Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας
Συνέχεια από: Τρίτη, 5 Σεπτεμβρίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:
Η θεμελιώδης διδασκαλία περί του Ενός και άμα Τριαδικού Θεού: «Ὁ Θεός εἶναι Ἕνας καί, συγχρόνως, Τριαδικός, Πατήρ, Υἱός καί Πνεῦμα»386 αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της χριστιανικής θεολογίας και την καθιστά ιδιόλεκτη έναντι πάσης άλλης διδασκαλίας περί Θεού, η οποία συνεκροτήθη στην ιστορική ανάπτυξη των θρησκειών.
Ο Παχυμέρης αναφέρεται στην Τριαδικότητα του Θεού και στο υπέρ είναι της ουσίας Του, «Τριάς καί τό ὑπέρ τό εἶναι»387. Τονίζει, λοιπόν, ότι τα θεία δόγματα σχετικά με τον Τριαδικό Θεό είναι υψηλής νοήσεως, «γνωσόμεθα ὅτι ὑπέρ πάντα, ὅσα ἄν ὁ νοῦς νοήσοι, ἐστί· καί τό μυστικόν καί ἀνεκλάλητον ἔχουσα, εἰς τοῦτο μόνον τῶν λόγων ἔσται, καί θεολογία λεχθήσεται...»388.
Η Τριάς αναφέρεται ως ὑπερούσιος, ὑπέρθεος και ὑπεράγαθος. Με τον όρο υπερούσιος προβάλλεται η οντότητα εκείνη που θεωρείται ως υπεράνω κάθε ουσίας νοητής, νοεράς και αισθητής, δηλαδή ορατής και αόρατης. Ο Θεός υπέρκειται πάσης ουσίας και δεν μπορεί να ορισθεί ούτε με το εἶναι, αφού το εἶναι θεωρείται συνώνυμο παραγωγής μίας συγκεκριμένης οντότητας. Στην αποφατική προοπτική, κάθε ανθρώπινη έννοια είναι καταχρηστική, όταν αναφέρεται στον Θεό. Η ουσία, εξάλλου, του Θεού είναι αμέθεκτος και άγνωστη σε όλα τα δημιουργήματα, είτε είναι άγγελοι είτε άνθρωποι. Η θεία φύση δεν υπάρχει έξω των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος, αλλά ούτε και αντιστρόφως, καθώς Εκείνες δεν υφίστανται ερήμην της ιδίας αυτών φύσεως389. Κατά συνέπεια, Αγία Τριάδα είναι Ένας Θεός με Τρία Πρόσωπα390. Έκαστο θείο πρόσωπο δεν έχει θεία ουσία ανεξάρτητη και αποκομμένη έναντι των άλλων δύο θείων προσώπων, μη διαφέρουσα ποιοτικώς. Δεν πρόκειται περί τριών ουσιών, οι οποίες είναι της αυτής οντολογικής, με εσωτερικές διαφοροποιήσεις, υφής, αλλά περί μίας ενιαίας και αμερίστου ουσίας και των τριών προσώπων391. Εκ νέου επισημαίνεται ότι ο Θεός υπέρκειται πάσης ουσίας και ότι δεν μπορεί να ορισθεί σύμφωνα με τις έννοιες συγκρότησης και παρουσίας τού «εἶναι», αφού η εν λόγω κατηγορία θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε μία έννοια, η οποία παραπέμπει σε συγκεκριμένες διαπιστώσιμες και εντάξιμες σε λογικά σχήματα πραγματικότητες. Η γνώση, λοιπόν, της ουσίας του Θεού είναι τελείως ανέφικτη εκ μέρους τῶν κτιστών όντων –η γνώση και η κατάληψη της θείας ουσίας αποτελεί ως αυτοαναφορά μοναδικό, απόλυτο και αποκλειστικό προσόν του Τριαδικού Θεού- και συνίσταται, ως εκ τούτου, στην αγνωσία και στην ακαταληψία Του: «ὅλα τά υπερβαίνει, οὔτε οὐσία εἶναι, οὔτε χωρίς ζωή οὔτε χωρίς λόγο οὔτε χωρίς νοῦ οὔτε σῶμα εἶναι. Οὔτε σχῆμα ἔχει ἤ εἶδος (μορφή) ἤ ποιότητα ἤ ποσότητα ἤ ὄγκο»392. Για τόν λόγο αυτόν, ο Παχυμέρης αναφέρεται, στην αρχή αὐτής της παραγράφου, με αποφατικές έννοιες για τη Θεότητα393.
Επιπλέον η χρήση των όρων «ὑπερούσιε», «ὑπέρθεε» και «ὑπεράγαθε», τονίζουν με αποφατικό τρόπο τήν υπεροχήν τῆς Θείας φύσεως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Στον Θεό θα πρέπει να αποδίδεται όχι το είναι, αλλά «τό μή εἶναι μᾶλλον, διά τό ὑπερεῖναι, ὡς οἰκειότερον ἐπ’ αὐτοῦ λεγόμενον»394. Ο εν λόγω υπερθετικός αποφατισμός θα υπογραμμιστεί και από τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, ο οποίος θά τονίσει: «τὸ μὲν ὑπὲρ νοῦν καὶ φύσιν τῆς θεότητος κρύφιον ἀνεξερευνήτοις ὕμνει καὶ ἱεραῖς νοός εὐλαβείαις, ὡς φησί περὶ θεολογῶν ἀνδρῶν Διονύσιος, τὰ δὲ ἄρρητα σιγῆ τῇ σώφρονι διόλου τιμῶν ἐπὶ τὰς ἑλλαμποῦσας αὐτῷ ἐν τοῖς ἱεροῖς νοήμασιν αὐγάς ἀνετείνετο κακεῖθεν πλουσίως καταλαμπόμενος τὲ καὶ φωτιζόμενος πρὸς τοὺς θεαρχικούς καὶ θεοπρέπεις ὕμνους καὶ πρὸς τὰς ἱερᾶς ὑμνολογίας ὑπ' αὐτῶν ὑπερκοσμίως ἐτυποῦτο πρὸς τὸ καὶ ὁρᾶν τὰ συμμέτρως αὐτῷ δι’ αὐτῶν δωρούμενα θεαρχικα φῶτα καὶ τὸ ἀγαθοδότην Κύριον ὡς ἁπάσης ἱερᾶς ἀρχῆς καὶ φωτοφανείας αἴτιον ἐρωτικῶς ἀνυμνεῖν»395. Εδώ για άλλη μία φορά παρατηρείται η πλήρης ευθυγράμμιση του περιεχομένου της θεολογίας του Συμεών με το γενικότερο κείμενο του Διονυσίου Περί Μυστικῆς Θεολογίας396 αλλά και τήν Παράφραση του Παχυμέρη. Άλλωστε, ο ίδιος ο Θεός, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, δεν εγκλωβίζεται σε έννοιες ούτε αποφατικές ούτε καταφατικές.
Με τη φράση «τῆς Χριστιανῶν, ἔφορε, θεοσοφίας»397, σημειώνεται ότι οι χριστιανοί γίνονται κάτοχοι της θεογνωσίας μόνο με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Η γνώση του Θεού είναι γνώση οντολογική και όχι αφηρημένη - θεωρητική. Θεογνωσία η όραση του Θεού, καθότι μόνο με την πνευματική γνώση, και όχι με τη φυσική, δύναται κάποιος να αναχθεί γνωστικά στον Θεόν. Ο άνθρωπος ως έγχρονος και εγκόσμιος αδυνατεί να συλλάβει την προαιώνια, άναρχο αρχή, δηλαδή τον αΐδιο Θεό και να διατυπώσει λόγο για τον τρόπο ύπαρξης της υπερθετικής υπερτελειότητας. Η άνοδος στο ύψος της Θεολογίας, μοιάζει με ανάβαση στην πιο ψηλή κορυφή του όρους και είναι καρπός του υπερβατικού φωτισμού που έχει δεχθεί ο ανθρώπινος νους από την Αγία Τριάδα398. Η Θεογνωσία, λοιπόν, έχει ως ιδιάζον χαρακτηριστικό ότι συνίσταται από μία αποκαλυπτική θεϊκή ενέργεια και πρωτοβουλία. Εξαρτάται, λοιπόν, από την αυτοαποκάλυψη του εν Τριάδι Θεού. Άνευ αυτής της αποκάλυψης, το Θείο είναι ακατάληπτο, θέση η οποία συνυφαίνεται με τον θεολογικό ρεαλισμό.
Γίνεται, λοιπόν φανερό με τους ανωτέρω όρους, ότι ο Γεώργιος Παχυμέρης ορίζει μία γνωσιολογία υπερκατηγοριακής τάξης, η οποία κόμιζε καίριες ανατροπές. Στο παρελθόν το ίδιο είχε υποστηρίξει και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, με βάση το συγκεκριμένο χωρίο του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου: «…ἐπί Θεοῦ, τί ἐστίν, εἰπεῖν ἀδύνατον κατ’ οὐσίαν. οἰκειότερον δέ μᾶλλον ἐκ τῆς πάντων ἀφαιρέσεως ποιεῖσθαι τόν λόγον. οὐδέν γάρ τῶν ὄντων ἐστίν οὔχ ὡς μή ὤν, ἀλλ’ ὡς ὑπέρ πάντα τά ὄντα καί ὑπέρ αὐτό δέ τό εἶναι ὤν»399.
Ο Παχυμέρης προβαίνει, επιπλέον, στην διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών στον Θεό. Έτσι, διευκρινίζει ότι «Τριάς καί ὑπέρ τό εἶναι, καί ὑπέρ τό Θεός εἶναι, καί ὑπέρ τό ἀγαθός εἶναι ἔχουσα. Τό μέν ἔμφασιν ἔχει παραγωγῆς, δηλονότι τό εἶναι, τό δέ ἐνεργείας, τό Θεός»400. Σημειώνει ότι το αγαθός δεν δηλώνει τη θεία φύση, το θείον είναι Του, αλλά την ενέργειά Του401.
Η ανάπτυξη όλης τής ανωτέρω επιχειρηματολογίας πραγματικά παρουσιάζει έναν Παχυμέρη εξοικειωμένο με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και γνώστη της προγενέστερης πατερικής επιχειρηματολογίας, ενώ το ότι συχνά προτιμά τη χρήση αποφατικής γλώσσας καταγράφει το πώς ερμηνεύει σε κλίμακα εδραιότητας τον οντολογικό ρεαλισμό402. Συγχρόνως, υπογραμμίζει ότι ο λόγος για το άγνωστο και απρόσιτο του Θεού δεν σημαίνει ότι παύει ο ίδιος να εκδηλώνεται και να αποκαλύπτεται. Γίνεται προσιτός και γνωστός εντός του μυστηριώδους και απρόσιτου χαρακτήρα Του. Η γνώση του Θεού στον Χριστιανισμό, κάτι που επαναδιατυπώνει και εδώ ο Παχυμέρης, είναι γνώση κυρίως οντολογική και όχι τόσο αφηρημένη - θεωρητική.
Η χρήση του ενικού, «ἑνική ἡ θεία φύσις»403 δηλώνει τη μία θεία φύση, στην οποία υπάρχουν τα τρία Πρόσωπα της Θεότητας,«τρισυπόστατον»404. Προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος της πολυθεΐας, το ομοούσιο επισημαίνεται και εδώ παντί τρόπω. Παράλληλα, εγίνετο αναφορά στα υποστατικά ιδιώματα των Προσώπων, όπως η Πατρότης, η Υιότης και το εκπορευτόν για το Άγιο Πνεύμα405. Οι έννοιες, λοιπόν, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα δηλώνουν υποστάσεις, πρόσωπα και αποτυπώνουν έναν μοναδικό τρόπο ύπαρξης προσδιοριζόμενον εκ των υποστατικών ιδιωμάτων τους.
Στο ίδιο πλαίσιο αναφορών επισημαίνεται ότι η ενότητα της μίας, κοινής θείας Ουσίας και η διάκριση των τριών θείων Υποστάσεων χαρακτηρίζουν τον αιώνιο τρόπο παρουσίας της Αγίας Τριάδας. Η ενότητα της Τριάδας είναι προσωποκεντρική, διότι θεμελιώνεται επί της μοναρχίας του Πατρός. Χάρη στη μοναρχία υπάρχει το ομοούσιο και το ομοδύναμο ως τριαδολογικές ενώσεις, χωρίς επ’ουδενί να αίρονται οι ισοδυναμίες της αυτοΐδρυσης. Διάκριση στην Αγία Τριάδα δεν σημαίνει ετερουσιότητα, αλλά κοινωνία ιδιαιτεροτήτων406. Τα τρία θεία Πρόσωπα δεν είναι «ἄλλο καί ἄλλο καί ἄλλο», αλλά «ἄλλος καί ἄλλος καί ἄλλος»407. Η μόνη διαφορά μεταξύ των τριών θείων Προσώπων είναι αυτή των, μη αποδιδομένων κατηγοριακά στα υπόλοιπα πρόσωπα, υποστατικών ιδιωμάτων. Κατά συνέπεια, οι υποστατικές ιδιότητες είναι ακοινώνητες, μη-μετεχόμενες, διακεκριμένοι τρόποι υπάρξεως των τριών θείων Υποστάσεων, σε αντίθεση με την κοινή θεία Ουσία και τις ιδιότητές της, η οποία μετέχεται και κοινωνείται και στα τρία θεία πρόσωπα408.
Κατά συνέπεια, ως ομοούσιος και ομοδύναμος Θεός, το κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδας ιδιαιτέρως, από κοινού με τα άλλα δύο Πρόσωπα της Τριάδας, κατέχει την απόλυτη γνώση περί του Θεού. Επανέρχεται δηλαδή η επισήμανση για την απόλυτη γνωστική αυτοαναφορά. Μόνον τα τρία πρόσωπα του Θεού γνωρίζουν την «ὑπερούσιον αὐτοῦ (τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ) οὐσίαν καί ὕπαρξιν»409. Θα σημειώναμε ότι τα τρία πρόσωπα λειτουργούν γνωστικά και υπό αυτό το πρίσμα των υποστατικών ιδιωμάτων τους, χωρίς εκ νέου να αίρονται οι απόλυτοι όροι των αυτοΐδρύσεων410.
Έτσι, τα τρία Πρόσωπα - Υποστάσεις της Αγίας Τριάδας, είναι ούτως ηνωμένα εν τη ομοουσιότητι και αγάπη, ώστε στην υπόσταση του ανάρχου και αγεννήτου Πατρός να περιχωρείται και ο Γεννητός Υιός και το εκπορευτόν Άγιον Πνεύμα. Επίσης, στην υπόσταση του Γεννητού Υιού περιχωρείται και ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα και στην υπόσταση του Αγίου Πνεύματος περιχωρείται ο Άναρχος Πατήρ και ο Γεννητός Υιός. Δηλαδή έκαστον Θείον Πρόσωπον-υπόσταση είναι ο όλος Θεός και δεν νοείται διηρημένος, αφού δια της ομοουσιότητας οι τρεις υποστάσεις δεν χωρίζονται σε τρεις Θεούς, αλλά παραμένει «Εἶς Θεός ὁμοούσιος, ἀσύγχυτος, ἀδιαίρετος». Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, ο Παχυμέρης οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η Αγία Τριάδα και οι σχέσεις των Προσώπων -Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος- μεταξύ τους αποτελούν το βαθύτερο και πραγματικό νόημα του όρου «θεολογία», η οποία διέρχεται διά μέσου των αλληλοπεριχωρήσεων411.
Σημειώσεις
386. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας,1, 1, PG 3, 1037Α.
387. Αυτόθι, 1, 1, PG 3, 1016Α.
388. Αυτόθι, PG 3, 1016Β.
389. Ειρ. Μπούλοβιτς, Το μυστήριον της εν τη Αγία Τριάδι διακρίσεως της θείας ουσίας και ενεργείας κατά τον Άγιον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν, εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή, Αθήνησι 1980, σ. 348. Ε. Αρτέμη, Η περί του Τριαδικού Θεού διδασκαλία Ισιδώρου Πηλουσιώτη και η σχέση της με τη διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Αθήνα 2012, δ.δ., σ. 122.
390. Χρ. Τερέζη, Φιλοσοφική Ανθρωπολογία στο Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σ. 33. Σημειωτέον ότι η αυτάρκεια που συνιστά εσωτερικό χαρακτηριστικό του κάθε θείου προσώπου δεν οδηγεί σε απομονωμένους αυτοορισμούς και αποκλείει το ούτως ειπείν βασίλειο της αυτοδύναμης επικράτειας. Βλ. Χ. Καψιμαλάκου, Ελευθερία και αναγκαιότητα κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Προς μία οντολογία του προσώπου, δ.δ., Πάτρα 2012, σ. 14, υποσ. 6.
391. Ν. Γ. Ξεξάκη, Ορθόδοξος Δογματική. Η Θεολογία του Ομοουσίου, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2006, σ. 103.
392. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1016Α.
393. «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ακατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία», Ἰωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 4, PG 94, 800Β.
394. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, Προοίμιον, PG 91, 664B. Αυτόθι, Ι, 4, PG 94, 800Β.
395. Συμεών Νέου Θεολόγου, Θεολογικός λόγος 3, J. Darrouzès, Traités Théologiques et éthiques, SC 122, Paris 1966, p. 162-168.
396. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας. Πρός Τιμόθεον, 3-5, PG 3, 1032C – 1048B.
397. Αυτόθι, 1, PG 3, 997Α.
398. Αυτόθι, 1, PG 3, 997Β.
399. Αυτόθι, 1, 4, PG 94, 800Β.
400. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, Ι, 1, PG 3, 1016Α.
401. Αυτόθι.
402. Αυτόθι, PG 3, 1016C.
403. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, Ι, 1, PG 3, 1036Α.
404. Αυτόθι.
405. Αυτόθι.
406. Ε. Μπούλοβιτς, Το μυστήριον της εν τη αγία Τριάδι διακρίσεως της θείας ουσίας και ενεργείας κατά τον άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, αινέσιμος επί διδακτορία διατριβή, εν Αθήνησι 1980, σ. 530.
407. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007 σ.103-105.
408. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1061ΑΒ.
409 Αυτόθι, PG 3, 1061Α.
410. Αυτόθι.
411. Αυτόθι, PG 3, 1061A-D. Ο Ιωάννης Καρμίρης, στηριζόμενος στα πατερικά έργα περί Αγίας Τριάδας, συνοψίζει ως εξής σχετικά με την Τριαδολογία του Χριστιανισμού της Ανατολής: «Την δε Τριάδα νοούμεν τούτο μεν εκ της διακρίσεως των τριών προσώπων απ̓ αλλήλων, τούτο δε εκ της διαφοράς των προόδων αυτών. Ούτω τα τρία θεία πρόσωπα διακρίνονται απʼ αλλήλων η διαιρούνται αδιαστάτως και αδιαιρέτως, έχοντα το πλήρωμα της θεότητος έκαστον, της μιας όμως θείας ουσίας διαμενούσης αδιαιρέτου και αμερίστου... Κατά ταύτα, η διαφορά και διάκρισις των τριών υποστάσεων η προσώπων της Αγίας Τριάδος έγκειται μόνον εν ταύταις ταις τρισίν ακοινοποιήτοις ιδιότησιν, ήτοι τη αγεννησία του Πατρός, τη γεννήσει του Υιού και εκπορεύσει του Αγίου Πνεύματος, ας οι Καππαδόκες εχαρακτήρισαν ως τρόπους υπάρξεως των τριών προσώπων και της προς άλληλα σχέσεως αυτών, και ουχί μόνον ως τρόπους της αποκαλύψεως αυτών υπό Σαβελλιανικήν έννοιαν», Ι. Καρμίρη, «Σύνοψις της Δογματικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», ανάτυπον εκ της Επιστημονικῆς Επετηρίδος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 1955-1956, εν Αθήναις 1957, σ. 17-18. Στο ανωτέρω καταγράφεται η περίφημη θεωρία της αρεοπαγιτικής παράδοσης έως και τον Γρηγόριο Παλαμά περί ενώσεων και διακρίσεων.
Συνέχεια από: Τρίτη, 5 Σεπτεμβρίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:
1. Το καθεστώς των εννοιών στο κείμενο του Παχυμέρη
1.2 Τριάς: «Τριάς καί ὑπέρ τό εἶναι, καί ὐπέρ τό Θεός εἶναι, καί ὑπέρ τό αγαθός εἶναι ἔχουσα»
1.2 Τριάς: «Τριάς καί ὑπέρ τό εἶναι, καί ὐπέρ τό Θεός εἶναι, καί ὑπέρ τό αγαθός εἶναι ἔχουσα»
Η θεμελιώδης διδασκαλία περί του Ενός και άμα Τριαδικού Θεού: «Ὁ Θεός εἶναι Ἕνας καί, συγχρόνως, Τριαδικός, Πατήρ, Υἱός καί Πνεῦμα»386 αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της χριστιανικής θεολογίας και την καθιστά ιδιόλεκτη έναντι πάσης άλλης διδασκαλίας περί Θεού, η οποία συνεκροτήθη στην ιστορική ανάπτυξη των θρησκειών.
Ο Παχυμέρης αναφέρεται στην Τριαδικότητα του Θεού και στο υπέρ είναι της ουσίας Του, «Τριάς καί τό ὑπέρ τό εἶναι»387. Τονίζει, λοιπόν, ότι τα θεία δόγματα σχετικά με τον Τριαδικό Θεό είναι υψηλής νοήσεως, «γνωσόμεθα ὅτι ὑπέρ πάντα, ὅσα ἄν ὁ νοῦς νοήσοι, ἐστί· καί τό μυστικόν καί ἀνεκλάλητον ἔχουσα, εἰς τοῦτο μόνον τῶν λόγων ἔσται, καί θεολογία λεχθήσεται...»388.
Η Τριάς αναφέρεται ως ὑπερούσιος, ὑπέρθεος και ὑπεράγαθος. Με τον όρο υπερούσιος προβάλλεται η οντότητα εκείνη που θεωρείται ως υπεράνω κάθε ουσίας νοητής, νοεράς και αισθητής, δηλαδή ορατής και αόρατης. Ο Θεός υπέρκειται πάσης ουσίας και δεν μπορεί να ορισθεί ούτε με το εἶναι, αφού το εἶναι θεωρείται συνώνυμο παραγωγής μίας συγκεκριμένης οντότητας. Στην αποφατική προοπτική, κάθε ανθρώπινη έννοια είναι καταχρηστική, όταν αναφέρεται στον Θεό. Η ουσία, εξάλλου, του Θεού είναι αμέθεκτος και άγνωστη σε όλα τα δημιουργήματα, είτε είναι άγγελοι είτε άνθρωποι. Η θεία φύση δεν υπάρχει έξω των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος, αλλά ούτε και αντιστρόφως, καθώς Εκείνες δεν υφίστανται ερήμην της ιδίας αυτών φύσεως389. Κατά συνέπεια, Αγία Τριάδα είναι Ένας Θεός με Τρία Πρόσωπα390. Έκαστο θείο πρόσωπο δεν έχει θεία ουσία ανεξάρτητη και αποκομμένη έναντι των άλλων δύο θείων προσώπων, μη διαφέρουσα ποιοτικώς. Δεν πρόκειται περί τριών ουσιών, οι οποίες είναι της αυτής οντολογικής, με εσωτερικές διαφοροποιήσεις, υφής, αλλά περί μίας ενιαίας και αμερίστου ουσίας και των τριών προσώπων391. Εκ νέου επισημαίνεται ότι ο Θεός υπέρκειται πάσης ουσίας και ότι δεν μπορεί να ορισθεί σύμφωνα με τις έννοιες συγκρότησης και παρουσίας τού «εἶναι», αφού η εν λόγω κατηγορία θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε μία έννοια, η οποία παραπέμπει σε συγκεκριμένες διαπιστώσιμες και εντάξιμες σε λογικά σχήματα πραγματικότητες. Η γνώση, λοιπόν, της ουσίας του Θεού είναι τελείως ανέφικτη εκ μέρους τῶν κτιστών όντων –η γνώση και η κατάληψη της θείας ουσίας αποτελεί ως αυτοαναφορά μοναδικό, απόλυτο και αποκλειστικό προσόν του Τριαδικού Θεού- και συνίσταται, ως εκ τούτου, στην αγνωσία και στην ακαταληψία Του: «ὅλα τά υπερβαίνει, οὔτε οὐσία εἶναι, οὔτε χωρίς ζωή οὔτε χωρίς λόγο οὔτε χωρίς νοῦ οὔτε σῶμα εἶναι. Οὔτε σχῆμα ἔχει ἤ εἶδος (μορφή) ἤ ποιότητα ἤ ποσότητα ἤ ὄγκο»392. Για τόν λόγο αυτόν, ο Παχυμέρης αναφέρεται, στην αρχή αὐτής της παραγράφου, με αποφατικές έννοιες για τη Θεότητα393.
Επιπλέον η χρήση των όρων «ὑπερούσιε», «ὑπέρθεε» και «ὑπεράγαθε», τονίζουν με αποφατικό τρόπο τήν υπεροχήν τῆς Θείας φύσεως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Στον Θεό θα πρέπει να αποδίδεται όχι το είναι, αλλά «τό μή εἶναι μᾶλλον, διά τό ὑπερεῖναι, ὡς οἰκειότερον ἐπ’ αὐτοῦ λεγόμενον»394. Ο εν λόγω υπερθετικός αποφατισμός θα υπογραμμιστεί και από τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, ο οποίος θά τονίσει: «τὸ μὲν ὑπὲρ νοῦν καὶ φύσιν τῆς θεότητος κρύφιον ἀνεξερευνήτοις ὕμνει καὶ ἱεραῖς νοός εὐλαβείαις, ὡς φησί περὶ θεολογῶν ἀνδρῶν Διονύσιος, τὰ δὲ ἄρρητα σιγῆ τῇ σώφρονι διόλου τιμῶν ἐπὶ τὰς ἑλλαμποῦσας αὐτῷ ἐν τοῖς ἱεροῖς νοήμασιν αὐγάς ἀνετείνετο κακεῖθεν πλουσίως καταλαμπόμενος τὲ καὶ φωτιζόμενος πρὸς τοὺς θεαρχικούς καὶ θεοπρέπεις ὕμνους καὶ πρὸς τὰς ἱερᾶς ὑμνολογίας ὑπ' αὐτῶν ὑπερκοσμίως ἐτυποῦτο πρὸς τὸ καὶ ὁρᾶν τὰ συμμέτρως αὐτῷ δι’ αὐτῶν δωρούμενα θεαρχικα φῶτα καὶ τὸ ἀγαθοδότην Κύριον ὡς ἁπάσης ἱερᾶς ἀρχῆς καὶ φωτοφανείας αἴτιον ἐρωτικῶς ἀνυμνεῖν»395. Εδώ για άλλη μία φορά παρατηρείται η πλήρης ευθυγράμμιση του περιεχομένου της θεολογίας του Συμεών με το γενικότερο κείμενο του Διονυσίου Περί Μυστικῆς Θεολογίας396 αλλά και τήν Παράφραση του Παχυμέρη. Άλλωστε, ο ίδιος ο Θεός, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, δεν εγκλωβίζεται σε έννοιες ούτε αποφατικές ούτε καταφατικές.
Με τη φράση «τῆς Χριστιανῶν, ἔφορε, θεοσοφίας»397, σημειώνεται ότι οι χριστιανοί γίνονται κάτοχοι της θεογνωσίας μόνο με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Η γνώση του Θεού είναι γνώση οντολογική και όχι αφηρημένη - θεωρητική. Θεογνωσία η όραση του Θεού, καθότι μόνο με την πνευματική γνώση, και όχι με τη φυσική, δύναται κάποιος να αναχθεί γνωστικά στον Θεόν. Ο άνθρωπος ως έγχρονος και εγκόσμιος αδυνατεί να συλλάβει την προαιώνια, άναρχο αρχή, δηλαδή τον αΐδιο Θεό και να διατυπώσει λόγο για τον τρόπο ύπαρξης της υπερθετικής υπερτελειότητας. Η άνοδος στο ύψος της Θεολογίας, μοιάζει με ανάβαση στην πιο ψηλή κορυφή του όρους και είναι καρπός του υπερβατικού φωτισμού που έχει δεχθεί ο ανθρώπινος νους από την Αγία Τριάδα398. Η Θεογνωσία, λοιπόν, έχει ως ιδιάζον χαρακτηριστικό ότι συνίσταται από μία αποκαλυπτική θεϊκή ενέργεια και πρωτοβουλία. Εξαρτάται, λοιπόν, από την αυτοαποκάλυψη του εν Τριάδι Θεού. Άνευ αυτής της αποκάλυψης, το Θείο είναι ακατάληπτο, θέση η οποία συνυφαίνεται με τον θεολογικό ρεαλισμό.
Γίνεται, λοιπόν φανερό με τους ανωτέρω όρους, ότι ο Γεώργιος Παχυμέρης ορίζει μία γνωσιολογία υπερκατηγοριακής τάξης, η οποία κόμιζε καίριες ανατροπές. Στο παρελθόν το ίδιο είχε υποστηρίξει και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, με βάση το συγκεκριμένο χωρίο του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου: «…ἐπί Θεοῦ, τί ἐστίν, εἰπεῖν ἀδύνατον κατ’ οὐσίαν. οἰκειότερον δέ μᾶλλον ἐκ τῆς πάντων ἀφαιρέσεως ποιεῖσθαι τόν λόγον. οὐδέν γάρ τῶν ὄντων ἐστίν οὔχ ὡς μή ὤν, ἀλλ’ ὡς ὑπέρ πάντα τά ὄντα καί ὑπέρ αὐτό δέ τό εἶναι ὤν»399.
Ο Παχυμέρης προβαίνει, επιπλέον, στην διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών στον Θεό. Έτσι, διευκρινίζει ότι «Τριάς καί ὑπέρ τό εἶναι, καί ὑπέρ τό Θεός εἶναι, καί ὑπέρ τό ἀγαθός εἶναι ἔχουσα. Τό μέν ἔμφασιν ἔχει παραγωγῆς, δηλονότι τό εἶναι, τό δέ ἐνεργείας, τό Θεός»400. Σημειώνει ότι το αγαθός δεν δηλώνει τη θεία φύση, το θείον είναι Του, αλλά την ενέργειά Του401.
Η ανάπτυξη όλης τής ανωτέρω επιχειρηματολογίας πραγματικά παρουσιάζει έναν Παχυμέρη εξοικειωμένο με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και γνώστη της προγενέστερης πατερικής επιχειρηματολογίας, ενώ το ότι συχνά προτιμά τη χρήση αποφατικής γλώσσας καταγράφει το πώς ερμηνεύει σε κλίμακα εδραιότητας τον οντολογικό ρεαλισμό402. Συγχρόνως, υπογραμμίζει ότι ο λόγος για το άγνωστο και απρόσιτο του Θεού δεν σημαίνει ότι παύει ο ίδιος να εκδηλώνεται και να αποκαλύπτεται. Γίνεται προσιτός και γνωστός εντός του μυστηριώδους και απρόσιτου χαρακτήρα Του. Η γνώση του Θεού στον Χριστιανισμό, κάτι που επαναδιατυπώνει και εδώ ο Παχυμέρης, είναι γνώση κυρίως οντολογική και όχι τόσο αφηρημένη - θεωρητική.
Η χρήση του ενικού, «ἑνική ἡ θεία φύσις»403 δηλώνει τη μία θεία φύση, στην οποία υπάρχουν τα τρία Πρόσωπα της Θεότητας,«τρισυπόστατον»404. Προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος της πολυθεΐας, το ομοούσιο επισημαίνεται και εδώ παντί τρόπω. Παράλληλα, εγίνετο αναφορά στα υποστατικά ιδιώματα των Προσώπων, όπως η Πατρότης, η Υιότης και το εκπορευτόν για το Άγιο Πνεύμα405. Οι έννοιες, λοιπόν, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα δηλώνουν υποστάσεις, πρόσωπα και αποτυπώνουν έναν μοναδικό τρόπο ύπαρξης προσδιοριζόμενον εκ των υποστατικών ιδιωμάτων τους.
Στο ίδιο πλαίσιο αναφορών επισημαίνεται ότι η ενότητα της μίας, κοινής θείας Ουσίας και η διάκριση των τριών θείων Υποστάσεων χαρακτηρίζουν τον αιώνιο τρόπο παρουσίας της Αγίας Τριάδας. Η ενότητα της Τριάδας είναι προσωποκεντρική, διότι θεμελιώνεται επί της μοναρχίας του Πατρός. Χάρη στη μοναρχία υπάρχει το ομοούσιο και το ομοδύναμο ως τριαδολογικές ενώσεις, χωρίς επ’ουδενί να αίρονται οι ισοδυναμίες της αυτοΐδρυσης. Διάκριση στην Αγία Τριάδα δεν σημαίνει ετερουσιότητα, αλλά κοινωνία ιδιαιτεροτήτων406. Τα τρία θεία Πρόσωπα δεν είναι «ἄλλο καί ἄλλο καί ἄλλο», αλλά «ἄλλος καί ἄλλος καί ἄλλος»407. Η μόνη διαφορά μεταξύ των τριών θείων Προσώπων είναι αυτή των, μη αποδιδομένων κατηγοριακά στα υπόλοιπα πρόσωπα, υποστατικών ιδιωμάτων. Κατά συνέπεια, οι υποστατικές ιδιότητες είναι ακοινώνητες, μη-μετεχόμενες, διακεκριμένοι τρόποι υπάρξεως των τριών θείων Υποστάσεων, σε αντίθεση με την κοινή θεία Ουσία και τις ιδιότητές της, η οποία μετέχεται και κοινωνείται και στα τρία θεία πρόσωπα408.
Κατά συνέπεια, ως ομοούσιος και ομοδύναμος Θεός, το κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδας ιδιαιτέρως, από κοινού με τα άλλα δύο Πρόσωπα της Τριάδας, κατέχει την απόλυτη γνώση περί του Θεού. Επανέρχεται δηλαδή η επισήμανση για την απόλυτη γνωστική αυτοαναφορά. Μόνον τα τρία πρόσωπα του Θεού γνωρίζουν την «ὑπερούσιον αὐτοῦ (τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ) οὐσίαν καί ὕπαρξιν»409. Θα σημειώναμε ότι τα τρία πρόσωπα λειτουργούν γνωστικά και υπό αυτό το πρίσμα των υποστατικών ιδιωμάτων τους, χωρίς εκ νέου να αίρονται οι απόλυτοι όροι των αυτοΐδρύσεων410.
Έτσι, τα τρία Πρόσωπα - Υποστάσεις της Αγίας Τριάδας, είναι ούτως ηνωμένα εν τη ομοουσιότητι και αγάπη, ώστε στην υπόσταση του ανάρχου και αγεννήτου Πατρός να περιχωρείται και ο Γεννητός Υιός και το εκπορευτόν Άγιον Πνεύμα. Επίσης, στην υπόσταση του Γεννητού Υιού περιχωρείται και ο Πατήρ και το Άγιον Πνεύμα και στην υπόσταση του Αγίου Πνεύματος περιχωρείται ο Άναρχος Πατήρ και ο Γεννητός Υιός. Δηλαδή έκαστον Θείον Πρόσωπον-υπόσταση είναι ο όλος Θεός και δεν νοείται διηρημένος, αφού δια της ομοουσιότητας οι τρεις υποστάσεις δεν χωρίζονται σε τρεις Θεούς, αλλά παραμένει «Εἶς Θεός ὁμοούσιος, ἀσύγχυτος, ἀδιαίρετος». Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, ο Παχυμέρης οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η Αγία Τριάδα και οι σχέσεις των Προσώπων -Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος- μεταξύ τους αποτελούν το βαθύτερο και πραγματικό νόημα του όρου «θεολογία», η οποία διέρχεται διά μέσου των αλληλοπεριχωρήσεων411.
Σημειώσεις
386. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας,1, 1, PG 3, 1037Α.
387. Αυτόθι, 1, 1, PG 3, 1016Α.
388. Αυτόθι, PG 3, 1016Β.
389. Ειρ. Μπούλοβιτς, Το μυστήριον της εν τη Αγία Τριάδι διακρίσεως της θείας ουσίας και ενεργείας κατά τον Άγιον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν, εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή, Αθήνησι 1980, σ. 348. Ε. Αρτέμη, Η περί του Τριαδικού Θεού διδασκαλία Ισιδώρου Πηλουσιώτη και η σχέση της με τη διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Αθήνα 2012, δ.δ., σ. 122.
390. Χρ. Τερέζη, Φιλοσοφική Ανθρωπολογία στο Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σ. 33. Σημειωτέον ότι η αυτάρκεια που συνιστά εσωτερικό χαρακτηριστικό του κάθε θείου προσώπου δεν οδηγεί σε απομονωμένους αυτοορισμούς και αποκλείει το ούτως ειπείν βασίλειο της αυτοδύναμης επικράτειας. Βλ. Χ. Καψιμαλάκου, Ελευθερία και αναγκαιότητα κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Προς μία οντολογία του προσώπου, δ.δ., Πάτρα 2012, σ. 14, υποσ. 6.
391. Ν. Γ. Ξεξάκη, Ορθόδοξος Δογματική. Η Θεολογία του Ομοουσίου, εκδ. Έννοια, Αθήνα 2006, σ. 103.
392. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1016Α.
393. «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ακατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία», Ἰωάννου Δαμασκηνού, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 4, PG 94, 800Β.
394. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, Προοίμιον, PG 91, 664B. Αυτόθι, Ι, 4, PG 94, 800Β.
395. Συμεών Νέου Θεολόγου, Θεολογικός λόγος 3, J. Darrouzès, Traités Théologiques et éthiques, SC 122, Paris 1966, p. 162-168.
396. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας. Πρός Τιμόθεον, 3-5, PG 3, 1032C – 1048B.
397. Αυτόθι, 1, PG 3, 997Α.
398. Αυτόθι, 1, PG 3, 997Β.
399. Αυτόθι, 1, 4, PG 94, 800Β.
400. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, Ι, 1, PG 3, 1016Α.
401. Αυτόθι.
402. Αυτόθι, PG 3, 1016C.
403. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, Ι, 1, PG 3, 1036Α.
404. Αυτόθι.
405. Αυτόθι.
406. Ε. Μπούλοβιτς, Το μυστήριον της εν τη αγία Τριάδι διακρίσεως της θείας ουσίας και ενεργείας κατά τον άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, αινέσιμος επί διδακτορία διατριβή, εν Αθήνησι 1980, σ. 530.
407. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007 σ.103-105.
408. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, PG 3, 1061ΑΒ.
409 Αυτόθι, PG 3, 1061Α.
410. Αυτόθι.
411. Αυτόθι, PG 3, 1061A-D. Ο Ιωάννης Καρμίρης, στηριζόμενος στα πατερικά έργα περί Αγίας Τριάδας, συνοψίζει ως εξής σχετικά με την Τριαδολογία του Χριστιανισμού της Ανατολής: «Την δε Τριάδα νοούμεν τούτο μεν εκ της διακρίσεως των τριών προσώπων απ̓ αλλήλων, τούτο δε εκ της διαφοράς των προόδων αυτών. Ούτω τα τρία θεία πρόσωπα διακρίνονται απʼ αλλήλων η διαιρούνται αδιαστάτως και αδιαιρέτως, έχοντα το πλήρωμα της θεότητος έκαστον, της μιας όμως θείας ουσίας διαμενούσης αδιαιρέτου και αμερίστου... Κατά ταύτα, η διαφορά και διάκρισις των τριών υποστάσεων η προσώπων της Αγίας Τριάδος έγκειται μόνον εν ταύταις ταις τρισίν ακοινοποιήτοις ιδιότησιν, ήτοι τη αγεννησία του Πατρός, τη γεννήσει του Υιού και εκπορεύσει του Αγίου Πνεύματος, ας οι Καππαδόκες εχαρακτήρισαν ως τρόπους υπάρξεως των τριών προσώπων και της προς άλληλα σχέσεως αυτών, και ουχί μόνον ως τρόπους της αποκαλύψεως αυτών υπό Σαβελλιανικήν έννοιαν», Ι. Καρμίρη, «Σύνοψις της Δογματικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», ανάτυπον εκ της Επιστημονικῆς Επετηρίδος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 1955-1956, εν Αθήναις 1957, σ. 17-18. Στο ανωτέρω καταγράφεται η περίφημη θεωρία της αρεοπαγιτικής παράδοσης έως και τον Γρηγόριο Παλαμά περί ενώσεων και διακρίσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου