Συνέχεια από: Σάββατο, 11 Σεπτεμβρίου 2021
ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
1. Αφού λοιπόν o νους διεψεύσθη τής επιθυμίας προς το όντως αγαθόν, παρεσύρθη προς το μη ον, παραπεισθείς δι’ απάτης υπό του συμβούλου και ευρετού της κακίας ότι καλόν είναι το εναντίον του καλού (διότι η απάτη δεν θα ενεργούσε, αν η φαντασία του καλού δεν χρησιμοποιούταν ως δέλεαρ στο άγκιστρον της κακίας). Αφού λοιπόν ο άνθρωπος περιήλθε στην συμφορά ταύτη υποτάξας εαυτόν εκουσίως δια της ηδονής στον εχθρό της ζωής, αναζητεί (ο Θεός) όλα μαζί συγχρόνως τα πρέποντα στις θείες ιδιότητες, την αγαθότητα, την δικαιοσύνη, την δύναμιν, την αφθαρσία και οποιανδήποτε άλλη υψηλής σημασίας (προς την απολύτρωση του ανθρώπου). Λοιπόν ως αγαθός λυπείται τον εκπεσόντα και ως σοφός δεν αγνοεί τον τρόπον να τον ανακαλέσει. Της σοφίας δε είναι εκδήλωμα και η κρίσις του δικαίου. Διότι δεν είναι ορθό να προσάψει κανείς την αληθή δικαιοσύνη στην αφροσύνη.
2. Ποια λοιπόν είναι στην περίπτωση ταύτη η έννοια της δικαιοσύνης; Το να μη χρησιμοποιήσει κατά του υποτάξαντος ημάς τυραννική βία και να μην αφήσει αφορμή δικαιολογίας προς τον υποδουλώσαντα τον άνθρωπο δι’ ηδονής αποσπώντας αυτόν δια περισσής δυνάμεως. Οι προσφέροντες την ελευθερία αυτών αντί χρημάτων γίνονται δούλοι των αγοραστών αυτών, γινόμενοι οι ίδιοι πωλητές του εαυτού τους, και δεν είναι δυνατόν ούτε σε αυτούς ούτε σε κάποιον άλλον να διαμαρτυρηθεί δια την απώλεια της ελευθερίας αυτών, έστω και αν είναι ευπατρίδες οι αυτομολήσαντες στην συμφορά τούτην. Εάν δε κανείς, λυπούμενος εκείνον ο οποίος επωλήθη, εξασκεί βία κατά του αγοραστού, θα εθεωρείτο άδικος εάν απελευθέρωνε κατά τρόπον αυθαίρετο εκείνον ο οποίος κατά νόμον εδουλώθη, αν και κανείς νόμος δεν εμποδίζει να εξαγοράσει κάποιος, εάν ήθελε, εκείνους οι οποίοι επωλήθησαν. Κατά τον ίδιον τρόπον, αφού εμείς απεμπολήσαμε εκουσίως την ελευθερία μας, έπρεπε εκείνος ο οποίος εξ αγαθότητας μας ελευθερώνει να επινοήσει την ανάκλησίν μας κατά τρόπον όχι βίαιον και τυρρανικόν αλλά δίκαιον.
Το πρωτότυπο κείμενο
Κεφάλαιο 22
1. ἐπεὶ οὖν τῆς πρὸς τὸ ὄντως ἀγαθὸν ἐπιθυμίας διαψευσθεὶς ὁ νοῦς πρὸς τὸ μὴ ὂν παρηνέχθη, δι' ἀπάτης τοῦ τῆς κακίας συμβούλου τε καὶ εὑρετοῦ καλὸν ἀναπεισθεὶς εἶναι τὸ τῷ καλῷ ἐναντίον· οὐ γὰρ ἂν ἐνήργησεν ἡ ἀπάτη, μὴ δελέατος δίκην τῷ τῆς κακίας ἀγκίστρῳ τῆς τοῦ καλοῦ φαντασίας περιπλασθείσης· ἐν ταύτῃ τοίνυν γεγονότος ἑκουσίως τῇ συμφορᾷ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἑαυτὸν δι' ἡδονῆς τῷ ἐχθρῷ τῆς ζωῆς ὑποζεύξαντος, πάντα μοι κατὰ ταὐτὸν ἀναζήτει τὰ ταῖς θείαις ὑπολή ψεσι πρέποντα, τὸ ἀγαθόν, τὸ σοφόν, τὸ δίκαιον, τὸ δυνατόν, τὸ ἄφθαρτον καὶ εἴ τι τῆς τοῦ κρείττονος σημασίας ἐστίν. οὐκοῦν ὡς ἀγαθὸς οἶκτον λαμβάνει τοῦ διαπεπτωκότος, ὡς σοφὸς οὐκ ἀγνοεῖ τὸν τρόπον τῆς ἀνακλήσεως. σοφίας δ' ἂν εἴη καὶ ἡ τοῦ δικαίου κρίσις· οὐ γὰρ ἄν τις ἀφροσύνῃ τὴν ἀληθῆ δικαιοσύνην προσάψειεν.
2. Τί οὖν ἐν τούτοις τὸ δίκαιον; τὸ μὴ τυραννικῇ τινὶ χρήσασθαι κατὰ τοῦ κατέχοντος ἡμᾶς αὐθεντίᾳ, μηδὲ τῷ περιόντι τῆς δυνάμεως ἀποσπάσαντα τοῦ κρατοῦντος καταλιπεῖν τινὰ δικαιολογίας ἀφορμὴν τῷ δι' ἡδονῆς καταδουλωσαμένῳ τὸν ἄνθρωπον. καθάπερ γὰρ οἱ χρημάτων τὴν ἑαυτῶν ἐλευθερίαν ἀποδόμενοι δοῦλοι τῶν ὠνησαμένων εἰσίν, αὐτοὶ πρατῆρες ἑαυτῶν κατα στάντες, καὶ οὔτε αὐτοῖς οὔτε ἄλλῳ τινὶ ὑπὲρ ἐκείνων ἔξεστι τὴν ἐλευθερίαν ἐπιβοήσασθαι, κἂν εὐπατρίδαι τινὲς ὦσιν οἱ πρὸς τὴν συμφορὰν ταύτην αὐτομολή σαντες· εἰ δέ τις κηδόμενος τοῦ ἀπεμποληθέντος βίᾳ κατὰ τοῦ ὠνησαμένου χρῷτο, ἄδικος εἶναι δόξει τὸν νόμῳ κτηθέντα τυραννικῶς ἐξαιρούμενος· ἐξωνεῖσθαι δὲ πάλιν εἰ βούλοιτο τὸν τοιοῦτον, οὐδεὶς ὁ κωλύων νόμος ἐστί· κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ἑκουσίως ἡμῶν ἑαυτοὺς ἀπεμπολησάντων ἔδει παρὰ τοῦ δι' ἀγαθότητα πάλιν ἡμᾶς εἰς ἐλευθερίαν ἐξαιρουμένου μὴ τὸν τυραννικόν, ἀλλὰ τὸν δίκαιον τρόπον ἐπινοηθῆναι τῆς ἀνακλήσεως. οὗτος δέ ἐστί τις τὸ ἐπὶ τῷ κρατοῦντι ποιήσασθαι πᾶν ὅπερ ἂν ἐθέλοι λύτρον ἀντὶ τοῦ κατεχομένου λαβεῖν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου