η πρώτη βίαιη έκρηξή της προήλθε από τη Γερμανία. Αυτό το ξεχείλισμα του κακού αποκάλυψε σε ποιον βαθμό ο Χριστιανισμός έχει υπονομευθή στον εικοστό αιώνα. Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, το κακό δεν μπορεί πια να ελαχιστοποιηθή μέσω του ευφημισμού της στέρησης του καλού (privatio boni). Το κακό έχει γίνει μια αποφασιστική πραγματικότητα. Δεν μπορεί πια να εκδιωχθή με ταυτολογίες. Πρέπει να μάθουμε πώς να το χειριζώμαστε, μιας και ήρθε για να μείνη. Το πώς μπορούμε να ζήσουμε μαζί του χωρίς τρομερές συνέπειες, δεν μπορεί προς το παρόν να το συλλάβη κανείς» (Jung: «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα», σελ. 328 κ.ε.).
Η Anna πραγματοποίησε αυτήν την ενεργητική φαντασία μετά τον θάνατο του Jung. Ακριβώς μετά τη δημοσίευση των «Αναμνήσεων», και ενθυμούμενη ότι η μορφή του Μεγάλου Πνεύματος μιλούσε στον Jung στο όνειρό της σαν σε ίσο, ήλπιζε ότι το Μεγάλο Πνεύμα θα μπορούσε να τη διδάξη πώς να «ζούμε με το κακό» χωρίς, εάν είναι δυνατόν, τις «τρομερές συνέπειες». Όπως όλοι μας, καταλάβαινε ότι οι τρομερές συνέπειες μπορεί να εκδηλωθούν εναντίον οποιουδήποτε ή και όλων μας, σε τρομακτικά αποκαλυπτική μορφή οποιαδήποτε στιγμή, αλλά όλοι μας συνεχίζουμε φυσικά να προσευχόμαστε μαζί με τον Χριστό: « Ει δυνατόν, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ.26,39), πράγμα που είναι εντελώς νόμιμο, εάν μπορούμε όμως ειλικρινά να προσθέσουμε: «πλην μη το εμόν θέλημα, αλλά το σον γενέσθω».
Η Anna αρχίζει ρωτώντας το Μεγάλο Πνεύμα, πώς μπορεί να σχετισθή με τη σκοτεινή πλευρά του Θεού.. Αυτός της ζητάει να σκεφθή, εάν πραγματικά θέλει να το κάνη. Αυτή παραδέχεται πως δεν θέλει, αλλά είναι σίγουρη ότι π ρ έ π ε ι. Αυτός δέχεται αυτήν την απάντηση, αλλά τη συμβουλεύει να αρχίση με το να σχετισθή με τη δική της σκοτεινή πλευρά, και προσθέτει: «Ίσως νομίζεις πως το έχεις ήδη κάνει αυτό, και παραδέχομαι ότι έχεις συνειδητοποιήσει τη σκιά σ’ έναν αξιοσημείωτο βαθμό, άλλα δεν έχεις έρθει πραγματικά σε σχέση μαζί της». Αυτή ρωτάει εάν το Μεγάλο Πνεύμα εννοεί ότι πρέπει να αλλάξη τη στάση της, σε βαθμό που να κάνη το κακό συνειδητά. Αυτός απαντάει: «Αυτό ακριβώς εννοώ», πράγμα που την κάνει να επιστρέψη στη χριστιανική της στάση, και να τον ρωτήση εάν είναι ο ίδιος ο Σατανάς! Αυτός απαντάει: «Όχι, δεν είμαι η αρχή του κακού, αλλά επειδή η αρχή των αντιθέτων πρέπει να εκπληρωθή – μιας και είναι αυτός ο απαραίτητος όρος για την ζωή – ξέρω ότι εκείνοι που κάνουν κακές πράξεις (σ υ ν ε ι δ η τ ά), υπηρετούν το θέλημα του Θεού». Η Anna ρωτάει, εάν τα ανθρώπινα πλάσματα δεν μπορούν να αφήσουν αυτό το έργο στον Θεό. Αλλά το Μεγάλο Πνεύμα απαντάει: «Εάν το αφήσης στον Θεό, το κάνει μέσα από εσένα, αλλά εσύ γυρίζεις την πλάτη σου σ’ αυτό. Γι’ αυτόν τον λόγο η πλάτη σου είναι τόσο κουρασμένη και ο λαιμός σου πονάει τόσο πολύ. Μπορείς τότε να κοιτάξης στα σύννεφα. Αλλά τα μάτια σου είναι κι αυτά πολύ κουρασμένα από το υπερβολικό φως. Και επιπλέον, όλη αυτή η στάση είναι ένα ψέμα».
Συνεχίζει εξηγώντας ότι κάνουμε το κακό έτσι κι αλλιώς, επειδή είμαστε «μισο-καλοί, μισο-κακοί» από τη φύση μας, αλλά σε «συνειδητά χέρια, το κακό παίρνει διαφορετικό χρώμα. Αυτό είναι που μπορείς να κάνης για τους άλλους ανθρώπους: μπορείς να τους ελευθερώσης από ένα μέρος του δικού τους κακού, υλοποιώντας το δικό σου κακό σε σ υ ν ε ι δ η τ έ ς πράξεις».
Προσπάθησα να δείξω πώς λειτουργεί αυτό σε πρακτικό επίπεδο, όταν περιέγραψα τη στάση της Charlotte και της Anne Bronté απέναντι στον αδελφό τους Bramwell ( B. Hannah: «Παλεύοντας για την ολοκλήρωση», σ.σ. 159 κ.ε., και 182 κ.ε.) και αναφέροντας την Prue Sarn (στο έργο τής Mary Webb: «Πολύτιμο δηλητήριο»), που άφηνε όλο το κακό να γίνη πίσω από την πλάτη της, από τον αδελφό της Gideon (ό.π., σ.σ. 94-97). Αλλά το Μεγάλο Πνεύμα προχωράει πιο πέρα, και εξηγεί πώς μπορεί να υποφέρη κανείς από σωματικά συμπτώματα, σαν αποτέλεσμα της αποφυγής του γεγονότος της εξίσωσης των αντιθέτων. Σύμφωνα με τον Προφήτη Ησαία, ο ίδιος ο Θεός μάς λέει: «Εγώ, ο κατασκευάσας το φως και ποιήσας σκότος, ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά· εγώ ο Κύριος ο Θεός ο ποιών πάντα ταύτα» (Ησ. 45,7). Προφανώς, λοιπόν, ο Θεός περιμένει από μας να δεχθούμε και τα δύο αυτά αντίθετα που δημιούργησε ο Ίδιος.
Δυστυχώς, ή ίσως ευτυχώς, εμείς που ζούμε ακόμη, αφού δύο παγκόσμιοι πόλεμοι μάς έδειξαν ότι η χριστιανική λύση της καταπίεσης του κακού δεν λειτουργεί πια, έχουμε το έργο να σχετισθούμε με κάποιον τρόπο κ α ι μ ε τ α δ ύ ο αντίθετα , ένα έργο που δεν απαιτήθηκε ίσως ποτέ στο παρελθόν από τον άνθρωπο σε τέτοιον βαθμό. Αυτό οφείλεται προφανώς στην αλλαγή των εποχών: δεν μπορούμε να κολυμπάμε πια στο ασυνείδητο μαζί με τα ψάρια· πρέπει να κουβαλήσουμε μάλλον το μερίδιό μας από αυτό μαζί με τον Υδροχόο, τον φορέα του νερού. Θυμίζω στον αναγνώστη, ότι ο Jung νόμιζε πως ολόκληρο το μέλλον του κόσμου θα μπορούσε να εξαρτηθή από το πόσοι άνθρωποι θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας αυτό το έργο.
Η Anna ρωτάει τότε, εάν η συμπεριφορά της απέναντι στην κυρία C δεν ήταν μια αρχή προς αυτήν την κατεύθυνση, πράγμα στο οποίο το Μεγάλο Πνεύμα συμφωνεί. Τον ρωτάει όμως μετά, εάν μπορή να είναι πολύ συνετή. Αυτός τής απαντάει, ότι μπορεί να συνεχίση επίσης να μεταφέρη το μερίδιο του κακού που της αναλογεί με μιαν πονεμένη πλάτη, εάν το προτιμάη, αλλά αυτός τότε θα αποσυρθή, και θα την αφήση στον μικρό του αδελφό, αφού παραδέχεται ότι είναι ευκολώτερο γι’ αυτήν να αφήση το μερίδιό της από το κακό στον Θεό, παρά να ε κ τ ε λ έ σ η η ίδια αυτό το μερίδιο, και να μοιρασθή έτσι μαζί του το πάθος του. Την προειδοποιεί κατόπιν, να αφήση τη μεγαλομανία έξω απ’ αυτό το ζήτημα – να το κάνη δηλ. για χάρη του Θεού (του Ταυτού), και όχι με σκοπό να γίνη τελικά μεγάλη, γιατί τότε πραγματικά θα χαθή.
Η Anna εξετάζει αυτήν τη συζήτηση για λίγο καιρό, και σκέφτεται ότι βλέπει όντως ακόμη μιαν ευκαιρία, να γίνη επιτέλους σπουδαία. Του προτείνει επομένως το εξής: αφού η παράδοση στη μεγαλομανία είναι μια αναμφισβήτητα «κακή της τάση», και εφόσον θα πρέπη να είναι οπωσδήποτε κακή, θα μπορούσε να φέρη αυτήν την κακή τάση στη συνειδητή της ζωή. Και δεν συμφωνεί τελικά μαζί του στο ότι, εάν το κάνη αυτό, θα χαθή.
Αυτός επαναλαμβάνει, ότι εάν το κάνη θα χ α θ ή , προσθέτοντας επίσης, ότι σε τέτοιες βαθειές περιοχές της ψυχής, πρέπει κανείς μερικές φορές να χαθή. Αυτή τον ρωτάει, εάν αυτός θα είναι στήριγμα και οδηγός της σ’ αυτές τις περιοχές. Αυτός απαντάει, ότι θα είναι οδηγός της, αλλ’ ότι θα πρέπη να πάρη την ευθύνη η ίδια.. «Η μεγαλωσύνη αρχίζει με την ανάληψη της ευθύνης», λέει. Μιλάει έπειτα αυτή για τη ντροπαλότητα που την εμποδίζει τόσο πολύ, και εκφράζει τη γνώμη, ότι αυτή η ντροπαλότητα θα θεραπευθή, εάν σταματήση να πολεμάη τη μεγαλομανία της.. Αυτός παρατηρεί, ότι ναι, αντιμετωπίζει τώρα το διώξιμο της ντροπαλότητάς της, αλλ’ όχι για χάρη του ίδιου! Εκείνη ρωτάει πάλι, αν η ντροπαλότητα και η μεγαλομανία είναι δύο όψεις του ίδιου συμπλέγματος, κάτι στο οποίο αυτός συμφωνεί.
Τον ρωτάει έπειτα, αν μπορή να αρχίση «καλοπιάνοντας λίγο τη μεγαλομανία της», κι αυτός της απαντάει: «Κάνε μια δοκιμή». Τον ρωτάει μετά, αν αισθάνεται αηδιασμένος μαζί της. Κι αυτός απαντάει: «Όχι, το διασκεδάζω». Του αναφέρει, ότι αισθάνεται ένα κύμα libido να μπαίνη μέσα της. Αυτός λέει πως ναι, έχει τολμήσει να σταθή απέναντί του, αλλά την προειδοποιεί, ότι θα έχη τώρα να κάνη με τον μικρό αδελφό. Αυτή το δέχεται, λέγοντας ότι τολμάει να το κάνη, επειδή το Μεγάλο Πνεύμα έχει υποσχεθή να είναι οδηγός της, στο οποίο αυτός απαντάει, ότι μοιάζει μάλλον, σαν να νομίζη η Anna ότι α υ τ ή είναι οδηγός του! Αυτή καταλαβαίνει το επιχείρημά του, και υποδέχεται με μεγάλη καταδεκτικότητα τον μικρό του αδελφό.
Η Anna ξανασκέφτεται αργότερα αυτήν τη συζήτηση πολύ προσεκτικά. Αρχίζει να βλέπη, ότι ήταν πάλι πολύ τολμηρή με το Μεγάλο Πνεύμα, επειδή κατεχόταν ίσως από τον μικρό του αδελφό. Το Μεγάλο Πνεύμα τής λέει, να κάνη ακόμα μεγαλύτερη διάκριση ανάμεσά τους, επειδή θα μπορέση ίσως τότε να τους συμφιλιώση με τον εαυτό της. Αυτή τού λέει, πως έχει πραγματικά καταλάβει ότι το να υποκύψη στη μεγαλομανία της θα ήταν υπηρεσία τού εγώ, κι όχι του Ταυτού, όπως στο όνειρό της. Καταλαβαίνει ότι αυτό θα ήταν λάθος, και λέει ότι έχει τώρα συνειδητοποιήσει, πως μόνον το Ταυτό μπορεί να είναι μεγάλο μέσα της. Πρέπει να ταυτισθή λοιπόν τώρα μαζί του. Ή πρέπει να κάνη μάλλον θυσίες, έτσι ώστε να μπορέση να υλοποιηθή το Ταυτό μέσα της.
Βλέπουμε εδώ πόσο σοφά οδηγεί το Μεγάλο Πνεύμα αυτές τις συζητήσεις. Λέγοντάς της «κάνε μια δοκιμή», να απορροφηθή δηλ. από τη μεγαλομανία της, την αφήνει να μάθη τους κινδύνους απ’ την ίδια της την εμπειρία, που είναι και ο μόνος τρόπος για να μάθη κανείς ο,τιδήποτε. Το Μεγάλο Πνεύμα τελειώνει τη συζήτηση λέγοντας: «Υποβίβασε τη μεγαλομανία στην ανεκπλήρωτη κατάστασή της – στη δίψα δηλαδή εκ μέρους σου της μεγαλωσύνης – και διάλυσε έπειτα τη δική σου δίψα σε δίψα του Ταυτού για τη μεγαλωσύνη μέσα σου. Υπάκουσέ την. Υπηρέτησέ την. Μην προσπαθήσης να γίνης σπουδαία. Προσπάθησε να γίνης τόσο ταπεινή, ώστε να είναι το Ταυτό μεγάλο μέσα σου, και να μπορή να ζήση τη μεγαλωσύνη του μέσα από σένα».
Εδώ η Anna μαθαίνει από μόνη της αυτό για το οποίο βεβαιώθηκε ο Jung, με τα δύο όνειρα που αναφέρει στο τέλος του κεφαλαίου του που έχει τίτλο «Η ζωή μετά τον θάνατο», στο «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα». Είναι το όνειρο με τα UFO τον Οκτώβριο του 1958, και το προγενέστερο με τον γιόγκι, το οποίο ανέφερα πιο πριν (Jung: «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα», σ.σ.323 -326). Σ’ αυτές τις συζητήσεις, και στον διαλογισμό της επάνω σ’ αυτές, αντιλαμβάνεται αμυδρά η Anna πως το Ταυτό χρειάζεται, προκειμένου να ενσαρκωθή, το ένδυμα, ας πούμε, της ανθρώπινης μορφής, για να έχη ανθρώπινες εμπειρίες. Αποφασίζει λοιπόν να κάνη ό,τι μπορεί, για να βοηθήση να ενσαρκωθή μέσα της το Ταυτό.
(συνεχίζεται)
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου