Θές με ὡς σφραγίδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, ὡς σφραγίδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου.
(Ἆσμα Ἀσμάτων Η’, 6)
(Ἆσμα Ἀσμάτων Η’, 6)
Προλογικό
Ἴσως διερωτηθεῖ κάποιος κατὰ πόσον ἡ Ἐκκλησία ἔχει σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ λέμε «πολιτισμός»· μήπως πρόκειται δηλαδὴ περὶ δύο «μεγεθῶν», τῆς Ἐκκλησίας ἀφενὸς καὶ τοῦ Πολιτισμοῦ ἀφετέρου, μὴ συμβατῶν μεταξύ τους. Θὰ πρέπει ἐξαρχῆς νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι ἄσαρκη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει, ὅπως δὲν ὑπάρχει ἄσαρκος Χριστός. Μιὰ τέτοια ἀντίληψη εἶναι καθαρὰ μονοφυσιτική, ἀφοῦ ἀρνεῖται τὴν ἱστορικὴ διάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μεταβάλλει τὴν Ἐκκλησία σὲ νοησιαρχικὴ ἰδεολογία καὶ ἠθικολογία[2]. Ἡ Ἐκκλησία, ἀντίθετα, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου», ὑπάρχει ὅμως καὶ δρᾶ «ἐν τῷ κόσμῳ». Ὑπάρχει, δηλαδή, καὶ ζεῖ τὴν ταυτότητά της ἐντὸς τῆς ἱστορίας, ἐντὸς τῆς ἀνθρώπινης πραγματικότητας καί, μὲ βάση τὰ δικά της κριτήρια, προσλαμβάνει, νοηματοδοτεῖ καὶ ἀναπροσανατολίζει αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὑπενθυμίζοντας διαρκῶς ὅτι τὰ πολιτιστικὰ ἐπιτεύγματα δὲν ἔχουν ἀνεξάρτητη ὕπαρξη, δηλαδὴ ἄσχετη μὲ τὴ δημιουργικὴ προσπάθεια ποὺ ἐπινόησε ἢ ἀνακάλυψε τὶς ἀξίες καὶ τὰ ἔργα τοῦ πολιτισμού[3]. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ διαλέγεται μὲ τὸν πολιτισμό, τὸν πολιτισμὸ στὴν πιὸ εὐγενῆ του μορφή, δηλαδὴ μὲ τὰ ποιοτικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ θεμελιώνουν τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου: χαρακτηριστικὰ σκέψεως, εὐαισθησίας, δημιουργίας[4]. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια Ἐκκλησία καὶ Πολιτισμὸς ἀλληλο-διεισδύουν καὶ ἀλληλοεπηρεάζονται: ἡ Ἐκκλησία, ζῶντας σὲ συγκεκριμένο χωρόχρονο, προσλαμβάνει ὅ,τι καλύτερο ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἐποχῆς της (παράδειγμα ἡ συνάντηση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, τῆς μουσικῆς καὶ τῆς αἰσθητικῆς ἐν γένει μὲ τὴν Ἐκκλησία), θέτει τὴ σφραγίδα της, τὸ μεταμορφώνει, καὶ τὸ ἐξαγιάζει τελεσίδικα, παράγοντας τὸ δικό της μεταμορφωμένο πολιτισμό[5]. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τελικὰ πολιτισμὸς εἶναι ὅ,τι προάγει τὴ ζωὴ σὲ δημιουργικὰ ἔργα καὶ συμπεριφορὲς ἢ ὅ,τι σημαίνει καλὴ ἀλλοίωση τῆς ζωής[6].
Ἀναγκαῖες διευκρινίσεις
Τὸ θέμα μας, λοιπόν, πολὺ εὐρὺ καὶ γενικό, ὅπως δείχνει καὶ ὁ τίτλος του: «Τὸ ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἔργα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ στὴν ἀνθρώπινη ζωή», ἀναφέρεται στὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν πολιτισμὸ καὶ ἀποτελεῖ μιὰ προσπάθεια νὰ παρουσιαστεῖ ἡ ἀνεξίτηλη σφραγῖδα ποὺ ἔχει θέσει ἡ Ἐκκλησία στὸν πολιτισμὸ καὶ τὴ ζωή μας. Ὁ ἴδιος ὁ τίτλος δηλώνει σαφέστατα τὸ εὖρος τοῦ θέματος καί, κατ’ ἐπέκταση, τὴ δυσκολία τῆς ἀνάπτυξής του. Ὡς ἐκ τούτου, τὰ πράγματα θὰ παρουσιαστοῦν ἁδρομερῶς. Ἐξάλλου, κάποια ἀπὸ ὅσα θὰ ἀκουστοῦν γιὰ τὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴ ζωὴ εἶναι ἴσως γνωστά, πολὺ πιθανὸν ὅμως τὸ βάθος καὶ ἡ ἔκταση τῆς σχέσης αὐτῆς νὰ μὴν ἔχουν συνειδητοποιηθεῖ ἀπὸ πολλοὺς καὶ κυρίως ἀπὸ ἐκείνους ποὺ διατηροῦν, γιὰ τοὺς δικούς τους λόγους, μιὰ προκατάληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπως τὸ ἴδιο τὸ θέμα δηλώνει, τὸ κείμενο θὰ δομηθεῖ σὲ δυὸ μέρη: στὸ πρῶτο θὰ ἀνιχνεύσω καὶ θὰ παρουσιάσω τὸ ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας στὴν τέχνη, ἐνῷ στὸ δεύτερο θὰ προσπαθήσω νὰ δείξω τὴν ἐπίδραση ποὺ ἀσκοῦσε καὶ ἀσκεῖ ἡ Ἐκκλησία στὸν τρόπο ζωῆς ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων.
Προτοῦ, ὅμως, προχωρήσω στὴν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος, θεωρῶ ἀναγκαῖο νὰ ἀποσαφηνίσω μερικὰ πράγματα, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοούμαστε καὶ νὰ μὴν ὑπάρξουν παρεξηγήσεις. Πρῶτα δυὸ κουβέντες γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἐννοώντας πάντοτε τὴν Ὀρθόδοξη. Ἐπειδὴ πολλοὶ μὲ τὴ λέξη «Ἐκκλησία» ἐννοοῦν τοὺς κληρικοὺς καὶ μόνο, διευκρινίζουμε ὅτι τὸν ὅρο «Ἐκκλησία» οἱ χριστιανοὶ δανείστηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, γιὰ νὰ δηλώσουν τὸ σύνολο τῶν πιστῶν καὶ ὄχι μόνο τὸν κλῆρο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δήλωναν τὸ σύνολο τῶν πολιτῶν καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἄρχοντες. Ὁ Χριστιανισμός, δηλαδή, κατανόησε τὸν ἑαυτό του πρωτίστως καὶ κυρίως ὡς Ἐκκλησία, δηλαδὴ ὡς σύναξη τοῦ λαοῦ γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα γιὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας[7] ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ λήψη ἀποφάσεων. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πολιτισμὸς ἑνὸς ἱερατείου ἀλλά, ὡς ἔκφραπη τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους τοῦ λαοῦ, εἶναι λαϊκὸς πολιτισμός.
Ὁ δεύτερος ὅρος ποὺ χρειάζεται ἀποσαφήνιση εἶναι ὁ ὅρος «πολιτισμός». Γενικῶς μὲ τὸν ὅρο ἐννοοῦμε τὸ σύνολο τῶν τεχνικῶν καὶ πνευματικῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα μὲ τὴν κρατοῦσα ἄποψη, ὁ πολιτισμὸς ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ «σύνθετο σύνολο ποὺ περιλαμβάνει τὴ γνώση, τὴν πίστη, τὴν τέχνη, τὸ νόμο, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα καὶ ἄλλες δεξιότητες ποὺ ἀπέκτησε ὁ ἄνθρωπος ὡς μέλος μιᾶς κοινωνικῆς ὁμάδας»[8], στοιχεῖα ποὺ διαφοροποιοῦν τὴν ὁμάδα αὐτὴ ἀπὸ μία ἄλλη. Μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸν πολιτισμὸ σὲ ὑλικό, ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ τεχνολογικὰ ἐπιτεύγματα καὶ τὶς ἐφαρμογές τους, καὶ πνευματικό, ποὺ περιλαμβάνει τὴν τέχνη, τὰ γράμματα, τὶς ἀξίες, τὸν τρόπο ζωῆς, τὴν παράδοση, τὴν πίστη, ὅλες δηλαδὴ τὶς νοηματοδοτήσεις μὲ τὶς ὁποῖες προσανατολίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν κοινό του βίο καὶ συγκροτεῖ τὴν καθημερινότητά του[9]. Εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸν προσδιορισμὸ αὐτὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀφήσει τὸ ἀποτύπωμά της καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπηρεάζει τὸν πνευματικὸ πολιτισμὸ τοῦ τόπου μας.
Τὸ ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας στὸν πολιτισμό
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς διευκρινίσεις, ἐρχόμαστε στὴν ἰχνηλάτηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀποτυπώματος στὸν πολιτισμό, στὴ γενική του ἔννοια.
Καταρχήν, μόνο ἕνας «τυφλὸς τὰ τ’ὦτα τὸν τε νοῦν τὰ τ’ ὄματα» μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὸ γεγονὸς ὅτι «ὁ Χριστιανισμὸς ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χωνευτήρια τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ»[10]. Ἀλήθεια, τί θὰ ἦταν ἡ Εὐρώπη χωρὶς τὸν Ἀπόστολο Παῦλο; Χωρὶς τὸ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ»[11] ἢ χωρὶς τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης[12]; Ποιός μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὴν προσφορὰ τῶν Πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων στὰ Γράμματα καὶ στὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ ὄχι μόνο; Ἔχουμε συνειδητοποιήσει τί ὑπῆρξαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι γιὰ τὰ ἑλληνικὰ καὶ εὐρωπαϊκὰ Γράμματα ἕνας Μέγας Βασίλειος, ἕνας Γρηγόριος Θεολόγος, ἕνας Χρυσόστομος ἢ ἕνας Μάξιμος Ὁμολογητής; Ὅπως ἔχει γράψει ὁ Γ. Σεφέρης, «εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ μεγάλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας»[13]. Ἔχουμε συνειδητοποιήσει ἀκόμη τὸ μέγεθος τῆς πολιτιστικῆς προσφορᾶς πρὸς τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς τῶν δύο Βυζαντινῶν μοναχῶν Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου; Κι ἔχουμε καταλάβει πὼς ἡ διάσωση τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων, δραματουργῶν, ρητόρων καὶ ἱστορικῶν ὀφείλεται στοὺς κωδικογράφους τῶν βυζαντινῶν μοναστηριῶν;
Ἔρχομαι ὅμως τώρα στὸ χῶρο τῆς τέχνης, ἕνα χῶρο ὅπου ἡ προσφορὰ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι τεράστια. Ὅπως ἔχει γράψει ὁ Γιάννης Τσαρούχης, «τὸ μεγάλο οἰκοδόμημα τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν ἀποτελεῖται μόνο ἀπὸ δόγματα καὶ μοναστικοὺς κανόνες. Τό ’χτισαν ποιητές, μουσικοί, ζωγράφοι, κεντητάδες, χρυσικοὶ καὶ καλαϊτζῆδες, χτῖστες καὶ ἀρχιτέκτονες»[14]. Προτοῦ προχωρήσω, ὅμως, θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ παραθέσω λίγα στοιχεῖα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἰδιοπροσωπίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης. Ἡ τέχνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι α) τέχνη θεολογική, τέχνη δηλαδὴ στὴν ὑπηρεσία τῆς πίστης καὶ τοῦ ήθους τῆς Ἐκκλησίας, β) τέχνη λειτουργική, τέχνη δηλαδὴ ποὺ συμβάλλει στὴν κατανόηση καὶ βίωση ἀπὸ τοὺς πιστούς τῶν Μυστηρίων τῆς Εκκλησίας, καὶ γ) τέχνη ποὺ ἀποβλέπει στὴ συγκρότηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, δηλαδὴ στὴν ἑνότητα τῶν πιοτῶν στὸ ὄνομα τῆς κοινῆς πίστης καὶ κοινῆς παράδοσης, Ὡς τέτοια ἡ Ἐκκλησιαστικὴ τέχνη ἔχει τὰ ἐντελῶς δικά της αἰσθητικὰ-μορφικὰ χαρακτηριστικά, ποὺ τὴ διαφοροποιοῦν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τέχνη. Σήμερα ἡ τέχνη τῆς Ἐκκλησίας ἔχει μελετηθεῖ σὲ βάθος καὶ ἔχει ἐκτιμηθεῖ ἡ ἀξία της δεόντως, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύουν οἱ ἐκθέσεις ἔργων ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς τέχνης σὲ ὅλο τὸν κόσμο καθὼς καὶ ἡ τεράστια σχετικὴ βιβλιογραφία. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει θέσει τὴ σφραγῖδα της σὲ ὅλες τὶς τέχνες, παράγοντας διὰ τῶν ἀνωνύμων καὶ ἐπωνύμων δημιουργῶν της ἔργα ὄχι μόνο βαθιᾶς πνευματικότητας ἀλλὰ καὶ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς ἀξίας. Ἐξάλλου, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε πὼς ἡ τέχνη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς γέννημα τοῦ φιλοκαλικοῦ της ἤθους, συνταιριάζει ἄρρηκτα μορφὴ καὶ περιεχόμενο καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ υἱοθετήσει αὐθαίρετα νέες φόρμες, δίχως νὰ προδώσει τὸ περιεχόμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου. Ἡ τέχνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία ὁμολογία τῆς ἀνακαινίζουσας ἀλήθειας της, εἶναι μία μεταγραφὴ σὲ ἕνα τρόπο κατανοητὸ τῶν ἀρρήτων ἀληθειῶν τῆς πίστεως καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ «προσήλωση στὴν παράδοση δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ μιὰ ἀσφαλὴς ὁδὸς γιὰ τὴν πιστότητα αὐτῆς τῆς μεταγραφῆς»[15].
Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχιτεκτονική. Βυζαντινοὶ ναοί, μοναστηριακὰ συγκροτήματα, μικρὰ ἐκκλησάκια τῶν νησιῶν μὲ τὸ φιλόκαλο ἦθος ποὺ ἀποπνέουν, γοητεύουν ὅποιον τὰ προσεγγίζει καί, ὅπως ἔχει γραφεῖ, ἀκυρώνουν καὶ σβήνουν «τὴν ἐκτυφλωτικὴ λάμψη ἑνὸς καταθλιπτικὰ βαρυφορτωμένου οὐρανοξύστη»[16]. Ποιός μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει σήμερα ὅτι ἡ Ἁγία Σοφία εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ λαμπρότερα καὶ ὡραιότερα ἀρχιτεκτονικὰ ἔργα παγκοσμίως, μιὰ ἐπίγεια εἰκόνα τῆς οὐράνιας Ἐκκλησίας; Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ βυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία καὶ ἁγιογραφία: μιὰ τέχνη ποὺ τὸ κάλλος καὶ ἡ πνευματικότητά της τὴν ἔχουν κάμει γνωστὴ στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Διότι ἡ βυζαντινὴ εἰκόνα εἶναι φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους, τὴν ὁποία διακονεῖ μὲ τὴ μοναδική της αἰσθητική. Θὰ πρέπει ἴσως ἐδῶ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ γνωστὴ ἀπὸ τὴν ἱστορία εἰκονομαχία τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰώνα στὸ Βυζάντιο δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴ σύγκρουση τοῦ ἑλληνικοῦ εἰκονικοῦ πνεύματος μὲ τὸ ἀνατολίτικο ἀνεικονικὸ πνεῦμα, ποὺ βλέπουμε σήμερα στοὺς μουσουλμάνους καὶ τοὺς Ἑβραίους. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ τέχνη, ποὺ τὴ διακόνησαν ἁγιογράφοι τοῦ μεγέθους ἑνὸς Μανουὴλ Πανσέληνου, ἑνὸς Θεοφάνη κι ἑνὸς Τζώρτζη τῶν Κρητῶν, ὄχι μόνο συνεχίστηκε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μὲ τοὺς ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους μαΐστορες καὶ ἔδωσε τὴ λαϊκότροπη εἰκόνα ποὺ συναντοῦμε στὰ τέμπλα τῶν παλαιῶν ναῶν, ἀλλὰ καὶ ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση σὲ ὅλους τους ὀρθόδοξους λαούς, ἐνῷ ἐπηρέασε πολὺ σημαντικὰ μεγάλους Ἕλληνες δημιουργούς, ἀπὸ τὸν Δομήνικο Θεοτοκόπουλο καὶ τὸν Μιχαὴλ Δαμασκηνὸ ἕως τοὺς σύγχρονους Κόντογλου, Τσαρούχη, Ἐγγονόπουλο, Κοψίδη κ. ἄ.
Μποροῦμε ὅμως νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε καὶ στὸ ὁλοκληρωμένο μουσικὸ σύστημα τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς καὶ τὰ μεγάλα ἔργα τῶν ἐκκλησιαστικῶν μελοποιῶν καὶ πρωτοψαλτῶν, ποὺ εἶναι θὰ λέγαμε ἀντίστοιχα πρὸς τὴ κλασικὴ μουσικὴ τῆς Δύσης; Μελοποιοί, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Ἰωάννης Κουκουζέλης, ὁ Ἰωάννης Κλαδᾶς, ὁ Πέτρος Μπερεκέτης, ὁ Πέτρος Πελοποννήσιος (γιὰ νὰ ἀναφέρω μόνο λίγα ὀνόματα) δὲν ἔχουν νὰ ζηλέψουν τίποτε ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Μπὰχ ἢ τοῦ Μπετόβεν. Μάλιστα, ἡ Βυξαντινὴ μουσική (ὁ Α. Παπαδιαμάντης τὴν ἔχει ὀνομάσει «μουσικὴ τῶν ἀγγέλων»[17]), ὡς συνέχεια τῆς μουσικῆς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, εἶναι ἡ μήτρα τῆς ἑλληνικῆς ἐν γένει μουσικής[18]. Τὸ βυζαντινὸ μέλος ὑπάρχει στὴ βάση τοῦ δημοτικοῦ μας τραγουδιοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ ρεμπέτικου καὶ τοῦ λαϊκοῦ. Δανείζομαι τὰ λόγια τοῦ Μάνου Χατζηδάκι: «Πάνω σ’ αὐτοὺς τοὺς ρυθμοὺς χτίζεται τὸ ρεμπέτικο τραγούδι, τοῦ ὁποίου παρατηρώντας τὴ μελωδικὴ γραμμὴ διακρίνουμε καθαρὰ τὴν ἐπίδραση ἢ καλύτερα τὴν προέχταση τοῦ βυζαντινοῦ μέλους. Ὄχι μόνο ἐξετάζοντας τὶς κλίμακες ποὺ ἀπὸ ἔνστικτο τῶν λαϊκῶν μουσικῶν διατηροῦνται ἀναλλοίωτες, μ’ ἀκόμη παρατηρώντας τὶς πτώσεις, τὰ διαστήματα καὶ τὸν τρόπο ἐκτέλεσης. Ὅλα φανερώνουν τὴν πηγή, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ καὶ ἀπέριττη ἐκκλησιαστικὴ ὑμνωδία»[19]. Ἔτσι, μελέτη καὶ κατανόηση τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δίχως τὴν ἀναφορὰ στὴ ρίζα της, δηλαδὴ στὸ βυζαντινὸ μουσικὸ σύστημα καὶ στὸ βυζαντινὸ μέλος. Ἡ «Συννεφιασμένη Κυριακή» τοῦ Τσιτσάνη π.χ. θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ παραλλαγὴ τοῦ κοντακίου «Τῇ Ὕπερμαχῳ», ἡ μουσικὴ τοῦ «Ἄξιον Ἐστὶ» τοῦ Μ. Θεοδωράκη περιλαμβάνει πολλὲς μουσικὲς φόρμες τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς, τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἔργο συνθετῶν, ὅπως ὁ Λεοντῆς, ὁ Μαρκόπουλος κ.ἄ.
Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἔχει καὶ τὴ δική της ποίηση, τοὺς ὕμνους. Πρόκειται γιὰ ἕνα ποιητικὸ σύνολο, δημιούργημα ποιητῶν, ποὺ συνταιριάζοντας τὴ βαθιὰ πίστη, τὸ ποιητικὸ χάρισμα καὶ τὴν ἄριστη γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ μετρικῆς, μᾶς ἔδωσαν μία ὑψηλὴ ποίηση ποὺ συνδυάζει τὴ δραματικότητα μὲ τὸ λυρισμό, κατανύγει τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς μεταφέρει τὸ μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας, μήνυμα ἀνάστασης καὶ ζωῆς. Ὀνόματα, ὅπως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ Ἰωσὴφ Ὑμνογράφου, τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης εἶναι μόνο λίγα ἀπὸ τὴν πλειάδα τῶν Βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν ὑμνογράφων. Οἱ ὕμνοι αὐτοί, γνωστοὶ καὶ ἀγαπημένοι, βρίσκονται καὶ σήμερα στὰ χείλια τῶν πιστῶν: ποιός δὲν γνωρίζει π.χ. τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», τὸ «Τῇ Ὕπερμαχῳ», τὸ «Κύριε τῶν Δυνάμεων» ἢ τὸ «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου»; Ἀλλὰ ἡ ὑμνογραφία καὶ γενικότερα ἡ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἐπηρεάσει σημαντικὰ καὶ σύγχρονους Νεοέλληνες ποιητὲς καὶ πεζογράφους, ὅπως ὁ Διον. Σολωμός, ὁ Ἀλ. Παπαδιαμάντης, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὁ Νικηφόρος Βρεττᾶκος, ὁ Νῖκος Καροῦζος, ὁ Ματθαῖος Μουντές, ὁ Τάκης Παπατσώνης, ἡ Ζωὴ Καρέλλη, ὁ Νῖκος Γαβριὴλ Πεντζίκης, ὁ Ντῖνος Χριστιανόπουλος, ἀκόμη καὶ ὁ Γ. Ρίτσος καὶ ὁ Κ. Βάρναλης. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ποῦμε δυὸ λέξεις γιὰ τὴ σχέση τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ θέατρο. Ἡ Ὡραία Πύλη τοῦ ὀρθόδοξου ναοῦ καὶ οἱ δύο θύρες δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ παραπέμπουν στὴ σκηνογραφία τοῦ ἀρχαίου θεάτρου, οἱ δύο χοροὶ τῶν ψαλτῶν θυμίζουν τὸν ἀρχαῖο τραγικὸ χορὸ μοιρασμένο σὲ δύο ἡμιχόρια, ἐνῷ οἱ εἴσοδοι καὶ ἔξοδοι τῶν ἱερέων καὶ ἡ ἐμμελὴς ἀνάγνωση παραπέμπουν ἐπίσης στὴν ἀρχαία τραγωδία[20].
Τὸ ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ μας
Ἡ μακραίωνη αὐτὴ ἐκκλησιαστικὴ τέχνη, τῆς ὁποίας ἐλάχιστα στοιχεῖα παρουσιάσαμε, δημιούργησε μιὰ μεγάλη πολιτισμικὴ παράδοση, ποὺ μαζὶ μὲ τὴ διδασκαλία, τὸ ἦθος καὶ τὸ ἑορτολόγιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔχει ποτίσει ὡς ρεῦμα ζωῆς τὸ λαό μας κι ἔχει καθορίσει σημαντικὲς πλευρὲς τοῦ βίου του, δημιουργώντας ἕναν ὀργανικὸ σύνδεσμο μεταξὺ λαϊκῆς ζωῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης. Ὅπως ἔχει γράψει ὁ Μίκης Θεοδωράκης, «τὸ νταούλι συντόνιζε στὸ τσάμικο καὶ στὸ καλαματιανὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἕλληνες ποὺ χάρις στὸ πλῆθος τῶν ἁγίων τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν ὑπῆρχε ἑβδομάδα χωρὶς πανηγύρι, τραγούδι καὶ χορό»[21]. Μερικὲς πλευρὲς αὐτῆς τῆς βαθιᾶς καὶ ἀδιάσπαστης σχέσης τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ μας θὰ παρουσιάσουμε στὴ συνέχεια, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ γλῶσσα, διὰ τῆς ὁποίας ὁ λαὸς δὲν ἐκφράζεται ἁπλῶς ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ τὸν κόσμο του. Στὴ λαϊκὴ γλῶσσα ἔχουν περάσει καὶ ζοῦν ἑκατοντάδες παροιμιακὲς φράσεις, ποὺ πηγάζουν εἴτε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ εἴτε ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτελοῦν ἀληθινὸ πλοῦτο γιὰ τὴ γλῶσσα μας. Φράσεις, ὅπως «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», «ἄγνωστοι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου», «ἀκρογωνιαῖος λίθος», «ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα», «ἄξιος ὁ μισθός σου», «ἀπεταξάμην τὸν σατανᾶ», «ἀπολωλὸς πρόβατον», «ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Νῶε», «ἂς ὄψεται ὁ αἴτιος», «ἔγινε τὸ ἀνάστα ὁ Κύριος», «θρῆνος καὶ ὀδυρμός», «γύρισε ὁ ἄσωτος υἱός», «δὲν ξέρει ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου», «ἐπὶ ξύλου κρεμάμενος», «εἶπα καὶ ἐλάλησα», «εἰρήνη ὑμῖν», εἶναι μόνο ἕνα πολὺ μικρὸ δεῖγμα, ποὺ δείχνει πόσο ἡ ὁμιλούμενη γλῶσσα ἔχει ποτιστεῖ ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο καὶ κατ’ ἐπέκταση πόσο ἡ ζωὴ τοῦ λαοῦ ἔχει χαραχτεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Κοντὰ στὴ γλῶσσα εἶναι καὶ οἱ ἀξίες ποὺ προβάλλει ἡ Ἐκκλησία καὶ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς εἶναι ὁ καθαυτὸ πολιτισμὸς τῆς καθημέραν ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία μὲ ὅλους τους τρόπους καὶ ὅλα τὰ μέσα ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή της, ἐπὶ δύο χιλιετίες τώρα, κηρύττει τὴν ἀγάπη, τὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλη τη δημιουργία, τὴν ἁπλότητα καὶ λιτότητα τοῦ βίου, τὴν πίστη, τὴν εἰρήνη, τὴ συναδέλφωση τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἐλπίδα, τὴ μακροθυμία, τὴ συγχωρητικότητα, τὴν ταπεινότητα, τὴν ἀλληλεγγύη, τὴν πραότητα, τὴν καλοσύνη, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀλληλοβοήθεια. Ἔτσι, κάθε ὁμιλία, κάθε κήρυγμα ποὺ γίνεται καὶ κάθε θεολογικὸ βιβλίο ποὺ γράφεται σήμερα καὶ ἀποβλέπει στὴν ἐμπέδωση αὐτῶν τῶν μεγάλων ἀξιῶν τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ κοινωνικὸ σῶμα εἶναι μιὰ πράξη προαγωγῆς τοῦ πολιτισμοῦ τῆς καθημερινότητας. Ἡ Ἐκκλησία μὲ αὐτὲς τὶς ἀξίες της ὄχι μόνο ἐκπολιτίζει καὶ ἐξανθρωπίζει τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καὶ τοῦ δείχνει τὸ δρόμο πρὸς τὴ θέωση, τὸν ἔσχατο σκοπὸ τῆς ζωῆς. Ἡ ἴδια ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰδικὰ ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ χῶρος ὅπου συγκεφαλαιώνονται καὶ πραγματώνονται ὅλες αὐτὲς οἱ ἀξίες, ἀφοῦ γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, τὴν Ἁγία Τράπεζα, οἱ χριστιανοὶ πραγματώνουν τὴν ἑνότητά τους, γίνονται «ἐκκλησία», ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὶς διαφορὲς ποὺ τοὺς χωρίζουν καὶ ζῶντας ὡς ἀληθινοὶ ἀδελφοί.
Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε καὶ στὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας, ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς μεγάλες στιγμὲς τοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων: γέννηση, βάπτιση, γάμος, θάνατος. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τελειώνει στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὁποία ὅλες αὐτὲς οἱ μεγάλες στιγμὲς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς δὲν εἶναι ἁπλῶς κοινωνικὰ γεγονότα ἀλλὰ μυστήρια, ποὺ ἔχουν μιὰ ἱερότητα, καὶ γι’ αὐτὸ τὰ εὐλογεῖ μὲ ἀγάπη, προσανατολίζοντας τὸ σύνολο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς πρὸς τὴν αἰωνιότητα.
Σταχυολογῶ πρόχειρα μερικοὺς στίχους ἀπὸ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Κρήτης γιὰ τὸ γάμο καὶ τὴ βάπτιση, ἐμποτισμένα ἀπὸ τὴν ἱερολογία καὶ τὴν πράξη τῶν ἀντίστοιχων τελετῶν:
Α. Τοῦ γάμου:
Ἄνοιξε πόρτα τσ’ Ἐκκλησᾶς, ἄνοιξε κι ἀποδέξου,
μιὰ κόρη κι ἕνα νιὸ γαμπρὸ τὸ γάμο τους νὰ κάμουν.
Ἄνοιξε πόρτα τ’ οὐρανοῦ, πόρτα τοῦ παραδείσου
νὰ κατεβοῦν οἱ ἄγγελοι τὴ νύφη νὰ βλοήσουν.
Βλόγα, παπᾶ, τὰ στέφανα, κουμπάρε ἄλλαξέ τα
πές τωνε εὐκὲς καὶ δός τωνε γλυκὸ κρασὶ νὰ πιοῦνε,
νὰ πιοῦν κι οἱ καλεσμένοι των.
Ὀκτὼ παπάδες ψάλλουνε κι ἐννιὰ κανοναρχοῦνε,
ἐσένα μαυρομάτα μου ἤρθανε κι εὐλογούνε[22].
Β. Τῆς βάπτισης:
Νὰ ζήσει ὁ νεοφώτιστος μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη
στὴ μάνα καὶ στὸν κύρη του καὶ στὸ χωριὸ καμάρι.
Νὰ ζήσει ὁ νεοφώτιστος κι ὁ Θιὸς νὰ τοῦ τ’ ἀξώσει
χίλια κοντάρια μάλαμα στὸ σπίτι νὰ μαζώξει.
Νὰ ζήσει ὁ νεοφώτιστος, σὰν τὰ βουνὰ ν’ ἀσπρίσει
σὰν τὴν ἀμυγδαλιὰ ν’ ἀνθεῖ καὶ νὰ πολυκαρπίσει[23].
Ὅμως ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ καὶ ὅλες τὶς ἄλλες πλευρὲς τῆς ζωῆς, ὅλα τὰ τίμια ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ μέσῳ αὐτῶν εὐλογεῖ τὴν ἴδια τὴν ὕλη, τὸν ὑλικὸ κόσμο. Οἱ παλιότεροι χριστιανοί, περισσότερο ἀπὸ ὅσο σήμερα, ἄρχιζαν ὅλες τους τὶς ἐργασίες μὲ ἕναν ἁγιασμό. Ἔτσι, στὸ Εὐχολόγιο ὑπάρχουν εὐχὲς γιὰ τὴ θεμελίωση σπιτιοῦ, γιὰ τὴν εὐλόγηση τοῦ σπόρου, γιὰ τὸ φύτεμα ἀμπελιοῦ, γιὰ τὸν τρυγητό, γιὰ τὸ ἄνοιγμα πηγαδιοῦ κ.ἄ., γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει πόσο ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν μέσα στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καί, εὐλογώντας τὸν ἀνθρώπινο μόχθο, μπόλιαζε τὰ προϊόντα τους μὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε «ἱερό»: τὸ ψωμί, τὸ νερό, τὸ κρασὶ δὲν ἦταν ἁπλῶς προϊόντα πρὸς κατανάλωση· ἦταν τὰ μέσα γιὰ τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἱερότητα τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία «ἱεροποιεῖ» τὸν κόσμο, τὸν ἀποκαθιστᾶ στὴν πρωταρχικὴ λαμπρότητα καὶ ἀθωότητα καὶ τοποθετεῖ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ὡς οἰκονόμο καὶ διαχειριστή. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ἐξαγιασμένος μὲ τὰ Μυστήρια, μπορεῖ νὰ δημιουργήσει μιὰ βαθιά, ἀγαπητικὴ σχέση μὲ τὸν ὑλικὸ κόσμο, χωρὶς νὰ ἀλλοτριώνεται ἀπὸ αὐτὸν ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἐξουσιάζει καὶ νὰ τὸν καταστρέφει.
Τελειώνω αὐτὴ τὴν περιδιάβαση στὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν καθημέραν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, μὲ μιὰ σύντομη ἀναφορὰ στὸν ἐορτολογικὸ κύκλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ ἔθιμα ποὺ σχετίζονται μὲ αὐτόν. Εἶναι γνωστὸ ὅτι παλαιότερα, ἀλλὰ ἐν πολλοῖς καὶ σήμερα, οἱ ἄνθρωποι κανόνιζαν τὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες τους μὲ βάση τὸν κύκλο τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σπορὰ π.χ. ἄρχιζε στὶς 14 τοῦ Σεπτέμβρη, τὴν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ, μὲ τὴν εὐλόγηση τοῦ σπόρου ἀπὸ τὸν ἱερέα, ἐνῷ ἡ μέση τῆς περιόδου τῆς σπορᾶς προσδιοριζόταν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Παναγίας τῆς Μεσοσπορίτισσας, δηλαδὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Πλῆθος εἶναι τὰ ἔθιμα ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς μεγάλες ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τῶν Φώτων, τοῦ Πάσχα, τῆς Πεντηκοστῆς, τοῦ Δεκαπενταύγουστου καὶ ἀποτελοῦν κομμάτι τῆς ζωῆς τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Μποροῦμε π.χ. νὰ φανταστοῦμε Χριστούγεννα δίχως τὰ κάλαντα ἢ χωρὶς τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων τὰ Φῶτα; Τὴν ἴδια σημασία ἔχουν καὶ τὰ πανηγύρια, ὅταν ὁ λαὸς τιμᾶ τοὺς ἁγίους του. Στὰ πανηγύρια αὐτὰ διασώθηκε ἀτόφιος ὁ ὀρθόδοξος λαϊκὸς πολιτισμός: οἱ δημοτικοὶ χοροί, τὰ δημοτικὰ τραγούδια, τὸ κοινὸ φαγητό, ἡ ἐπίλυση τῶν διαφορῶν ἐνώπιον τῆς εἰκόνας τοῦ ἁγίου κ.ἄ.[24]. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς νηστεῖες της, ποὺ συμπορεύονται ἀπόλυτα μὲ τὴν ἐποχικὴ παραγωγὴ τῶν προϊόντων, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐπιδράσει καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιδρᾶ στὴ διατροφὴ τῶν ὀρθοδόξων ἔτσι, ὥστε ἡ νηστεία, ἐκτὸς τῆς σημασίας της γιὰ τὸν ἔλεγχο ἐπὶ τῶν παθῶν, νὰ ἀποτελεῖ καὶ σήμερα, μαζὶ μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ ποὺ προβάλλει ἡ Ἐκκλησία, τὴν πιὸ σωστὴ ὁδὸ γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ὑγείας.
Ἐπιλογικό
Δοκίμασα μὲ ὅλα ὅσα προηγήθηκαν νὰ ἀνιχνεύσω καὶ νὰ παρουσιάσω μὲ πολλὴ συντομία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ ἐνάργεια τὸ ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ἐν γένει. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι τὸ ἀποτύπωμα, τὸ χνάρι αὐτὸ εἶναι βαθύ, ὅπως καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ σβήσει χωρὶς νὰ ἀλλοιώσει τὴν ἑλληνικότητά μας καὶ νὰ διαλύσει τὴν ταυτότητά μας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν φοβήθηκε ποτὲ οὔτε καὶ φοβᾶται νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὶς πολιτισμικὲς προκλήσεις, ὅταν αὐτὲς παρουσιάζονται, ἀλλὰ προσλαμβάνει, θεραπεύει, ἐξαγιάζει καὶ ὑπερβαίνει τὸν πολιτισμό, ὅπως τὸ ἔπραξε π.χ. κατὰ τὴ συνάντησή της μὲ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, παράγοντας τὸ δικό της πολιτισμό. Ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς εἶναι ζωντανός, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τοῦ λαοῦ μας, διότι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μουσειακὸς χῶρος, δὲν εἶναι θρησκεία οὔτε ἰδεολογία, ἀλλὰ ζῶσα πραγματικότητα, φορέας ζωῆς ἀληθινῆς, ποὺ δὲν προσεγγίζεται νοησιαρχικά, ἀλλὰ βιώνεται μὲ τὴ συμμετοχὴ σ’ αὐτήν. Ἡ πίστη καὶ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ παραφράσω τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, ἔχουν σφραγίσει τὸ σῶμα τοῦ λαοῦ. Γιὰ ὅποιον δὲν κατανοεῖ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ἡ προκατάληψη εἶναι πολὺ κακὸς σύμβουλος. Λοιπόν, «στῶμεν καλῶς»!.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Κείμενο ὁμιλίας στὴν αἴθουσα ΑΝΔΡΟΓΕΩ τοῦ Δήμου Ἡρακλείου τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2017.
[2] Χρῆστος Γιανναρᾶς, «Ἐκκλησία καὶ Πολιτισμός», περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ. 88, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2003, σ. 17.
[3] ΣΥΝΑΞΗ, ὅ.π. σ. 4.
[4] Σοφία Σταύρου-Κλεμάν, «Παγκοσμιότητα καὶ Ἐνσάρκωση: στὸ σταυροδρόμι τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτισμοῦ», περ. ΣΥΝΑΞΗ, ὅ.π. σ. 22.
[5] Νῖκος Ματσούκας, «Πολιτισμὸς καὶ ἐκκλησιαστικὴ ταυτότητα», περ. ΣΥΝΑΞΗ, ό.π.. σ. 8.
[6] Νῖκος Ματσούκας, ό.π. σ. 7.
[7] Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1983, σ. 183-184.
[8] Θέση τοῦ Βρετανοῦ Ἔντοναρντ Μπάρνετ Τέιλορ (λῆμμα «πολιτισμὸς» στὴ Vikipedeia
[9] Περ. ΣΥΝΑΞΗ, ὅ.π. σ. 3.
[10] Σοφία Σταύρυυ-Κλεμάν, ὅ.π. σ. 21.
[11] Γαλ. 3, 28.
[12] Α’ Κορ.13.
[13] Δοκιμές, τόμος δεύτερος, Ἀθήνα 1984, σ. 14.
[14] Ώς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος, Ἀθήνα 1987, σ. 94.
[15] Ἄγγελος Καλογερόπουλος, «Μεταξὺ ἐρημίας καὶ πόλεως» περ. ΣΥΝΑΞΗ, ὅ.π. σ. 34.
[16] Νῖκος Ματσούκας, «Πολιτισμὸς καὶ ἐκκλησιαστικὴ ταυτότητα». ΣΥΝΑΞΗ, ὅ.π. σ. 8.
[17] Τά Ἄπαντα, τοῦ Ἀλεζάνδρον Παπαδιαμάντη, ἐπιμέλεια Γ. Βαλέτα, τόμος πέμπτος. Ἐκδοτικὸς οἶκος «Χρίστος Γιοβάνης», Ἀθῆναι, 1972, σσ. 378-379.
[18] Γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς δανείζομαι τὴ φράση τοῦ Παπαδιαμάντη: «Ὀφείλω νά. τοὺς πληροφορήσω, ὅτι τοῦτο (δηλ ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ κλίμακα) οὐδὲν ἄλλο εἶναι εἰμὴ τὸ α,β,γ,ο, ὥστε μυκτημίζοντες τὸ πά-βοῦ-γά-ὅι, αὐτὸ τὸ ἑλληνικὸν ἀλψάβητον μυκτημίζουπιν.» Τὰ Ἄπαντα, ὅ.π. σσ. 372-373.
[19] Ὁ καθρέπτης καὶ τὸ μαχαίρι, Ἀθήνα 1983, σ. 219.
[20] Γιὰ τὴ σχέση τῆς χριστιανικῆς λατρείας μὲ τὸ ἀρχαῖο δρᾶμα δές: Ἰωσὴφ Βιβιλάκη, «Ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δρᾶμα καὶ χριστιανικὴ λατρεία», στὸν τόμο Χριστιανικὴ λατρεία καὶ εἰδωλολατρία, Πρακτικὰ στ’ Πανελλήνιου Λειτουργικοῦ Σνμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Κλάδος Σχέσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καὶ Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2005, σ. 307-338.
[21] Ἀνατομία τῆς μουσικῆς, Ἀθήνα 1983, σ. 219.
[22] Γιάννη Παυλάκη, Κρητικὴ δημοτικὴ ποίηση, Ριζίτικα, Ἀθήνα 1997, σ. 309.
[23] Γιάννη Παυλάκη, ὅ.π. σ. 319-320.
[24] Ἡ σχέση τῶν ὀρθοδόξων μὲ τοὺς ἁγίους εἶναι τέτοια, ποὺ ἔκαμε τὸ στρατηγὸ Μακρυγιάννη νὰ «κλείσει συμφωνία μὲ τὸν ἅγιο».
Ἀπὸ τὸ «Ἐνοριακὸ Δελτίο» ἀρ. 107 (Σεπτέμβριος 2018) τὸ ὁποῖο ἐκδίδει ἡ ἐνορία τοῦ Ἁγίου Τίτου στὸ Ἡράκλειο Κρήτης.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι δημιουργία του Γιώργου Κόρδη, από την ενότητα έργων “Ο ήλιος ο ηλιάτορας” (1999).
Ἴσως διερωτηθεῖ κάποιος κατὰ πόσον ἡ Ἐκκλησία ἔχει σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ λέμε «πολιτισμός»· μήπως πρόκειται δηλαδὴ περὶ δύο «μεγεθῶν», τῆς Ἐκκλησίας ἀφενὸς καὶ τοῦ Πολιτισμοῦ ἀφετέρου, μὴ συμβατῶν μεταξύ τους. Θὰ πρέπει ἐξαρχῆς νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι ἄσαρκη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει, ὅπως δὲν ὑπάρχει ἄσαρκος Χριστός. Μιὰ τέτοια ἀντίληψη εἶναι καθαρὰ μονοφυσιτική, ἀφοῦ ἀρνεῖται τὴν ἱστορικὴ διάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μεταβάλλει τὴν Ἐκκλησία σὲ νοησιαρχικὴ ἰδεολογία καὶ ἠθικολογία[2]. Ἡ Ἐκκλησία, ἀντίθετα, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου», ὑπάρχει ὅμως καὶ δρᾶ «ἐν τῷ κόσμῳ». Ὑπάρχει, δηλαδή, καὶ ζεῖ τὴν ταυτότητά της ἐντὸς τῆς ἱστορίας, ἐντὸς τῆς ἀνθρώπινης πραγματικότητας καί, μὲ βάση τὰ δικά της κριτήρια, προσλαμβάνει, νοηματοδοτεῖ καὶ ἀναπροσανατολίζει αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὑπενθυμίζοντας διαρκῶς ὅτι τὰ πολιτιστικὰ ἐπιτεύγματα δὲν ἔχουν ἀνεξάρτητη ὕπαρξη, δηλαδὴ ἄσχετη μὲ τὴ δημιουργικὴ προσπάθεια ποὺ ἐπινόησε ἢ ἀνακάλυψε τὶς ἀξίες καὶ τὰ ἔργα τοῦ πολιτισμού[3]. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ διαλέγεται μὲ τὸν πολιτισμό, τὸν πολιτισμὸ στὴν πιὸ εὐγενῆ του μορφή, δηλαδὴ μὲ τὰ ποιοτικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ θεμελιώνουν τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου: χαρακτηριστικὰ σκέψεως, εὐαισθησίας, δημιουργίας[4]. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια Ἐκκλησία καὶ Πολιτισμὸς ἀλληλο-διεισδύουν καὶ ἀλληλοεπηρεάζονται: ἡ Ἐκκλησία, ζῶντας σὲ συγκεκριμένο χωρόχρονο, προσλαμβάνει ὅ,τι καλύτερο ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἐποχῆς της (παράδειγμα ἡ συνάντηση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, τῆς μουσικῆς καὶ τῆς αἰσθητικῆς ἐν γένει μὲ τὴν Ἐκκλησία), θέτει τὴ σφραγίδα της, τὸ μεταμορφώνει, καὶ τὸ ἐξαγιάζει τελεσίδικα, παράγοντας τὸ δικό της μεταμορφωμένο πολιτισμό[5]. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τελικὰ πολιτισμὸς εἶναι ὅ,τι προάγει τὴ ζωὴ σὲ δημιουργικὰ ἔργα καὶ συμπεριφορὲς ἢ ὅ,τι σημαίνει καλὴ ἀλλοίωση τῆς ζωής[6].
Ἀναγκαῖες διευκρινίσεις
Τὸ θέμα μας, λοιπόν, πολὺ εὐρὺ καὶ γενικό, ὅπως δείχνει καὶ ὁ τίτλος του: «Τὸ ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἔργα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ στὴν ἀνθρώπινη ζωή», ἀναφέρεται στὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν πολιτισμὸ καὶ ἀποτελεῖ μιὰ προσπάθεια νὰ παρουσιαστεῖ ἡ ἀνεξίτηλη σφραγῖδα ποὺ ἔχει θέσει ἡ Ἐκκλησία στὸν πολιτισμὸ καὶ τὴ ζωή μας. Ὁ ἴδιος ὁ τίτλος δηλώνει σαφέστατα τὸ εὖρος τοῦ θέματος καί, κατ’ ἐπέκταση, τὴ δυσκολία τῆς ἀνάπτυξής του. Ὡς ἐκ τούτου, τὰ πράγματα θὰ παρουσιαστοῦν ἁδρομερῶς. Ἐξάλλου, κάποια ἀπὸ ὅσα θὰ ἀκουστοῦν γιὰ τὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴ ζωὴ εἶναι ἴσως γνωστά, πολὺ πιθανὸν ὅμως τὸ βάθος καὶ ἡ ἔκταση τῆς σχέσης αὐτῆς νὰ μὴν ἔχουν συνειδητοποιηθεῖ ἀπὸ πολλοὺς καὶ κυρίως ἀπὸ ἐκείνους ποὺ διατηροῦν, γιὰ τοὺς δικούς τους λόγους, μιὰ προκατάληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπως τὸ ἴδιο τὸ θέμα δηλώνει, τὸ κείμενο θὰ δομηθεῖ σὲ δυὸ μέρη: στὸ πρῶτο θὰ ἀνιχνεύσω καὶ θὰ παρουσιάσω τὸ ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας στὴν τέχνη, ἐνῷ στὸ δεύτερο θὰ προσπαθήσω νὰ δείξω τὴν ἐπίδραση ποὺ ἀσκοῦσε καὶ ἀσκεῖ ἡ Ἐκκλησία στὸν τρόπο ζωῆς ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων.
Προτοῦ, ὅμως, προχωρήσω στὴν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος, θεωρῶ ἀναγκαῖο νὰ ἀποσαφηνίσω μερικὰ πράγματα, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συνεννοούμαστε καὶ νὰ μὴν ὑπάρξουν παρεξηγήσεις. Πρῶτα δυὸ κουβέντες γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἐννοώντας πάντοτε τὴν Ὀρθόδοξη. Ἐπειδὴ πολλοὶ μὲ τὴ λέξη «Ἐκκλησία» ἐννοοῦν τοὺς κληρικοὺς καὶ μόνο, διευκρινίζουμε ὅτι τὸν ὅρο «Ἐκκλησία» οἱ χριστιανοὶ δανείστηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, γιὰ νὰ δηλώσουν τὸ σύνολο τῶν πιστῶν καὶ ὄχι μόνο τὸν κλῆρο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δήλωναν τὸ σύνολο τῶν πολιτῶν καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἄρχοντες. Ὁ Χριστιανισμός, δηλαδή, κατανόησε τὸν ἑαυτό του πρωτίστως καὶ κυρίως ὡς Ἐκκλησία, δηλαδὴ ὡς σύναξη τοῦ λαοῦ γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα γιὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας[7] ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ λήψη ἀποφάσεων. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πολιτισμὸς ἑνὸς ἱερατείου ἀλλά, ὡς ἔκφραπη τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους τοῦ λαοῦ, εἶναι λαϊκὸς πολιτισμός.
Ὁ δεύτερος ὅρος ποὺ χρειάζεται ἀποσαφήνιση εἶναι ὁ ὅρος «πολιτισμός». Γενικῶς μὲ τὸν ὅρο ἐννοοῦμε τὸ σύνολο τῶν τεχνικῶν καὶ πνευματικῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα μὲ τὴν κρατοῦσα ἄποψη, ὁ πολιτισμὸς ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ «σύνθετο σύνολο ποὺ περιλαμβάνει τὴ γνώση, τὴν πίστη, τὴν τέχνη, τὸ νόμο, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα καὶ ἄλλες δεξιότητες ποὺ ἀπέκτησε ὁ ἄνθρωπος ὡς μέλος μιᾶς κοινωνικῆς ὁμάδας»[8], στοιχεῖα ποὺ διαφοροποιοῦν τὴν ὁμάδα αὐτὴ ἀπὸ μία ἄλλη. Μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸν πολιτισμὸ σὲ ὑλικό, ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ τεχνολογικὰ ἐπιτεύγματα καὶ τὶς ἐφαρμογές τους, καὶ πνευματικό, ποὺ περιλαμβάνει τὴν τέχνη, τὰ γράμματα, τὶς ἀξίες, τὸν τρόπο ζωῆς, τὴν παράδοση, τὴν πίστη, ὅλες δηλαδὴ τὶς νοηματοδοτήσεις μὲ τὶς ὁποῖες προσανατολίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν κοινό του βίο καὶ συγκροτεῖ τὴν καθημερινότητά του[9]. Εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸν προσδιορισμὸ αὐτὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀφήσει τὸ ἀποτύπωμά της καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπηρεάζει τὸν πνευματικὸ πολιτισμὸ τοῦ τόπου μας.
Τὸ ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας στὸν πολιτισμό
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς διευκρινίσεις, ἐρχόμαστε στὴν ἰχνηλάτηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀποτυπώματος στὸν πολιτισμό, στὴ γενική του ἔννοια.
Καταρχήν, μόνο ἕνας «τυφλὸς τὰ τ’ὦτα τὸν τε νοῦν τὰ τ’ ὄματα» μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὸ γεγονὸς ὅτι «ὁ Χριστιανισμὸς ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χωνευτήρια τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ»[10]. Ἀλήθεια, τί θὰ ἦταν ἡ Εὐρώπη χωρὶς τὸν Ἀπόστολο Παῦλο; Χωρὶς τὸ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ»[11] ἢ χωρὶς τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης[12]; Ποιός μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὴν προσφορὰ τῶν Πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων στὰ Γράμματα καὶ στὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ ὄχι μόνο; Ἔχουμε συνειδητοποιήσει τί ὑπῆρξαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι γιὰ τὰ ἑλληνικὰ καὶ εὐρωπαϊκὰ Γράμματα ἕνας Μέγας Βασίλειος, ἕνας Γρηγόριος Θεολόγος, ἕνας Χρυσόστομος ἢ ἕνας Μάξιμος Ὁμολογητής; Ὅπως ἔχει γράψει ὁ Γ. Σεφέρης, «εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ μεγάλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας»[13]. Ἔχουμε συνειδητοποιήσει ἀκόμη τὸ μέγεθος τῆς πολιτιστικῆς προσφορᾶς πρὸς τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς τῶν δύο Βυζαντινῶν μοναχῶν Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου; Κι ἔχουμε καταλάβει πὼς ἡ διάσωση τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων, δραματουργῶν, ρητόρων καὶ ἱστορικῶν ὀφείλεται στοὺς κωδικογράφους τῶν βυζαντινῶν μοναστηριῶν;
Ἔρχομαι ὅμως τώρα στὸ χῶρο τῆς τέχνης, ἕνα χῶρο ὅπου ἡ προσφορὰ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι τεράστια. Ὅπως ἔχει γράψει ὁ Γιάννης Τσαρούχης, «τὸ μεγάλο οἰκοδόμημα τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν ἀποτελεῖται μόνο ἀπὸ δόγματα καὶ μοναστικοὺς κανόνες. Τό ’χτισαν ποιητές, μουσικοί, ζωγράφοι, κεντητάδες, χρυσικοὶ καὶ καλαϊτζῆδες, χτῖστες καὶ ἀρχιτέκτονες»[14]. Προτοῦ προχωρήσω, ὅμως, θεωρῶ ἀπαραίτητο νὰ παραθέσω λίγα στοιχεῖα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἰδιοπροσωπίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης. Ἡ τέχνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι α) τέχνη θεολογική, τέχνη δηλαδὴ στὴν ὑπηρεσία τῆς πίστης καὶ τοῦ ήθους τῆς Ἐκκλησίας, β) τέχνη λειτουργική, τέχνη δηλαδὴ ποὺ συμβάλλει στὴν κατανόηση καὶ βίωση ἀπὸ τοὺς πιστούς τῶν Μυστηρίων τῆς Εκκλησίας, καὶ γ) τέχνη ποὺ ἀποβλέπει στὴ συγκρότηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, δηλαδὴ στὴν ἑνότητα τῶν πιοτῶν στὸ ὄνομα τῆς κοινῆς πίστης καὶ κοινῆς παράδοσης, Ὡς τέτοια ἡ Ἐκκλησιαστικὴ τέχνη ἔχει τὰ ἐντελῶς δικά της αἰσθητικὰ-μορφικὰ χαρακτηριστικά, ποὺ τὴ διαφοροποιοῦν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τέχνη. Σήμερα ἡ τέχνη τῆς Ἐκκλησίας ἔχει μελετηθεῖ σὲ βάθος καὶ ἔχει ἐκτιμηθεῖ ἡ ἀξία της δεόντως, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύουν οἱ ἐκθέσεις ἔργων ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς τέχνης σὲ ὅλο τὸν κόσμο καθὼς καὶ ἡ τεράστια σχετικὴ βιβλιογραφία. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει θέσει τὴ σφραγῖδα της σὲ ὅλες τὶς τέχνες, παράγοντας διὰ τῶν ἀνωνύμων καὶ ἐπωνύμων δημιουργῶν της ἔργα ὄχι μόνο βαθιᾶς πνευματικότητας ἀλλὰ καὶ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς ἀξίας. Ἐξάλλου, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε πὼς ἡ τέχνη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς γέννημα τοῦ φιλοκαλικοῦ της ἤθους, συνταιριάζει ἄρρηκτα μορφὴ καὶ περιεχόμενο καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ υἱοθετήσει αὐθαίρετα νέες φόρμες, δίχως νὰ προδώσει τὸ περιεχόμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου. Ἡ τέχνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία ὁμολογία τῆς ἀνακαινίζουσας ἀλήθειας της, εἶναι μία μεταγραφὴ σὲ ἕνα τρόπο κατανοητὸ τῶν ἀρρήτων ἀληθειῶν τῆς πίστεως καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ «προσήλωση στὴν παράδοση δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ μιὰ ἀσφαλὴς ὁδὸς γιὰ τὴν πιστότητα αὐτῆς τῆς μεταγραφῆς»[15].
Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχιτεκτονική. Βυζαντινοὶ ναοί, μοναστηριακὰ συγκροτήματα, μικρὰ ἐκκλησάκια τῶν νησιῶν μὲ τὸ φιλόκαλο ἦθος ποὺ ἀποπνέουν, γοητεύουν ὅποιον τὰ προσεγγίζει καί, ὅπως ἔχει γραφεῖ, ἀκυρώνουν καὶ σβήνουν «τὴν ἐκτυφλωτικὴ λάμψη ἑνὸς καταθλιπτικὰ βαρυφορτωμένου οὐρανοξύστη»[16]. Ποιός μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει σήμερα ὅτι ἡ Ἁγία Σοφία εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ λαμπρότερα καὶ ὡραιότερα ἀρχιτεκτονικὰ ἔργα παγκοσμίως, μιὰ ἐπίγεια εἰκόνα τῆς οὐράνιας Ἐκκλησίας; Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ βυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία καὶ ἁγιογραφία: μιὰ τέχνη ποὺ τὸ κάλλος καὶ ἡ πνευματικότητά της τὴν ἔχουν κάμει γνωστὴ στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Διότι ἡ βυζαντινὴ εἰκόνα εἶναι φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους, τὴν ὁποία διακονεῖ μὲ τὴ μοναδική της αἰσθητική. Θὰ πρέπει ἴσως ἐδῶ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ γνωστὴ ἀπὸ τὴν ἱστορία εἰκονομαχία τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰώνα στὸ Βυζάντιο δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴ σύγκρουση τοῦ ἑλληνικοῦ εἰκονικοῦ πνεύματος μὲ τὸ ἀνατολίτικο ἀνεικονικὸ πνεῦμα, ποὺ βλέπουμε σήμερα στοὺς μουσουλμάνους καὶ τοὺς Ἑβραίους. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ τέχνη, ποὺ τὴ διακόνησαν ἁγιογράφοι τοῦ μεγέθους ἑνὸς Μανουὴλ Πανσέληνου, ἑνὸς Θεοφάνη κι ἑνὸς Τζώρτζη τῶν Κρητῶν, ὄχι μόνο συνεχίστηκε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μὲ τοὺς ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους μαΐστορες καὶ ἔδωσε τὴ λαϊκότροπη εἰκόνα ποὺ συναντοῦμε στὰ τέμπλα τῶν παλαιῶν ναῶν, ἀλλὰ καὶ ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση σὲ ὅλους τους ὀρθόδοξους λαούς, ἐνῷ ἐπηρέασε πολὺ σημαντικὰ μεγάλους Ἕλληνες δημιουργούς, ἀπὸ τὸν Δομήνικο Θεοτοκόπουλο καὶ τὸν Μιχαὴλ Δαμασκηνὸ ἕως τοὺς σύγχρονους Κόντογλου, Τσαρούχη, Ἐγγονόπουλο, Κοψίδη κ. ἄ.
Μποροῦμε ὅμως νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε καὶ στὸ ὁλοκληρωμένο μουσικὸ σύστημα τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς καὶ τὰ μεγάλα ἔργα τῶν ἐκκλησιαστικῶν μελοποιῶν καὶ πρωτοψαλτῶν, ποὺ εἶναι θὰ λέγαμε ἀντίστοιχα πρὸς τὴ κλασικὴ μουσικὴ τῆς Δύσης; Μελοποιοί, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Ἰωάννης Κουκουζέλης, ὁ Ἰωάννης Κλαδᾶς, ὁ Πέτρος Μπερεκέτης, ὁ Πέτρος Πελοποννήσιος (γιὰ νὰ ἀναφέρω μόνο λίγα ὀνόματα) δὲν ἔχουν νὰ ζηλέψουν τίποτε ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Μπὰχ ἢ τοῦ Μπετόβεν. Μάλιστα, ἡ Βυξαντινὴ μουσική (ὁ Α. Παπαδιαμάντης τὴν ἔχει ὀνομάσει «μουσικὴ τῶν ἀγγέλων»[17]), ὡς συνέχεια τῆς μουσικῆς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, εἶναι ἡ μήτρα τῆς ἑλληνικῆς ἐν γένει μουσικής[18]. Τὸ βυζαντινὸ μέλος ὑπάρχει στὴ βάση τοῦ δημοτικοῦ μας τραγουδιοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ ρεμπέτικου καὶ τοῦ λαϊκοῦ. Δανείζομαι τὰ λόγια τοῦ Μάνου Χατζηδάκι: «Πάνω σ’ αὐτοὺς τοὺς ρυθμοὺς χτίζεται τὸ ρεμπέτικο τραγούδι, τοῦ ὁποίου παρατηρώντας τὴ μελωδικὴ γραμμὴ διακρίνουμε καθαρὰ τὴν ἐπίδραση ἢ καλύτερα τὴν προέχταση τοῦ βυζαντινοῦ μέλους. Ὄχι μόνο ἐξετάζοντας τὶς κλίμακες ποὺ ἀπὸ ἔνστικτο τῶν λαϊκῶν μουσικῶν διατηροῦνται ἀναλλοίωτες, μ’ ἀκόμη παρατηρώντας τὶς πτώσεις, τὰ διαστήματα καὶ τὸν τρόπο ἐκτέλεσης. Ὅλα φανερώνουν τὴν πηγή, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ καὶ ἀπέριττη ἐκκλησιαστικὴ ὑμνωδία»[19]. Ἔτσι, μελέτη καὶ κατανόηση τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δίχως τὴν ἀναφορὰ στὴ ρίζα της, δηλαδὴ στὸ βυζαντινὸ μουσικὸ σύστημα καὶ στὸ βυζαντινὸ μέλος. Ἡ «Συννεφιασμένη Κυριακή» τοῦ Τσιτσάνη π.χ. θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ παραλλαγὴ τοῦ κοντακίου «Τῇ Ὕπερμαχῳ», ἡ μουσικὴ τοῦ «Ἄξιον Ἐστὶ» τοῦ Μ. Θεοδωράκη περιλαμβάνει πολλὲς μουσικὲς φόρμες τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς, τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἔργο συνθετῶν, ὅπως ὁ Λεοντῆς, ὁ Μαρκόπουλος κ.ἄ.
Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἔχει καὶ τὴ δική της ποίηση, τοὺς ὕμνους. Πρόκειται γιὰ ἕνα ποιητικὸ σύνολο, δημιούργημα ποιητῶν, ποὺ συνταιριάζοντας τὴ βαθιὰ πίστη, τὸ ποιητικὸ χάρισμα καὶ τὴν ἄριστη γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ μετρικῆς, μᾶς ἔδωσαν μία ὑψηλὴ ποίηση ποὺ συνδυάζει τὴ δραματικότητα μὲ τὸ λυρισμό, κατανύγει τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς μεταφέρει τὸ μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας, μήνυμα ἀνάστασης καὶ ζωῆς. Ὀνόματα, ὅπως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ Ἰωσὴφ Ὑμνογράφου, τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης εἶναι μόνο λίγα ἀπὸ τὴν πλειάδα τῶν Βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν ὑμνογράφων. Οἱ ὕμνοι αὐτοί, γνωστοὶ καὶ ἀγαπημένοι, βρίσκονται καὶ σήμερα στὰ χείλια τῶν πιστῶν: ποιός δὲν γνωρίζει π.χ. τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», τὸ «Τῇ Ὕπερμαχῳ», τὸ «Κύριε τῶν Δυνάμεων» ἢ τὸ «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου»; Ἀλλὰ ἡ ὑμνογραφία καὶ γενικότερα ἡ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἐπηρεάσει σημαντικὰ καὶ σύγχρονους Νεοέλληνες ποιητὲς καὶ πεζογράφους, ὅπως ὁ Διον. Σολωμός, ὁ Ἀλ. Παπαδιαμάντης, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὁ Νικηφόρος Βρεττᾶκος, ὁ Νῖκος Καροῦζος, ὁ Ματθαῖος Μουντές, ὁ Τάκης Παπατσώνης, ἡ Ζωὴ Καρέλλη, ὁ Νῖκος Γαβριὴλ Πεντζίκης, ὁ Ντῖνος Χριστιανόπουλος, ἀκόμη καὶ ὁ Γ. Ρίτσος καὶ ὁ Κ. Βάρναλης. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ποῦμε δυὸ λέξεις γιὰ τὴ σχέση τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ θέατρο. Ἡ Ὡραία Πύλη τοῦ ὀρθόδοξου ναοῦ καὶ οἱ δύο θύρες δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ παραπέμπουν στὴ σκηνογραφία τοῦ ἀρχαίου θεάτρου, οἱ δύο χοροὶ τῶν ψαλτῶν θυμίζουν τὸν ἀρχαῖο τραγικὸ χορὸ μοιρασμένο σὲ δύο ἡμιχόρια, ἐνῷ οἱ εἴσοδοι καὶ ἔξοδοι τῶν ἱερέων καὶ ἡ ἐμμελὴς ἀνάγνωση παραπέμπουν ἐπίσης στὴν ἀρχαία τραγωδία[20].
Τὸ ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ μας
Ἡ μακραίωνη αὐτὴ ἐκκλησιαστικὴ τέχνη, τῆς ὁποίας ἐλάχιστα στοιχεῖα παρουσιάσαμε, δημιούργησε μιὰ μεγάλη πολιτισμικὴ παράδοση, ποὺ μαζὶ μὲ τὴ διδασκαλία, τὸ ἦθος καὶ τὸ ἑορτολόγιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔχει ποτίσει ὡς ρεῦμα ζωῆς τὸ λαό μας κι ἔχει καθορίσει σημαντικὲς πλευρὲς τοῦ βίου του, δημιουργώντας ἕναν ὀργανικὸ σύνδεσμο μεταξὺ λαϊκῆς ζωῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης. Ὅπως ἔχει γράψει ὁ Μίκης Θεοδωράκης, «τὸ νταούλι συντόνιζε στὸ τσάμικο καὶ στὸ καλαματιανὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἕλληνες ποὺ χάρις στὸ πλῆθος τῶν ἁγίων τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν ὑπῆρχε ἑβδομάδα χωρὶς πανηγύρι, τραγούδι καὶ χορό»[21]. Μερικὲς πλευρὲς αὐτῆς τῆς βαθιᾶς καὶ ἀδιάσπαστης σχέσης τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ μας θὰ παρουσιάσουμε στὴ συνέχεια, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ γλῶσσα, διὰ τῆς ὁποίας ὁ λαὸς δὲν ἐκφράζεται ἁπλῶς ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ τὸν κόσμο του. Στὴ λαϊκὴ γλῶσσα ἔχουν περάσει καὶ ζοῦν ἑκατοντάδες παροιμιακὲς φράσεις, ποὺ πηγάζουν εἴτε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ εἴτε ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτελοῦν ἀληθινὸ πλοῦτο γιὰ τὴ γλῶσσα μας. Φράσεις, ὅπως «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», «ἄγνωστοι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου», «ἀκρογωνιαῖος λίθος», «ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα», «ἄξιος ὁ μισθός σου», «ἀπεταξάμην τὸν σατανᾶ», «ἀπολωλὸς πρόβατον», «ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Νῶε», «ἂς ὄψεται ὁ αἴτιος», «ἔγινε τὸ ἀνάστα ὁ Κύριος», «θρῆνος καὶ ὀδυρμός», «γύρισε ὁ ἄσωτος υἱός», «δὲν ξέρει ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου», «ἐπὶ ξύλου κρεμάμενος», «εἶπα καὶ ἐλάλησα», «εἰρήνη ὑμῖν», εἶναι μόνο ἕνα πολὺ μικρὸ δεῖγμα, ποὺ δείχνει πόσο ἡ ὁμιλούμενη γλῶσσα ἔχει ποτιστεῖ ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο καὶ κατ’ ἐπέκταση πόσο ἡ ζωὴ τοῦ λαοῦ ἔχει χαραχτεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Κοντὰ στὴ γλῶσσα εἶναι καὶ οἱ ἀξίες ποὺ προβάλλει ἡ Ἐκκλησία καὶ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς εἶναι ὁ καθαυτὸ πολιτισμὸς τῆς καθημέραν ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία μὲ ὅλους τους τρόπους καὶ ὅλα τὰ μέσα ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή της, ἐπὶ δύο χιλιετίες τώρα, κηρύττει τὴν ἀγάπη, τὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλη τη δημιουργία, τὴν ἁπλότητα καὶ λιτότητα τοῦ βίου, τὴν πίστη, τὴν εἰρήνη, τὴ συναδέλφωση τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἐλπίδα, τὴ μακροθυμία, τὴ συγχωρητικότητα, τὴν ταπεινότητα, τὴν ἀλληλεγγύη, τὴν πραότητα, τὴν καλοσύνη, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀλληλοβοήθεια. Ἔτσι, κάθε ὁμιλία, κάθε κήρυγμα ποὺ γίνεται καὶ κάθε θεολογικὸ βιβλίο ποὺ γράφεται σήμερα καὶ ἀποβλέπει στὴν ἐμπέδωση αὐτῶν τῶν μεγάλων ἀξιῶν τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ κοινωνικὸ σῶμα εἶναι μιὰ πράξη προαγωγῆς τοῦ πολιτισμοῦ τῆς καθημερινότητας. Ἡ Ἐκκλησία μὲ αὐτὲς τὶς ἀξίες της ὄχι μόνο ἐκπολιτίζει καὶ ἐξανθρωπίζει τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καὶ τοῦ δείχνει τὸ δρόμο πρὸς τὴ θέωση, τὸν ἔσχατο σκοπὸ τῆς ζωῆς. Ἡ ἴδια ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰδικὰ ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ χῶρος ὅπου συγκεφαλαιώνονται καὶ πραγματώνονται ὅλες αὐτὲς οἱ ἀξίες, ἀφοῦ γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, τὴν Ἁγία Τράπεζα, οἱ χριστιανοὶ πραγματώνουν τὴν ἑνότητά τους, γίνονται «ἐκκλησία», ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὶς διαφορὲς ποὺ τοὺς χωρίζουν καὶ ζῶντας ὡς ἀληθινοὶ ἀδελφοί.
Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε καὶ στὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας, ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς μεγάλες στιγμὲς τοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων: γέννηση, βάπτιση, γάμος, θάνατος. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τελειώνει στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὁποία ὅλες αὐτὲς οἱ μεγάλες στιγμὲς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς δὲν εἶναι ἁπλῶς κοινωνικὰ γεγονότα ἀλλὰ μυστήρια, ποὺ ἔχουν μιὰ ἱερότητα, καὶ γι’ αὐτὸ τὰ εὐλογεῖ μὲ ἀγάπη, προσανατολίζοντας τὸ σύνολο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς πρὸς τὴν αἰωνιότητα.
Σταχυολογῶ πρόχειρα μερικοὺς στίχους ἀπὸ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Κρήτης γιὰ τὸ γάμο καὶ τὴ βάπτιση, ἐμποτισμένα ἀπὸ τὴν ἱερολογία καὶ τὴν πράξη τῶν ἀντίστοιχων τελετῶν:
Α. Τοῦ γάμου:
Ἄνοιξε πόρτα τσ’ Ἐκκλησᾶς, ἄνοιξε κι ἀποδέξου,
μιὰ κόρη κι ἕνα νιὸ γαμπρὸ τὸ γάμο τους νὰ κάμουν.
Ἄνοιξε πόρτα τ’ οὐρανοῦ, πόρτα τοῦ παραδείσου
νὰ κατεβοῦν οἱ ἄγγελοι τὴ νύφη νὰ βλοήσουν.
Βλόγα, παπᾶ, τὰ στέφανα, κουμπάρε ἄλλαξέ τα
πές τωνε εὐκὲς καὶ δός τωνε γλυκὸ κρασὶ νὰ πιοῦνε,
νὰ πιοῦν κι οἱ καλεσμένοι των.
Ὀκτὼ παπάδες ψάλλουνε κι ἐννιὰ κανοναρχοῦνε,
ἐσένα μαυρομάτα μου ἤρθανε κι εὐλογούνε[22].
Β. Τῆς βάπτισης:
Νὰ ζήσει ὁ νεοφώτιστος μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη
στὴ μάνα καὶ στὸν κύρη του καὶ στὸ χωριὸ καμάρι.
Νὰ ζήσει ὁ νεοφώτιστος κι ὁ Θιὸς νὰ τοῦ τ’ ἀξώσει
χίλια κοντάρια μάλαμα στὸ σπίτι νὰ μαζώξει.
Νὰ ζήσει ὁ νεοφώτιστος, σὰν τὰ βουνὰ ν’ ἀσπρίσει
σὰν τὴν ἀμυγδαλιὰ ν’ ἀνθεῖ καὶ νὰ πολυκαρπίσει[23].
Ὅμως ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ καὶ ὅλες τὶς ἄλλες πλευρὲς τῆς ζωῆς, ὅλα τὰ τίμια ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ μέσῳ αὐτῶν εὐλογεῖ τὴν ἴδια τὴν ὕλη, τὸν ὑλικὸ κόσμο. Οἱ παλιότεροι χριστιανοί, περισσότερο ἀπὸ ὅσο σήμερα, ἄρχιζαν ὅλες τους τὶς ἐργασίες μὲ ἕναν ἁγιασμό. Ἔτσι, στὸ Εὐχολόγιο ὑπάρχουν εὐχὲς γιὰ τὴ θεμελίωση σπιτιοῦ, γιὰ τὴν εὐλόγηση τοῦ σπόρου, γιὰ τὸ φύτεμα ἀμπελιοῦ, γιὰ τὸν τρυγητό, γιὰ τὸ ἄνοιγμα πηγαδιοῦ κ.ἄ., γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει πόσο ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν μέσα στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καί, εὐλογώντας τὸν ἀνθρώπινο μόχθο, μπόλιαζε τὰ προϊόντα τους μὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε «ἱερό»: τὸ ψωμί, τὸ νερό, τὸ κρασὶ δὲν ἦταν ἁπλῶς προϊόντα πρὸς κατανάλωση· ἦταν τὰ μέσα γιὰ τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἱερότητα τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία «ἱεροποιεῖ» τὸν κόσμο, τὸν ἀποκαθιστᾶ στὴν πρωταρχικὴ λαμπρότητα καὶ ἀθωότητα καὶ τοποθετεῖ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ὡς οἰκονόμο καὶ διαχειριστή. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ἐξαγιασμένος μὲ τὰ Μυστήρια, μπορεῖ νὰ δημιουργήσει μιὰ βαθιά, ἀγαπητικὴ σχέση μὲ τὸν ὑλικὸ κόσμο, χωρὶς νὰ ἀλλοτριώνεται ἀπὸ αὐτὸν ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἐξουσιάζει καὶ νὰ τὸν καταστρέφει.
Τελειώνω αὐτὴ τὴν περιδιάβαση στὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν καθημέραν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, μὲ μιὰ σύντομη ἀναφορὰ στὸν ἐορτολογικὸ κύκλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ ἔθιμα ποὺ σχετίζονται μὲ αὐτόν. Εἶναι γνωστὸ ὅτι παλαιότερα, ἀλλὰ ἐν πολλοῖς καὶ σήμερα, οἱ ἄνθρωποι κανόνιζαν τὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες τους μὲ βάση τὸν κύκλο τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σπορὰ π.χ. ἄρχιζε στὶς 14 τοῦ Σεπτέμβρη, τὴν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ, μὲ τὴν εὐλόγηση τοῦ σπόρου ἀπὸ τὸν ἱερέα, ἐνῷ ἡ μέση τῆς περιόδου τῆς σπορᾶς προσδιοριζόταν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Παναγίας τῆς Μεσοσπορίτισσας, δηλαδὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Πλῆθος εἶναι τὰ ἔθιμα ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς μεγάλες ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τῶν Φώτων, τοῦ Πάσχα, τῆς Πεντηκοστῆς, τοῦ Δεκαπενταύγουστου καὶ ἀποτελοῦν κομμάτι τῆς ζωῆς τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Μποροῦμε π.χ. νὰ φανταστοῦμε Χριστούγεννα δίχως τὰ κάλαντα ἢ χωρὶς τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων τὰ Φῶτα; Τὴν ἴδια σημασία ἔχουν καὶ τὰ πανηγύρια, ὅταν ὁ λαὸς τιμᾶ τοὺς ἁγίους του. Στὰ πανηγύρια αὐτὰ διασώθηκε ἀτόφιος ὁ ὀρθόδοξος λαϊκὸς πολιτισμός: οἱ δημοτικοὶ χοροί, τὰ δημοτικὰ τραγούδια, τὸ κοινὸ φαγητό, ἡ ἐπίλυση τῶν διαφορῶν ἐνώπιον τῆς εἰκόνας τοῦ ἁγίου κ.ἄ.[24]. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς νηστεῖες της, ποὺ συμπορεύονται ἀπόλυτα μὲ τὴν ἐποχικὴ παραγωγὴ τῶν προϊόντων, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐπιδράσει καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιδρᾶ στὴ διατροφὴ τῶν ὀρθοδόξων ἔτσι, ὥστε ἡ νηστεία, ἐκτὸς τῆς σημασίας της γιὰ τὸν ἔλεγχο ἐπὶ τῶν παθῶν, νὰ ἀποτελεῖ καὶ σήμερα, μαζὶ μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ ποὺ προβάλλει ἡ Ἐκκλησία, τὴν πιὸ σωστὴ ὁδὸ γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ὑγείας.
Ἐπιλογικό
Δοκίμασα μὲ ὅλα ὅσα προηγήθηκαν νὰ ἀνιχνεύσω καὶ νὰ παρουσιάσω μὲ πολλὴ συντομία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ ἐνάργεια τὸ ἀποτύπωμα τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ἐν γένει. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι τὸ ἀποτύπωμα, τὸ χνάρι αὐτὸ εἶναι βαθύ, ὅπως καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ σβήσει χωρὶς νὰ ἀλλοιώσει τὴν ἑλληνικότητά μας καὶ νὰ διαλύσει τὴν ταυτότητά μας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν φοβήθηκε ποτὲ οὔτε καὶ φοβᾶται νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὶς πολιτισμικὲς προκλήσεις, ὅταν αὐτὲς παρουσιάζονται, ἀλλὰ προσλαμβάνει, θεραπεύει, ἐξαγιάζει καὶ ὑπερβαίνει τὸν πολιτισμό, ὅπως τὸ ἔπραξε π.χ. κατὰ τὴ συνάντησή της μὲ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, παράγοντας τὸ δικό της πολιτισμό. Ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς εἶναι ζωντανός, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τοῦ λαοῦ μας, διότι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μουσειακὸς χῶρος, δὲν εἶναι θρησκεία οὔτε ἰδεολογία, ἀλλὰ ζῶσα πραγματικότητα, φορέας ζωῆς ἀληθινῆς, ποὺ δὲν προσεγγίζεται νοησιαρχικά, ἀλλὰ βιώνεται μὲ τὴ συμμετοχὴ σ’ αὐτήν. Ἡ πίστη καὶ τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ παραφράσω τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, ἔχουν σφραγίσει τὸ σῶμα τοῦ λαοῦ. Γιὰ ὅποιον δὲν κατανοεῖ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ἡ προκατάληψη εἶναι πολὺ κακὸς σύμβουλος. Λοιπόν, «στῶμεν καλῶς»!.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Κείμενο ὁμιλίας στὴν αἴθουσα ΑΝΔΡΟΓΕΩ τοῦ Δήμου Ἡρακλείου τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2017.
[2] Χρῆστος Γιανναρᾶς, «Ἐκκλησία καὶ Πολιτισμός», περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ. 88, Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2003, σ. 17.
[3] ΣΥΝΑΞΗ, ὅ.π. σ. 4.
[4] Σοφία Σταύρου-Κλεμάν, «Παγκοσμιότητα καὶ Ἐνσάρκωση: στὸ σταυροδρόμι τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Πολιτισμοῦ», περ. ΣΥΝΑΞΗ, ὅ.π. σ. 22.
[5] Νῖκος Ματσούκας, «Πολιτισμὸς καὶ ἐκκλησιαστικὴ ταυτότητα», περ. ΣΥΝΑΞΗ, ό.π.. σ. 8.
[6] Νῖκος Ματσούκας, ό.π. σ. 7.
[7] Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1983, σ. 183-184.
[8] Θέση τοῦ Βρετανοῦ Ἔντοναρντ Μπάρνετ Τέιλορ (λῆμμα «πολιτισμὸς» στὴ Vikipedeia
[9] Περ. ΣΥΝΑΞΗ, ὅ.π. σ. 3.
[10] Σοφία Σταύρυυ-Κλεμάν, ὅ.π. σ. 21.
[11] Γαλ. 3, 28.
[12] Α’ Κορ.13.
[13] Δοκιμές, τόμος δεύτερος, Ἀθήνα 1984, σ. 14.
[14] Ώς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος, Ἀθήνα 1987, σ. 94.
[15] Ἄγγελος Καλογερόπουλος, «Μεταξὺ ἐρημίας καὶ πόλεως» περ. ΣΥΝΑΞΗ, ὅ.π. σ. 34.
[16] Νῖκος Ματσούκας, «Πολιτισμὸς καὶ ἐκκλησιαστικὴ ταυτότητα». ΣΥΝΑΞΗ, ὅ.π. σ. 8.
[17] Τά Ἄπαντα, τοῦ Ἀλεζάνδρον Παπαδιαμάντη, ἐπιμέλεια Γ. Βαλέτα, τόμος πέμπτος. Ἐκδοτικὸς οἶκος «Χρίστος Γιοβάνης», Ἀθῆναι, 1972, σσ. 378-379.
[18] Γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς δανείζομαι τὴ φράση τοῦ Παπαδιαμάντη: «Ὀφείλω νά. τοὺς πληροφορήσω, ὅτι τοῦτο (δηλ ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ κλίμακα) οὐδὲν ἄλλο εἶναι εἰμὴ τὸ α,β,γ,ο, ὥστε μυκτημίζοντες τὸ πά-βοῦ-γά-ὅι, αὐτὸ τὸ ἑλληνικὸν ἀλψάβητον μυκτημίζουπιν.» Τὰ Ἄπαντα, ὅ.π. σσ. 372-373.
[19] Ὁ καθρέπτης καὶ τὸ μαχαίρι, Ἀθήνα 1983, σ. 219.
[20] Γιὰ τὴ σχέση τῆς χριστιανικῆς λατρείας μὲ τὸ ἀρχαῖο δρᾶμα δές: Ἰωσὴφ Βιβιλάκη, «Ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δρᾶμα καὶ χριστιανικὴ λατρεία», στὸν τόμο Χριστιανικὴ λατρεία καὶ εἰδωλολατρία, Πρακτικὰ στ’ Πανελλήνιου Λειτουργικοῦ Σνμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Κλάδος Σχέσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καὶ Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2005, σ. 307-338.
[21] Ἀνατομία τῆς μουσικῆς, Ἀθήνα 1983, σ. 219.
[22] Γιάννη Παυλάκη, Κρητικὴ δημοτικὴ ποίηση, Ριζίτικα, Ἀθήνα 1997, σ. 309.
[23] Γιάννη Παυλάκη, ὅ.π. σ. 319-320.
[24] Ἡ σχέση τῶν ὀρθοδόξων μὲ τοὺς ἁγίους εἶναι τέτοια, ποὺ ἔκαμε τὸ στρατηγὸ Μακρυγιάννη νὰ «κλείσει συμφωνία μὲ τὸν ἅγιο».
Ἀπὸ τὸ «Ἐνοριακὸ Δελτίο» ἀρ. 107 (Σεπτέμβριος 2018) τὸ ὁποῖο ἐκδίδει ἡ ἐνορία τοῦ Ἁγίου Τίτου στὸ Ἡράκλειο Κρήτης.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι δημιουργία του Γιώργου Κόρδη, από την ενότητα έργων “Ο ήλιος ο ηλιάτορας” (1999).
Θὰ πρέπει ἐξαρχῆς νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι ἄσαρκη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει, ὅπως δὲν ὑπάρχει ἄσαρκος Χριστός.
ΑΥΤΉ ΕΊΝΑΙ Η ΜΟΊΡΑ ΤΏΝ ΑΙΡΈΣΕΩΝ ΚΑΊ ΤΏΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΏΝ ΟΡΓΑΝΏΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΓΕΜΙΣΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΑΣΑΡΚΑ ΠΟΙΟΥΝ ΠΑΝΤΑ.
ἄρθρο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἰεροθέου,
Ἕκτον. Πρέπει νὰ γίνη ἀντιληπτὸ ὅτι δὲν εἶναι ὀρθὸ στὴν θεωρία περὶ πολιτισμῶν νὰ ἀντιπαραβάλλουμε τὴν ἄποψη ὅτι καὶ ἐμεῖς ἔχουμε ἕναν Ὀρθόδοξο πολιτισμό. Πρόκειται, πιστεύω, γιὰ ἀλλοίωση τῆς παραδόσεώς μας. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι πολιτισμός, ἀλλὰ Ἐκκλησία, μία ὁρισμένη Κοινότητα, τὸ Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὴν Ἐκκλησία, βέβαια, ἀναπτύσσεται καὶ ἕνας ἰδιαίτερος πολιτισμὸς (ἁγιογραφία, ἀρχιτεκτονική, μουσική, παραδόσεις, τρόπος ζωῆς κ.λ.π.), ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο πολιτισμός, ἔστω καὶ ὁ καλύτερος καὶ τελειότερος. Εἶναι κάτι ἄλλο βαθύτερο· ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν θέωση.
Χρωστᾶμε εὐγνωμοσύνη στὸν Καθηγητὴ π. Ἰωάννη Ῥωμανίδη ποὺ ὑπῆρξε πρωτοπόρος στὴν προσπάθεια τῆς ἀφυπνήσεώς μας αὐτῆς, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅσους τὸν ἀκολούθησαν, ὅπως τὸν π. Γεώργιο τὸν Μεταλληνὸ κ.ἂ., οἱ ὁποῖοι “μᾶς ἄνοιξαν τὰ μάτια” καὶ ἀποκτήσαμε γνώση τῆς αὐτοσυνειδησίας μας.
2 σχόλια:
καλέ τι λές; τι άσαρκα και κολοκύθια στο πάτερο; εμείς ξέρουμε ένα σωρό ρασοφόρους που τρελαίνονται για σώματα νέων και ωραίων πιστών...
Καί τό πάθος τής πορνείας άσαρκο είναι. Σκέψου, γιατί ερεθίζονται οι άνδρες μέ τά σκίτσα;
Τό πάθος δέν έχει επιθυμία. Είναι σκοτεινό, καταστροφικό τής τάξης τής φύσεως.Οι γέροι τίς νιές, οι παιδοβιαστές......
Δημοσίευση σχολίου