Συνέχεια από: Παρασκευή, 10 Σεπτεμβρίου 2021
ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
1. Τί λοιπόν είναι δικαιοσύνη; Ενθυμούμεθα βεβαίως εξ όσων στα πρώτα κεφάλαια και στη ακολουθία του λόγου ελέχθησαν, ότι δηλαδή ο άνθρωπος κατεσκευάσθη ως μίμημα της θείας φύσεως και ότι κατέχει (διασώζει) την προς τον θείον ομοίωσιν και δια των άλλων αγαθών και ιδιαιτέρως δια του αυτεξουσίου της θελήσεώς του, ενώ είναι κατ’ ανάγκην τρεπτής φύσεως. Διότι δεν ήταν δυνατόν αφού έχοντας την αρχή του Είναι (άρχισε την ύπαρξή του) εξ αλλοιώσεως να μην είναι πάντως τρεπτός. Πράγματι η μετάβασις από το μη ον εις το είναι κάποια αλλοίωσις είναι, καθώς η ανυπαρξία κατά θείαν δύναμιν μετατρέπεται σε ουσίαν, ενώ η τροπή δύναται και αλλιώς να παρατηρηθεί ως αναγκαία στον άνθρωπον, αφού ο άνθρωπος ήταν μίμημα της θείας φύσεως. Το δε μιμούμενον, εάν δεν τύχει εις κάποιαν ετερότητα, τότε θα είναι ταυτόν με εκείνο του οποίου είναι ομοίωμα. Αφού λοιπόν η διαφορά του γενομένου κατ’ εικόνα προς το αρχέτυπο συνίσταται σε τούτο, ότι το μεν αρχέτυπον είναι άτρεπτον κατά την φύσιν, το δε ομοίωμα δεν είναι άτρεπτον, διότι έλαβε υπόστασιν δια της αλλαγής (δι’ αλλοιώσεως), ως ελέχθη ανωτέρω, είναι δε πάντοτε αλλοιούμενο ως ομοίωμα, η δε τροπή (αλλοίωσις) είναι κίνησις μεταβατική προχωρούσα από αυτό που είναι (υπάρχει) αιωνίως εις άλλο, δύο είδη αυτής της κινήσεως αναφέρονται, η μεν μία η προς το αγαθόν πάντοτε φερομένη, στο οποίον η πρόοδος δεν έχει στάσιν, διότι τέρμα του επιδιωκομένου δεν είναι δυνατόν να εννοηθεί, η δε δεύτερα είναι η φερομένη προς το εναντίον του αγαθού, του οποίου η υπόστασις έγκειται στο ότι είναι ανύπαρκτον (δεν υφίσταται).
2. Πράγματι, καθώς ελέχθη έμπροσθεν, η αντίθεσις (εναντίωσις) προς το αγαθόν έχει τέτοια έννοια κατά την διάκρισιν αυτής από το αγαθόν, όπως λέγουμε ότι έχει το ον προς το μη ον, και η ύπαρξις προς την ανυπαρξίαν. Επειδή λοιπόν κατά την τρεπτήν και αλλοιωτήν ορμή και κίνησιν, δεν είναι δυνατόν η φύσις να μένει αφ’ αυτής ακίνητος, αλλά πάντως η προαίρεσις φέρεται προς κάτι, καθώς η προς το καλόν επιθυμία προσελκύει αυτήν φυσικώς εις κίνησιν. Καλόν δε είναι αφ’ ενός μεν κάτι το οποίον είναι αληθώς κατά την φύσιν του καλόν, αφ’ ετέρου δε κάτι το οποίον δεν είναι καλόν, αλλά καλύπτεται από κάποιαν φαινομενικότητα (φαντασία) καλού. Κριτήριον δε τούτων είναι ο ένδοθεν εν ημίν ενιδρυμένος νους. Δια του νου λοιπόν διακινδυνεύομε ή να επιτύχουμε το όντως καλόν ή αποκλίνοντες από αυτό να παρασυρθούμε προς το εναντίον δια κάποιας απάτης από την φαινομενικότητα (κατά το φαινόμενον). Παθαίνουμε δηλαδή κάτι παρόμοιο με αυτό το οποίο λέγει ο έξω μύθος ότι έπαθε το σκυλί, ότι δηλαδή βλέποντας στο νερό ενός ποταμού είδωλο του κρέατος το οποίο έφερε στο στόμα του, άφησε μεν την αληθή τροφή και ανοίγοντας ματαίως το στόμα της για να λάβει το είδωλο της τροφής έμεινε πεινασμένο.
Το πρωτότυπο κείμενο
Κεφάλαιο 21
1. Τίς οὖν ἡ δικαιοσύνη; μεμνήμεθα πάντως τῶν κατὰ τὸ ἀκόλουθον ἐν τοῖς πρώτοις τοῦ λόγου διῃρημένων ὅτι μίμημα τῆς θείας φύσεως κατεσκευάσθη ὁ ἄνθρωπος, τοῖς τε λοιποῖς τῶν ἀγαθῶν καὶ τῷ αὐτεξουσίῳ τῆς προαιρέσεως τὴν πρὸς τὸ θεῖον διασώζων ὁμοίωσιν, τρεπτῆς δὲ φύσεως ὢν κατ' ἀνάγκην· οὐ γὰρ ἐνεδέχετο τὸν ἐξ ἀλλοιώσεως τὴν ἀρχὴν τοῦ εἶναι σχόντα μὴ τρεπτὸν εἶναι πάντως· ἡ γὰρ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι πάροδος ἀλλοίωσίς τίς ἐστι, τῆς ἀνυπαρξίας κατὰ θείαν δύναμιν εἰς οὐσίαν μεθισταμένης, καὶ ἄλλως δὲ τῆς τροπῆς ἀναγκαίως ἐν τῷ ἀνθρώπῳ θεωρουμένης, ἐπειδὴ μίμημα τῆς θείας φύσεως ὁ ἄνθρωπος ἦν· τὸ δὲ μιμούμενον, εἰ μὴ ἐν ἑτερότητι τύχοι τινί, ταὐτὸν ἂν εἴη πάντως ἐκείνῳ, ᾧ ἀφωμοίωται. ἐν τούτῳ τοίνυν τῆς ἑτερότητος τοῦ κατ' εἰκόνα γενομένου πρὸς τὸ ἀρχέτυπον οὔσης, ἐν τῷ τὸ μὲν ἄτρεπτον εἶναι τῇ φύσει, τὸ δὲ μὴ οὕτως ἔχειν, ἀλλὰ δι' ἀλλοιώσεως μὲν ὑποστῆναι κατὰ τὸν ἀποδο θέντα λόγον, ἀλλοιούμενον δὲ μὴ πάντως ἐν τῷ εἶναι μένειν· ἡ δὲ ἀλλοίωσις κίνησίς τίς ἐστιν εἰς ἕτερον ἀπὸ τοῦ ἐν ᾧ ἐστὶν εἰς ἀεὶ προιοῦσα· δύο δὲ τῆς τοιαύτης εἴδη κινήσεως· τὸ μὲν πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἀεὶ γιγνόμενον, ἐν ᾧ ἡ πρόοδος στάσιν οὐκ ἔχει, διότι πέρας οὐδὲν τοῦ διεξοδευομένου καταλαμβάνεται· τὸ δὲ πρὸς τὸ ἐναντίον, οὗ ἡ ὑπόστασις ἐν τῷ μὴ ὑφεστάναι ἐστίν.
2. ἡ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ ἐναντίωσις, καθὼς ἐν τοῖς ἔμπροσθεν εἴρηται, τοιοῦτόν τινα νοῦν κατὰ τὴν ἀντιδιαστολὴν ἔχει, καθάπερ φαμὲν τῷ μὴ ὄντι τὸ ὂν ἀντιδιαιρεῖσθαι καὶ τῇ ἀνυπαρξίᾳ τὴν ὕπαρξιν· ἐπειδὴ τοίνυν κατὰ τὴν τρεπτήν τε καὶ ἀλλοιώτην ὁρμήν τε καὶ κίνησιν οὐκ ἐνδέχεται τὴν φύσιν ἐφ' ἑαυτῆς μένειν ἀκίνητον, ἀλλ' ἐπί τι πάντως ἡ προαίρεσις ἵεται, τῆς πρὸς τὸ καλὸν ἐπιθυμίας αὐτὴν φυσικῶς ἐφελκομένης εἰς κίνησιν· καλὸν δὲ τὸ μέν τι ἀληθῶς κατὰ τὴν φύσιν ἐστί, τὸ δὲ οὐ τοιοῦτον, ἀλλ' ἐπηνθισμένον τινὶ καλοῦ φαντασίᾳ· κριτήριον δὲ τούτων ἐστὶν ὁ νοῦς, ἔνδοθεν ἡμῖν ἐνιδρυμένος, ἐν ᾧ κινδυνεύεται ἢ τὸ ἐπιτυχεῖν τοῦ ὄντως καλοῦ, ἢ τὸ παρατραπέντας αὐτοῦ διά τινος τῆς κατὰ τὸ φαινόμενον ἀπάτης ἐπὶ τὸ ἐναντίον ἡμᾶς ἀπορρυῆναι, οἷόν τι παθεῖν ὁ ἔξωθεν μῦθός φησιν ἀπιδοῦσαν ἐν τῷ ὕδατι τὴν κύνα πρὸς τὴν σκιὰν οὗ διὰ στόματος ἔφερε, μεθεῖναι μὲν τὴν ἀληθῆ τροφήν, περιχανοῦσαν δὲ τὸ τῆς τροφῆς εἴδωλον ἐν λιμῷ γενέσθαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου