Συνέχεια από Τετάρτη,6 Σεπτεμβρίου 2017
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Πρώτη
περίοδος
ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ -
«ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ»
17. ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΜΕΙΖΩΝ
Είναι το πιο ‘παράξενο’ απ’ τα κείμενα του Πλάτωνα ο «Αλκιβιάδης». Το θεώρησε δε πρώτος, με ισχυρή αποστροφή, ως μη
πλατωνικό – «υπάρχουν μόνο λίγα, πολύ ωραία και γνήσια πλατωνικά σημεία,
διασκορπισμένα μέσα σ’ ένα άσχημο σύνολο», έλεγε - ο Σλαїερμάχερ,
τον οποίον και ακολούθησε σε μεγάλον βαθμό η πλατωνική έρευνα. Όχι μόνο δεν
αμφισβήτησε ωστόσο ποτέ ως συγγραφέα τού διαλόγου τον Πλάτωνα η αρχαιότητα, αλλά τιμήθηκε ιδιαιτέρως σε
μιαν παράδοση 9 αιώνων αυτό το κείμενο. Περιέχει «όπως ένας σπόρος» όλη τη
σοφία τού Πλάτωνα ο «Αλκιβιάδης» κατά τον Ιάμβλιχο. «Πύλη που μας εισάγει στο
πλατωνικό έργο» τον ονομάζει ο Ολυμπιόδωρος, που έχουμε τα σχόλιά του, δίπλα
στα ακόμα πλουσιώτερα σχόλια του Πρόκλου· ενώ
υπάρχουν και ‘ίχνη’ τουλάχιστον, από άλλα ερμηνευτικά νεοπλατωνικά κείμενα.
Όταν γράφη δε τη βιογραφία τού Αλκιβιάδη, ακολουθεί μέχρι και στις λέξεις όσον
αφορά στη νεότητα του ήρωά του τον διάλογό μας ο Πλούταρχος. Μια σάτιρα του
Πέρσιου (IV)
ξεκινά επίσης με την κριτική προσφώνηση του Σωκράτη στον νεαρό Αλκιβιάδη, τον
«γυιό τού Δεινόμαχου» και ανερχόμενον πολιτικό (Politiker), κορυφούμενη μάλιστα στο
περίφημο «Γνώθι σαυτόν». Ενώ ‘οφείλει’ πάρα πολλά και ‘βαθύτατα’ σ’ αυτόν τον
διάλογο για το μεγάλο ‘επεισόδιο’ (Episode) του ιστορικού του έργου, τον πρώτο του
διάλογο με τον νεαρό Σκιπίωνα, και ο Πολύβιος. Τροποποίησε δε στον διάλογό του
«Ερωτικός», θυμίζοντάς την όμως μέχρι και την ομοιότητα των λέξεων, την εικόνα
τού «κοιτάγματος μέσα στα μάτια» απ’ τον «Αλκιβιάδη» ο Αριστοτέλης. Έχουν
επίσης πολλές σκηνές τών «Απομνημονευμάτων» τού Ξενοφώντα (ΙΙΙ 6 - ΙΙΙ 7, 4 – IV 2), καθώς και ο
«Αλκιβιάδης» τού σωκρατικού Αισχίνη, τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο ως υπόδειγμα·
γιατί
αν συνέβαινε το αντίθετο, θα έπρεπε τότε να έχη εμβαθύνει πρώτος απ’ όλους σε
φιλοσοφικά ‘στρώματα’ τα εμφανιζόμενα στον Ξενοφώντα και τον Αισχίνη θέματα ο
συγγραφέας τού διαλόγου μας, ο Πλάτων.
Η πρώτη συνάντηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον νεαρό Αλκιβιάδη, που
δραματοποιείται στον διάλογό μας, λαμβάνει χώρα περίπου στο έτος 433, λίγο πριν
βρεθούν αμφότεροι στο στρατόπεδο μπροστά στην Ποτίδαια. Η περιγραφή τής
Σπάρτης, που φαίνεται να βρίσκεται στην κορυφή τ;hς πολιτικής και οικονομικής
της ισχύος στον «βασιλικό λόγο» τού Σωκράτη, είναι σε κείνον τον πρώιμον καιρό
ένας αναχρονισμός (Anachronismus). Κάτι που
καθιστά ακόμα πιο πιθανό, να έχη γραφτή πριν απ’ την κατάρρευση της Σπάρτης στα
Λέυκτρα, άρα πριν το 371 ο διάλογος. Έτσι τον χρονολόγησε εξάλλου και ο Eduard Meyer.
Συναντάται μ’ έναν νεαρόν Αθηναίο ο Σωκράτης και τον υποχρεώνει να
‘αντέξη’ στη συζήτησή του. Αν συμφωνή ωστόσο σ’ αυτή τη γενικότητα με τον
«Χαρμίδη» και τον «Λύσι» ο διάλογος, του λείπει όμως, όχι μόνον εκείνη η
παράπλευρη ‘φιγούρα’ (‘μορφή’…), αλλά η επίσης χαριτωμένη όσο και συμβολική
παρουσία τού περιβάλλοντος χώρου. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει εδώ, εντελώς
διαφορετικά από εκεί, ένας ωραίος και προικισμένος νέος άνθρωπος, που να φέρη
τυχαία αυτό το περίφημο όνομα. Ο νεαρός Χαρμίδης δεν του δίνει καμμιάν αφορμή
να σκεφτή τον «τύραννο» (“Tyrann”),
που θα γινόταν ο ίδιος αργότερα. Στον «Αλκιβιάδη» ζωντανεύει πραγματικά, με την
ύπαρξή του και τη μοίρα του, αυτός ο συγκεκριμένος ιστορικός άνθρωπος, και «η
χαρακτηριστική του εμφάνιση αντισταθμίζει εδώ, όπως και στην πραγματική
ιστορία, δεκάδες άλλα πρόσωπα» (C.F. Hermann). Ενώ και η λιτότητα’, με
την οποίαν και περιορίζεται στα δυό κεντρικά πρόσωπα ο διάλογός μας, είναι
ταυτόχρονο και η εξαιρετική του ισχύς. Γιατί δείχνουν οι προαναφερθέντες
διάλογοι ή και ο «Ευθύδημος» περιτριγυρισμένους απ’ τους θαυμαστές τούς νεαρούς
ανθρώπους, που απέναντί τους πρέπει να αμυνθή κατ’ αρχάς, ως ο πραγματικός
‘εραστής’, αυτός που αγαπά αληθινά, ο Σωκράτης. Εδώ έχουν όμως ήδη απομακρυνθή
όλοι οι άλλοι ‘εραστές’. Και έμεινε μόνος ο Σωκράτης. Ένας σιωπηλός λοιπόν
αγώνας, που κουβαλά και ένα αίνιγμα. Πρέπει να εκπλαγή ο Αλκιβιάδης, και
εκπλησσόμαστε και μεις μαζί για το «παράξενο» του ανθρώπου (ατοπώτερος αύ φαίνη – 106 Α 2). Υπάρχει
λοιπόν μια ένταση στη συνάντηση, που δεν έχει το παρόμοιό της στον Πλάτωνα. Ο
Χαρμίδης, ο Λύσις, ο Θεαίτητος, ή όποιος άλλος: τους συναντά για πρώτη φορά τη
στιγμή που είναι ώριμοι γι’ αυτόν ο Σωκράτης. Χωρίς καν να υποδηλώνεται, ότι
κάτι συνέβη προηγουμένως ‘καθ’ οδόν’, ή ότι διατρέχει κάποιον κίνδυνο αυτός ο
νέος ‘δεσμός’. Είναι όμως εντελώς διαφορετικά εδώ. Είναι ερωτευμένος από πολύν
καιρό με τον Αλκιβιάδη και δεν τον έχασε ποτέ απ’ τα μάτια του ο Σωκράτης: μας
το λένε ήδη τα πρώτα λόγια. ‘Αντιστάθηκε’ ωστόσο – εντελώς παράδοξα – σ’ αυτόν
τον Έρωτα (Eros)
το «δαιμόνιο», που έκλεισε μέχρι τώρα το στόμα στον Σωκράτη. Και ζούμε την
ανεπανάληπτη και μοναδική στιγμή, όπου υποχώρησε η αντίσταση κι αφήνει να
ξεχυθούν τα πρώτα λόγια ενός επί μακρόν συγκρατημένου λόγου ο Σωκράτης. «Δεν
επέτρεπε», λέγεται αμέσως μετά (105 Ε), «τη συζήτηση, για να μη γίνη μάταιη, ο
θεός. Τώρα όμως με απέστειλε σε σένα. Γιατί μπορείς τώρα να μ’ ακούσης».
Θα βρούμε στο τέλος κάπως ‘λελυμμένο’ το αίνιγμα της αρχής. Αλλά θα
μείνουμε και τότε με μιαν καινούργιαν ένταση. Αν παρέπεμπαν στη συνέχιση της
αγάπης (του έρωτα…) και της διδασκαλίας ο «Λάχις» ή ο «Χαρμίδης», συνδέεται εδώ
με την ίδιαν επισήμανση η ανησυχία τού Σωκράτη, πως μπορούσε να γίνη ένας «εραστής τού Δήμου (Demos)» και να καταστραφή
εκεί ο Αλκιβιάδης (132 Α)·
ή
πως μπορούσε, όπως το προλέγουν τα τελευταία λόγια τού Σωκράτη (135 Ε), να
νικήση και αυτόν και τον Αλκιβιάδη η πόλη – όπου και συνδέονται με ειρωνική
παραδοξότητα η πολιτική σταδιοδρομία τού Αλκιβιάδη και ο θάνατος του Σωκράτη
ανάμεσά τους. Και ξεκινά έτσι με μιαν ένταση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν,
για να καταλήξη με μιαν ένταση ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον ο διάλογος.
Ανάμεσα
στην ένταση της αρχής και σε κείνην τού τέλους κινείται ο πραγματικός διάλογος,
και υπάρχει και σ’ αυτήν ακόμα την κίνηση κάτι που ξεπερνά, έστω και ελάχιστα,
κάθε άλλην ανθρώπινη ‘διαμόρφωση’ στον Πλάτωνα. Αν σκεφτή κανείς τη συζήτηση μ’
έναν απ’ τους ‘νεαρούς’ όπως π.χ. στον «Χαρμίδη» ή τον αγώνα με τους σοφιστές
και τους πολιτικούς όπως π.χ. στον «Γοργία», τότε ακολουθεί και η διαλεκτική
τού συγκεκριμένου προβλήματος τον (γνωστό…) δρόμο της, είτε καταλήγοντας στην
απορία (Aporie)
είτε κατανικώντας τη θέση (These)
τού αντιπάλου. Τί συμβαίνει όμως με τον ίδιον τον συνομιλητή; ‘Συμπράττει’
σίγουρα στο τέλος λίγο περισσότερο με τον Σωκράτη ο Χαρμίδης, και είναι κάπως
πιο ‘ολιγόψυχος’ απ’ ό,τι στην αρχή ο Καλλικλής. Δεν έχουν όμως κατά κανέναν τρόπο
μεταστραφή, επειδή δεν αισθάνεται απ’ την αρχή κάποιαν αντιπαράθεση ο πρώτος,
κι επειδή δεν μπορεί καν να μεταστραφή ο δεύτερος. ‘Διαθέτουμε’ αντίθετα στον
«Αλκιβιάδη» για μία και μοναδική φορά τον πιο ‘επικίνδυνον’ άνθρωπο στην πιο
‘επικίνδυνη’ ηλικία, και βλέπουμε για μιαν επίσης και μοναδική φορά το πώς αλλάζει (μεταστρέφεται…) κάποιος μέσα
στον ‘χώρο’ ενός πλατωνικού έργου. Αρχικά είναι ταυτόχρονα ‘ερεθισμένος’ για
την «ενόχληση» (ενοχλείς με – 104 D) αλλά και περίεργος ο Αλκιβιάδης,
για το τί θέλει στην πραγματικότητα ο Σωκράτης, απωθώντας τον εν μέρει με
αναίδεια, και στρεφόμενος εν μέρει ήδη προς αυτόν. Στη συνέχεια εναλλάσσονται
‘βίαια’ η υπερηφάνεια και η ‘καταστολή’ της, μέχρι που φαίνεται τελικά να
‘σπάη’ εντελώς σε μια στιγμή η υπερηφάνειά του. «Μήπως έτσι δεν πρέπει να
αποφεύγη κανείς τη δουλική ύπαρξη, φίλε μου;» «Απολύτως, ώ Σωκράτη». «Βλέπεις
λοιπόν τώρα τί συμβαίνει με σένα; Τί είναι αυτό που ταιριάζει ή δεν ταιριάζει
στον ευγενή;» «Το βλέπω, και πολύ καλά μάλιστα!» Και μετεστράφη ήδη εδώ στο
αντίθετό της η ‘αναιδής απόρριψη’. «Ανταλλάξαμε τη μορφή οι δυό μας», λέει ο
Αλκιβιάδης. «Γιατί δεν μπορεί να γίνη αλλιώς: Θα σε συνοδεύω ως ο κηδεμόνας
σου, φροντίζοντάς σε απ’ αυτήν τη στιγμή, και θα αφεθής και συ να σε
‘κηδεμονεύω’». Και το επιβεβαιώνει αυτό ο Σωκράτης: «Θα είναι τότε όπως τών
πελαργών η αγάπη μου, ευγενικέ μου:
έγινε ανεξάρτητη κι έβγαλε φτερά σε
σένα μια νεαρή αγάπη, και θα φροντίση πάλι τώρα αυτή τη δική μου».
Mια τέτοια αλλαγή, που δεν
έχει το όμοιό της στο πλατωνικό έργο, είναι σε άμεση σχέση με τη διεξαγωγή τού
διαλόγου. Αποκάλυψε στον Αλκιβιάδη την ‘αδάμαστη’ υπερηφάνειά του και τον
‘αδάμαστο’ πόθο του ο Σωκράτης. Για να ξεκινήση τώρα ο ελεγκτικός διάλογος,
στου οποίου το πρώτο μέρος προσπαθεί να πείση τον νεανία ο δάσκαλος, πως δεν
γνωρίζει τίποτα, αρχίζοντας ταυτόχρονα να διαφωτίζη το προς τα πού κατευθύνεται
πράγματι η πολιτική πράξη.
Πρώτο βήμα: Επιμένει ο Αλκιβιάδης, ότι γνωρίζει καλύτερα απ’ τους
Αθηναίους τί τούς ωφελεί. Το τί είναι όμως αυτό το «καλύτερα» - μια λέξη που
την ‘οξύνει’ συνεχώς ο Σωκράτης -, αυτό δεν μπορεί ούτε καν να το προσδιορίση ο
αλαζόνας, όπως και το ομολογεί τελικά υποτασσόμενος. Που παίρνει παράπλευρα,
και δίχως να το παρατηρή, κι ένα πρώτο μάθημα στη «διαλεκτική» (“Dialektik”) (108 C 6): από την πυγμαχία και
την πάλη ‘χτίζεται’ η γυμναστική (Gymnastik) (107 Ε – 108 C), κι απ’ το παίξιμο της
κιθάρας και της φλογέρας, απ’ το τραγούδι και τη ρυθμική κίνηση συνίσταται η
μουσική τέχνη (106 Α – 108 C).
‘Ανακοινώνεται’ λοιπόν εδώ η τεχνική τών
«κατανομών», που με τόσην προτίμηση
εξασκήθηκε στην Ακαδημία.
Δεύτερο βήμα: ‘Εισάγει’ τελικά στη θέση τού «καλύτερου» το «σωστό και
δίκαιο» στη συζήτηση ο Αλκιβιάδης, και θέλει να αναδείξη αμέσως – ως γνήσιος
τύπος ενός ‘εκκολαπτόμενου’ πολιτικού – μιαν αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό που
εκφράζει και σ’ αυτό που εννοεί κανείς (109 C 1-3). Αν θα φανή λοιπόν στη
συνέχεια, πως δεν μπορεί καθόλου να ‘λογοδοτήση’ για το δίκαιο και το άδικο,
δεν πρόκειται για μιαν εννοιολογική και μόνον ‘αφλογιστία’. Αλλά καθίσταται
άμεσα φανερή η σωκρατική ενότητα άγνοιας
και αδικίας (( Σημ. τ. μετ.: Λέει ο
άγιος Μάξιμος Ομολογητής, πως είναι η πρώτη αμαρτία η άγνοια… )) . Του
‘διαφωτίζει’ λοιπόν την άγνοιά του ο Σωκράτης, αλλά τού διαφωτίζει ακόμα
περισσότερο, ότι δεν γνωρίζει ακριβώς αυτήν του την άγνοια. Την οποίαν και
επιβεβαιώνει εντελώς απλοϊκά ο
ίδιος ο Αλκιβιάδης: Δεν έχει μάθει ποτέ το παραμικρό από κανέναν δάσκαλο για το
δίκαιο και το άδικο· ενώ γνώριζε με ακρίβεια
ήδη από νέος σε κάθε διαμάχη, πως «είχε δίκαιο»·
δεν αμφιβάλλει δε ούτε και τώρα, πως είχε πράξει σωστά που δεν αμφέβαλε (110 Α
κ.ε.). Οποία δραματική (dramatisch)
ειρωνεία, τώρα που βρίσκεται για πρώτη φορά απέναντι στον μοναδικό δάσκαλο, τον
γνήσιο που αμφιβάλλει και αγνοεί, που φανερώνει στον μέλλοντα πολιτικό το
«φρενοβλαβές» τού εγχειρήματός του!
To τρίτο
βήμα: πρόκειται για την απόδειξη, ότι είναι ένα και το ίδιο το Καλό και
το Ωραίο και το Ωφέλιμο, ότι δεν επιτρέπεται άρα να στηρίξη κανείς σε μια
διαφορά (απόκλιση…) αυτών τών εννοιών εκείνην την αβεβαιότητα απέναντι στο
Δίκαιο, η οποία και φάνηκε προηγουμένως στον Αλκιβιάδη. Ο οποίος και διατυπώνει
ως εξής την εμπειρία του: δεν πρόκειται
για δίκαιο και άδικο αλλά για ωφέλιμο ή
βλαβερό στην πολιτική (( Ο φοβερός
διαχωρισμός… )) . Η μεγάλη αδικία – δεν αρκείται σε ‘μικρά’ πράγματα αυτός ο Αλκιβιάδης!
– αποδείχτηκε συχνά ωφέλιμη για τους αδικούντες! Και είναι εδώ αξιοθαύμαστο, το
πώς φέρνει ύστερα από μερικές ‘στρατηγικές’ διαλεκτικές κινήσεις, την έννοια
της «ανδρείας» στη συζήτηση ο Σωκράτης (115 Β), όπου και πρέπει να ‘ενθυμηθή’
αυτό που του είναι εντελώς οικείο ο μαθητής: έχει πάψει να υφίσταται κάθε
αντίθεση μεταξύ ωφέλιμου και καλού, όταν πρόκειται για την ιδίαν τιμήν. Δεν
πρέπει όμως να υπάρχη τότε και καμμιά αντίθεση εκεί όπου πρόκειται για τη
δικαιοσύνη. Για να καταρρεύση τότε η υπεροψία τού νεαρού άνδρα (116 Ε). Ο
οποίος ‘μπερδεύεται’, επειδή δεν ξεύρει, και νομίζει παρ’ όλ’ αυτά ότι ξεύρει.
Αυτό είναι που του δείχνει ο Σωκράτης, διατυπώνοντας με την πιο εύστοχη οξύτητα
την κρίση, που ‘διαφωτίζει’ πολύ πέρα απ’ την περιοχή τού διαλόγου την ιστορική πραγματικότητα: «Καταπιάνεσαι με την πολιτική, χωρίς να έχης ο ίδιος
διαπαιδαγωγηθεί».
Η αναγκαιότητα τού να
«επιμελείσαι τον εαυτό σου» (επιμέλεια
εαυτού), αυτό είναι που καθιστά σαφές, στη «βασιλική» προπάντων «ομιλία» με
τις ειρωνικές εικόνες σπαρτιατικής και περσικής ηγεμονικής παιδαγωγίας, το
μέσον τού διαλόγου. Και προστατεύει εδώ απ’ το να ‘γλιστρήση’ κάτω απ’ τον ίδιον του τον εαυτό τον μαθητή ‘του’ ο Σωκράτης. Δεν εκτιμά κανέναν
εκτός απ’ τον Κύρο και τον Ξέρξη ο Αλκιβιάδης, μας είπε στην αρχή ακόμα ο
Σωκράτης (105 C),
ο οποίος και δείχνει τώρα σ’ αυτόν τον «μεγαλοφρονούντα», που πιστεύει πως θα
τα βγάλη εύκολα πέρα με τους ανταγωνιστές του (Antagonisten), ότι δεν πρέπει να
‘αναμετράται’ (να μετρά τον εαυτό του…) με τους οιουσδήποτε πολιτικούς τής
Αγοράς, αλλά μόνο με τους βασιλείς τής
Σπάρτης και της Περσίας.
O «βασιλικός
λόγος» είναι και ο πυρήνας τού διαλόγου. Και μπορούμε να θυμηθούμε προς
σύγκριση, πώς ‘εφευρίσκει’ μια μυστική φιλοσοφία τών Σπαρτιατών στον
«Πρωταγόρα» (342 C
κ.ε.) ο Σωκράτης, ή πώς ΄παίζει’ με μιαν ιδιαίτερη θεραπευτική τέχνη στον
«Χαρμίδη» (156 D
κ.ε.),
την οποία δίδαξε στους άγριους Θράκες ο βασιλιάς Ζάλμοξις. Πηγαίνει όμως πολύ
πέρα απ’ αυτό ο «βασιλικός λόγος» («λόγος περί βασιλέως»…) στον «Αλκιβιάδη»:
καθώς βλέπουμε κάτω απ’ όλο το φανταστικό παιχνίδι τα πρώτα ‘περιγράμματα’ μιας
παιδαγωγούσας πολιτείας· έτσι μορφώνεται ο
Πέρσης διάδοχος του θρόνου απ’ τους τέσσερις βασιλικούς παιδαγωγούς στις
τέσσερις σωκρατικές αρετές, τη στιγμή που παραδίδεται η φροντίδα τών νέων στους
πιο άχρηστους σκλάβους στην Αθήνα – «αν
δεν σε αναλάβη κάποιος που σε αγαπά
– ένας εραστής».
Στο τρίτο μέρος, όπου και γίνεται ύψιστα σαφής ως αυτο-γνωσία η «φροντίδα (επιμέλεια…) τού εαυτού», είναι ο
Αλκιβιάδης εκείνος που απαντά πειθήνια. Μόνο που ‘σπάει’ άλλη μια φορά η φωνή
του, όταν ομολογή σε μιαν άλυτη κατ’ αρχάς απορία, όπως στο πρώτο μέρος τη
σύγχυση και τη ντροπή του (127 D).
Αυτή όμως η αντίθεση ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο μέρος δεν είναι
συμπτωματική ούτε σημαίνει τη ‘χαλάρωση’ της χαρακτηριστικής δύναμης. Έχει
‘θραυσθή’ η αλαζονεία τού μαθητή, που έγινε ο ίδιος ‘διαφανής’ μπροστά σε
κείνον που υπερέχει ως προς τη μηδαμινότητα του εαυτού του, και βρίσκεται τώρα
στον σωστό δρόμο η ντροπή και η ευπείθειά του, ο οποίος και οδηγεί απ’ τη βίαια
αντίσταση της αρχής στην ‘παράδοση’ και ‘υποταγή’ τού τέλους τού διαλόγου. Ενώ
είναι ταυτόχρονα μια προϋπόθεση
η ήσυχη και αντικειμενική ακρόαση και απάντηση, για να μπορέση να καταστήση
ορατή κατ’ αρχάς την προβληματικότητα (Problematik) της πολιτικής δομής και
της αυτο-γνωσίας στον συνομιλητή του ο Σωκράτης.
Γιατί διαχωρίζεται σ’ αυτές τις δυό κατευθύνσεις στο τελευταίο του μέρος
ο διάλογος. Όπου αναζητείται (ερευνάται…) με μιαν πρώτη σειρά συλλογισμών μέχρις εκεί το έργο τής πολιτικής
πράξης, όπου και φανερώνονται στην αξεδιάλυτη αντίθεσή τους η κεντρομόλα αρχή
τής «προθυμίας για τα κοινά» και η φυγόκεντρη τού «ότι ότι πράττει ο καθένας το
δικό του». Και πρέπει να εξομαλυνθή κατ’ αυτόν τον τρόπο η αντίφαση από κείνον
που θα σκεφθή περαιτέρω, ώστε να φανή πως είναι αυτό το μεγάλο έργο τού
αληθινού πολιτικού, το να ‘διευθετήση’ δηλ. όχι μόνο στη σκέψη αλλά και στην
πράξη σε μιαν «αρμονία (Harmonie)
τών σκληρών αντιθέτων» τις δυό αρχές. Προσδιορίζεται δε ως «αυτο-γνωσία» η
«φροντίδα τού εαυτού» με μια δεύτερη σειρά συλλογισμών, και σημαίνεται ως «ψυχή» ο «εαυτός», που η αξία της είναι
πάνω απ’ το σώμα και πάνω βέβαια κι από κείνο που περιβάλλει ως εξωτερικό
απόκτημα το σώμα. Και βλέπουμε άλλη μια φορά μόνο φαινομενικά να τίθενται
αδιαμεσολάβητα (χωρίς να επικοινωνούν μεταξύ τους…) το πρόβλημα της πόλης και
κείνο τής γνώσης το ένα δίπλα στο άλλο. Γιατί συντείνουν στην πραγματικότητα τα
δυό, καθώς θα έπρεπε και θα μπορούσε να εξομαλυνθή κάθε αξεδιάλυτη μέχρι τώρα
διχογνωμία τών πολιτικών σκοπών μέσα από κείνον που γνωρίζει, ακριβώς όπως δεν
απομονώνει η εδώ εννοούμενη αυτο-γνωσία, αλλά καθοδηγεί στο πραγματικό του
πολιτικό έργο τον άνθρωπο.
(
συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου