Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (10)

Συνέχεια από Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου  2020

HANS JONAS  -  TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK  -  ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG
                                                                    
  IIΙ. ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ: ΑΞΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ
      Ας πούμε λοιπόν κάτι κατ’ αρχάς για τις αξίες εκείνες, που θα παραμείνουν σε ισχύ σε κάθε, ανθρώπινο ακόμα μέλλον, που μπορούμε αυτήν τη στιγμή να σκεφτούμε. Θα μιλήσουμε εξάλλου από ’δώ και πέρα μόνο για αξίες που προσδιορίζουν θεμελιακά την πράξη, και όχι για αισθητικές π.χ. αξίες, που υπάρχουν κυρίως για να τις κοιτάζουμε και να τις παρατηρούμε:  ως προς αυτές τις αξίες πρέπει συνολικά να ελπίζουμε (χωρίς κανέναν λόγο να αμφιβάλλουμε), ότι η τέχνη και η αίσθηση της ωραιότητας δεν θα χαθούν ποτέ, ούτε απ’ την ζωή τών απογόνων μας. Όσον αφορά στις πρακτικές αξίες, αυτές εκφράζονται στα έθιμα, την ηθικότητα και το δίκαιο, και μαζί με το δίκαιο και στην πολιτική. Πρόκειται για ένα φάσμα αξιών, που ξεκινά απ’ τον εντελώς ιδιωτικό χώρο, για να εξαπλωθή στην ‘επιφανή’ δημοσιότητα, η οποία δεν απουσιάζει βέβαια πουθενά παντελώς, αφού κάθε είδους στάση και συμπεριφορά ‘φαίνεται’ και συζητείται και σχολιάζεται στην κοινωνία, κάτι που συμβαίνει πρόσφατα και με τα πιο «προσωπικά» μας πράγματα, με μια φθίνουσα μάλιστα (ε)ντροπή. Βρισκόμαστε πράγματι εδώ στην περιοχή τού «εθίμου», που είναι μεν η λιγότερο κωδικοποιημένη και ‘ιδεατή’ ανάμεσα στις «αξίες» ή τους κανόνες που έχουμε να διαπραγματευτούμε, θεμελιώνει ωστόσο και διαπερνά όλες τις άλλες. Πριν ακόμα από την ηθικότητα και πριν από την εντιμότητα είναι το «έθιμο» που ρυθμίζει, ως η επικρατούσα συνήθεια, την κοινή ζωή, μεταδίδοντας ‘οσμωτικά’ τον κανόνα του τί αρμόζει και τί δεν αρμόζει, του τί λέει ή δεν λέει, του τί φανερώνει και τί κρύβει κανείς. Απ’ τους πιο εξωτερικούς ‘τύπους’ συναναστροφής («τρόπους» ή «μανιερισμούς») μέχρι την εσωτερικά θεμελιωμένη λεπτότητα ή «τάκτ» (που δεν δέχεται ασφαλώς ‘διαταγές’,  μπορεί ωστόσο να ‘διαπαιδαγωγηθή’ εν μέρει), αυτός ο βασισμένος στην «αμεσότητα» τύπος, αποτελεί το ‘ασυζητητί’ ισχύον έθιμο, την προϋπόθεση της πολιτισμένης, δηλ. «θεμιτής» επικοινωνίας. Αυτή η ‘αυτόματα’ διαφυλασσόμενη, με τον εσωτερικό και εξωτερικό έλεγχο, και συχνά αυθαίρετη τυπικότητα, εξασφαλίζει με το ‘στυλιζάρισμα’ τής εν γένει συμπεριφοράς τον ουδέτερο εκείνο ‘διανθρώπινο’ χώρο, μέσα στον οποίον καθίστανται κατόπιν δυνατές οι πραγματικές, προσωπικές και επιλεκτικές σχέσεις. Δεν είναι δε λιγότερο σημαντική η ισχύς τού εθίμου, ως το κατώτατο εξανθρωπιστικό στοιχείο, ακόμα και για τον πολιτικό και δημόσιο χώρο που αναπτύσσεται ‘πάνω’ απ’ το έθιμο. Γιατί, παρ’ όλο που οι κανόνες τού εθίμου έχουν μικρή, ο καθένας, ως επί το πλείστον σχέση με την πραγματική ηθική, με την αγαθότητα δηλ. του (κάθε) προσώπου, και λίγα μόνον πράγματα απ’ αυτούς τούς  κανόνες (π.χ. η προσβολή τής τιμής) φτάνουν για να κατοχυρωθούν νομικά, επενεργεί παρ’ όλ’ αυτά η επιβαλλόμενη στην ωμή «αλήθεια» λάμψη (τους), ακόμα και η τελετουργική τους ‘υποκρισία’, ως το αναπόφευκτο ‘λιπαντικό’, το οποίο ‘καταπραΰνει’ επαρκώς τις εσωτερικές τριβές τής υπερδομής τού κοινωνικού μηχανισμού, τις τριβές στο διαπροσωπικό, βασικό ‘επίπεδο’, απελευθερώνοντας τα μέλη του προκειμένου να εξέλθουν στην υπερ-προσωπική, δημόσια σφαίρα  και να αναλάβουν τις συλλογικές τους ευθύνες. Σ’ αυτές τις υπερδομές, με τους οργανωμένους επιμερισμούς, την αλληλεγγύη και τις διαμάχες τους, δεν κυριαρχούν πια σήμερα η συνήθεια και το έθιμο, αλλά πολιτικο-νομικοί κανόνες παιχνιδιού ενός εντελώς διαφορετικού, περισσότερο ορθολογικού και συνειδητά ‘διαπραγματευτικού’ είδους, που δεν θα μπορούσαν όμως καν να λειτουργήσουν χωρίς κάποιαν ειρήνη στο ατομικό, βασικό ‘επίπεδο’ – την ειρήνη ακριβώς τής «ευγένειας». Είναι λοιπόν τόσο σημαντική η αξία τού εθίμου εν γένει - αν και μη αναγκαία, και κυρίως η αξία τών ιδιαιτέρως παραδεδομένων εθίμων - για τον αυριανό όπως και για κάθε χθεσινό κόσμο, ώστε δεν θα χρειαζόταν να ‘καθυστερήσουμε’ καθόλου σ’ αυτό το θέμα, αν ανάμεσα στο χθές και το αύριο δεν μεσολαβούσε το σήμερα με τη διάλυση των εθίμων.
     Το έθιμο δυσφημίστηκε απ’ τους χυδαίους αποστόλους μιας ‘ξεμασκαρεμένης’ γνώσης ως περιορισμός τής προσωπικής ελευθερίας, και η επιδεικτική παραμέλησή του απολαμβάνει την αίγλη τής χειραφετημένης εκείνης ‘τόλμης’, που ολοκληρώνει τον Διαφωτισμό. Σ’ αυτήν την απαξίωση της παράδοσης ανήκει και η προαναφερθείσα εξαφάνιση της ντροπής, που έχει καταλάβει ολόκληρο, λιγότερο ή περισσότερο, τον δυτικό κόσμο, (δια)κοσμούμενη από το υποκριτικό όνομα (ένα όνομα που μπορούμε να το συγκρίνουμε μόνο με την υποκρισία) της φιλαλήθειας. Αυτό που διαφεύγει (ωστόσο) απ’ τους ‘εύθυμους’ συνήγορους τής απαξίωσης είναι η αλήθεια, ότι καταργώντας την εχεμύθεια, την ησυχία και το απόμερο απειλείται εξίσου με την ενότητα της ιδιωτικής και η ενότητα της δημόσιας ‘σφαίρας’ (περιοχής), οι οποίες ευδοκιμούν αμφότερες  μόνον αν διακριθούν, ενώ καταστρέφονται αμοιβαία στην ανάμειξή τους. Το ότι η (κοινή) έκθεση των ιδιαιτεροτήτων, ψυχικών και σωματικών, καταστρέφει την προσωπική οικειότητα, είναι ασφαλώς σαφές. Είναι όμως εξίσου αληθές, αν και όχι τόσο πασίγνωστο, ότι η βίαιη εισβολή τού «εκτείθεσθαι» στον δημόσιο χώρο καταστρέφει και τον δικό του υπερπροσωπικό χαρακτήρα, ο οποίος καθιστά ωστόσο δυνατό το ουσιαστικό  προνόμιο αντικειμενικότητας αυτού τού χώρου. Η συγκεκριμένη απειλή είναι παρ’ όλ’ αυτά κάτι το ‘μοντέρνο’, γιατί δεν έχει υπάρξει ποτέ μέχρι τώρα ένα τέτοιο, εξυπηρετούμενο με απόλαυση και απ’ τις δυό πλευρές (εκπέμποντες και θεατές…), όργανο και εργαλείο δημόσιας αδιακρισίας (στη θέση τού προσωπικού κουτσομπολιού), όπως είναι το σύγχρονο σύστημα επικοινωνίας, που φέρνει το υπνοδωμάτιο (και το κρεβάτι τού αναλυτή) σε κάθε καθιστικό!  Εδώ χρειάζεται να προστατευτούν και οι δυό πλευρές, η ιδιωτική-προσωπική και η δημόσια, «απ’ αυτές τις ίδιες», καθεμιά για τον εαυτό της, αλλά και προς χάριν τής άλλης.  Για να καταστή έτσι, φαινομενικά παράδοξα, ένα δημόσιο χρέος η προστασία δηλ. τού «προσωπικού χώρου» (μαζί με τις ‘απογυμνωμένες’ από κάθε αυτοέλεγχο και ντροπή ιδιαιτερότητες) από τη φορτική ‘ηδονοβλεψία’ τών δημοσίων μέσων επικοινωνίας (‘μαζικά μέσα επικοινωνίας’, ΜΜΕ), και να αναζωπυρωθούν άρα οι παλαιότερες αναστολές απέναντι σ’ αυτά τα «μέσα». Γιατί παραμονεύει ένας από τους πιο λεπτούς κινδύνους – εντελώς διαφορετικός από τους φυσικούς κινδύνους – τού τεχνολογικού πολιτισμού, που είναι ένας ‘πολιτισμός’ πράγματι τόσο ‘λεπτός’ στα ‘μέσα’, όσο και ‘χυδαίος’ ως προς την επίδραση αυτών τών ‘μέσων’.
       Καθώς ‘συμπυκνώνονται’ ολοένα και περισσότερο οι ατομικοποιημένες και άμορφες μάζες, έχοντας απωλέσει την εθιμική σταθερότητα των παραδοσιακών τους ομάδων, και με μόνη πρόσβαση  προς τα γενικώς τεκταινόμενα τα ‘μέσα’ ‘ή ‘κανάλια’, είναι δυνατόν να καταστούμε όλοι τεχνολογικο-ηλεκτρονικά τρεφόμενα θηράματα. Στο περίφημο ποίημα του Seumes τον 18ον αιώνα, «ο Καναδός» τού Ρουσσώ, «που δεν γνώριζε τη ‘λουστραρισμένη’ ευγένεια των Ευρωπαίων» ήταν «ένας καλύτερος άνθρωπος» («είμαστε ωστόσο καλύτεροι άνθρωποι εμείς οι Άγριοι»), όχι λόγω κάποιας «ανεξαρτησίας», που δεν τη διέθετε άλλωστε καθόλου, αλλά επειδή ρίζωνε, εντελώς αντίθετα, ακόμα πιο στέρεα στα έθιμα της φυλής του – στη δική του «λουστραρισμένη ευγένεια» –, που τον καθοδηγούσαν, μεταξύ τών άλλων, στο πώς να μεταχειριστή έναν ξένο και φιλοξενούμενο. Όλες οι «πρωτόγονες» κοινωνίες έχουν υψηλή τελετουργικότητα στις τυπικές συμπεριφορές, και σ’ αυτό υπερείχαν πράγματι οι αυτόχθονες απ’ τους «μισο-εξαγριεμένους» Ευρωπαίους αποίκους, που είχαν απωλέσει ήδη στον Νέο Κόσμο πάρα πολλά απ’ τα παλιά τους ‘επιχρίσματα’. Κοιτάζοντας τον κόσμο τού αύριο, πρέπει να φοβόμαστε, με την ευρύτερη έννοια, εμείς οι «Ευρωπαίοι», ότι θα καταστούμε οι πρώτοι εντελώς εξαγριωμένοι, «πολιτισμένοι» βάρβαροι. Στο έθιμο, σ’ αυτό το πλέον εκπληκτικό, καθώς  μπορούμε ελάχιστα να το ‘κυβερνήσουμε’, υπόβαθρο των αξιών, διαθέτουμε μιαν αξία, που δεν είναι μεν καινούργια, χρειάζεται όμως να ανανεωθή για τον αυριανό κόσμο, που θα την έχη, ακόμα και για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε αργότερα, επιτακτική ανάγκη. Το αν μπορούμε να κάνουμε κάτι εμείς  γι’ αυτό, αλλά και με ποιον τρόπο το μπορούμε, συνιστά ασφαλώς ένα άλλο ερώτημα, που το επιφυλάσσω επίσης για αργότερα.
( συνεχίζεται )

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Το έθιμο περιορίζει το Εγώ, και η ντροπή το σκοτώνει. Το Εγώ γνωρίζει τους αντιπάλους του και τους θέτει εκτός μάχης. Μια προφητεία για την επέλασή του.
http://theodotus.blogspot.com/2013/01/blog-post_30.html