Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας
Συνέχεια από: Κυριακή, 1 Οκτωβρίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:
Ο Παχυμέρης χρησιμοποιεί τον όρο Οὐρανίους για τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι έχουν κατορθώσει να διεισδύσουν στον «θεῖον τῆς ἀγνωσίας γνόφον». Πολλοί Πατέρες πριν από εκείνον, αντί για τον όρο «Οὐράνιοι», χρησιμοποιούν τον όρο «Πνευματικοί». Τα χαρίσματα δεν είναι δυνατόν να καταστούν κτήμα των ψυχικών ανθρώπων495, δηλαδή οι «πνεῦμα μὴ ἔχοντες, τοὺς τοῖς λογισμοῖς καὶ συλλογισμοῖς καὶ
διαλογισμοῖς μᾶλλον ἐπερειδομένους, καί τό δίκαιον καί τό συμφέρον ἐκ τούτων νομίζοντας εὑρίσκειν»496. Οι άνθρωποι αυτοί κινούμενοι μακράν από την εν Χριστώ ζωή, δεν έχουν τις προϋποθέσεις να εντρυφήσουν στα της θείας σοφίας δόγματα, «ἐπί Θεοῦ φῶς»497. Αδυνατούν να κατανοήσουν όλα εκείνα πού φανερώνονται από το Ύψιστο Όν. Γι᾽ αυτό ή τα αγνοούν ή τα παραποιούν ή τα παραθεωρούν. Για τον λόγο αυτό ο Παχυμέρης
σημειώνει ότι, πριν την προσπάθεια διεισδύσεως στα του Θεού, πρέπει να επικαλούμεθα την ευχή για την «ἁγία ποτνιᾶται Τριάδα»498, δηλαδή να τελεσθεί η ανάλογη προετοιμασία ως διαμεσολαβούσα διεργασία.
Αντίθετα, οι πνευματικοί (οὐράνιοι οι κατά τόν Παχυμέρη) άνθρωποι499, όπως σημειώνει ο απόστολος των εθνών Παύλος, τιμώνται από το Άγιο Πνεύμα και γίνονται αποδέκτες των θείων ενεργειών. Το Πνεύμα καλύπτει την εσωτερικότητά τους, με αποτέλεσμα να κυριαρχούνται από τό αίσθημα της πληρότητας και της ταπεινώσεως και να γίνονται μέτοχοι των θείων και αϊδίων χαρισμάτων. Διαβιούν σε πνευματική ατμόσφαιρα, καρπό της μετουσίας του Πνεύματος, στην οποία δεν εισέρχεται εύκολα ο εθισμός της εκτροπής. Η ψυχή τους καθίσταται πηγή αείρροος της θείας χάρης. Ενισχύουν σε προκεχωρημένο βαθμό την πίστη τους στον Θεό και αποπειρώνται να εναρμονίσουν, στον μέγιστο εφικτό βαθμό, το φρόνημα και τις πράξεις τους με τον λόγο της αληθείας, με τον θείο νόμο. Οι άνθρωποι τότε έχουν μακάρια ζωή, διότι η ύπαρξή τους διέπεται από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Ειδάλλως, είναι νεκροί, όπως συμβαίνει, όταν η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα.
Οι πνευματικοί άνθρωποι κατορθώνουν να υπερβούν την ακολουθία των λογισμών, την οποία θεωρούν υποδεέστερη από τη θεία δύναμη και τις αποκαλύψεις αυτής στο έλλογο όν. Επιτυγχάνουν να κατακτήσουν έτσι τη μέλλουσα σωτηρία και να οδηγηθούν στην υπαρξιακή πληρότητα της θεώσεως, η οποία άρχεται από την επίγεια ζωή διά του αρραβώνος της μεθέξεως στο Πνεύμα το Άγιον. Το Τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος κατοικεί σε εκείνους όχι καθ' υπόσταση αλλά διά των φυσικών ενεργειών Του, δηλαδή ως χάρισμα, «εἰς τοῦτο φωτισθῆναι εὐχόμενος»500. Το Πνεύμα το Άγιο γίνεται ο οδηγητής και ο συνοδοιπόρος τους στη γέννηση μίας ισχυρής σχέσεως με τον Τριαδικό Θεό, στο να γίνουν δηλαδή θετοί υιοί Θεού. Δεν επιτυγχάνουν μόνο, όμως, τη θέωση αλλά, αφού αποδέχονται τη θεία χάρη, έχουν την ευκαιρία να γίνουν μέτοχοι της θείας αλήθειας.
Οι ουράνιοι άνθρωποι είναι κάτοχοι της θείας επίνοιας501. Η λέξη επίνοια έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στα έργα του Μεγάλου Βασιλείου και Γρηγορίου Νύσσης, με συνέπεια να μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Διονύσιος και, συνεπαγωγικώς ο Παχυμέρης έχει επηρεασθεί από τον Καππαδόκη χριστιανό φιλόσοφο. Άρα, δεν πρέπει νά διαφεύγει της ανθρώπινης λογικής ότι όλες οι περιγραφές για τον Θεό είναι κατ’ επίνοια εκφράσεις των θείων ενεργειών. Αδιαπραγμάτευτος στόχος τους είναι το περιγραπτόν μίας προσήκουσας περί του Θεού κατάστασης, η οποία ουσιαστικά δεν μπορεί να περιγραφεί. Λόγῳ της ακατανοησίας αυτής της πραγματικότητας, καθώς και της αδυναμίας της ανθρώπινης διάνοιας (νοήσεως), ο άνθρωπος πρέπει να χρησιμοποιήσει πλείστες ονομασίες, προκειμένου να απεικονίσει τη θεία φύση502, έστω καί εν μέρει και να εισδύσει στον «Θεῖον τῆς ἀγνωσίας γνόφον»503.
Έτσι, ο πνευματικός άνθρωπος είναι ο αληθής μυημένος στα θεία μυστήρια και στις θείες αλήθειες. Προσλαμβάνει τα πάντα μέσα από την προσωπική σχέση του με τον αληθινό Θεό και την Εκκλησία. Στο ιδιόλεκτο της υπόστασής του δεν υπάρχει ισοπέδωση του πνευματικού - μυστηριακού βάθος των Εκκλησιαστικών δρώμενων και των εν θείᾳ Αποκαλύψει αληθειών, αλλά στήν πνευματική οπτική του αποκαλύπτονται ὅλο καί βαθύτερες πτυχές των θείων διδασκαλιών αλλά και των τελούμενων στη θεία μυσταγωγία, στην Εκκλησία, για να εκπληρωθούν οι λόγοι του ευαγγελιστή: «ὅστις γάρ ἔχει δοθήσεται αὐτῷ καί περισσευθήσεται ὅστις δέ οὐκ ἔχει καί ὅ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ»504.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να εξαγάγουμε το συμπέρασμα από το σύνολο των γραφομένων του Παχυμέρη ότι τελικά ο ουράνιος άνθρωπος είναι το πρόσωπο εκείνο που έχει δοθεί καθ’ολοκληρίαν στον Θεό. Είναι η ανθρώπινη παρουσία που φλέγεται από θείο έρωτα και είναι έμπλεος αγάπης για τα του Θεού. Άλλωστε, ο ίδιος ο Θεός είναι αγάπη505. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αγάπη δεν είναι συναίσθημα που γεννάται από τις επιθυμητές ιδιότητες του αντικειμένου της αλλά άμεσος καρπός του Αγίου Πνεύματος: «ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τόν θεον ὅτι ὁ θεός ἀγάπη ἐστίν»506. Κατά συνέπεια, ο ουράνιος άνθρωπος έχει φρόνημα και ζωή κατά τις εντολές του Θεού, ώστε αποκτά κάθαρση του νου και επιτρέπει την ενοίκηση της Αγίας Τριάδας στην υπόστασή του. Και το αιτιολογικό στήριξης αρύεται τις αφορμές από την Καινή Διαθήκη: ο Κύριος είπε: «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστίν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν μέ ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν»507. Κατά συνέπεια, Οὐράνιος είναι ο πνευματικός άνθρωπος που συμμετέχει στη θεία χάρη και γίνεται ο ίδιος κατά κάποιο τρόπο και βαθμό Φως. Ενώνεται με το Φως και με αυτή τήν υπερβατική και εν ταυτώ εμμενή κατάσταση αποκτά πλήρη επίγνωση όλων όσα παραμένουν αόρατα γιά εκείνους που δεν έχουν αυτή τη χάρη. Οι καθαροί ως προς την εσωτερικότητά τους θεώνται τον Θεόν508, ο Οποίος, όντας Φως, ενοικεί στην υπόστασή τους και αποκαλύπτει τον Εαυτόν του σε αυτούς εξαιτίας της αναφορικότητός τους προς το πρόσωπό του: «Οὐρανίους δέ λέγει τούτους ὡς μή κατά τήν ἀνθρωπίνην καί γήινην ἐπίνοιαν, ἀλλά κατά θείαν ἐπίνοιαν λεχθέντας, καί παραδοθέντας, καί εἰσδυομένους εἰς τόν θεῖον τῆς ἀγνωσίας γνόφον»509. Με την πρόταση αυτή ορίζεται η αμοιβαιότητα στην σχέση θείου–ανθρωπίνου, η οποία μπορεί να εκληφθεί και ως μία
ανανεούμενη διαλεκτική, η οποία δεν αντικειμενικοποιείται, αλλά διέρχεται διά μέσου βιωματικών καταστάσεων που ισχυροποιούν τόν λόγον τον αναφερόμενον στη θεία γνώση.
Σημειώσεις
495. Πρβλ. Α΄ Κορ. 2, 14: «Ὁ ψυχικός ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος». Πρβλ. Ισιδώρου Πηλουσιώτη, Ἐπιστ. IV, ΠΑ΄ – Νεμεσίῳ Μαγιστριάνῳ, SC 454, 38030-34 (=PG 78, 1144BC) και Ἐπιστ. IV, ΡΚΖ΄ – Νείλῳ Διακόνῳ, SC 454, 2566-11(=PG 78, 1204C).
496. Ισιδώρου Πηλουσιώτη, Ἐπιστ. IV, ΡΚΖ΄ – Νείλῳ Διακόνῳ, SC 454, 2569-11(=PG 78, 1205Α). Πρβλ. Ιουδ. 19.
497. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1020C.
498. Αυτόθι, 1, PG 3, 1016Α.
499. Τό γεγονός της δημιουργίας του πνευματικού ανθρώπου, ως καρπού του Αγίου Πνεύματος, έχει ιδιαιτέρως κεφαλαιώδη σημασία και βρίσκεται σε οξεία αντίθεση προς την ελληνιστική και την γνωστική διδασκαλία περί του πνευματικού σώματος, ως ανεξάρτητης ουσίας, η οποία ενυπάρχει στον άνθρωπο και είναι κεκρυμμένη στο γήινο σώμα. Το σώμα αυτό των Γνωστικών και του Ελληνισμού επιζεί του θανάτου και ενυπάρχει στον άνθρωπο από τήν αρχή της επίγειας ζωής. Στον απόστολο Παύλο ο πνευματικός άνθρωπος είναι καρπός των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος. Το πνευματικό σώμα είναι κάτι, το οποίο οι πιστοί θα φορέσουν κατά την Ανάσταση των νεκρών συμφώνως και προς το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. Α΄ Κορ. 15, 35-50. Πρβλ. E. Schweizer, «Πνεῦμα», στό Kittel’s, ThDNT VI, σ. 420-424.
500. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1016Α.
501. Αυτόθι, 1, PG 3, 1021Β.
502. M. Tishel, Γνώση και Αγνωσία του Θεού κατά τη Διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 125.
503. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1021Β.
504. Ματθ. 13, 12.
505. Α΄ Ιω. 4, 8.
506. Αυτόθι.
507. Ιω. 14, 21.
508. Βλ. σχετικά Ε. Αρτέμη, «Ο έκτος λόγος του Γρηγορίου Νύσσης εις τους Μακαρισμούς», ανάτυπο από το περιοδικό Κοινωνία 45 (2002) 167-174.
509. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1021Β.
Συνέχεια από: Κυριακή, 1 Οκτωβρίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:
1. Το καθεστώς των εννοιών στο κείμενο του Παχυμέρη
1.7. Ουράνιοι άνθρωποι: «Οὐρανίους δέ λέγει τούτους ὡς μή κατά τήν ἀνθρωπίνην καί γήινην ἐπίνοιαν, ἀλλά κατά θείαν ἐπίνοιαν λεχθέντας, καί παραδοθέντας, καί εἰσδυομένους εἰς τόν θεῖον τῆς ἀγνωσίας γνόφον».
1.7. Ουράνιοι άνθρωποι: «Οὐρανίους δέ λέγει τούτους ὡς μή κατά τήν ἀνθρωπίνην καί γήινην ἐπίνοιαν, ἀλλά κατά θείαν ἐπίνοιαν λεχθέντας, καί παραδοθέντας, καί εἰσδυομένους εἰς τόν θεῖον τῆς ἀγνωσίας γνόφον».
Ο Παχυμέρης χρησιμοποιεί τον όρο Οὐρανίους για τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι έχουν κατορθώσει να διεισδύσουν στον «θεῖον τῆς ἀγνωσίας γνόφον». Πολλοί Πατέρες πριν από εκείνον, αντί για τον όρο «Οὐράνιοι», χρησιμοποιούν τον όρο «Πνευματικοί». Τα χαρίσματα δεν είναι δυνατόν να καταστούν κτήμα των ψυχικών ανθρώπων495, δηλαδή οι «πνεῦμα μὴ ἔχοντες, τοὺς τοῖς λογισμοῖς καὶ συλλογισμοῖς καὶ
διαλογισμοῖς μᾶλλον ἐπερειδομένους, καί τό δίκαιον καί τό συμφέρον ἐκ τούτων νομίζοντας εὑρίσκειν»496. Οι άνθρωποι αυτοί κινούμενοι μακράν από την εν Χριστώ ζωή, δεν έχουν τις προϋποθέσεις να εντρυφήσουν στα της θείας σοφίας δόγματα, «ἐπί Θεοῦ φῶς»497. Αδυνατούν να κατανοήσουν όλα εκείνα πού φανερώνονται από το Ύψιστο Όν. Γι᾽ αυτό ή τα αγνοούν ή τα παραποιούν ή τα παραθεωρούν. Για τον λόγο αυτό ο Παχυμέρης
σημειώνει ότι, πριν την προσπάθεια διεισδύσεως στα του Θεού, πρέπει να επικαλούμεθα την ευχή για την «ἁγία ποτνιᾶται Τριάδα»498, δηλαδή να τελεσθεί η ανάλογη προετοιμασία ως διαμεσολαβούσα διεργασία.
Αντίθετα, οι πνευματικοί (οὐράνιοι οι κατά τόν Παχυμέρη) άνθρωποι499, όπως σημειώνει ο απόστολος των εθνών Παύλος, τιμώνται από το Άγιο Πνεύμα και γίνονται αποδέκτες των θείων ενεργειών. Το Πνεύμα καλύπτει την εσωτερικότητά τους, με αποτέλεσμα να κυριαρχούνται από τό αίσθημα της πληρότητας και της ταπεινώσεως και να γίνονται μέτοχοι των θείων και αϊδίων χαρισμάτων. Διαβιούν σε πνευματική ατμόσφαιρα, καρπό της μετουσίας του Πνεύματος, στην οποία δεν εισέρχεται εύκολα ο εθισμός της εκτροπής. Η ψυχή τους καθίσταται πηγή αείρροος της θείας χάρης. Ενισχύουν σε προκεχωρημένο βαθμό την πίστη τους στον Θεό και αποπειρώνται να εναρμονίσουν, στον μέγιστο εφικτό βαθμό, το φρόνημα και τις πράξεις τους με τον λόγο της αληθείας, με τον θείο νόμο. Οι άνθρωποι τότε έχουν μακάρια ζωή, διότι η ύπαρξή τους διέπεται από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Ειδάλλως, είναι νεκροί, όπως συμβαίνει, όταν η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα.
Οι πνευματικοί άνθρωποι κατορθώνουν να υπερβούν την ακολουθία των λογισμών, την οποία θεωρούν υποδεέστερη από τη θεία δύναμη και τις αποκαλύψεις αυτής στο έλλογο όν. Επιτυγχάνουν να κατακτήσουν έτσι τη μέλλουσα σωτηρία και να οδηγηθούν στην υπαρξιακή πληρότητα της θεώσεως, η οποία άρχεται από την επίγεια ζωή διά του αρραβώνος της μεθέξεως στο Πνεύμα το Άγιον. Το Τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος κατοικεί σε εκείνους όχι καθ' υπόσταση αλλά διά των φυσικών ενεργειών Του, δηλαδή ως χάρισμα, «εἰς τοῦτο φωτισθῆναι εὐχόμενος»500. Το Πνεύμα το Άγιο γίνεται ο οδηγητής και ο συνοδοιπόρος τους στη γέννηση μίας ισχυρής σχέσεως με τον Τριαδικό Θεό, στο να γίνουν δηλαδή θετοί υιοί Θεού. Δεν επιτυγχάνουν μόνο, όμως, τη θέωση αλλά, αφού αποδέχονται τη θεία χάρη, έχουν την ευκαιρία να γίνουν μέτοχοι της θείας αλήθειας.
Οι ουράνιοι άνθρωποι είναι κάτοχοι της θείας επίνοιας501. Η λέξη επίνοια έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στα έργα του Μεγάλου Βασιλείου και Γρηγορίου Νύσσης, με συνέπεια να μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Διονύσιος και, συνεπαγωγικώς ο Παχυμέρης έχει επηρεασθεί από τον Καππαδόκη χριστιανό φιλόσοφο. Άρα, δεν πρέπει νά διαφεύγει της ανθρώπινης λογικής ότι όλες οι περιγραφές για τον Θεό είναι κατ’ επίνοια εκφράσεις των θείων ενεργειών. Αδιαπραγμάτευτος στόχος τους είναι το περιγραπτόν μίας προσήκουσας περί του Θεού κατάστασης, η οποία ουσιαστικά δεν μπορεί να περιγραφεί. Λόγῳ της ακατανοησίας αυτής της πραγματικότητας, καθώς και της αδυναμίας της ανθρώπινης διάνοιας (νοήσεως), ο άνθρωπος πρέπει να χρησιμοποιήσει πλείστες ονομασίες, προκειμένου να απεικονίσει τη θεία φύση502, έστω καί εν μέρει και να εισδύσει στον «Θεῖον τῆς ἀγνωσίας γνόφον»503.
Έτσι, ο πνευματικός άνθρωπος είναι ο αληθής μυημένος στα θεία μυστήρια και στις θείες αλήθειες. Προσλαμβάνει τα πάντα μέσα από την προσωπική σχέση του με τον αληθινό Θεό και την Εκκλησία. Στο ιδιόλεκτο της υπόστασής του δεν υπάρχει ισοπέδωση του πνευματικού - μυστηριακού βάθος των Εκκλησιαστικών δρώμενων και των εν θείᾳ Αποκαλύψει αληθειών, αλλά στήν πνευματική οπτική του αποκαλύπτονται ὅλο καί βαθύτερες πτυχές των θείων διδασκαλιών αλλά και των τελούμενων στη θεία μυσταγωγία, στην Εκκλησία, για να εκπληρωθούν οι λόγοι του ευαγγελιστή: «ὅστις γάρ ἔχει δοθήσεται αὐτῷ καί περισσευθήσεται ὅστις δέ οὐκ ἔχει καί ὅ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ»504.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να εξαγάγουμε το συμπέρασμα από το σύνολο των γραφομένων του Παχυμέρη ότι τελικά ο ουράνιος άνθρωπος είναι το πρόσωπο εκείνο που έχει δοθεί καθ’ολοκληρίαν στον Θεό. Είναι η ανθρώπινη παρουσία που φλέγεται από θείο έρωτα και είναι έμπλεος αγάπης για τα του Θεού. Άλλωστε, ο ίδιος ο Θεός είναι αγάπη505. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αγάπη δεν είναι συναίσθημα που γεννάται από τις επιθυμητές ιδιότητες του αντικειμένου της αλλά άμεσος καρπός του Αγίου Πνεύματος: «ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τόν θεον ὅτι ὁ θεός ἀγάπη ἐστίν»506. Κατά συνέπεια, ο ουράνιος άνθρωπος έχει φρόνημα και ζωή κατά τις εντολές του Θεού, ώστε αποκτά κάθαρση του νου και επιτρέπει την ενοίκηση της Αγίας Τριάδας στην υπόστασή του. Και το αιτιολογικό στήριξης αρύεται τις αφορμές από την Καινή Διαθήκη: ο Κύριος είπε: «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστίν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν μέ ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν»507. Κατά συνέπεια, Οὐράνιος είναι ο πνευματικός άνθρωπος που συμμετέχει στη θεία χάρη και γίνεται ο ίδιος κατά κάποιο τρόπο και βαθμό Φως. Ενώνεται με το Φως και με αυτή τήν υπερβατική και εν ταυτώ εμμενή κατάσταση αποκτά πλήρη επίγνωση όλων όσα παραμένουν αόρατα γιά εκείνους που δεν έχουν αυτή τη χάρη. Οι καθαροί ως προς την εσωτερικότητά τους θεώνται τον Θεόν508, ο Οποίος, όντας Φως, ενοικεί στην υπόστασή τους και αποκαλύπτει τον Εαυτόν του σε αυτούς εξαιτίας της αναφορικότητός τους προς το πρόσωπό του: «Οὐρανίους δέ λέγει τούτους ὡς μή κατά τήν ἀνθρωπίνην καί γήινην ἐπίνοιαν, ἀλλά κατά θείαν ἐπίνοιαν λεχθέντας, καί παραδοθέντας, καί εἰσδυομένους εἰς τόν θεῖον τῆς ἀγνωσίας γνόφον»509. Με την πρόταση αυτή ορίζεται η αμοιβαιότητα στην σχέση θείου–ανθρωπίνου, η οποία μπορεί να εκληφθεί και ως μία
ανανεούμενη διαλεκτική, η οποία δεν αντικειμενικοποιείται, αλλά διέρχεται διά μέσου βιωματικών καταστάσεων που ισχυροποιούν τόν λόγον τον αναφερόμενον στη θεία γνώση.
Σημειώσεις
495. Πρβλ. Α΄ Κορ. 2, 14: «Ὁ ψυχικός ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος». Πρβλ. Ισιδώρου Πηλουσιώτη, Ἐπιστ. IV, ΠΑ΄ – Νεμεσίῳ Μαγιστριάνῳ, SC 454, 38030-34 (=PG 78, 1144BC) και Ἐπιστ. IV, ΡΚΖ΄ – Νείλῳ Διακόνῳ, SC 454, 2566-11(=PG 78, 1204C).
496. Ισιδώρου Πηλουσιώτη, Ἐπιστ. IV, ΡΚΖ΄ – Νείλῳ Διακόνῳ, SC 454, 2569-11(=PG 78, 1205Α). Πρβλ. Ιουδ. 19.
497. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1020C.
498. Αυτόθι, 1, PG 3, 1016Α.
499. Τό γεγονός της δημιουργίας του πνευματικού ανθρώπου, ως καρπού του Αγίου Πνεύματος, έχει ιδιαιτέρως κεφαλαιώδη σημασία και βρίσκεται σε οξεία αντίθεση προς την ελληνιστική και την γνωστική διδασκαλία περί του πνευματικού σώματος, ως ανεξάρτητης ουσίας, η οποία ενυπάρχει στον άνθρωπο και είναι κεκρυμμένη στο γήινο σώμα. Το σώμα αυτό των Γνωστικών και του Ελληνισμού επιζεί του θανάτου και ενυπάρχει στον άνθρωπο από τήν αρχή της επίγειας ζωής. Στον απόστολο Παύλο ο πνευματικός άνθρωπος είναι καρπός των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος. Το πνευματικό σώμα είναι κάτι, το οποίο οι πιστοί θα φορέσουν κατά την Ανάσταση των νεκρών συμφώνως και προς το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. Α΄ Κορ. 15, 35-50. Πρβλ. E. Schweizer, «Πνεῦμα», στό Kittel’s, ThDNT VI, σ. 420-424.
500. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1016Α.
501. Αυτόθι, 1, PG 3, 1021Β.
502. M. Tishel, Γνώση και Αγνωσία του Θεού κατά τη Διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 125.
503. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1021Β.
504. Ματθ. 13, 12.
505. Α΄ Ιω. 4, 8.
506. Αυτόθι.
507. Ιω. 14, 21.
508. Βλ. σχετικά Ε. Αρτέμη, «Ο έκτος λόγος του Γρηγορίου Νύσσης εις τους Μακαρισμούς», ανάτυπο από το περιοδικό Κοινωνία 45 (2002) 167-174.
509. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1021Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου