Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (2)

Συνέχεια από : Δευτέρα, 11 Ιουλίου 2011

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ 
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ENRICO BERTI
Οι δυσκολίες τις οποίες συναντά αμέσως αυτή η υπόθεση είναι δύο. Η πρώτη συστήνεται απο την σύλληψη του Αριστοτέλη, ο οποίος υπήρξε επίσης ο πιό μεγάλος μαθητής του Πλάτωνος, σύμφωνα με την οποία η διαλεκτική καθ’εαυτή δέν μας βοηθά να γνωρίσουμε τίποτα, δηλ. Δέν είναι «γνωριστική», αλλά απλώς έχει σαν σκοπό της να δοκιμάζει, είναι «πειραστική», δηλ. να θέτει σε έρευνα και εξέταση «εξεταστική» τους λόγους των άλλων, και έτσι λοιπόν δέν φαίνεται να εγγυάται μία αξιόπιστη γνώση της πραγματικότητος. Και γι’αυτό ο ίδιος ο Αριστοτέλης δημιούργησε, κάτι εναλλακτικό στην διαλεκτική, την αποδεικτική, δηλ. την λογική της αποδείξεως, η οποία γι’αυτόν συνέπιπτε με την αληθινή επιστήμη, δίνοντας έτσι τήν αρχή μίας αντιπαραθέσεως προορισμένης να διαρκέσει κατά την διάρκεια όλου του Μεσαίωνος και της μοντέρνας εποχής μέχρι τον Kant, ανάμεσα στην διαλεκτική σαν μία πρόοδο καθαρά τυπική (φόρμα) εξίσου με την γραμματική και την ρητορική και την επιστήμη σαν προόδου αληθινής γνώσεως. Η επιβίωση της διαλεκτικής σαν προόδου κάθε άλλο παρά τυπικής, σε μερικούς επιγόνους του Πλάτωνος, δηλ. στον Νεοπλατωνισμό (ιδιαιτέρως στον Πλωτίνο και στον Πρόκλο) δέν συνέλαβε ουσιαστικά να ξαναδώσει κάποια αίγλη στην διαλεκτική, διότι δέν αντιπροσώπευσε την καθαρά λογική πλευρά της, δηλ. την επιχειρηματικότητα της, αλλά μία διαλεκτική που αφορούσε την ίδια την πρόοδο της πραγματικότητος, όπως εκφράζοταν από την φιλοσοφική σκέψη ή την σύμπτωση της με αυτή την τελευταία. Στην διαλεκτική αυτή δηλ, η πλευρά του περιεχομένου υπερίσχυσε τόσο ώστε εξαφάνισε σχεδόν εντελώς το τυπικό ή το αποδεικτικό και επιχειρηματολογικό. Γι’αυτό η σημασία της διαλεκτικής η οποία κυριαρχούσε στην εποχή του Kant, δέν είχε αποκατασταθεί και μάλιστα είχε καταλήξει να ταυτίζεται με τήν μειωτική σημασία της σοφιστικής ή ερειστικής («σοφιστική: τέχνη η οποία δίνει στις ψευδαισθήσεις μας την όψη της αλήθειας»).

Η δεύτερη δυσκολία της οποία συναντά η υπόθεση πώς η λογική δομή της φιλοσοφίας είναι η διαλεκτική, συστήνεται απο το γεγονός πώς μετά τον Kant και πολύ πιθανόν απο αντίδραση στην υποτίμηση του Kant αμφίβολης αξίας εξάλλου όπως θα δούμε και ίσως και δίκοπο μαχαίρι για την φιλοσοφία της διαλεκτικής γεννήθηκε στους μοντέρνους χρόνους μία νέα διαλεκτική, η οποία επανασυνδέθηκε με την σημασία που απέκτησε ο όρος στον νεοπλατωνισμό, δηλ. εκείνο της πραγματικής προόδου, στην οποία οι τυπικές πλευρές, η επιχειρηματολογία, δηλ. η λογική με την αρχαία σημασία του όρου, έχασαν κυριολεκτικά την σημασία τους. Αυτό είναι το νόημα που έλαβε η διαλεκτική κατά τους νέους χρόνους με τον Hegel και τον Marx , τον « διαλεκτικό υλισμό» και κάθε άλλη μορφή διαλεκτικής Εγελιανής καταγωγής ή Μαρξιστικής (όπως για παράδειγμα της «σχολής της Φραγκφούρτης») όπου σημαίνει την ίδια την πρόοδο της πραγματικότητος, η οποία στον Hegel συμπίπτει με την πρόοδο της σκέψης και στον διαλεκτικό υλισμό «αντικατοπτρίζεται» από αυτή την σκέψη : μία πρόοδος η οποία προχωρά με αντιπαραθέσεις, δηλ, μέσω της αντιθέσεως, έτσι ώστε μία συνολική αναφορά, όχι όμως μερική, κάθε μίας από τις στιγμές αυτής της προόδου, εμπλέκει αναγκαίως την αναφορά στο αντίθετό της. Το μεγαλύτερο μέρος των επαγγελματιών της λογικής και των οπαδών των άλλων επιστημών θεωρεί αυτή την λογική διαλεκτική σαν μή-λογική, ή μία αντιεπιστημονική λογική, με την έννοια πώς δέν διαθέτει καμμία γνωστική αξία και επομένως η πρόσληψι της σαν την λογική δομή της φιλοσοφίας δέν φαίνεται να έφερε κανένα κέρδος. Διάσημες παραμένουν στην περίπτωσι μας οι κριτικές της Εγελιανής διαλεκτικής απο τον Πόππερ και στον διαλεκτικό υλισμό απο τον Colleti παρότι δέν έλειψαν και μερικοί ειδικοί της λογικής, οι οποίοι προσπάθησαν, όπως θα δούμε να υπερασπιστούν την διαλεκτική εκ της απόψεως της τυπικής λογικής.

Παρ' όλες τις δυσκολίες όμως πιστεύω να κατορθώσω να δείξω πώς η διαλεκτική με την Πλατωνική έννοια του όρου δέν έχει απορριφθή, αλλά αντιθέτως έχει υιοθετήσει, από τον Αριστοτέλη σαν λογική δομη της φιλοσοφίας (διότι σε μερικές περιπτώσεις και επακριβώς στην φιλοσοφία δέν αντιτίθεται στην αποδεικτική αλλά συμπίπτει με αυτή) και επομένως η υποτίμησή της κατά τον Μεσαίωνα και την μοντέρνα εποχή δέν έχει καμμία δικαιολογία. Όσον αφορά τώρα την μοντέρνα διαλεκτική, με την έννοια του Hegel και του Marx, θα προσπαθήσω να αποδείξω πώς στο μέτρο που δέν απορρίπτει την αρχή της μή-αντιφάσεως, αλλά αντιθέτως επιτρέπει την επαναπρόσληψη της αυθεντικής της διατυπώσεως μέσα από την σωστή κριτική της παραμορφώσεών της, μπορεί να αφομοιώσει την αριστοτελική διαλεκτική και να επιβεβαιώσει την δυνατότητα υιοθέτησής της σαν λογικής δομής της φιλοσοφίας.

Το πρόβλημα λοιπόν που τίθεται σ’αυτό το σημείο είναι η σχέση ανάμεσα στην διαλεκτική και στην αρχή της μή-αντιφάσεως, ή πιό γενικά ανάμεσα στην διαλεκτική και στην αντίφαση. Πρίν αναφερθούμε όμως σ’αυτό το τελευταίο, επιθυμώ να ξανασυγκεντρώσω τα προβλήματα που προτίθεμαι να αντιμετωπίσω σχετικά με την διαλεκτική. Πρόκειται να δούμε εάν είναι διαφορετική ή όχι απο την αποδεικτική, εάν την εννοούμε με την αρχαία έννοια ή με την μοντέρνα της σημασία και μάλιστα πρίν απο όλα αυτά, εάν οι δύο σημασίες είναι μεταξύ τους διαφορετικές ανεπιστρεπτί ή μήπως μπορούν να επιστρέψουν σε μία ενότητα και τέλος εάν μπορεί να σταθεί σαν λογική δομή της φιλοσοφία. Για να απαντήσουμε στα προβλήματα αυτά θα υποχρεωθούμε και σε μερικές ιστορικές έρευνες, όμως κατευθυνόμενες πάντοτε στον θεωρητικό μας στόχο.

Όσον αφορά την αντίφαση, η οποία συνοδεύει την διαλεκτική στον τίτλο του βιβλίου, με μία πρώτη ματιά, γίνεται δεκτή σαν πραγματικά υπάρχουσα από όσους αρνούνται ή αγνοούν την αρχή της μή-αντιφάσεως, ή την αρνούνται ή την περιορίζουν αποκλειστικά στην σκέψη με συνέπεια να τήν ψευτίζει από όσους δέχονται την αρχή της μή-αντιφάσεως και την θεωρούν απαραβίαστη. Σ’αυτές τις δύο αντιθετικές σχέσεις αντιστοιχούν κατά κάποιο τρόπο, η αρχαία σημασία και η μοντέρνα, της διαλεκτικής : έτσι λοιπόν αντίφαση, αρχή της μή-αντιφάσεως και διαλεκτική εμφανίζονται στενά συνδυασμένες. Παρ’όλα αυτά όμως όπως θα δούμε, πέρα από την αντιπαράθεση η οποία είναι αρκετά απλοϊκή, υπάρχουν διαφορετικές σημασίες με τις οποίες η αντίφαση έγινε κατανοητή στην ιστορία, μερικές δέ από τις οποίες είναι καθαρά ασυμβίβαστες με την αρχή της μή-αντιφάσεως, μερικές όμως άλλες δέν είναι. Αυτή η ίδια η αρχή της μή-αντιφάσεως, μπορεί να γίνει κατανοητή και πράγματι έγινε πολλές φορές πολλαπλώς, δηλ. με διαφορετικές έννοιες και αυτό, σύμφωνα με τίς οποίες μπορεί νά είναι αλλά καί νά μήν είναι ασυμβίβαστη με την πραγματική ύπαρξη της αντιφάσεως. Θα πρέπει επομένως να δούμε ποιά από αυτές τις σημασίες ανήκουν στην αντίφαση και ποιές στην αρχή που την απαγορεύει.

Επιπλέον πολύ διαφορετική υπήρξε στην ιστορία, η χρήση και της αντιφάσεως και της αρχής της μή-αντιφάσεως που είναι σχετική με την πρώτη. Ακόμη και στον ίδιο τον Αριστοτέλη, η αρχή της μή-αντιφάσεως χρησιμοποιείται και απο την αποδεικτική και απο την διαλεκτική, χρησιμοποιούμενη στην πρώτη περίπτωση σαν απαραβίαστος κανόνας αλλά όχι σαν προϋπόθεση των αποδείξεων, και στην δεύτερη σαν συνθήκη ή εργαλείο, ανασκευής. Στο τέλος όλων αυτών θα ερευνηθεί η σχέση στην οποία βρίσκονται όλες αυτές οι πεποιθήσεις και χρήσεις με την σύγχρονη λογική : είναι το πρόβλημα της λεγόμενης τυποποιήσεως της διαλεκτικής.

Δέν θα μείνω σε όλα τα δόγματα που ασχολήθηκαν, κατά την διάρκεια της ιστορίας της σκέψεως με την αντίφαση και την διαλεκτική. Παρά μόνον με αυτά που έχουν την μεγαλύτερη σημασία απο θεωρητικής απόψεως. Αυτά μπορούν να συνοψιστούν, όσον αφορά την αρχαιότητα, το μέρος της ιστορίας της φιλοσοφίας που πάει ξεκινώντας απο τον Παρμενίδη και τον Ηράκλειτο, μέχρι τον Αριστοτέλη και για την μοντέρνα εποχή, το μέρος που ξεκινώντας απο τον Kant φτάνει στις μέρες μας. Αυτό δέν σημαίνει βεβαίως πώς μεταξύ του Αριστοτέλη και του Kant δέν συνέβη τίποτε, αλλα σημαίνει μόνον ότι ό,τι συνέβη ήταν ήδη ενυπάρχον στην περίοδο που φτάνει μέχρι τον Αριστοτέλη, ή πώς επανελήφθη και ανελύθη την περίοδο που ξεκινά με τον Kant.


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: