ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ
Συνέχεια από: Δευτέρα, 5 Νοεμβρίου 2018
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ότι αυτός (ο Ακίνδυνος) εκαινοτόμησε και μια τρίτη διαφορετική δυσσέβεια από αυτές και ποια είναι αυτή
21. Αγχωμένοι, καθώς τους περισφίγγει με άρρηκτες κλωστές το πλήθος τών από τη θεία Γραφή μαρτυριών, ότι και διαφέρουν κάπως μεταξύ τους και άκτιστες είναι τόσο η ουσία του Θεού και η ενέργεια, από μεν τα δυσσεβή δόγματα δεν αποφάσισαν ν’ απομακρυνθούν ούτε ελάχιστα, ευρίσκουν όμως καταφύγιο στην προσθήκη μιας άλλης δυσσεβείας. Διότι, λέγουν, «άκτιστες ενέργειες του Θεού είναι μόνο ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον», χωρίς να μπορούν ν’ αντιληφθούν ούτε τούτο, ότι τις μεν άκτιστες ενέργειες του Θεού προβάλλουν θέλουν δεν θέλουν πληθυντικώς, την δε ουσία του Θεού δεν είναι δυνατό καθόλου κατά κανένα τρόπο να προβάλλουν πληθυντικώς. Αν δε αυτοί ισχυρίζονται oτι δεν δέχονται περισσότερες από δύο ενέργειες, πάντως δεν δέχονται και δύο ουσίες τού Θεού. Αν δε από τις δύο τούτες άκτιστες λέγουν πάλι ότι μία είναι αυτή, τούτο είναι εντελώς αντίθετο, γι’ αυτό και άφησαν εκείνη τη στεντόρεια φωνή εναντίον μας, ότι «από δύο άκτιστα, ποιος άκουσε μία θεότητα;».
22. Και όμως κατά την άποψή τους άκτιστη ουσία και ενέργεια της θεότητος είναι ένα και ταυτόν και αδιάφορο. Αν λοιπόν άκτιστη ενέργεια είναι μόνο ο Υιός του Πατρός ή το Πνεύμα του Πατρός, σύμφωνα με αυτούς το καθένα από τα δύο τούτα είναι η θεότης του Πατρός. Ο Πατήρ πάλι ποιού θα μπορούσε να είναι θεότης, ή εκείνος δεν είναι καθόλου θεότης ούτε ενέργεια ούτε ουσία; Καλώς λοιπόν είπε ο σοφός στα θεία Μάξιμος, «δεν είναι το καθένα τους θεότης ούτε το ένα του άλλου, αλλά ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα είναι θεότης». Διότι κατά τον επώνυμο της θεολογίας Γρηγόριο «κοινά στα τρία είναι το ότι δεν δημιουργήθηκαν (το μη γεγονέναι) και η θεότης», και κατά τον θεορρήμονα Γρηγόριο Νύσσης, «ο Θεός δηλώνει τον ενεργούντα, η θεότης την ενέργεια· και κανένα από τα τρία δεν είναι ενέργεια, αλλά μάλλον το καθένα τους είναι ενεργούν». Γι’ αυτό, κι’ αν πει κάποιος τον Υιό ενέργεια του Πατρός ή το Πνεύμα το άγιον, πάντως υπονοεί ή και συνεκφωνεί με αυτές τις ενέργειες το ενυπόστατο. Τις δε αΐδιες και αχώριστες ενέργειες του Πνεύματος ο Μέγας Βασίλειος απέδειξε στα κεφάλαιά του ότι είναι πολλές και όχι ενυπόστατες.
23. Λέγονται δε από τους ιερούς πατέρες ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον ενέργειες του Πατρός και κατά άλλον τρόπο καλώς, παραδειγματικώς πραγματικά εξ αίτιας του αχωρίστου και συναϊδίου, καθώς και ακτίνες του Πατρός, μολονότι έχουν την ίδια ακτίνα και ενέργεια με τον Πατέρα. «Διότι», λέγει, «τούτων πλούτος είναι η συμφυΐα και το ένα έξαλμα της λαμπρότητος». Αλλά βέβαια αυτά τα έχουμε εκθέσει διεξοδικότερα σε άλλα κείμενα και καθώς προχωρεί αυτή η διαπραγμάτευσις θα φανούν καθαρότερα. Επειδή όμως μαζί με τους άγιους του Θεού έχουμε περιπέσει κι’ εμείς τώρα στην κατηγορία της διθεΐας, όχι μόνο διότι, εκφράζοντας απόψεις σύμφωνες με αυτούς, γίναμε ένοχοι, άλλα και διότι οι τωρινοί κατήγοροι λέγουν εναντίον μας αυτά, τα οποία έλεγαν εναντίον εκείνων οι τότε αντίπαλοί τους, ας δούμε, πώς απέκρουσαν εκείνοι την εναντίον τους διατυπωθείσα κατηγορία. Μήπως παραιτήθηκαν από το να θεωρούν τρία άκτιστα τον ένα Θεό και Θεόν εκ Θεού και από το να λέγουν ότι κατά το αίτιο και αιτιατό τα μεν δύο έρχονται δεύτερα απέναντι στον Πατέρα, αυτός δε είναι μεγαλύτερος από τούτα, όπως έγραψαν ο Αθανάσιος, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος, οι μεγάλοι, κι’ έπειτα από αυτούς ο θειος Κύριλλος και παραιτήθηκαν από το να λέγουν ότι ο ένας Χριστός ευρίσκεται σε δυο φύσεις, ή αντιθέτως αυτά τα παραδέχθηκαν καθαρά και με τη γραφίδα και με τη γλώσσα κι έπειτα απέδειξαν με τη σοφία του Πνεύματος ότι τίποτε δεν θα εμποδίσει καθόλου αυτά που υπάρχουν διαφόρως και διαιρούνται αδιαιρέτως να είναι ένας Θεός και ένας Χριστός; Τούτο ακριβώς είναι εκείνο που φρονούμε κι’ εμείς μυημένοι από εκείνους.
24. Επομένως, επειδή εμείς αναγνωρίζουμε ως άκτιστο το φως που έλαμψε από τον Σωτήρα στο Θαβώρ και το ονομάζουμε θεότητα ως λαμπρότητα θείας φύσεως αλλ’ όχι φύσιν, επιπλέον δε ισχυριζόμαστε ότι κάθε δύναμις και ενέργεια θεία μαζί με την ουσία που τις πηγάζει είναι άκτιστη, γι’ αυτόν το λόγο κι’ εμείς τώρα κατηγορούμαστε για διθεΐα από εκείνους που υποβιβάζουν σε κτίσμα εκείνο το άφθαρτο και ανέσπερο φως, ενώ είμαστε όλοι και πάντοτε δοσμένοι στην αληθινή ευσέβεια και περιφρονούμε τις ενάντιες κατ’ αυτής φλυαρίες αυτών των ανθρώπων και χαίρουμε δοκιμάζοντας με την πείρα τα υπέρ αυτής της ευσεβείας παθήματα. Πολλές φορές στο παρελθόν δηλώσαμε με θάρρος ότι τούτο το φρόνημα είχαμε, και τώρα επίσης δηλώνουμε παρρησία με τη χάρι του Χριστού ότι έχουμε και θα έχουμε στο εξής το ίδιο φρόνημα.
25. Υπολείπεται λοιπόν ακόμη να δείξουμε, με την ενίσχυση του Πνεύματος, αν και πολλές φορές και με πολλά επιχειρήματα το δείξαμε, ότι αυτά δεν εμποδίζουν καθόλου με κανένα τρόπο το να ομολογούμε και να προσκυνούμε μια θεότητα· διότι αυτή διαιρείται αδιαιρέτως, για να εκφρασθώ έτσι, και συνάπτεται διηρημένως. Και πραγματικά ευσεβής είναι τούτος που φρονεί ότι έτσι είναι και τα δυο και που μένει ανάμεσα από τα δύο στη μεσότητα της ομολογίας, χωρίς να καθιστά ούτε την ένωσιν αφαίρεσιν ούτε τη διαίρεσιν αλλοτρίωσιν· πράγμα που έπραξαν σαφώς εκείνοι οι οποίοι, περιορίζοντας το άκτιστο σε μόνη την ουσία του Θεού, εξόρισαν από την άκτιστη θεότητα το φώς που επέλαμψε στους επίλεκτους αποστόλους επάνω στο όρος. Έτσι γι’ αυτούς και η λαμπρότης του Θεού θα σβησθεί, κι’ αν κανείς πεισθεί σ’ αυτούς, θα πυρποληθεί, καθώς θα γνωρίσει με την πείρα ως πυρ κατά την μέλλουσα άφραστον φανέρωσιν αυτόν που δεν εγνώρισε ούτε επίστευσε ως φώς.
26. Λέγουν λοιπόν ότι είναι αδιάφορο από την ουσία ή καταταγμένο μαζί με τα κτίσματα το φώς εκείνο το θείο και υπερφυές και ανέσπερο, τη δόξα του Πατρός, με την οποία κατά την επαγγελία θα επιφανεί πάλι ο Σωτήρ και κατά την οποία θα λάμψουν οι δίκαιοι σαν ο ήλιος, στων οποίων το μέσο σαν σε άφθαρτη χορεία θα συνεκλάμπει μαζί με τους λαμπομένους από αυτόν θείως· εκείνο το φως «στο οποίο δεν υπάρχει παραλλαγή ούτε αναβοσβήσιμο κατά περιόδους», το οποίο άστραψε διά της ομόθεης σάρκας, της σάρκας που διαθέτει και χορηγεί την αΐδια δόξα της θεότητος· κι’ όχι μόνο αυτό, αλλά και κάθε θεία δύναμη και ενέργεια τη χαρακτηρίζουν αδιάφορη από την ουσία ή την εναριθμούν με τα κτίσματα. Δεν το κάμνομε όμως κι’ εμείς αυτό, οι συνήγοροι της αληθείας με τη χάριν τής αυτοαληθείας. Διότι γνωρίζοντας αφ’ ενός μεν ότι το να λέγουμε αδιάφορα τη θεία ουσία και ενέργεια, αποτελεί πραγματική αθεότητα (διότι τέτοια δύναμη ή ενέργεια δεν θα μπορούσε ποτέ να βρίσκεται σε ιδιαίτερη υπόσταση, αυτή που είναι μόνο τούτο, ενώ τρισυπόστατη είναι μόνο η ανωτάτη ουσία), αφ’ ετέρου δε το να λέγουμε κτιστή τη θεία δύναμιν και ενέργεια αποτελεί διαίρεση και καταστροφή της θεότητος έκφυλη και αλλόκοτη που δεν απέχει από τη μανία τού Αρείου, αυτά τα πράγματα γνωρίζοντας εμείς καλώς, διατηρήσαμε και το αδιαίρετο της ουσίας και ενεργείας. Διότι δεν έχει ποτέ ιδωθεί καθ’ εαυτήν ενέργεια και δύναμις χωριστά από την ουσία που την έχει· και ενθεωρείται πάντως εκείνη στην οποία ανήκει. Πράγματι, αν καλείται και δύναμις του Πατρός ο Υιός ως εκ του Πατρός αδιαίρετος ων, αλλά καλείται επίσης και Υιός, για να γνωρίζεις ότι υπάρχει και καθ’ εαυτόν και να μην νομίζεις από πλάνη ότι είναι τέτοια δύναμις που δεν υφίσταται αλλά ενυπάρχει. Έτσι λοιπόν εμείς διατηρήσαμε και το αδιαίρετο της ουσίας και ενεργείας, αφού δεν τις διασπάσαμε σε κτιστό και άκτιστο, και την διαφορά δεχθήκαμε ευσεβώς σύμφωνα με τους Πατέρες. Διότι η ενέργεια είναι από την τρισυπόστατη και προσκυνητή ουσία και κατέρχεται προς την κτίση θεοπρεπώς, χωρίς να χωρίζεται από εκείνη, και από τα κτίσματα γνωρίζεται και ονομάζεται κατά τον μέγα Βασίλειο . Η δε ουσία, που είναι αίτια αυτής, και εντελώς απερινόητη και απρόσιτη και ανώνυμη, καθ’ εαυτήν υπέρκειται κάθε καταληπτικής επινοίας και σημαντικής επωνυμίας και είναι τελείως ανέπαφη από στοχαστικούς λογισμούς. Διότι δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανένα ον, που να κατέχει γνωστική ικανότητα για τη φύσιν του κτίστη, ενώ τη δημιουργική και προνοητική ενέργεια και δύναμή της την διαβλέπουν και αφ’ εαυτών τα λογικά κτίσματα.
Συνεχίζεται
Ότι αυτός (ο Ακίνδυνος) εκαινοτόμησε και μια τρίτη διαφορετική δυσσέβεια από αυτές και ποια είναι αυτή
21. Αγχωμένοι, καθώς τους περισφίγγει με άρρηκτες κλωστές το πλήθος τών από τη θεία Γραφή μαρτυριών, ότι και διαφέρουν κάπως μεταξύ τους και άκτιστες είναι τόσο η ουσία του Θεού και η ενέργεια, από μεν τα δυσσεβή δόγματα δεν αποφάσισαν ν’ απομακρυνθούν ούτε ελάχιστα, ευρίσκουν όμως καταφύγιο στην προσθήκη μιας άλλης δυσσεβείας. Διότι, λέγουν, «άκτιστες ενέργειες του Θεού είναι μόνο ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον», χωρίς να μπορούν ν’ αντιληφθούν ούτε τούτο, ότι τις μεν άκτιστες ενέργειες του Θεού προβάλλουν θέλουν δεν θέλουν πληθυντικώς, την δε ουσία του Θεού δεν είναι δυνατό καθόλου κατά κανένα τρόπο να προβάλλουν πληθυντικώς. Αν δε αυτοί ισχυρίζονται oτι δεν δέχονται περισσότερες από δύο ενέργειες, πάντως δεν δέχονται και δύο ουσίες τού Θεού. Αν δε από τις δύο τούτες άκτιστες λέγουν πάλι ότι μία είναι αυτή, τούτο είναι εντελώς αντίθετο, γι’ αυτό και άφησαν εκείνη τη στεντόρεια φωνή εναντίον μας, ότι «από δύο άκτιστα, ποιος άκουσε μία θεότητα;».
22. Και όμως κατά την άποψή τους άκτιστη ουσία και ενέργεια της θεότητος είναι ένα και ταυτόν και αδιάφορο. Αν λοιπόν άκτιστη ενέργεια είναι μόνο ο Υιός του Πατρός ή το Πνεύμα του Πατρός, σύμφωνα με αυτούς το καθένα από τα δύο τούτα είναι η θεότης του Πατρός. Ο Πατήρ πάλι ποιού θα μπορούσε να είναι θεότης, ή εκείνος δεν είναι καθόλου θεότης ούτε ενέργεια ούτε ουσία; Καλώς λοιπόν είπε ο σοφός στα θεία Μάξιμος, «δεν είναι το καθένα τους θεότης ούτε το ένα του άλλου, αλλά ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα είναι θεότης». Διότι κατά τον επώνυμο της θεολογίας Γρηγόριο «κοινά στα τρία είναι το ότι δεν δημιουργήθηκαν (το μη γεγονέναι) και η θεότης», και κατά τον θεορρήμονα Γρηγόριο Νύσσης, «ο Θεός δηλώνει τον ενεργούντα, η θεότης την ενέργεια· και κανένα από τα τρία δεν είναι ενέργεια, αλλά μάλλον το καθένα τους είναι ενεργούν». Γι’ αυτό, κι’ αν πει κάποιος τον Υιό ενέργεια του Πατρός ή το Πνεύμα το άγιον, πάντως υπονοεί ή και συνεκφωνεί με αυτές τις ενέργειες το ενυπόστατο. Τις δε αΐδιες και αχώριστες ενέργειες του Πνεύματος ο Μέγας Βασίλειος απέδειξε στα κεφάλαιά του ότι είναι πολλές και όχι ενυπόστατες.
23. Λέγονται δε από τους ιερούς πατέρες ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον ενέργειες του Πατρός και κατά άλλον τρόπο καλώς, παραδειγματικώς πραγματικά εξ αίτιας του αχωρίστου και συναϊδίου, καθώς και ακτίνες του Πατρός, μολονότι έχουν την ίδια ακτίνα και ενέργεια με τον Πατέρα. «Διότι», λέγει, «τούτων πλούτος είναι η συμφυΐα και το ένα έξαλμα της λαμπρότητος». Αλλά βέβαια αυτά τα έχουμε εκθέσει διεξοδικότερα σε άλλα κείμενα και καθώς προχωρεί αυτή η διαπραγμάτευσις θα φανούν καθαρότερα. Επειδή όμως μαζί με τους άγιους του Θεού έχουμε περιπέσει κι’ εμείς τώρα στην κατηγορία της διθεΐας, όχι μόνο διότι, εκφράζοντας απόψεις σύμφωνες με αυτούς, γίναμε ένοχοι, άλλα και διότι οι τωρινοί κατήγοροι λέγουν εναντίον μας αυτά, τα οποία έλεγαν εναντίον εκείνων οι τότε αντίπαλοί τους, ας δούμε, πώς απέκρουσαν εκείνοι την εναντίον τους διατυπωθείσα κατηγορία. Μήπως παραιτήθηκαν από το να θεωρούν τρία άκτιστα τον ένα Θεό και Θεόν εκ Θεού και από το να λέγουν ότι κατά το αίτιο και αιτιατό τα μεν δύο έρχονται δεύτερα απέναντι στον Πατέρα, αυτός δε είναι μεγαλύτερος από τούτα, όπως έγραψαν ο Αθανάσιος, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος, οι μεγάλοι, κι’ έπειτα από αυτούς ο θειος Κύριλλος και παραιτήθηκαν από το να λέγουν ότι ο ένας Χριστός ευρίσκεται σε δυο φύσεις, ή αντιθέτως αυτά τα παραδέχθηκαν καθαρά και με τη γραφίδα και με τη γλώσσα κι έπειτα απέδειξαν με τη σοφία του Πνεύματος ότι τίποτε δεν θα εμποδίσει καθόλου αυτά που υπάρχουν διαφόρως και διαιρούνται αδιαιρέτως να είναι ένας Θεός και ένας Χριστός; Τούτο ακριβώς είναι εκείνο που φρονούμε κι’ εμείς μυημένοι από εκείνους.
24. Επομένως, επειδή εμείς αναγνωρίζουμε ως άκτιστο το φως που έλαμψε από τον Σωτήρα στο Θαβώρ και το ονομάζουμε θεότητα ως λαμπρότητα θείας φύσεως αλλ’ όχι φύσιν, επιπλέον δε ισχυριζόμαστε ότι κάθε δύναμις και ενέργεια θεία μαζί με την ουσία που τις πηγάζει είναι άκτιστη, γι’ αυτόν το λόγο κι’ εμείς τώρα κατηγορούμαστε για διθεΐα από εκείνους που υποβιβάζουν σε κτίσμα εκείνο το άφθαρτο και ανέσπερο φως, ενώ είμαστε όλοι και πάντοτε δοσμένοι στην αληθινή ευσέβεια και περιφρονούμε τις ενάντιες κατ’ αυτής φλυαρίες αυτών των ανθρώπων και χαίρουμε δοκιμάζοντας με την πείρα τα υπέρ αυτής της ευσεβείας παθήματα. Πολλές φορές στο παρελθόν δηλώσαμε με θάρρος ότι τούτο το φρόνημα είχαμε, και τώρα επίσης δηλώνουμε παρρησία με τη χάρι του Χριστού ότι έχουμε και θα έχουμε στο εξής το ίδιο φρόνημα.
25. Υπολείπεται λοιπόν ακόμη να δείξουμε, με την ενίσχυση του Πνεύματος, αν και πολλές φορές και με πολλά επιχειρήματα το δείξαμε, ότι αυτά δεν εμποδίζουν καθόλου με κανένα τρόπο το να ομολογούμε και να προσκυνούμε μια θεότητα· διότι αυτή διαιρείται αδιαιρέτως, για να εκφρασθώ έτσι, και συνάπτεται διηρημένως. Και πραγματικά ευσεβής είναι τούτος που φρονεί ότι έτσι είναι και τα δυο και που μένει ανάμεσα από τα δύο στη μεσότητα της ομολογίας, χωρίς να καθιστά ούτε την ένωσιν αφαίρεσιν ούτε τη διαίρεσιν αλλοτρίωσιν· πράγμα που έπραξαν σαφώς εκείνοι οι οποίοι, περιορίζοντας το άκτιστο σε μόνη την ουσία του Θεού, εξόρισαν από την άκτιστη θεότητα το φώς που επέλαμψε στους επίλεκτους αποστόλους επάνω στο όρος. Έτσι γι’ αυτούς και η λαμπρότης του Θεού θα σβησθεί, κι’ αν κανείς πεισθεί σ’ αυτούς, θα πυρποληθεί, καθώς θα γνωρίσει με την πείρα ως πυρ κατά την μέλλουσα άφραστον φανέρωσιν αυτόν που δεν εγνώρισε ούτε επίστευσε ως φώς.
26. Λέγουν λοιπόν ότι είναι αδιάφορο από την ουσία ή καταταγμένο μαζί με τα κτίσματα το φώς εκείνο το θείο και υπερφυές και ανέσπερο, τη δόξα του Πατρός, με την οποία κατά την επαγγελία θα επιφανεί πάλι ο Σωτήρ και κατά την οποία θα λάμψουν οι δίκαιοι σαν ο ήλιος, στων οποίων το μέσο σαν σε άφθαρτη χορεία θα συνεκλάμπει μαζί με τους λαμπομένους από αυτόν θείως· εκείνο το φως «στο οποίο δεν υπάρχει παραλλαγή ούτε αναβοσβήσιμο κατά περιόδους», το οποίο άστραψε διά της ομόθεης σάρκας, της σάρκας που διαθέτει και χορηγεί την αΐδια δόξα της θεότητος· κι’ όχι μόνο αυτό, αλλά και κάθε θεία δύναμη και ενέργεια τη χαρακτηρίζουν αδιάφορη από την ουσία ή την εναριθμούν με τα κτίσματα. Δεν το κάμνομε όμως κι’ εμείς αυτό, οι συνήγοροι της αληθείας με τη χάριν τής αυτοαληθείας. Διότι γνωρίζοντας αφ’ ενός μεν ότι το να λέγουμε αδιάφορα τη θεία ουσία και ενέργεια, αποτελεί πραγματική αθεότητα (διότι τέτοια δύναμη ή ενέργεια δεν θα μπορούσε ποτέ να βρίσκεται σε ιδιαίτερη υπόσταση, αυτή που είναι μόνο τούτο, ενώ τρισυπόστατη είναι μόνο η ανωτάτη ουσία), αφ’ ετέρου δε το να λέγουμε κτιστή τη θεία δύναμιν και ενέργεια αποτελεί διαίρεση και καταστροφή της θεότητος έκφυλη και αλλόκοτη που δεν απέχει από τη μανία τού Αρείου, αυτά τα πράγματα γνωρίζοντας εμείς καλώς, διατηρήσαμε και το αδιαίρετο της ουσίας και ενεργείας. Διότι δεν έχει ποτέ ιδωθεί καθ’ εαυτήν ενέργεια και δύναμις χωριστά από την ουσία που την έχει· και ενθεωρείται πάντως εκείνη στην οποία ανήκει. Πράγματι, αν καλείται και δύναμις του Πατρός ο Υιός ως εκ του Πατρός αδιαίρετος ων, αλλά καλείται επίσης και Υιός, για να γνωρίζεις ότι υπάρχει και καθ’ εαυτόν και να μην νομίζεις από πλάνη ότι είναι τέτοια δύναμις που δεν υφίσταται αλλά ενυπάρχει. Έτσι λοιπόν εμείς διατηρήσαμε και το αδιαίρετο της ουσίας και ενεργείας, αφού δεν τις διασπάσαμε σε κτιστό και άκτιστο, και την διαφορά δεχθήκαμε ευσεβώς σύμφωνα με τους Πατέρες. Διότι η ενέργεια είναι από την τρισυπόστατη και προσκυνητή ουσία και κατέρχεται προς την κτίση θεοπρεπώς, χωρίς να χωρίζεται από εκείνη, και από τα κτίσματα γνωρίζεται και ονομάζεται κατά τον μέγα Βασίλειο . Η δε ουσία, που είναι αίτια αυτής, και εντελώς απερινόητη και απρόσιτη και ανώνυμη, καθ’ εαυτήν υπέρκειται κάθε καταληπτικής επινοίας και σημαντικής επωνυμίας και είναι τελείως ανέπαφη από στοχαστικούς λογισμούς. Διότι δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανένα ον, που να κατέχει γνωστική ικανότητα για τη φύσιν του κτίστη, ενώ τη δημιουργική και προνοητική ενέργεια και δύναμή της την διαβλέπουν και αφ’ εαυτών τα λογικά κτίσματα.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου