Ο θεμέλιος λόγος για τον οποίο αγαπώ τον Βίτγκενσταϊν (1889-1951) είναι πως παραδέχεται το «άρρητο» των σημαντικών πραγμάτων στη ζωή. Θεωρεί, μάλιστα, σκοπό της φιλοσοφίας «να χτίσει ένα τοίχο εκεί όπου η γλώσσα ούτως ή άλλως σταματάει».
Ο Λούντβιχ αντιλαμβάνεται πως «το νόημα του κόσμου βρίσκεται έξω από τον κόσμο» και τις δυνατότητες εντοπισμού του. «Η λύση του αινίγματος της ζωής σε χώρο και χρόνο βρίσκεται εκτός χώρου και χρόνου». Εντός κόσμου, δια της γλωσσικής δυνατότητας, εξηγεί, είμαστε ικανοί μόνο και μόνο για προσεγγίσεις, που δεν υπάρχουν αυθυπάρκτως αλλά μόνο ως διασυνδέσεις μεταξύ τους, τις οποίες παριστά ο στοχαστής και γι’ αυτό τον παρομοιάζει με σχεδιαστή.
Λέει για το γλωσσικό όριο: «[…]η λογική της γλώσσας είναι αναπαραστατική της λογικής του κόσμου, αντανακλά τη λογική εικόνα των γεγονότων, γι’ αυτό και μπορεί να τοποθετείται σαν μετρικός κανόνας πάνω στην πραγματικότητα […]επειδή είναι μόνο αναπαραστατική η λειτουργία της, η γλώσσα δε μπορεί να πει ούτε το νόημα του κόσμου, δε μπορεί να εκφράσει με λέξεις ούτε την ηθική ούτε την αισθητική» (Tractatus Logico-Philosophicus).
Πολλοί που ξεχνούν τον φυσικό περιορισμό του είδους μας και των ικανοτήτων της νόησης, πνίγονται σε μια κουταλιά νερό. Ο Βίτγκενσταϊν τον γνωρίζει αυτόν τον πειρασμό: «η αρρώστια μας είναι τούτη: θέλουμε να εξηγούμε». Και γνωρίζει ότι ο πόθος όλων όσων φιλοσοφούν είναι «η γαλήνη του λογισμού», η οποία μπορεί να επέρχεται με τη διασάφηση κάποιων εννοιών-προτάσεων, μπορεί όμως και δια της εγκαταλείψεως ενός προβλήματος του οποίου η λύση δεν υπάρχει και αυτό μπορεί να εντοπιστεί στην διατύπωση της εκφωνήσεώς του, «[…]γιατί αμφιβολία υπάρχει εκεί που υπάρχει ερώτημα […]ερώτημα εκεί που υπάρχει απάντηση […]απάντηση μονάχα εκεί που κάτι μπορεί να λεχθεί».
Απορρίπτει την σύγχυση των κοσμικών βλέψεων και φιλοδοξιών ως «θάνατο της σκέψης» και βλέπει αυτούς που πετυχαίνουν ως προς τις τελευταίες και «αναπαύονται πάνω στις δάφνες τους», ως κάποιους που κάνουν κάτι εξίσου επικίνδυνο με το να «ξεκουράζονται πάνω στο χιόνι μετά από πορεία […]αποκοιμιούνται και πεθαίνουν στον ύπνο τους».
Θέτει τις βάσεις – αυτονόητες για όσους αντιλαμβάνονται την μη-παντογνωσία τους και παράλληλα διψούν τη μάθηση – της τίμιας σκέψης, η οποία δεν επιτυγχάνεται «αν δεν θες να πληγώσεις τον εαυτό σου». Τοποθετεί τα αίτια του μίσους μεταξύ των ανθρώπων στην έννοια της απόστασης που θέτουν μεταξύ τους ώστε να μη γίνονται αντιληπτοί – «δεν θέλουμε ο άλλος να κοιτάει μέσα μας – δεν είναι ωραίο αυτό που θα δει». Σίγουρα δεν μας είναι εύκολο να τσαλακωνόμαστε εδώ κι εκεί λες και δεν ισχύει και για εμάς πως «τίποτε δεν είναι δυσκολότερο από το να μην αυταπατάσαι», αλλά αυτό είναι που μας απομακρύνει και τροφοδοτεί την αλληλοαπέχθεια.
Τον απασχολεί η ευτυχία (μάλλον η χαρά, σωστότερα, αλλά χρησιμοποιώ τη λέξη της μετάφρασης) στη ζωή και την εντοπίζει στην περίπτωση που κάποιος ξεφύγει του μετεωρισμού του χρόνου και συγκεντρωθεί στην αξία του παρόντος (το βρίσκει και στην πατερική διδασκαλία κανείς αυτό)· αυτός είναι που «ζει δίχως φόβο και ελπίδα», ζει σαν να μην υπάρχει θάνατος. Το να φοβάσαι τον τελευταίο το θεωρεί ως «το καλύτερο σημάδι μιας λαθεμένης, δηλαδή κακής, ζωής», μιας και είναι αυτός που της προσδίδει το νόημά της. Ο υψηλότερος αναβαθμός της «ευχαριστημένης» ζωής, κατά τον Λούντβιχ, βρίσκεται σ’ αυτή που αντέχει και «μπορεί να παραιτηθεί απ’ τις χαρές της ζωής», ενώ, επειδή αναμφίβολα ο άνθρωπος είναι κυρίως εσωτερικό ον – ζει κυρίως εκ των έσω – «το μόνο βήμα που μπορεί να κάνει τα πράγματα πιο ικανοποιητικά είναι το βήμα που πρέπει να κάνει μέσα του».
Τον απασχολεί επίσης η έννοια του απολύτου και οι πιθανότητες σάρκωσής του είτε θεϊκώς είτε ανθρωπίνως. Στοχάζεται πάνω στην χριστιανική διδασκαλία, που σε διαφορά, π.χ., με την Σιμόν Βέιλ, που είχε μια σχετική αποκάλυψη (κι έτσι γνώρισε το βάθος και την πραγματικότητά της), αντιλαμβάνεται υποθέτοντας: «αν ο Χριστιανισμός είναι η αλήθεια, τότε η περί αυτού φιλοσοφία είναι ψεύτικη» (δηλαδή, ως έχει στην πραγματικότητα – δεν πρόκειται περί φιλοσοφίας).
Όπως ο Χριστιανισμός, άνευ της αγάπης του Θεού, θα παρέλυε τα πάντα σε μια ενδεχόμενη πλήρη αποκάλυψή του, έτσι κι ένα βιβλίο έγκυρης ηθικής, εξηγούσας το όλον χωρίς ατέλειες «θα κατέστρεφε με μιαν έκρηξη όλα τα άλλα βιβλία του κόσμου». Για την ώρα – έως τώρα – είμαστε με τον σταυρό-ευλογία της εκούσιας, κατά βούλησιν, αναζήτησης και μπορούμε παράλληλα να τοποθετούμαστε με «μια μορφή εμπιστοσύνης» (η πίστη) αντί δεισιδαιμονικώς («απορρέει απ’ τον φόβο και είναι ένα είδος ψευδοεπιστήμης») απέναντι στην ύπαρξη και τον Θεό.
Είναι, λοιπόν, ένας βαθιά διανοητικός άνθρωπος και νιώθει πως το να «προσεύχεσαι σημαίνει να σκέφτεσαι το νόημα της ζωής». Ξέρει ότι είναι μεγαλοφυΐα ο ίδιος – πηγές τον θέλουν να έχει IQ περίπου 180 (1/2.000.000 άτομα) – η οποία όμως, διευκρινίζει, «[…]δεν εκπέμπει περισσότερο φως από ό,τι οποιοσδήποτε τίμιος άνθρωπος· απλώς συγκεντρώνει αυτό το φως μ’ έναν ειδικό φακό σε μια καυστική εστία». Το φως που ο ίδιος εξέπεμψε – η προσφορά του στο χώρο της σκέψης – το τοποθετεί στη «φιλοσοφία των μαθηματικών»· θα λέγαμε πως έχουμε να κάνουμε με έναν σπουδαίο «προβληματολόγο».
Δεν αγαπά-εκτιμά τους Marx («μπόρεσε να περιγράψει το είδος της κοινωνίας που θα ‘θελε να δει· αυτό είναι όλο») και Freud («[…]ισχυρίζεται πως κάνει επιστήμη […]αυτό που μας δίνει είναι μια εικασία […]που προηγείται ακόμη και από τον σχηματισμό μιας υπόθεσης»). Λέει επίσης και το εξής, εκφράζοντας την αντιπάθειά του για τη μέθοδο της πεπατημένης, κυρίως στο επιστημονικό πλαίσιο: «Ο άνθρωπος πρέπει να ξυπνήσει για ν’ αρχίσει ν’ απορεί (και ίσως το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς). Η επιστήμη είναι ένας τρόπος να τον στείλεις ξανά για ύπνο […]τοποθετεί σιδηροδρομικές γραμμές […]για τους επιστήμονες είναι πρωτίστης σημασίας ότι το έργο τους θα πρέπει να ακολουθεί αυτές τις γραμμές». Πράγματι, οι μεγαλύτεροι επιστήμονες είχαν, είτε την «αδυναμία» μίμησης άλλων – κανείς, π.χ., απ’ τους αρχαίους δεν είχε διατριβή σε κάποιου άλλου το έργο (ίσως ο Πλάτωνας…) – είτε, παράλληλα, και τελείως ιδιοφυή μέθοδο να προσεγγίζουν τα πράγματα – Άινσταϊν, Κιουρί, Καραθεοδωρή, Βέιλ, Βίτγκενσταϊν…
Αγαπά τους Αυγουστίνο («οι Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου είναι ίσως το πιο σοβαρό βιβλίο που έχει γραφεί ποτέ»), Λιμπνίζ («να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που έχεις τόσο χρόνο στη διάθεσή σου να μελετήσεις ένα τόσο μεγάλο άνθρωπο»), Ουίλλιαμ Τζέιμς («πραγματικό ανθρώπινο πλάσμα»), Κίρκεγκωρ («ο πιο βαθύς στοχαστής» του 19ου αιώνα, «[…]είναι άγιος»), Σαίξπηρ («[…]ο ποιητής δεν μπορεί να πει για τον εαυτό του «τραγουδάω όπως τραγουδάνε τα πουλιά», ο Σαίξπηρ όμως θα μπορούσε να το πει»).
Το ζωγραφικό έργο που πλαισιώνει τη σελίδα (“Κεφαλή ανθρώπου”, 1951) αποτελεί δημιουργία του, ιταλού, Αλμπέρτο Τζιακομέτι.
Συνοψίζοντας τον Βίτγκενσταϊν - Αντίφωνο (antifono.gr)
ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΗΜΑΝΕΙ ΤΑ ΑΡΡΗΤΑ.
"Θεωρεί, μάλιστα, σκοπό της φιλοσοφίας «να χτίσει ένα τοίχο εκεί όπου η γλώσσα ούτως ή άλλως σταματάει»".
Ο ΘΕΟΣ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΤΟ ΤΟΙΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟ. ΤΙ ΝΑ ΧΤΙΣΕΙ; ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΡΥΒΕΙ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ, ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΑΤΑΛΗΓΕΙ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ. ΕΠΙΝΟΟΥΜΕ ΤΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου