Συνέχεια από: Παρασκευή 3 Μαίου 2019
O ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
O ΗΘΙΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Του Pierre Aubenque.
VIII. Τύχη και Επικαιρότης τής Αριστοτελικής ηθικής.
Ηθική τής ισορροπίας και τής αρμονίας, η αριστοτελική ηθική χρειάστηκε σύντομα να ανταγωνιστεί τα άλλα ηθικά συστήματα τής αρχαιότητος. Αλλά ενώ αυτά τα τελευταία τοποθετούσαν ξεκάθαρους σκοπούς για την ανθρώπινη πράξη, την αρετή-επιστήμη, ο Πλατωνισμός, την ορθή και σωστή πρόθεση ο στωϊκισμός, η αριστοτελική επεξεργασία ήταν πολύ σύνθετη και πολύπλευρη ώστε να γίνει κατανοητή η ιδιαιτερότητά της. Απο το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης πρότεινε το σωστό μέσον στην χρήση των παθών και δέν απέκλειε τα εξωτερικά αγαθά στον ορισμό τού ύψιστου αγαθού, βγήκε το συμπέρασμα ότι η ηθική του ήταν μέτρια, μεσαία, μακρυά απο τον Πλατωνικό ιδεαλισμό και απο τον Στωϊκό ασκητισμό, πολύ κοντά δέ σ' αυτό το αγαπητό και προσβάσιμο που διαθέτει η ηθική τής ηδονής του Επίκουρου. Σχετικά μ'αυτό το τελευταίο σημείο, το κριτήριο αυτό σήμαινε ανεπίγνωστα την αστοχία να αναγνωρισθεί ότι "το σωστό μέσον" του Αριστοτέλη είναι μία "κορυφή" η οποία κατακτάται πολύ δύσκολα και ότι ο αριστοτελικός ευδαιμονισμός διακρίνεται με δύναμη απο τον ηδονισμό των Επικούρειων λόγω του Πρωτείου που αποδίδει στην θεωρητική κλίση του ανθρώπου.
Η Χριστιανική Δύση, όταν θα προσπαθήσει να ξανασυνδεθεί με την εθνική φιλοσοφική παράδοση, θα επανέλθει στον πλατωνισμό, περισσότερο απο οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία τής αρχαιότητος, πιστεύοντας ότι είναι ένας πρόδρομος τής πνευματικότητος της. Δέν είναι τυχαίο που ο Άγιος Αμβρόσιος (ΙΙΙ-ΙV αιών) θα επαναλάβει απο τον Πλάτωνα την λίστα των τεσσάρων κύριων αρετών (δικαιοσύνη, θάρρος, δύναμη, και φρόνηση), η οποία προσέφερε το πλεονέκτημα να αποδίδει στην δικαιοσύνη, αρετή της τάξεως, μία υπεροχή, η οποία απο τότε και στο εξής θα δικαιολογούσε την παραμονή της στον Θείο Νόμο.
Εάν, ξεκινώντας απο τον ΧΙΙΙ αιώνα, ο αριστοτελισμός γίνεται με τον Ακινάτη η εννοιολογική δομή της Χριστιανικής μεταφυσικής, αφού είχε γίνει ήδη για τους ισλαμιστές Σούφι, αυτό οφείλεται σε λόγους που πολύ λίγη σχέση έχουν με την Ηθική. Αλλά ο Ακινάτης είδε στην αριστοτελική ηθική ένα μέσον για να καταστήσει νοησιαρχικά τον ηθικό κανόνα, για να επιβεβαιώσει την ορθολογική αυτονομία και το "φυσικό" θεμέλιο, χωρίς να αποκλείσει ταυτοχρόνως το έσχατο θεμέλιο του στον Θείο νόμο (lex divina). Στο επίπεδο που της αναλογεί η φρόνηση, μεταλλαγμένη σε σύνεση, είναι η "ορθή γνώση αυτού που πρέπει να γίνει". Υποτιμώντας την επιλογή των μέσων ο Ακινάτης, τοποθετεί την λειτουργία της στην πρόσληψη τής ιδιαίτερης περιπτώσεως κάτω απο τον γενικό κανόνα, δηλαδή στον καθορισμό τού ελάχιστου στον πρακτικό συλλογισμό. Αλλά, κάτω απο την συνθήκη της ευθύτητος του σκοπού και μέσω κατάλληλων νοητικών διαμεσολαβήσεων, τα πάντα υπόκεινται στον γενικό κανόνα, ακόμη και πράξεις που μοιάζουν να αντιφάσκουν. Έτσι η σύνεση κινδυνεύει να μειωθεί σε μία περιπτωσιολογία η οποία, στο εσωτερικό τής ίδιας τής Καθολικής Εκκλησίας, χρεώθηκε πολύ συχνά στην αριστοτελική επιρροή και αμφισβητήθηκε πολύ έντονα απο τα ρεύματα σκέψης που πήγαζαν απο τον Αυγουστίνο, όπως ο Γιανσενισμός στην Γαλλία.
Τοιουτοτρόπως, τον ΧVII αιώνα η ηθική τού Αριστοτέλη μειώνεται σε μία τέχνη κοσμικής φρονιμάδας, σε μία ικανότητα εκμετάλλευσης των καταστάσεων και των ανθρώπινων επιτευγμάτων πρός ίδιον όφελος και στην ανάδειξη τού υποκειμένου στην κοινωνία. Κατέληξε λοιπόν κάτω απο το όνομα "πραγματολογία" και αντιστοιχούσε σε ένα κεφάλαιο της φιλοσοφικής προπαίδειας που απευθύνετο στους αυλικούς και στους κοσμικούς.
Ταυτοχρόνως, η ανάπτυξη της μαθηματικής επιστήμης, προσφέροντας στην σκέψη ένα αυστηρό και ακριβές επιστημολογικό μοντέλο, φαινόταν να υποβιβάζει σε ένα κατώτερο επίπεδο τις θεωρίες, που τις χαρακτήριζε πλέον η αληθοφάνεια, γύρω απο την ανθρώπινη φύση και τις αξιολογήσεις, οι οποίες εμφανιζόταν απλώς σαν πιθανές, οι οποίες θα επέτρεπαν απλώς στον άνθρωπο να κατευθυνθεί σωστά σ'αυτή την ζωή. Η ηθική, μία σπουδή ανυπότακτη σε κάθε μαθηματική συστηματοποίηση, έμοιαζε καταδικασμένη να εξαφανιστεί λόγω της ανακρίβειας της, παρότι ο Αριστοτέλης την είχε προσλάβει σαν ένα ιδιαίτερο μέρος της πρακτικής φιλοσοφίας. Στην προοπτική των μοντέρνων η ηθική έπρεπε να μεταλλαχθεί σε ένα απλό συμπλήρωμα σε μία επιστημονική θεωρία της φύσεως, να εξαφανιστεί δηλαδή σαν διανοητική σπουδή. Εναντίον αυτού του δυαλισμού, ο οποίος έμοιαζε να αποκλείει τα ανθρώπινα πράγματα απο την επιστήμη και την νόηση, υψώθηκε η διαμαρτυρία του Vico.
Στο βιβλίο του "De nostri temporis studiorum ratione" του 1708, γράφει με κάποια θλίψη ότι "μοναδικός σκοπός των μελετών σήμερα είναι η αλήθεια: και γι'αυτό μας ενδιαφέρει να ερευνήσουμε την φύση που μας περιβάλλει, διότι μας φαίνεται βέβαιη, και όχι την ανθρώπινη φύση μας η οποία λόγω τής ελευθερίας τής βουλήσεως κατήντησε αβέβαιη". Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Vico, η επιστήμη βρίσκει εμπόδιο απο δύο περιορισμούς: δέν μπορεί να κυριαρχήσει μέσω της τεχνολογίας την φύση και να την υποτάξει στις απέραντες επιθυμίες του ανθρώπου, διότι η φύση δέν είναι μόνον ένα αντικείμενο ανάλυσης και χειραγώγησης, είναι επίσης μία λεπτή ισορροπία, η οποία δέν μπορεί να βιασθεί. Και επιπλέον, όσον αφορά την ανθρώπινη φύση, η επιστήμη πρέπει να αποδεχθεί "αληθοφανείς συλλογισμούς" οι οποίοι εξαρτώνται περισσότερο απο την ρητορική, απο την ποίηση και απο την ιστορία, και όχι απο τις ακριβείς ειδικότητες στις οποίες λανθασμένα η παιδεία σήμερα δίνει το πρωτείο. Σχετικά δέ με τον πρακτικό κανόνα, δέν μπορεί να τον προσφέρει η επιστήμη, αλλά μία πιό ταπεινή γνώση, υποστηριζόμενη απο τα συμβεβηκότα, την τυχαιότητα. Μία γνώση που δίνει την ευτυχία, ποιός μπορεί να την διαθέσει; ο Vico διατηρεί γι'αυτή την γνώση το αριστοτελικό όνομα της "φρόνησης".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου