Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος Κατηχητικός Ο Μέγας (16)

  Συνέχεια από: Κυριακή, 29 Αυγούστου 2021

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


Κεφάλαιο 16

1. Αλλά, λέγει, αυτή καθ’ εαυτήν η τροπή του σώματός μας είναι πάθος. Εκείνος δε ο οποίος βρίσκεται στο σώμα βρίσκεται εις το πάθος, το δε θείον είναι απαθές. Επομένως έχουν ξένη προς την αληθή αντίληψη περί Θεού εκείνοι οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ο απαθής κατά την φύσιν ήλθε σε κοινωνία με το πάθος. Αλλά και σε αυτά πάλι θα χρησιμοποιήσουμε το ίδιο επιχείρημα, ότι η λέξις πάθος χρησιμοποιείται αφ’ ενός μεν κυριολεκτικώς αφ’ ετέρου δε καταχρηστικώς. Το φαινόμενο λοιπόν το οποίο άπτεται της προαιρέσεως και μεταστρέφει από την αρετή προς την κακία είναι αληθώς πάθος. Το φαινόμενο όμως, το οποίο παρατηρείται στην φύσιν καθώς αυτή ακολουθεί συνεχώς την πορεία της, θα έπρεπε να ονομάζεται καλύτερον έργο παρά πάθος, όπως για παράδειγμα η γέννησις, η αύξησις, η συντήρησις του ατόμου δια της αποδοχής και αποβολής της τροφής, η συνδρομή των στοιχείων προς σχηματισμό του σώματος, η πάλι διάλυσις του συντεθέντος και η μεταχώρησις των στοιχείων προς τα συγγενή αυτών. Με ποιον πάθος λοιπόν λέγει το μυστήριο ημών ότι ήλθε σε επαφή το θείο; Του κατά κυριολεξία πάθους, το οποίον είναι κακία, ή του κατά την φυσικήν πορεία πάθους; 

2. Εάν λοιπόν η διδασκαλία ημών διϊσχυρίζετο ότι το θείον εγεννήθη σε κατάστασιν ανάρμοστον δι’ αυτό, τότε θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε ένα τέτοιο άτοπο δόγμα ως μη περιέχον τίποτε το υγιές περί της θείας φύσεως. Εάν δε λέγει ότι αυτός ηνώθη με την φύσιν ημών της οποίας και η πρώτη γέννησις και υπόστασις έλαβε την αρχήν της από αυτόν τον ίδιον, τότε σε ποιον σημείον η διδασκαλία ημών απομακρύνεται της πρεπούσης στον Θεόν έννοιας, αφού δια της πίστεως αυτής δεν εισάγεται στην περί Θεού αντίληψιν καμμία ιδέα η οποία δεικνύει παθητήν την θεότητα; Πράγματι ούτε δια τον ιατρόν λέγουμε ότι δέχεται το πάθος όταν θεραπεύει τον ευρισκόμενο στο πάθος. Αλλά και αν αγγίζει την ασθένεια, όμως ο θεραπευτής μένει μακράν αυτής. Εάν η γέννησις δεν είναι πάθος αυτή καθ’ εαυτή, τότε δεν είναι δυνατόν να αποδώσει κάνεις και εις την ζωήν πάθος. Αλλά το πάθος της ηδονής, το οποίο προηγείται της ανθρώπινης γεννήσεως, και η ορμή (ροπή) των ζώντων προς την κακίαν, τούτο είναι αρρώστημα της φύσεώς μας. Αλλά το μυστήριο ημών λέγει ότι και από τα δύο ταύτα έμεινε καθαρός ο Χριστός. Εάν λοιπόν είναι ξένη η μεν γέννησίς του από το πάθος της ηδονής, η δε ζωή του από την κακίαν, ποιό πάθος υπολείπεται, του οποίου διδάσκει το μυστήριον της ευσεβείας ότι έγινε κοινωνός ο Θεός;

3. Εάν δε θα ονόμαζε κανείς πάθος τον χωρισμόν ψυχής και σώματος, θα ήταν δίκαιον αν πολύ πρότερα ονόμαζε πάθος και την συνένωσιν σώματος και ψυχής. Διότι εάν ο χωρισμός των ηνωμένων είναι πάθος, τότε και η ένωσις (συνάφεια) των απομακρυσμένων θα ήταν πάθος, εφ’ όσον κάποια κίνησις λαμβάνει χώρα τόσον κατά την συνένωσιν των χωρισμένων όσον και κατά την διάσπασιν (διάκριση) των συνδεδεμένων. Το όνομα λοιπόν το οποίον χρησιμοποιείται διά την τελευταία κίνησιν, το ίδιον αρμόζει να χρησιμοποιείται και δια την προηγουμένη. Εάν δε η πρώτη κίνησις, την οποία ονομάζουμε γέννησιν, δεν είναι πάθος, τότε πάθος δεν λέγεται κατά την λογική συνέπεια και η δευτέρα κίνησις, την οποία ονομάζουμε θάνατον, κατά την οποίαν διαχωρίζεται η συμφυΐα σώματος και ψυχής.

4. Ο δε Θεός λέγουμε ότι ευρέθη και εις την μίαν και εις την άλλην κίνησιν της φύσεως ημών, εκείνην δια της οποίας η ψυχή ενώνεται (συντρέχει) με το σώμα και εκείνην διά της οποίας το σώμα χωρίζεται (διακρίνεται) από την ψυχήν. Αφού δε το ανθρώπινον σύγκραμα ανεμίχθη και με τα δύο αυτά, δηλαδή και προς το αισθητόν και προς το νοερόν, δια της άρρητου εκείνης και ανεκφράστου συνενώσεως, οικονόμησε τούτο, το να μείνει αιωνίως η ένωσις των άπαξ ενωθέντων, της ψυχής δηλαδή και του σώματος. Διότι όταν η φύσις ημών και σε εκείνον ακολουθούσα την πορείαν αυτής εκινήθη προς διαχωρισμόν του σώματος και της ψυχής, τότε εκείνος ήνωσε πάλιν τα χωρισθέντα ωσάν δια κόλλας, συναρμόσας το χωρισθέν προς άρρηκτον ένωσιν δια της θείας δυνάμεως. Και τούτο είναι η ανάστασις, δηλαδή η μετά την διάλυσίν τους επάνοδος των ηνωμένων σε αδιάλυτον ένωσιν, κατά συμφυΐαν προς άλληλα, ώστε η πρώτη προς την ανθρωπότητα χάρις να επαναδοθεί (ανακληθεί) και να επανέλθουμεν πάλιν εις την αΐδιον ζωήν, αφού αποστραγγισθεί η δια της διαλύσεως αναμειχθείσα στην φύσιν ημών κακία. Συνέβη ό,τι συμβαίνει και στο υγρό, το οποίον όταν το δοχείον το οποίον το περιέχει θραυσθεί, διασκορπίζεται και αφανίζεται, αφού δεν το περικρατεί τίποτε.

5.  Όπως δε η αρχή του θανάτου, επιβληθείσα εις έναν, συνδιεξήλθε σε ολόκληρον την ανθρώπινη φύσιν, κατά τον ίδιον τρόπον και η αρχή της αναστάσεως δια του εvόs επεκτείνεται σε ολόκληρον την ανθρωπότητα, καθ’ όσον εκείνος ο οποίος ήνωσε πάλιν και την αναληφθείσαν υπ’ αυτού ψυχήν με το οικείο σώμα, δια της δυνάμεώς Του, ο οποίος κατά την πρώτην σύστασιν ανεμίχθη με τα δυο ταύτα, ο ίδιος κατά γενικώτερον τρόπον ήνωσε την νοεράν ουσίαν με την αισθητήν, ώστε η αρχή να ευοδωθεί με συνέπειαν μέχρι του τέλους. Διότι όταν στο αναληφθέν υπ’ αυτού ανθρώπινον σύγκραμα η ψυχή επιστρέψει πάλιν μετά την διάλυσιν προς το σώμα, η ένωσις του διαχωρισθέντος διαβαίνει εις ολόκληρον την ανθρώπινην φύσιν κατά ίσην αναλογίαν σαν από κάποια αρχήν. Τούτο δε είναι το μυστήριον της οικονομίας του Θεού περί τον άνθρωπον, της ενανθρωπήσεως και της εκ νεκρών αναστάσεως, δηλαδή η διάλυσις μεν δια του θανάτου της ψυχής από το σώμα, χωρίς να εμποδισθεί η αναγκαία πορεία της φύσεως, η επαναφορά δε αυτών εις άλληλα διά της αναστάσεως, ούτως ώστε αυτός να γίνει δι’ αμφότερα μεθόριον θανάτου και ζωής, αφού εσταμάτησεν εις εαυτόν τον διά του θανάτου προκαλούμενο χωρισμό της φύσεως, αυτός δε ο ίδιος γενόμενος αρχή της ενώσεως των διηρημένων.

Το πρωτότυπο κείμενο

Κεφάλαιο 16 

1. Ἀλλ' αὐτή, φησίν, ἡ τροπὴ τοῦ ἡμετέρου σώματος πάθος ἐστίν. ὁ δὲ ἐν τούτῳ γεγονὼς ἐν πάθει γίνεται· ἀπαθὲς δὲ τὸ θεῖον. οὐκοῦν ἀλλοτρία περὶ θεοῦ ἡ ὑπόληψις, εἴπερ τὸν ἀπαθῆ κατὰ τὴν φύσιν πρὸς κοινωνίαν πάθους ἐλθεῖν διορίζονται. ἀλλὰ καὶ πρὸς ταῦτα πάλιν τῷ αὐτῷ λόγῳ χρησόμεθα, ὅτι τὸ πάθος τὸ μὲν κυρίως, τὸ δὲ ἐκ καταχρήσεως λέγεται. τὸ μὲν οὖν προαιρέσεως ἁπτόμενον καὶ πρὸς κακίαν ἀπὸ τῆς ἀρετῆς μεταστρέφον ἀληθῶς πάθος ἐστί, τὸ δ' ὅσον ἐν τῇ φύσει κατὰ τὸν ἴδιον εἱρμὸν πορευομένῃ διεξοδικῶς θεωρεῖται, τοῦτο κυριώτερον ἔργον ἂν μᾶλλον ἢ πάθος προσαγορεύοιτο, οἷον ἡ γέννησις, ἡ αὔξησις, ἡ διὰ τοῦ ἐπιρρύτου τε καὶ ἀπορρύτου τῆς τροφῆς τοῦ ὑποκειμένου διαμονή, ἡ τῶν στοιχείων περὶ τὸ σῶμα συνδρομή, ἡ τοῦ συντεθέντος πάλιν διάλυσίς τε καὶ πρὸς τὰ συγγενῆ μεταχώρησις. Τίνος οὖν λέγει τὸ μυστήριον ἡμῶν ἧφθαι τὸ θεῖον; τοῦ κυρίως λεγομένου πάθους, ὅπερ κακία ἐστίν, ἢ τοῦ κατὰ τὴν φύσιν κινήματος;

2. Εἰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς ἀπηγορευμένοις γεγενῆσθαι τὸ θεῖον ὁ λόγος διισχυρίζετο, φεύγειν ἔδει τὴν ἀτοπίαν τοῦ δόγματος, ὡς οὐδὲν ὑγιὲς περὶ τῆς θείας φύσεως διεξιόντος· εἰ δὲ τῆς φύσεως ἡμῶν αὐτὸν ἐφῆφθαι λέγει, ἧς καὶ ἡ πρώτη γένεσίς τε καὶ ὑπόστασις παρ' αὐτοῦ τὴν ἀρχὴν ἔσχε, ποῦ τῆς θεῷ πρεπούσης ἐννοίας διαμαρτάνει τὸ κήρυγμα, μηδεμιᾶς παθητικῆς διαθέσεως ἐν ταῖς περὶ θεοῦ ὑπολήψεσι τῇ πίστει συνεισιούσης; οὐδὲ γὰρ τὸν ἰατρὸν ἐν πάθει γίνεσθαι λέγομεν, ὅταν θεραπεύῃ τὸν ἐν πάθει γινόμενον· ἀλλὰ κἂν προσάψηται τοῦ ἀρρωστήματος, ἔξω πάθους ὁ θεραπευτὴς διαμένει. Eἰ ἡ γένεσις αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν πάθος οὐκ ἔστιν, οὐδ' ἂν τὴν ζωήν τις πάθος προσαγορεύσειεν, ἀλλὰ τὸ καθ' ἡδονὴν πάθος τῆς ἀνθρωπίνης καθηγεῖται γενέσεως, καὶ ἡ πρὸς κακίαν τῶν ζώντων ὁρμή, τοῦτο τῆς φύσεως ἡμῶν ἐστὶν ἀρρώστημα· ἀλλὰ μὴν ἀμφοτέρων αὐτὸν καθαρεύειν φησὶ τὸ μυστήριον· εἰ οὖν ἡδονῆς μὲν ἡ γένεσις ἠλλοτρίωται, κακίας δὲ ἡ ζωή, ποῖον ὑπολείπεται πάθος, οὗ τὸν θεὸν κεκοινωνηκέναι φησὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον;

3. Eἰ δὲ τὴν τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς διάζευξιν πάθος προσαγορεύοι, πολὺ πρότερον δικαῖος ἂν εἴη τὴν συνδρομὴν ἀμφοτέρων οὕτω κατονομάσαι. Eἰ γὰρ ὁ χωρισμὸς τῶν συνημμένων πάθος ἐστί, καὶ ἡ συνάφεια τῶν διεστώτων πάθος ἂν εἴη· κίνησις γάρ τίς ἐστιν ἔν τε τῇ συγκρίσει τῶν διεστώτων καὶ ἐν τῇ διακρίσει τῶν συμπεπλεγμένων ἢ ἡνωμένων. ὅπερ τοίνυν ἡ τελευταία κίνησις ὀνομάζεται, τοῦτο προσήκει καλεῖσθαι καὶ τὴν προάγουσαν. Eἰ δὲ ἡ πρώτη κίνησις, ἣν γένεσιν ὀνομάζομεν, πάθος οὐκ ἔστιν, οὐδ' ἂν ἡ δευτέρα κίνησις, ἣν θάνατον ὀνομάζομεν, πάθος ἂν κατὰ τὸ ἀκόλουθον λέγοιτο, καθ' ἣν ἡ συνδρομὴ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς διακρίνεται. 

4. Τὸν δὲ θεόν φαμεν ἐν ἑκατέρᾳ γεγενῆσθαι τῇ τῆς φύσεως ἡμῶν κινήσει, δι' ἧς ἥ τε ψυχὴ πρὸς τὸ σῶμα συντρέχει, τό τε σῶμα τῆς ψυχῆς διακρίνεται· καταμιχθέντα δὲ πρὸς ἑκάτερον τούτων, πρός τε τὸ αἰσθητόν φημι καὶ τὸ νοερὸν τοῦ ἀνθρωπίνου συγκρίματος, διὰ τῆς ἀρρήτου ἐκείνης καὶ ἀνεκφράστου συνανακράσεως τοῦτο οἰκονομήσασθαι, τὸ τῶν ἅπαξ ἑνωθέντων, ψυχῆς λέγω καὶ σώματος, καὶ εἰς ἀεὶ διαμεῖναι τὴν ἕνωσιν. Τῆς γὰρ φύσεως ἡμῶν διὰ τῆς ἰδίας ἀκολουθίας καὶ ἐν ἐκείνῳ πρὸς διάκρισιν τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς κινηθείσης, πάλιν συνῆψε τὰ διακριθέντα, καθάπερ τινὶ κόλλῃ, τῇ θείᾳ λέγω δυνάμει, πρὸς τὴν ἄρρηκτον ἕνωσιν τὸ διασχισθὲν συναρμόσας. Καὶ τοῦτό ἐστιν ἡ ἀνάστασις, ἡ τῶν συνεζευγμένων μετὰ τὴν διάλυσιν ἐπάνοδος εἰς ἀδιάλυτον ἕνωσιν, ἀλλήλοις συμφυομένων, ὡς ἂν ἡ πρώτη περὶ τὸ ἀνθρώπινον χάρις ἀνακληθείη, καὶ πάλιν ἐπὶ τὴν ἀίδιον ἐπανέλθοιμεν ζωήν, τῆς ἐμμιχθείσης τῇ φύσει κακίας διὰ τῆς διαλύσεως ἡμῶν ἐκρυείσης, οἷον ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ συμβαίνει, περιτρυφθέντος αὐτῷ τοῦ ἀγγείου, σκεδαννυμένου τε καὶ ἀφανιζομένου, μηδενὸς ὄντος τοῦ περιστέγοντος.

5. Καθάπερ δὲ ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου ἐν ἑνὶ γενομένη πάσῃ συνδιεξῆλθε τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεως δι' ἑνὸς ἐπὶ πᾶσαν διατείνει τὴν ἀνθρωπότητα. ὁ γὰρ τὴν ἀναληφθεῖσαν παρ' ἑαυτοῦ ψυχὴν πάλιν ἑνώσας τῷ οἰκείῳ σώματι διὰ τῆς δυνάμεως ἑαυτοῦ τῆς ἑκατέρῳ τούτων παρὰ τὴν πρώτην σύστασιν ἐμμιχθείσης οὕτω γενικωτέρῳ τινὶ λόγῳ τὴν νοερὰν οὐσίαν τῇ αἰσθητῇ συγκατέμιξεν, τῆς ἀρχῆς κατὰ τὸ ἀκόλουθον ἐπὶ τὸ πέρας εὐοδουμένης. ἐν γὰρ τῷ ἀναληφθέντι παρ' αὐτοῦ ἀνθρώπῳ πάλιν μετὰ τὴν διάλυσιν πρὸς τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς ἐπανελθούσης, οἷον ἀπό τινος ἀρχῆς εἰς πᾶσαν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τῇ δυνάμει κατὰ τὸ ἴσον ἡ τοῦ διακριθέντος ἕνωσις διαβαίνει. Καὶ τοῦτό ἐστι τὸ μυστήριον τῆς τοῦ θεοῦ περὶ τὸν θάνατον οἰκονομίας καὶ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως, τὸ διαλυθῆναι μὲν τῷ θανάτῳ τοῦ σώματος τὴν ψυχὴν κατὰ τὴν ἀναγκαίαν τῆς φύσεως ἀκολουθίαν μὴ κωλῦσαι, εἰς ἄλληλα δὲ πάλιν ἐπαναγαγεῖν διὰ τῆς ἀναστάσεως, ὡς ἂν αὐτὸς γένοιτο μεθόριον ἀμφοτέρων, θανάτου τε καὶ ζωῆς, ἐν ἑαυτῷ μὲν στήσας διαιρουμένην τῷ θανάτῳ τὴν φύσιν, αὐτὸς δὲ γενόμενος ἀρχὴ τῆς τῶν διῃρημένων ἑνώσεως.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ok θα γίνει και πάλι η συνένωση της ψυχής με το σώμα μας αλλά από εκεί και πέρα..??αφήνει να εννοηθεί πως το σώμα που θα επιστραφεί η ψυχή κατά κάποιο τρόπο θα είναι απαλλαγμένο από τη κακία που διείσδυσε στν ανθρώπινη φυση γιατί όμως κάποιοι άγιοι λένε πως τα πάθη με τα οποία αρρώστησε η ψυχή θα εξακολουθεί να τα έχει η ψυχή και μετά τον θάνατο..?ΑΠ

amethystos είπε...

Tό σώμα ανασταίνεται κεκαθαρμένο, η ψυχή χωρίς μετάνοια πώς νά αντικρύσει τό φώς τού Κυρίου. Τά πάθη της θά τήν κάψουν.

Ανώνυμος είπε...

άρα η θεραπεία της ψυχής δν συνεχίζεται μετά τν θάνατο παρά μόνο το σωμα...ευχαριστώ φίλε,πολύ θα ήθελα να ισχύουν όσα γράφει ο άγιος έστω κάτι να είναι καθαρό στη μετέπειτα ζωή γιατί σε αυτή άστα να παν..50%αυξηση στη ΔΕΗ σου λέει ο άλλος συν όσα συμβαίνουν άντε να μην έχεις ίχνος υπερηφάνειας μετά....!!ΑΠ.