Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ – Ignace de la Potterie (7)

 Συνέχεια από Τρίτη, 11 Φεβρουαρίου  2020     
             IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
           Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
                    ΤΟΜΟΣ  1Ος
               Ο Χριστός και η αλήθεια
               Το Πνεύμα και η αλήθεια

ΙΙ. «Ακούειν» ή «θεωρείν» την αλήθεια.
Α. Η «εισακουσθείσα» αλήθεια του Θεού, κατά τον Ιωάννη 8,40

4. Το κατά Ιωάννη 8, 40 στο φως της αποκαλυπτικής.

Για να προσδιορίσουμε ευκρινέστερα τον φιλολογικό χώρο στον οποίο ανήκει το κατά Ιωάννη χωρίο, θα αναφέρουμε μερικά σχετικά αποσπάσματα που αφορούν στην αποστολή τής φανερώσεως που εμπιστεύθηκε ο Πατήρ στον Υιό: ο Πατήρ δείκνυσιν στον Υιό όσα ποιεί (5, 20)· ο Ιησούς αποκαλύπτει αυτά που ο Πατήρ του εδίδαξε 98, 28)· λέγει περί αυτών που οίδε (3, 11 και 8, 38) και δεν κάνει τίποτε «ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα» (5, 19)· λέγει στον κόσμο  ἃ ἤκουσε παρά τοῦ Πατρός (8. 26), αποκαλύπτει την αλήθεια ἣν ἤκουσε παρὰ τοῦ Θεοῦ (8, 40). Χαρακτηριστική σ’ αυτά τα χωρία είναι η αναλογία των ρημάτων «βλέπειν» και «ακούειν». Τα συναντάμε ακόμη και στον ίδιο στίχο: «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἑώρακεν καὶ ἤκουσεν, τοῦτο μαρτυρεῖ» (3, 32).
Σύμφωνα με τον R. Bultman η διατύπωση παραπέμπει στον γνωστικό μύθο: ένα θείο ον, προϋπάρχον και αντίστοιχο του Θεού, στέλνεται μεταξύ των ανθρώπων για να τους φέρει την αποκάλυψη και την ολοκλήρωση του έργου της σωτηρίας. Στα αποσπάσματα που αναφέρει ο Bultman δεν υπάρχουν οι έννοιες που συναντήσαμε στον άγιο Ιωάννη. Οι μοναδικές εκφράσεις που συγγενεύουν με το κείμενό μας βρίσκονται στις Ωδές του Σολομώντος. Και ακριβώς στα ποιήματα αυτά που τόσο πολύ συζητήθηκαν υπάρχει κάποιου είδους γνωστικιστική χροιά, καθώς και μια ορολογία που συγγενεύει με την σοφιολογική και αποκαλυπτική ιουδαϊκή παράδοση.
Θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε την πραγματική προέλευση του χωρίου στην ιουδαϊκή φιλολογική παράδοση. Ο Barret κάνει σχετικά μια επιτυχημένη αναφορά στο 3ο  Βιβλίο του Ενωχ, σύμφωνα με το οποίο ο Θεός αποκαλύπτει στον Μέτατρον όλα τα απόκρυφα και τα μυστικά του ουρανού και της γης, τα μυστικά της Σοφίας και τα βάθη του Νόμου· και δηλώνει: «Τον αποκάλεσα … γνώστη των μυστικών· διότι ως Πατέρας του απεκάλυψα όλα τα μυστικά· και όλα τα μυστήρια, του τα απεκάλυψα εν αληθεία» (48 C, 7 Odeberg, 169). Βρισκόμαστε εδώ στην καθεαυτό αποκάλυψη. Και μέσα στο σύνολο αυτής της παραδόσεως βρίσκουμε κυρίως τις πλέον εντυπωσιακές αναλογίες για να ερμηνεύσουμε τις έννοιες του Ιωάννη που προαναφέραμε.
Σύμφωνα με το 4ο Ευαγγέλιο, όπως είπαμε, αντικείμενο της αποκάλυψης του Ιησού είναι άλλοτε αυτό που άκουσε από τον Πατέρα και άλλοτε αυτό που είδε σ’  Αυτόν: τα δύο ρήματα αλληλοσυμπληρώνονται. Ακριβώς λοιπόν, τα δύο αυτά ρήματα «βλέπειν» και «ακούειν» έχουν συχνά στα απόκρυφα κείμενα πολύ στενή σχέση. Ο Ένωχ, ο Έσδρα και ο Μέτατρον, καθώς και άλλοι, απολαμβάνουν ουράνιες ενοράσεις των οποίων το μήνυμα απευθύνεται στους ανθρώπους· αυτά όμως τα συμβολικά οράματα παραμένουν μυστηριώδη και ακατανόητα εάν δεν ερμηνευτούν· γι’ αυτό, οι άνθρωποι αυτοί του Θεού λαμβάνουν συνήθως την ερμηνεία τους από τον άγγελο-διερμήνευα που τους οδηγεί. Ο Έσδρα ρωτά τον άγγελο Ουριέλ τι σημαίνει το όραμα της πενθούσας γυναίκας: «Είδα πράγματα που δεν αντιλαμβάνομαι και ακούω άλλα δυσνόητα… Και τώρα σας ικετεύω, εξηγήστε στον υπηρέτη σας το περιεχόμενο αυτής της αγωνίας. – Τότε, μου λέει: «Άκουσέ-με, θα σε διαφωτίσω, … διότι ο Ύψιστος σου αποκάλυψε ορισμένα μυστήρια» (4 Εσδρ., 10, 35-38). Σημαντική λεπτομέρεια που μας διαφωτίζει σχετικά με την επιλογή του λεξιλογίου στο 8, 40 του αγίου Ιωάννη: η ερμηνεία των ουρανίων μυστηρίων αποκαλείται πολύ συχνά «η αλήθεια». Ο άγγελος διερμηνέας λέει στον Δανιήλ: «Θα σου αποκαλύψω αυτό που είναι γραμμένο στο βιβλίο της αλήθειας… Θα σου αναγγείλω την αλήθεια»
( Δαν. 10, 21 και 11, 2)· και στον Ένωχ: «Ένωχ γιατί ρωτάς και επιθυμείς να μάθεις της αλήθεια; (την αλήθειαν φιλοσπουδείς;)» ( Εν., 21, 5).
Σε δύο ακόμη κείμενα από τις Ωδές του Σολομώντος εμφανίζεται ακριβώς η ίδια έκφραση με το χωρίο 8, 40. Εδώ επίσης «ακούειν την αλήθεια» αναλογεί σε ουράνια αποκάλυψη: «Χάρη σ’ Αυτόν (τον Κύριο) απέκτησα οφθαλμούς και είδα την αγία ημέρα του· απέκτησα ώττα και ήκουσα την αλήθεια (15, 3-5)· «Ακούστε τον λόγο της αλήθειας, και δεχθείτε την σοφία του Υψίστου … Γνωρίστε την σοφία μου, εσείς που με γνωρίσατε μέσα στην αλήθεια» (8, 9-12).
Δεν υπάρχει επομένως αμφιβολία: η διατύπωση του Ιωάννη «η αλήθεια που ήκουσα από τον Θεό», καθώς και άλλες παρόμοιες εκφράσεις, ανήκουν από φιλολογική άποψη στην εβραϊκή αποκαλυπτική παράδοση. Και ταυτόχρονα προσδιορίζεται και το περιεχόμενο και η σημασία τους. Η αποκαλυπτική αποστολή του Ιησού δεν θα μπορούσε να αναζητήσει επιτυχέστερο τρόπο έκφρασης: ήρθε στην γη για να μας φανερώσει αυτό που είδε και άκουσε στον ουράνιο κόσμο, από τον Πατέρα· και αυτή η αποκάλυψη είναι «η αλήθεια». Δεν υφίσταται δηλαδή εδώ η ελληνική «αποκάλυψη της αιώνιας πραγματικότητας», αλλά η φανέρωση των ουράνιων μυστικών, η αποκάλυψη των μυστηρίων του Θεού.        
Για να αντιληφθούμε ακριβώς το νόημα αυτών των λέξεων στα χείλη του ίδιου του Ιησού είναι ίσως χρήσιμο να ερευνήσουμε την τέχνη του λόγου του. Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτά που ισχυρίζεται ο  R. Bultman: ο Ιησούς επαναλαμβάνει ότι ήρθε να φανερώσει αυτό που είδε και άκουσε από τον Πατέρα· αλλά αυτή η αποκάλυψη μοιάζει χωρίς αντικείμενο: αντίθετα με ότι συμβαίνει στις αποκαλύψεις, κανένα ουράνιο μυστήριο δεν μας φανερώνεται εδώ άμεσα. Η ερμηνεία αυτού του φαινομένου είναι θεολογικής τάξεως. Επαναλαμβάνοντας την διατύπωση της εβραϊκής αποκαλυπτικής παράδοσης, ο Ιησούς αποβλέπει μόνο στο να εμφανισθεί ως ο αποκαλυπτόμενος. Το περιεχόμενο αυτής της αποκάλυψης δεν περιγράφεται συγκεκριμένα. Παρόλο το παράδοξο ενός τέτοιου ισχυρισμού, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο αναδύεται η μεγάλη πρόοδος της χριστιανικής αποκαλύψεως, σε σχέση με της παράδοξες και συχνά φανταστικές περιγραφές της εβραϊκής αποκαλυπτικής. Αν ανατρέξουμε σε αυτά που διαπιστώσαμε σχετικά με τους όρους λόγος και λαλείν θα δούμε ότι αυτές ακριβώς οι λέξεις έχουν την εμφανή τάση να επικεντρώνουν την αποκάλυψη που αναγγέλλουν, στο πρόσωπο αυτού που την επαγγέλλεται, δηλαδή στον ίδιο τον Ιησού. Σε τελική ανάλυση, όπως αποδεικνύεται από το σύνολο των κειμένων, αυτό που ο Χριστός αποκαλύπτει, είναι ο εαυτός του. Αποσπάσματα όπως το 8, 40 στο οποίο ο Ιησούς αναφέρεται σε αυτό που «είδε» και «άκουσε» παρά του Πατρός, θα πρέπει να ερμηνευθούν σαν μεταφορές που ο Ιωάννης δανείζεται από την εβραϊκή παράδοση. Σύμφωνα με την νέα και οριστική αποκάλυψη που φέρει ο  σαρκωθείς Λόγος, θα πρέπει να επανερμηνευθούν στο φως της Ενσαρκώσεως· και θα πρέπει να συμφωνήσουμε με τον αγ. Αυγουστίνο ανάγοντάς τις στο πρόσωπο του ίδιου του Ιησού, του σαρκωθέντος Λόγου και Υιού του Θεού. Αυτό το συμπέρασμα, γενικό προς το παρόν, οριστικοποιείται στο φως της ερμηνείας του χωρίου 14, 6 (εγώ ειμί η αλήθεια).
Στην επόμενη παράγραφο, θα παρατηρήσουμε πώς ο συγγραφέας του 4ου Ευαγγελίου υποχρεώθηκε να τροποποιήσει και να ανανεώσει εν μέρει την φρασεολογία του, εξ αιτίας ακριβώς την πραγματικότητας της Ενσαρκώσεως.
Β. «Βλέπειν» την δόξαν του Λόγου που εγένετο σαρξ, πλήρης αληθείας  (Ιωαν. 1, 14)
Στο προηγούμενο κεφάλαιο επιμείναμε αρκετά στην πολύπλευρη σχέση ανάμεσα στην έννοια της αλήθειας και του λόγου, καθώς και στο γεγονός ότι η αποκαλυφθείσα από τον Ιησού είναι η αλήθεια που «άκουσε» από τον Θεό. Θα πρέπει τώρα να αναδείξουμε ένα διαφορετικό συσχετισμό των όρων, που εκ πρώτης όψεως αντιλέγει στις προηγούμενες διαπιστώσεις.
Σε δύο περιπτώσεις αναμφισβήτητα ο Ιωάννης συνδυάζει την λέξη αλήθεια με ένα ρήμα σχετικό με την όραση· την πρώτη φορά στον πρόλογο: «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο … καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας». (1, 14)· και μια δεύτερη φορά στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, όπου, αφού έχει πει στο 14, 6 ότι «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», προσθέτει αμέσως μετά: «ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα» (14, 9). Αυτά τα δύο βασικά αποσπάσματα καθιερώνουν μια
φυσική και αυθόρμητη σχέση ανάμεσα στο «βλέπειν (οράν) τον Ιησού» και «Ιησούς – Αλήθεια». Πώς ερμηνεύεται αυτό; Εξαρτάται από το νόημα που θα δώσουμε στην έκφραση «βλέπειν τον Ιησού». Όπως παρατηρεί και ο R. Bultman  δεν μπορούμε να της αποδώσουμε το νόημα της θεωρίας την Ιδεών κατά την ελληνική αντίληψη, δηλαδή ενός θεωρείν της αιώνιας και απόλυτης «αλήθειας». Χωρίς αμφιβολία, το θεάσθαι του 1, 14 έχει αντικείμενο τον – όχι απαραίτητα και αιωνίως παρόντα πλησίον του Θεού –  Λόγο· ο Λόγος που οι μαθητές «θεωρούν» είναι ο Ιησούς, ο σαρκωθείς Λόγος. Παράλληλα, στο 14, 9 αυτός που οι μαθητές «είδαν» είναι αυτός που ήταν «από πολύ καιρό πριν μαζί τους». Αυτήν η «όραση» είναι ουσιαστικά μια σωματική όραση του ανθρώπου Ιησού.
Ταυτόχρονα όμως είναι ένα βλέμμα της πίστεως· η όραση έγινε θεωρία. Διαπερνώντας το «σώμα» του Ιησού, αυτό το βλέμμα της πίστεως μπορεί να ανακαλύψει την δόξα του μονογενούς Υιού (1, 14 και 1, 12: τοις πιστεύσουσιν)· ο μαθητής που «βλέπει» τον Ιησού με αυτόν τον τρόπο «πιστεύει στον Υιό του Θεού»: «ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (6, 40). Έτσι ο Ιησούς, στο πέρας του δημόσιου βίου του, μπορεί να επικαλείται ως ισάξια τα ρήματα πιστεύειν και θεωρείν: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμὲ, ἀλλ' εἰς τὸν πέμψαντά με, καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με» (12, 44-45). Το 14, 19 είναι παρόμοιο: « ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα»· το ρήμα «οράν» που αναφέρεται δύο φορές στον παρακείμενο (εωρακώς, εώρακεν) αφορά στο βλέμμα του πιστού που ανακαλύπτει στον Ιησού τον απεσταλμένο του Πατρός. Η σωματική όραση στα δύο αποσπάσματα αντιπροσωπεύει μια από τις πολλές περιπτώσεις όπου ένας όρος του Ιωάννη θα πρέπει να ερμηνευθεί ταυτόχρονα στο επίπεδο της αισθητής εμπειρίας και σ’ αυτό της πνευματικής πραγματικότητας. Τα ρήματα που αφορούν στην όραση, θεάσθαι, θεωρείν και εωρακέναι, δεν υποδεικνύουν πλέον απλώς μια υλική αντίληψη, αλλά μια θεωρία όλο και περισσότερο υπερβατική, που γίνεται δυνατή χάρη στην πίστη, στην οποία το γεγονός μετατρέπεται σε σημείο· αυτή αποκαλύπτει σταδιακά, στον άνθρωπο Ιησού, το μυστήριο της αποστολής του, δηλαδή το πλήρες έργο της αποκαλύψεως και της σωτηρίας, και, μέσα σ’ αυτό το έργο, το ίδιο το μυστήριο του προσώπου του.
Έτσι γίνεται απόλυτα φυσική η προσέγγιση του όρου «βλέπειν τον Ιησού» με την έννοια «αλήθεια». Εάν στο 1, 14 και 1, 16 γίνεται λόγος για το θεάσθαι και το εωρακέναι του Ιησού σε σχέση με την λέξη αλήθεια, είναι επειδή ακριβώς ο Χριστός θεωρείται και τις δύο φορές ως ο κατ’ εξοχήν αποκαλυπτόμενος, ως η πληρότητα της αποκαλύψεως: και γι΄αυτό αποκαλείται επίσης «πλήρης αληθείας» (1, 14) ή «η Αλήθεια» (14, 6). Αυτή όμως η αποκάλυψη, αυτή η αλήθεια, γίνεται προσιτή στους μαθητές από τον άνθρωπο Χριστό, από τον σαρκωθέντα Λόγο, που θεωρείται δια της πίστεως. Το αυτό ισχύει και για την συγγενή έκφραση «βλέπειν τον Ιησού»: αυτός που οι μαθητές «έβλεπαν» και «θεωρούσαν» ήταν ό άνθρωπος Χριστός, στον οποίο βαθμιαία ανακάλυπταν την δόξα του μονογενούς Υιού. Παρατηρούμε λοιπόν ότι οι δύο όροι – «βλέπειν τον Ιησού» και «Ιησούς - Αλήθεια» – προϋποθέτουν απολύτως την πραγματικότητα της Ενσαρκώσεως· και έτσι εξηγείται η εγγύτητά τους στο 1, 14 και 14, 6-9.
Είναι επομένως άχρηστη και απόλυτα ασυμβίβαστη η προσφυγή στον συγκρητισμό. Η Ενσάρκωση του Λόγου είναι μια πραγματικότητα μοναδική: είναι φυσικό επομένως να τροποποιείται ο λόγος προκειμένου να την εκφράσει. Η λέξη αλήθεια στον άγιο Ιωάννη, με όλη την σημειολογία της, ανήκε προφανώς στο πεδίο της ακοής και όχι της οράσεως· ήταν ένας λόγος που ακούεται και όχι αντικείμενο θεωρίας: συναντήσαμε πολλά παραδείγματα στα κείμενα του Ευαγγελιστή και ιδιαίτερα στην περίπτωση του επαναλαμβανόμενου παραλληλισμού ανάμεσα στον «λόγο» και την «αλήθεια». Αν, παρ’ όλα αυτά, η αλήθεια σε δύο περιπτώσεις συνδυάστηκε με το ρήμα οράν είναι απλώς επειδή «ο Λόγος εγένετο σαρξ» (1, 14) και «η αλήθεια εγένετο (πραγματικότητα) δια Ιησού Χριστού» (1, 17): είναι η άμεση συνέπεια της Ενσαρκώσεως. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο χωρίο 1, 14, όπου γίνεται λόγος της θεωρίας (εθεασάμεθα) του σαρκωθέντος Λόγου, εμπεριέχονται για ακόμη μια φορά οι λέξεις «αλήθεια» και «λόγος»: «  Λ ό γ ο ς … πλήρης χάριτος καὶ  ἀ λ η θ ε ί α ς». Εξ άλλου, ακόμη και σ’ αυτά τα δύο αποσπάσματα (1, 14 και 14, 6-9) αυτός που «βλέπουν» οι μαθητές είναι ο σαρκωθείς Λόγος, αυτός που ήταν τόσο καιρό μαζί τους. Πουθενά στον άγιο Ιωάννη δεν αναφέρεται ρητά ότι η αλήθεια καθ’ εαυτή «οράται». Μια τέτοια φρασεολογία από μόνη της θα αποτελούσε αναντίρρητη απόδειξη επιρροής της ελληνιστικής σκέψης.
Μπορούμε τώρα να διακρίνουμε την απόσταση που χωρίζει την μετά πίστεως θεωρία του ανθρώπου Ιησού (που είναι η Αλήθεια) από την άμεση ενόραση της ίδιας της Αλήθειας στην οποία αναφέρονται τα ελληνικά και ελληνιστικά κείμενα. Η Αλήθεια που στοχάζεται ο δυαλισμός είναι το υπέρτατο Είναι του Θεού, που υπερβαίνει τον υλικό κόσμο, πέρα από κάθε συμβατότητα· αυτή η ενατένιση της Αλήθειας είναι καθαρό διανόημα, θεώρηση της Ιδέας από το πνεύμα. Βρισκόμαστε μακρυά από την θεολογία του αγίου Ιωάννη σύμφωνα με την οποία ο Λόγος (εγένετο, 1, 17) αλήθεια από την στιγμή που κατήλθε εδώ-κάτω και που ο άνθρωπος Ιησούς εθεάθη από τους πιστούς.

(τέλος 1ου  Κεφαλαίου)

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: