Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Ο γερμανικός μονόδρομος

Για τη Γερμανία είναι πλέον καταναγκαστική η μετατροπή των χρεών των άλλων κρατών απέναντι της σε οικόπεδα, ακίνητα, επιχειρήσεις κοκ. που τους ανήκουν, πριν αθετήσουν τις πληρωμές απέναντι της όπως θα συμβεί νομοτελειακά όταν ξεσπάσει η επόμενη κρίση – άρα η οικονομική τους κατοχή, όπως στο θλιβερό παράδειγμα της Ελλάδας.
Οικονομικές ερμηνείες
Η αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 ήταν η αύξηση των χρεών του ιδιωτικού τομέα σε μία σειρά χωρών, κυριότερη των οποίων ήταν οι Η.Π.Α. – ουσιαστικά με εξαίρεση την Ελλάδα, όπου η αιτία ήταν το δημόσιο χρέος, σε συνδυασμό με τα ξαφνικά τεράστια ελλείμματα του προϋπολογισμού της ελέω ΕΛΣΤΑΤ.



Η αύξηση του ιδιωτικού χρέους δεν ήταν πλέον «υποφερτή» από την οικονομία, οπότε συνέβη αυτό που πάντοτε συνέβαινε, όταν υπερέβαινε τα ανώτατα όρια – όπως στο παράδειγμα της Μεγάλης Ύφεσης του 1929, των κρίσεων της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του 1980, του ιαπωνικού κραχ το 1990, των τραπεζικών κρίσεων στη Σκανδιναβία αμέσως μετά, της ασιατικής κρίσης το 1997 κοκ.
Ο δρόμος τώρα που θα οδηγούσε στην εξυγίανση ήταν λογικός και νομοτελειακός – αφού όταν το βουνό του χρέους δεν είναι πλέον δυνατόν να εξυπηρετηθεί από μία οικονομία, τότε υπάρχει μία και μοναδική λύση: ο περιορισμός του, η απομόχλευση του όπως συνήθως αποκαλείται, η «αποδόμηση» των χρεών. Το πρόβλημα όμως είναι ο τρόπος, με τον οποίο θα επιτευχθεί – όπου εν προκειμένω οφείλει κανείς να γνωρίζει το σύνολο των χρεών μίας χώρας, ιδιωτικών και δημοσίων, ως προς το ΑΕΠ της.
Στην περίπτωση των Η.Π.Α., το συνολικό χρέος ως προς το ΑΕΠ το 2007 ήταν της τάξης του 375% – οπότε, εάν ήθελε κανείς να το μειώσει, θα έπρεπε είτε να αυξηθεί ο παρανομαστής του κλάσματος Χρέος/ΑΕΠ, είτε να μειωθεί ο αριθμητής. Για να επιτευχθεί τώρα κάτι τέτοιο, υπάρχουν μόνο οι εξής τέσσερις τρόποι:
(α)  Οι οφειλέτες αρχίζουν να εξοφλούν σταδιακά τις υποχρεώσεις τους, χωρίς να δημιουργούν καινούργιες – οπότε ο αριθμητής του κλάσματος μειώνεται.
(β)  Ένας μεγάλος αριθμός οφειλετών δηλώνουν επίσημα τη χρεοκοπία τους, οπότε οι τράπεζες υποχρεώνονται να αποσβέσουν τις απαιτήσεις τους – με αποτέλεσμα να γίνεται ξανά μικρότερος ο αριθμητής, εις βάρος όμως των τραπεζών.
(γ)  Τα κράτη προσπαθούν με τη βοήθεια των διαρθρωτικών αλλαγών να αυξήσουν το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας τους – οπότε αυξάνεται ο παρανομαστής.
(δ)  Τα κράτη, με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών, προσπαθούν να τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό, έτσι ώστε να αυξηθεί ο ονομαστικός ρυθμός ανάπτυξης (ονομαστικός = πραγματικός + πληθωρισμός) – οπότε αυξάνεται επίσης ο παρανομαστής.
Συμπερασματικά λοιπόν υπάρχουν μόνο οι παραπάνω λύσεις, όσον αφορά την καταπολέμηση των βουνών των χρεών, οι οποίες φυσικά μπορούν να συνδέονται μεταξύ τους – κάθε μία όμως από αυτές έχει παρενέργειες, οι οποίες πολύ συχνά προβλέπονται δύσκολα.
Ειδικότερα, εάν επιλεχθεί ο πρώτος τρόπος, προκαλείται η γνωστή μας ύφεση ισολογισμών όπου, στην προσπάθεια να περιορίσουν τα χρέη τους όλοι μαζί οι καταναλωτές, προκαλείται ύφεση – με αποτέλεσμα να μειώνεται ο παρανομαστής του κλάσματος (ΑΕΠ), συνήθως γρηγορότερα από τον αριθμητή (Χρέος), οπότε το αποτέλεσμα να είναι χειρότερο. Κλασσικό παράδειγμα εν προκειμένω είναι η Ιαπωνία της εποχής του 1990 – με την ύφεση έκτοτε να μην έχει αντιμετωπισθεί, παρά τις τεράστιες προσπάθειες της χώρας, με επακόλουθο το δημόσιο χρέος της να φτάσει στο 250% του ΑΕΠ.
Με το δεύτερο τρόπο τώρα πολλές τράπεζες κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν, οπότε τα κράτη υποχρεώνονται να τις διασώσουν – με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα δημόσια χρέη, συχνά περισσότερο από τον περιορισμό των ιδιωτικών, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται το ΑΕΠ.
Ο τρίτος τρόπος ακούγεται μεν ευχάριστα, αλλά ξεχνάει κανείς πως απαιτούνται πολλά χρόνια για να αποδώσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές – ενώ, σε βραχυπρόθεσμο διάστημα, προκαλούν ύφεση στην οικονομία, λόγω κυρίως της αύξησης της ανεργίας.
Παράδειγμα εδώ οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, στις οποίες επιβλήθηκε επί πλέον η εσωτερική υποτίμηση λόγω του ευρώ – αν και η αιτία της κρίσης αρκετών από αυτές, με εξαίρεση την Ισπανία και την Ιρλανδία, ήταν οι ασυμμετρίες που προκάλεσε το κοινό νόμισμα (αύξηση των πλεονασμάτων της Γερμανίας, της Ολλανδίας κοκ. εις βάρος κυρίως των χωρών του Νότου – ανυπαρξία ενός μέσου που θα υποκαθιστούσε τον εξισορροπητικό μηχανισμό των νομισματικών ισοτιμιών, όπως η δημοσιονομική ένωση).
Ο τέταρτος τρόπος ακούγεται εν πρώτοις ως ο λιγότερο επώδυνος, συγκριτικά με όλους τους άλλους – αφού το πρόβλημα των χρεών καταπολεμάται με το μονεταρισμό τους (ανάλυση). Εν τούτοις, η εξυγίανση εδώ επιτυγχάνεται εις βάρος των δανειστών, καθώς επίσης των καταθετών – επειδή η πραγματική αξία των δανείων ή των αποταμιεύσεων, σε όρους αγοραστικής αξίας δηλαδή, μειώνεται, λόγω του πληθωρισμού.
Με δεδομένο δε το ότι, ο μεγαλύτερος δανειστής στην Ευρωζώνη είναι η Γερμανία, ενώ οι Πολίτες της διατηρούν τα περιουσιακά τους στοιχεία κυρίως σε αποταμιεύσεις, η χώρα τοποθετείται εναντίον – οπότε δεν είναι η λύση αυτή εύκολα εφικτή, αφού η Γερμανία ηγείται πλέον απολυταρχικά της νομισματικής ένωσης.
Επομένως για τη Γερμανία είναι πλέον μονόδρομος η μετατροπή τω χρεών των άλλων κρατών απέναντι της σε οικόπεδα, ακίνητα, επιχειρήσεις κοκ. που τους ανήκουν πριν αθετήσουν τις πληρωμές απέναντι της όπως θα συμβεί νομοτελειακά όταν ξεσπάσει η επόμενη κρίση – άρα η οικονομική τους κατοχή, όπως στο θλιβερό παράδειγμα της Ελλάδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: