Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας
Συνέχεια από: Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:
Η αλήθεια προφέρεται στον άνθρωπο μέσα από την αποκαλυπτική ενέργεια του Θεού, ενώ η ορολογία που εκφράζει την εμπειρία της θείας αλήθειας επινοείται και επιλέγεται από τους ανθρώπους. Ως επινόημα και ελεύθερη επιλογή η θεολογική γλώσσα - ορολογία είναι συμβατική465. Στην ανάπτυξη τής παράδοσης τής χριστιανικής διδασκαλίας είχε γίνει αποδεκτό ότι κανένα όνομα δεν είναι δηλωτικό τής ίδιας τής ουσίας του Θεού466. Γι̉ αυτό χρησιμοποιούνται πλείστα ονόματα -μονίμως ως δοκιμές ή υποθέσεις- πού δηλώνουν τα ιδιώματα τής θείας ύπαρξης και τις ενέργειές Της. Ο απρόσιτος Θεός, μέσω των ενεργειών Του ως άκτιστο Όν, εκφαίνει τίς όψεις τού τρόπου τής ύπαρξής του. Παράλληλα, ο Ίδιος παρέχει στους ανθρώπους τα όρια δυνατότητας τής ονοματοδοσίας, χωρίς βεβαίως τα όποια ονόματα προκύπτουν να περιγράφουν τη θεία ουσία και να διεισδύουν στο βάθος Της, αλλά τις ενέργειές Της467. Έτσι, ο Θεός ονομάζεται, ζωή, σοφία, δύναμη468.
Σε στενή συμφωνία μεταξύ τους οι χριστιανοί διανοητές σημείωναν ότι τα ονόματα «τὰ τῇ θείᾳ καὶ ἀκηράτῳ περιαπτόμενα φύσει» υπερβαίνουν τα μέτρα τής ανθρωπότητας469, διότι κανένα όνομα από το πεπερασμένο ανθρώπινο λεξιλόγιο δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κυριολεκτικά την υπέρτατη φύση, αφού στο σύνολό τους έχουν ενδεχόμενο περιεχόμενο ως αναφερόμενα σε μία πραγματικότητα που υπερβαίνει απολύτως το άμεσα απτό. Υπογράμμιζαν δε ότι τα ονόματα που χρησιμοποιοῦνται για τα Πρόσωπα του Τριαδικού Θεού νομοθετήθηκαν πνευματικά από τους θεόπνευστους άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης470. Γι' αυτό, πρέπει να εξετάζονται υπό ανάλογους όρους και να μην αξιολογούνται με βάση τα ανθρώπινα κριτήρια. Άλλωστε, έχει ήδη επισημανθεί ότι οι ανθρώπινες λέξεις χρησιμοποιούνται με τρόπο συμβατικό, όταν αναφέρονται στο Θείο. Μόνον μέσα από την Αγία Γραφή αποκαλύπτεται η ακριβής γνώση του Θεοῦ, την οποία, μάλιστα, ο άνθρωπος, αφηγηματικῷ τῷ τρόπῳ, καρπώνεται «μετά πόνου καί βασάνου»471. Η ανθρώπινη γλώσσα τρόπον τινά δανείζει στην θεία Αποκάλυψη που πραγματώνεται μέσα από την γνωσιολογική εμπειρία του ανθρώπινου όντος, την εκκοσμικευμένη ορολογία. Χορηγεί στην θεία Αποκάλυψη τις λέξεις, τα σχήματα, τις εικόνες, τους τύπους, τις μορφές εκείνες που ανήκουν στο γνωστικό πεδίο και τις δομές των ανθρώπων, στους οποίους και απευθύνεται472.
Ο Παχυμέρης, στηριζόμενος στην μέχρι τότε Πατερική παράδοση, εξηγεί - παραφράζει το Διονύσιο, δεν φείδεται τού να τονίζει ότι τα ονόματα, τα οποία αποδίδουμε στον Θεό, μας αποκαλύπτουν τις ενέργειές Του. Οι έννοιες, οι οποίες σχηματίζονται μέσα από τις διακλαδιστικές λειτουργίες τής ανθρώπινης συνείδησης, στηρίζονται σε μία νοητή αναπαράσταση. Και στο πλαίσιο ενός κριτικά λειτουργούντος σκεπτικισμού, θα σημειώναμε ότι κατασκευάζουν είδωλα Θεού, αντί να μας αποκαλύπτουν τον ίδιο τον Θεό. Με το να παραμένει στο διηνεκές η φύση Του αδιόριστη, άγνωστη, απρόσιτη και, κατά συνέπεια, ανονόμαστη, άρρητη, αποτυπώνει τούς όρους-όρια τής δυνατότητας για την προσέγγισή της. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει παρά αποκλειστικώς ένα όνομα για να εκφράσει τη θεία Φύση και το οποίο κινείται στην αφηγηματική κλίμακα: είναι ο θαυμασμός πού κυριεύει την πιστεύουσα εσωτερικότητα, όταν συλλογίζεται τον Θεό473.
Τα θεία ονόματα ή οι θεολογικές υποτυπώσεις συναντώνται διάσπαρτα στην Αγία Γραφή. Στα κείμενα τής Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης θα εντοπίσει ο αναγνώστης πολλά μετωνύμια του Θεού474. Συναντάμε το ανθρώπινο εγχείρημα να υπαχθεί τρόπον τινά η μεταφυσική απροσιτότητα στις οριοθετήσεις των εννοιολογικών – κατηγοριακών σχημάτων. Στον ανανεούμενο άξονα των εν λόγω εγχειρημάτων ενώνεται το κτιστό με το άκτιστο, και παρέχεται στον άνθρωπο η δυνατότητα της ονοματοδοσίας. Τα ονόματα, όμως, παραμένουν σταθερά στην προοπτική των θείων εκφαντοριών475.
Χαρακτηριστικά το πρώτο όνομα που σχολιάζει ο Παχυμέρης είναι «Τριάς»476, το οποίο φανερώνει τα της ουσίας του Θεού, ενώ ο ονοματικός προσδιορισμός «αγαθός» αποκαλύπτει μία ενέργειά Του477. Η καταφατική λοιπόν θεολογία δεν αναφέρεται παρά μόνον στις θείες ουσιακές ιδιότητες. Οι μετωνυμίες αυτές προκύπτουν από την εμπειρία των ad extra θείων προβολών. Επομένως, από τις άκτιστες ενέργειες τής Θεότητας απορρέουν οι «θεωνυμίες» αγαθός, φως, καλός, έρως, όν, ζωή, σοφία, έν, κ.λπ478.
Στο σύνολό τους οι θεωνυμίες αναφέρονται και στις τρεις θείες υποστάσεις αλλά κοινή ιδιότητα της θεότητας. Κατά συνέπεια, αποδίδονται αμερίστως, απολύτως αδιακρίτως, ολοκληρωτικώς, στην ενότητα και στη διακριτικότητα της πλήρους θεότητας479. Η Σε μόνιμη πάντως κλίμακα διατηρείται η ιδία ρήτρα: η ονοματοθεσία είναι συμβατική και συμβολική (θέσει), και όχι φύσει, διότι δεν εκφράζει την ουσία του Τριαδικού Θεού480.
Μέσα από την Παράφραση τού συγκεκριμένου έργου ο Παχυμέρης προβαίνει σε ό,τι θα ορίζετο ως οντολογική διατομή της Μεταφυσικής. Ωστόσο, η εν λόγω αγεφύρωτη οντολογική διάκριση, ο άκτιστος, μέσω των άκτιστων ενεργειών του Θεού επιφέρει τις επικοινωνίες υπό όρους μεθεκτικούς. Στην εν λόγω συνεκφορά προκύπτει μία συνθετική αλλά όχι απορροφητική συνάρθρωση των αντιθέτων, η οποία καθιστά εφικτό το γνωσιοθεωρητικό άνοιγμα και την μη κεκορεσμένη ανάπτυξη του εννοιολογικού κατηγοριακού συστήματος481.
Ο Παχυμέρης εκλαμβάνει τις καταφατικές υποτυπώσεις ως συνώνυμες με τις καταφατικές θεολογικές διδασκαλίες482. Και εδώ χρήζει προσοχής το ότι το κατηγοριακό σύστημα προσδιορίζεται υπερακριβώς από τα διαδοχικά επίπεδα της φυσικής και της ιστορικής Αποκάλυψης του Θεού. Παρά ταύτα, δεν διαμορφώνεται ένας μηχανιστικός αυτοματισμός κατηγοριακών αποδόσεων483, με συνέπεια τα ονόματα της Αγίας Τριάδας
μπορούν να ενταχθούν και σε διαφορετική σειρά –τάξη, χωρίς να υπάρξει ενδεχόμενο αλλοίωσης της Αποκάλυψης του Τριαδικού Θεού. Δηλώνεται, έτσι, απερίφραστα και σε μία γενικευμένη αναγωγική ανάγνωση ότι η τάξη των Ονομάτων δεν σημαίνει διαφορά της Φύσεως ή της Δυνάμεως ή της αρχής των Προσώπων του Τριαδικού Θεού.
Στην εκτύλιξη της πραγματείας του, η οποία έχει πλείστες επιδράσεις από το χριστιανικό παράδειγμα που έχει διαμορφωθεί, ο Παχυμέρης έρχεται να δείξει ότι η δημιουργική, προνοητικὴ καὶ συνεκτικὴ ενέργεια του Θεού εξακτινώνεται στο σύνολο της κτίσης και καθίσταται θεωρητικά οικειοποιήσιμη μέσα από τις θεωνυμίες. Να σημειώσουμε επιπλέον, ότι η αγιαστικὴ και θεοποιὸς θεία ενέργεια εκχέεται με απειροδύναμο τρόπο στην λατρευτική ζωή τής Εκκλησίας διά των μυστηρίων και επιτρέπει στα μέλη της να εκφρασθούν διά συμβόλων – αλληγοριών αναφορικά με το πώς λειτουργικά αποτυπώνουν την εμπειρία της θείας μέθεξης484.
Έτσι, ο Θεός χαρακτηρίζεται ως ανούσιος χωρίς νά σημαίνει ότι δέν έχει ουσία. Παράλληλα, διατυπώνονται από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη οι χαρακτηρισμοί ἄζωος, ἄλογος και ἄνους, χωρίς να θεωρεί ο ίδιος ότι τα ονόματα αυτά προσιδιάζουν υπερακριβώς στον Θεό. Άρα, τα ονόματα που τού αποδίδονται είναι κατ' οικονομίαν και όχι κυριολεκτικά485. Εξάλλου, στα ονόματα - όρους η έννοια υφίσταται διαφοροποιήσεις πολλές φορές, αλλάζοντας προσέτι και έναν τόνο: «τό δέ πολύλογος προπαραξυτόνως, πολυλόγος γάρ ο πολλά λέγων, πολύλογος δέ ὁ πολλῶν λόγων δεόμενος· ὡς πρωτότοκος προπαροξυτόνως ὁ πρῶτος τεχθείς· πρωτοτόκος δέ παραξυτόνως ἡ πρώτως τεκοῦσα γυνή»486.
Έτσι, όταν ο Χριστός υπογραμμίζει ότι είναι η αλήθεια, η δύναμη του Θεού και η σοφία Του, δεν εννοεί την Οὐσία του Τριαδικού Θεού. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ονόματα «Θεότης», «ἀγέννητος» καί «Πατήρ»487, τα καταγεγραμμένα στην Αγία Γραφή και φανερωμένα υπό το φως της Αποκάλυψης του Θεοῦ. Τα ονόματα για τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, «Πατήρ», «Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ» και «Ἅγιο Πνεῦμα», φανερώνουν τον τρόπο υπάρξεώς μεταξύ τους, την πραγματική και μη διαχεόμενη θεολογία. Αντίθετα, τα θεωνύμια, «φῶς», «ζωή», «ἀλήθεια» δείχνουν το πώς αποκαλύπτονται στον άνθρωπο, δηλαδή την Οἰκονομία488.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα υπερθετικά ενωτικά ονόματα, όπως το υπεράγαθο, το υπέρθεο, το υπερούσιο, το υπέρζωο, αναφέρονται στην όλη θεότητα. Αυτά υπάγονται στην κατηγορία της υπεροχικής αφαιρέσεως. Σύμφωνα πάντως με τη διδασκαλία του Χριστιανισμού, τριών ειδών ενωτικά του Θεού ονόματα υπάρχουν· τα υπερβατικά, τα οποία συνήθως είναι σύνθετα με το πρόθεμα «υπέρ», τα αιτιολογικά, τα οποία σχηματίζονται με βάση τις δημιουργικές ενέργειες ή εκείνα τα οποία είναι υπεροχικώς αφαιρετικά, τα οποία σχηματίζονται με το στερητικό άλφα, όπως αθάνατος, άκτιστος, κ.λπ489.
Μέ βάση, λοιπόν, τις διάφορες θεωνυμίες, διακρίνεται η καταφατική και η αποφατική θεολογία. Η καταφατική θεολογία δύναται να προσδιορίσει τι είναι Θεός, ενώ στην αποφατική γίνεται προσπάθεια να προσδιορισθεί τι δεν είναι Θεός. Μέσω της αποφατικής και της καταφατικής ορολογίας σχετικά με τα ιδιώματα του Θεού, το υπέρτατο Όν αποκαλύπτεται στον άνθρωπο490. Κατά συνέπεια, μέσα στο πλαίσιο της οντολογικής αναζητήσεως του Θεού, οι Πατέρες Τού απέδωσαν πλείστες ονομασίες. Όμως, οι θεωνυμίες της καταφατικής και της αποφατικής σκέψεως προσλαμβάνουν την κεφαλαιωτική σημασία τους με την υπερθετική491.
Τέλος, η κατάφαση και η απόφαση της Ορθόδοξης θεολογίας δεν προέρχεται από έναν ανεξάρτητο στην ακέραιότητά του φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά είναι και αποτέλεσμα προσευχής και μετοχής στα θεία μυστήρια. Ο Θεός υπερβαίνει κάθε κτιστή τελειότητα, και αποκαλύπτει στον κόσμο την πραγματική αγνωσία Του και η εν λόγω κατάσταση πρέπει να καταστεί και ανθρώπινο βίωμα. Η ανωτέρω θεολογική προσέγγιση είναι φανερό ότι αποτελεί επίπονο και ιδιαιτέρως κοπιώδες έργο, δεδομένου του πεπερασμένου του ανθρώπινου νου, ενώ συγχρόνως καραδοκεί ο κίνδυνος της νόθευσης και της παρερμηνείας της θείας Αποκαλύψεως και της Αγίας Γραφής, κατά το δοκούν. Για τον λόγο αυτό, η δημιουργία των θείων ονομάτων, είτε αυτά αφορούν στο τι είναι ο Θεός -καταφατική όψη-, είτε αφορούν στο τι δεν είναι -αποφατική όψη-, αναδύονται μέσα από την Παράδοση της Εκκλησίας και την ολότητα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης492. Άλλωστε, η αποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια είναι η οντολογική και γνωσιοθεωρητική εκείνη συνθήκη που διαδραματίζει τον πρωτεύοντα ρόλο, διότι η χρήση των διαφόρων ονομάτων για τον Θεό δεν έχει αναλογία στο είναι του Θεού. Η αλήθεια για τον Θεό δηλώνεται ποικιλοτρόπως και, κατά συνέπεια, συμβατικά493.
Ο Παχυμέρης παραφράζοντας τον Διονύσιο σχετικά με τη μυστική θεολογία και τα θεία ονόματα φαίνεται τελικά με το όλο κείμενό του να τονίζει την απειρότητα του Θείου και το πεπερασμένο της ανθρώπινης διάνοιας, όπως είχε αναφέρει ορισμένους αιώνες πριν ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί δυσθεώρητον καί τοῦτο πάντῃ καταληπτόν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία· κἄν τις οἴηται τῷ ἁπλῆς εἶναι φύσεως ἤ ὅλον ἄληπτον εἶναι ἤ τελείως ληπτόν. Τί γάρ ὅς ἁπλῆς ἐστί φύσεως ἐπιζητήσωμεν. Οὐ γάρ δή τοῦτο φύσις αὐτῷ ἡ ἁπλότης· εἴπερ μηδέ τοῖς ἀσυνθέτοις, μόνο τό εἶναι συνθέτοις»494. Η απλότης σαφώς και δεν δηλώνει έναν ανελαστικό μονισμό αλλά τον πλήρως ανεξάρτητο χαρακτήρα από οιαδήποτε συνθετική διεργασία.
Σημειώσεις
465. Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και Γλώσσα. Εμπειρική θεολογία – Συμβατική γλώσσα, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1988, σ. 46, 63.
466. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί ἁγίας τε καί ομοουσίου Τριάδος, Ε΄, SC 237, 5585-7, 22-24 (=PG 75, 952BC).
467. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θησαυρός, ΙΘ΄, PG 75, 316C. Πρβλ. Βασιλείου
Καισαρείας, Κατά Εὐνομίου, Ι, Η΄, PG 29, 528C: «Πῶς οὖν οὐ καταγέλαστον, τὸ
δημιουργικὸν οὐσίαν εἶναι λέγειν; ἢ τὸ προνοητικὸν πάλιν οὐσίαν; ἢ τὸ
προγνωστικὸν πάλιν ὡσαύτως; καὶ ἅπαξ ἁπλῶς͵ πᾶσαν ενέργειαν, οὐσίαν
τίθεσθαι; Καὶ εἰ πάντα ταῦτα πρὸς ἓν σημαινόμενον τείνει, ἀνάγκη πᾶσα ταυτὸν
ἀλλήλοις δύνασθαι τὰ ὀνόματα· ὡς επὶ τῶν πολυωνύμων· ὅταν Σίμωνα καὶ
Πέτρον καὶ Κηφᾶν τὸν αὐτὸν λέγωμεν. Οὐκοῦν ὁ ἀκούσας τὸ ἀναλλοίωτον τοῦ
Θεοῦ, πρὸς τὸ ἀγέννητον ὑπαχθήσεται· καὶ ὁ ἀκούσας τὸ ἀμερὲς, πρὸς τὸ
δημιουργικὸν ἀποφέρεται».
468. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1036Α.
469. Ισιδώρου Πηλουσιώτη, Ἐπιστ. V – ΤΛΘ΄ Σερήνῳ Τριβούνῳ, SC 454, 4321-3 (=PG 78,
1533Α).
470. Του ιδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993AB.
471. Του ιδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ϞΒ΄ - Ὠφελίῳ Γραμματικῷ, PG 78, 796D. βλ. Ε. Αρτέμη, Η
περί του Τριαδικού Θεού διδασκαλία Ισιδώρου του Πηλουσιώτη και η σχέση της με
τη διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Αθήνα 2012, σ. 417-418. Να
σημειώσουμε ότι εμβληματικές προσωπικότητες του χριστιανικού στοχασμού,
όπως ο Ωριγένης και ο Μάξιμος ο Ομολογητής, είχαν εισηγηθεί την αλληγορική
ερμηνεία των Γραφών.
472. Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και Γλώσσα. Εμπειρική θεολογία – Συμβατική
γλώσσα, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1988, σ. 50.
473. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας. Εισαγωγή τοῦ Vladimir
Losky, Φιλόσοφος λόγος, έκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1983, σ. 23.
474. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3,
1013Α.
475. Αυτόθι.
476. Αυτόθι, 1, PG 3, 1016Α.
477. Αυτόθι. Σημειωτέον ότι ο όρος «αγαθός» αποτυπώνει μία ιδιότητα η οποία ενυπάρχει από κοινού στο σύνολο των ενεργειών.
478. Αυτόθι, 1, PG 3, 1017D.
479. Αυτόθι, 1, PG 3, 1020Β.
480. Αυτόθι, 1, PG 3, 1020ΒC.
481. Γ. Μαρτζέλου, «Κατάφαση και απόφαση κατά την Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση», στο Γηθόσυνον Σέβασμα, Αντίδωρον τιμής και μνήμης εις τον μακαριστόν καθηγητήν της Λειτουργικής Ιωάννην Μ. Φουντούλην († 2007), τόμ. Β΄, εκδ. αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 2013, (σ. 1243 – 1262), σ. 1245.
482. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 2, PG 3,
1036Α.
483. Αυτόθι.
484. Αυτόθι, 3, PG 3, 1040AB.
485. Αυτόθι, 5, PG 3, 1060BC.
486. Αυτόθι, 1 PG 3, 1021Α.
487. Αυτόθι, 5, PG 3, 1060D.
488. Αυτόθι, 5, PG 3, 1061D.
489. Αυτόθι, 5, PG 3, 1036-1040.
490. Αυτόθι, 2, PG 3, 1029CD.
491. Π. Τρεμπέλα, «Μυστικισμός - Αποφατισμός - Καταφατικὴ Θεολογία: Μάξιμος ο Ομολογητής», Γρηγόριος ο Παλαμάς, εκδ. Σωτήρ, Αθήνα 1980, σ. 27 κ.ε.
492. Ν. Ματσούκα, Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία, Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1988, 203-210.
493. Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και Γλώσσα. Εμπειρική θεολογία – Συμβατική
γλώσσα, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1988, σ. 165.
494. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος ΛΗ΄, 7, PG 36, 317-320.
Συνέχεια από: Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου 2017
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄:
1. Το καθεστώς των εννοιών στο κείμενο του Παχυμέρη
1.6. Θεία ονόματα: «Θεολογικαί ὑποτυπώσεις περί Θεοῦ».
1.6. Θεία ονόματα: «Θεολογικαί ὑποτυπώσεις περί Θεοῦ».
Η αλήθεια προφέρεται στον άνθρωπο μέσα από την αποκαλυπτική ενέργεια του Θεού, ενώ η ορολογία που εκφράζει την εμπειρία της θείας αλήθειας επινοείται και επιλέγεται από τους ανθρώπους. Ως επινόημα και ελεύθερη επιλογή η θεολογική γλώσσα - ορολογία είναι συμβατική465. Στην ανάπτυξη τής παράδοσης τής χριστιανικής διδασκαλίας είχε γίνει αποδεκτό ότι κανένα όνομα δεν είναι δηλωτικό τής ίδιας τής ουσίας του Θεού466. Γι̉ αυτό χρησιμοποιούνται πλείστα ονόματα -μονίμως ως δοκιμές ή υποθέσεις- πού δηλώνουν τα ιδιώματα τής θείας ύπαρξης και τις ενέργειές Της. Ο απρόσιτος Θεός, μέσω των ενεργειών Του ως άκτιστο Όν, εκφαίνει τίς όψεις τού τρόπου τής ύπαρξής του. Παράλληλα, ο Ίδιος παρέχει στους ανθρώπους τα όρια δυνατότητας τής ονοματοδοσίας, χωρίς βεβαίως τα όποια ονόματα προκύπτουν να περιγράφουν τη θεία ουσία και να διεισδύουν στο βάθος Της, αλλά τις ενέργειές Της467. Έτσι, ο Θεός ονομάζεται, ζωή, σοφία, δύναμη468.
Σε στενή συμφωνία μεταξύ τους οι χριστιανοί διανοητές σημείωναν ότι τα ονόματα «τὰ τῇ θείᾳ καὶ ἀκηράτῳ περιαπτόμενα φύσει» υπερβαίνουν τα μέτρα τής ανθρωπότητας469, διότι κανένα όνομα από το πεπερασμένο ανθρώπινο λεξιλόγιο δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κυριολεκτικά την υπέρτατη φύση, αφού στο σύνολό τους έχουν ενδεχόμενο περιεχόμενο ως αναφερόμενα σε μία πραγματικότητα που υπερβαίνει απολύτως το άμεσα απτό. Υπογράμμιζαν δε ότι τα ονόματα που χρησιμοποιοῦνται για τα Πρόσωπα του Τριαδικού Θεού νομοθετήθηκαν πνευματικά από τους θεόπνευστους άνδρες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης470. Γι' αυτό, πρέπει να εξετάζονται υπό ανάλογους όρους και να μην αξιολογούνται με βάση τα ανθρώπινα κριτήρια. Άλλωστε, έχει ήδη επισημανθεί ότι οι ανθρώπινες λέξεις χρησιμοποιούνται με τρόπο συμβατικό, όταν αναφέρονται στο Θείο. Μόνον μέσα από την Αγία Γραφή αποκαλύπτεται η ακριβής γνώση του Θεοῦ, την οποία, μάλιστα, ο άνθρωπος, αφηγηματικῷ τῷ τρόπῳ, καρπώνεται «μετά πόνου καί βασάνου»471. Η ανθρώπινη γλώσσα τρόπον τινά δανείζει στην θεία Αποκάλυψη που πραγματώνεται μέσα από την γνωσιολογική εμπειρία του ανθρώπινου όντος, την εκκοσμικευμένη ορολογία. Χορηγεί στην θεία Αποκάλυψη τις λέξεις, τα σχήματα, τις εικόνες, τους τύπους, τις μορφές εκείνες που ανήκουν στο γνωστικό πεδίο και τις δομές των ανθρώπων, στους οποίους και απευθύνεται472.
Ο Παχυμέρης, στηριζόμενος στην μέχρι τότε Πατερική παράδοση, εξηγεί - παραφράζει το Διονύσιο, δεν φείδεται τού να τονίζει ότι τα ονόματα, τα οποία αποδίδουμε στον Θεό, μας αποκαλύπτουν τις ενέργειές Του. Οι έννοιες, οι οποίες σχηματίζονται μέσα από τις διακλαδιστικές λειτουργίες τής ανθρώπινης συνείδησης, στηρίζονται σε μία νοητή αναπαράσταση. Και στο πλαίσιο ενός κριτικά λειτουργούντος σκεπτικισμού, θα σημειώναμε ότι κατασκευάζουν είδωλα Θεού, αντί να μας αποκαλύπτουν τον ίδιο τον Θεό. Με το να παραμένει στο διηνεκές η φύση Του αδιόριστη, άγνωστη, απρόσιτη και, κατά συνέπεια, ανονόμαστη, άρρητη, αποτυπώνει τούς όρους-όρια τής δυνατότητας για την προσέγγισή της. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει παρά αποκλειστικώς ένα όνομα για να εκφράσει τη θεία Φύση και το οποίο κινείται στην αφηγηματική κλίμακα: είναι ο θαυμασμός πού κυριεύει την πιστεύουσα εσωτερικότητα, όταν συλλογίζεται τον Θεό473.
Τα θεία ονόματα ή οι θεολογικές υποτυπώσεις συναντώνται διάσπαρτα στην Αγία Γραφή. Στα κείμενα τής Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης θα εντοπίσει ο αναγνώστης πολλά μετωνύμια του Θεού474. Συναντάμε το ανθρώπινο εγχείρημα να υπαχθεί τρόπον τινά η μεταφυσική απροσιτότητα στις οριοθετήσεις των εννοιολογικών – κατηγοριακών σχημάτων. Στον ανανεούμενο άξονα των εν λόγω εγχειρημάτων ενώνεται το κτιστό με το άκτιστο, και παρέχεται στον άνθρωπο η δυνατότητα της ονοματοδοσίας. Τα ονόματα, όμως, παραμένουν σταθερά στην προοπτική των θείων εκφαντοριών475.
Χαρακτηριστικά το πρώτο όνομα που σχολιάζει ο Παχυμέρης είναι «Τριάς»476, το οποίο φανερώνει τα της ουσίας του Θεού, ενώ ο ονοματικός προσδιορισμός «αγαθός» αποκαλύπτει μία ενέργειά Του477. Η καταφατική λοιπόν θεολογία δεν αναφέρεται παρά μόνον στις θείες ουσιακές ιδιότητες. Οι μετωνυμίες αυτές προκύπτουν από την εμπειρία των ad extra θείων προβολών. Επομένως, από τις άκτιστες ενέργειες τής Θεότητας απορρέουν οι «θεωνυμίες» αγαθός, φως, καλός, έρως, όν, ζωή, σοφία, έν, κ.λπ478.
Στο σύνολό τους οι θεωνυμίες αναφέρονται και στις τρεις θείες υποστάσεις αλλά κοινή ιδιότητα της θεότητας. Κατά συνέπεια, αποδίδονται αμερίστως, απολύτως αδιακρίτως, ολοκληρωτικώς, στην ενότητα και στη διακριτικότητα της πλήρους θεότητας479. Η Σε μόνιμη πάντως κλίμακα διατηρείται η ιδία ρήτρα: η ονοματοθεσία είναι συμβατική και συμβολική (θέσει), και όχι φύσει, διότι δεν εκφράζει την ουσία του Τριαδικού Θεού480.
Μέσα από την Παράφραση τού συγκεκριμένου έργου ο Παχυμέρης προβαίνει σε ό,τι θα ορίζετο ως οντολογική διατομή της Μεταφυσικής. Ωστόσο, η εν λόγω αγεφύρωτη οντολογική διάκριση, ο άκτιστος, μέσω των άκτιστων ενεργειών του Θεού επιφέρει τις επικοινωνίες υπό όρους μεθεκτικούς. Στην εν λόγω συνεκφορά προκύπτει μία συνθετική αλλά όχι απορροφητική συνάρθρωση των αντιθέτων, η οποία καθιστά εφικτό το γνωσιοθεωρητικό άνοιγμα και την μη κεκορεσμένη ανάπτυξη του εννοιολογικού κατηγοριακού συστήματος481.
Ο Παχυμέρης εκλαμβάνει τις καταφατικές υποτυπώσεις ως συνώνυμες με τις καταφατικές θεολογικές διδασκαλίες482. Και εδώ χρήζει προσοχής το ότι το κατηγοριακό σύστημα προσδιορίζεται υπερακριβώς από τα διαδοχικά επίπεδα της φυσικής και της ιστορικής Αποκάλυψης του Θεού. Παρά ταύτα, δεν διαμορφώνεται ένας μηχανιστικός αυτοματισμός κατηγοριακών αποδόσεων483, με συνέπεια τα ονόματα της Αγίας Τριάδας
μπορούν να ενταχθούν και σε διαφορετική σειρά –τάξη, χωρίς να υπάρξει ενδεχόμενο αλλοίωσης της Αποκάλυψης του Τριαδικού Θεού. Δηλώνεται, έτσι, απερίφραστα και σε μία γενικευμένη αναγωγική ανάγνωση ότι η τάξη των Ονομάτων δεν σημαίνει διαφορά της Φύσεως ή της Δυνάμεως ή της αρχής των Προσώπων του Τριαδικού Θεού.
Στην εκτύλιξη της πραγματείας του, η οποία έχει πλείστες επιδράσεις από το χριστιανικό παράδειγμα που έχει διαμορφωθεί, ο Παχυμέρης έρχεται να δείξει ότι η δημιουργική, προνοητικὴ καὶ συνεκτικὴ ενέργεια του Θεού εξακτινώνεται στο σύνολο της κτίσης και καθίσταται θεωρητικά οικειοποιήσιμη μέσα από τις θεωνυμίες. Να σημειώσουμε επιπλέον, ότι η αγιαστικὴ και θεοποιὸς θεία ενέργεια εκχέεται με απειροδύναμο τρόπο στην λατρευτική ζωή τής Εκκλησίας διά των μυστηρίων και επιτρέπει στα μέλη της να εκφρασθούν διά συμβόλων – αλληγοριών αναφορικά με το πώς λειτουργικά αποτυπώνουν την εμπειρία της θείας μέθεξης484.
Έτσι, ο Θεός χαρακτηρίζεται ως ανούσιος χωρίς νά σημαίνει ότι δέν έχει ουσία. Παράλληλα, διατυπώνονται από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη οι χαρακτηρισμοί ἄζωος, ἄλογος και ἄνους, χωρίς να θεωρεί ο ίδιος ότι τα ονόματα αυτά προσιδιάζουν υπερακριβώς στον Θεό. Άρα, τα ονόματα που τού αποδίδονται είναι κατ' οικονομίαν και όχι κυριολεκτικά485. Εξάλλου, στα ονόματα - όρους η έννοια υφίσταται διαφοροποιήσεις πολλές φορές, αλλάζοντας προσέτι και έναν τόνο: «τό δέ πολύλογος προπαραξυτόνως, πολυλόγος γάρ ο πολλά λέγων, πολύλογος δέ ὁ πολλῶν λόγων δεόμενος· ὡς πρωτότοκος προπαροξυτόνως ὁ πρῶτος τεχθείς· πρωτοτόκος δέ παραξυτόνως ἡ πρώτως τεκοῦσα γυνή»486.
Έτσι, όταν ο Χριστός υπογραμμίζει ότι είναι η αλήθεια, η δύναμη του Θεού και η σοφία Του, δεν εννοεί την Οὐσία του Τριαδικού Θεού. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ονόματα «Θεότης», «ἀγέννητος» καί «Πατήρ»487, τα καταγεγραμμένα στην Αγία Γραφή και φανερωμένα υπό το φως της Αποκάλυψης του Θεοῦ. Τα ονόματα για τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, «Πατήρ», «Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ» και «Ἅγιο Πνεῦμα», φανερώνουν τον τρόπο υπάρξεώς μεταξύ τους, την πραγματική και μη διαχεόμενη θεολογία. Αντίθετα, τα θεωνύμια, «φῶς», «ζωή», «ἀλήθεια» δείχνουν το πώς αποκαλύπτονται στον άνθρωπο, δηλαδή την Οἰκονομία488.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα υπερθετικά ενωτικά ονόματα, όπως το υπεράγαθο, το υπέρθεο, το υπερούσιο, το υπέρζωο, αναφέρονται στην όλη θεότητα. Αυτά υπάγονται στην κατηγορία της υπεροχικής αφαιρέσεως. Σύμφωνα πάντως με τη διδασκαλία του Χριστιανισμού, τριών ειδών ενωτικά του Θεού ονόματα υπάρχουν· τα υπερβατικά, τα οποία συνήθως είναι σύνθετα με το πρόθεμα «υπέρ», τα αιτιολογικά, τα οποία σχηματίζονται με βάση τις δημιουργικές ενέργειες ή εκείνα τα οποία είναι υπεροχικώς αφαιρετικά, τα οποία σχηματίζονται με το στερητικό άλφα, όπως αθάνατος, άκτιστος, κ.λπ489.
Μέ βάση, λοιπόν, τις διάφορες θεωνυμίες, διακρίνεται η καταφατική και η αποφατική θεολογία. Η καταφατική θεολογία δύναται να προσδιορίσει τι είναι Θεός, ενώ στην αποφατική γίνεται προσπάθεια να προσδιορισθεί τι δεν είναι Θεός. Μέσω της αποφατικής και της καταφατικής ορολογίας σχετικά με τα ιδιώματα του Θεού, το υπέρτατο Όν αποκαλύπτεται στον άνθρωπο490. Κατά συνέπεια, μέσα στο πλαίσιο της οντολογικής αναζητήσεως του Θεού, οι Πατέρες Τού απέδωσαν πλείστες ονομασίες. Όμως, οι θεωνυμίες της καταφατικής και της αποφατικής σκέψεως προσλαμβάνουν την κεφαλαιωτική σημασία τους με την υπερθετική491.
Τέλος, η κατάφαση και η απόφαση της Ορθόδοξης θεολογίας δεν προέρχεται από έναν ανεξάρτητο στην ακέραιότητά του φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά είναι και αποτέλεσμα προσευχής και μετοχής στα θεία μυστήρια. Ο Θεός υπερβαίνει κάθε κτιστή τελειότητα, και αποκαλύπτει στον κόσμο την πραγματική αγνωσία Του και η εν λόγω κατάσταση πρέπει να καταστεί και ανθρώπινο βίωμα. Η ανωτέρω θεολογική προσέγγιση είναι φανερό ότι αποτελεί επίπονο και ιδιαιτέρως κοπιώδες έργο, δεδομένου του πεπερασμένου του ανθρώπινου νου, ενώ συγχρόνως καραδοκεί ο κίνδυνος της νόθευσης και της παρερμηνείας της θείας Αποκαλύψεως και της Αγίας Γραφής, κατά το δοκούν. Για τον λόγο αυτό, η δημιουργία των θείων ονομάτων, είτε αυτά αφορούν στο τι είναι ο Θεός -καταφατική όψη-, είτε αφορούν στο τι δεν είναι -αποφατική όψη-, αναδύονται μέσα από την Παράδοση της Εκκλησίας και την ολότητα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης492. Άλλωστε, η αποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια είναι η οντολογική και γνωσιοθεωρητική εκείνη συνθήκη που διαδραματίζει τον πρωτεύοντα ρόλο, διότι η χρήση των διαφόρων ονομάτων για τον Θεό δεν έχει αναλογία στο είναι του Θεού. Η αλήθεια για τον Θεό δηλώνεται ποικιλοτρόπως και, κατά συνέπεια, συμβατικά493.
Ο Παχυμέρης παραφράζοντας τον Διονύσιο σχετικά με τη μυστική θεολογία και τα θεία ονόματα φαίνεται τελικά με το όλο κείμενό του να τονίζει την απειρότητα του Θείου και το πεπερασμένο της ανθρώπινης διάνοιας, όπως είχε αναφέρει ορισμένους αιώνες πριν ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί δυσθεώρητον καί τοῦτο πάντῃ καταληπτόν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία· κἄν τις οἴηται τῷ ἁπλῆς εἶναι φύσεως ἤ ὅλον ἄληπτον εἶναι ἤ τελείως ληπτόν. Τί γάρ ὅς ἁπλῆς ἐστί φύσεως ἐπιζητήσωμεν. Οὐ γάρ δή τοῦτο φύσις αὐτῷ ἡ ἁπλότης· εἴπερ μηδέ τοῖς ἀσυνθέτοις, μόνο τό εἶναι συνθέτοις»494. Η απλότης σαφώς και δεν δηλώνει έναν ανελαστικό μονισμό αλλά τον πλήρως ανεξάρτητο χαρακτήρα από οιαδήποτε συνθετική διεργασία.
Σημειώσεις
465. Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και Γλώσσα. Εμπειρική θεολογία – Συμβατική γλώσσα, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1988, σ. 46, 63.
466. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί ἁγίας τε καί ομοουσίου Τριάδος, Ε΄, SC 237, 5585-7, 22-24 (=PG 75, 952BC).
467. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θησαυρός, ΙΘ΄, PG 75, 316C. Πρβλ. Βασιλείου
Καισαρείας, Κατά Εὐνομίου, Ι, Η΄, PG 29, 528C: «Πῶς οὖν οὐ καταγέλαστον, τὸ
δημιουργικὸν οὐσίαν εἶναι λέγειν; ἢ τὸ προνοητικὸν πάλιν οὐσίαν; ἢ τὸ
προγνωστικὸν πάλιν ὡσαύτως; καὶ ἅπαξ ἁπλῶς͵ πᾶσαν ενέργειαν, οὐσίαν
τίθεσθαι; Καὶ εἰ πάντα ταῦτα πρὸς ἓν σημαινόμενον τείνει, ἀνάγκη πᾶσα ταυτὸν
ἀλλήλοις δύνασθαι τὰ ὀνόματα· ὡς επὶ τῶν πολυωνύμων· ὅταν Σίμωνα καὶ
Πέτρον καὶ Κηφᾶν τὸν αὐτὸν λέγωμεν. Οὐκοῦν ὁ ἀκούσας τὸ ἀναλλοίωτον τοῦ
Θεοῦ, πρὸς τὸ ἀγέννητον ὑπαχθήσεται· καὶ ὁ ἀκούσας τὸ ἀμερὲς, πρὸς τὸ
δημιουργικὸν ἀποφέρεται».
468. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3, 1036Α.
469. Ισιδώρου Πηλουσιώτη, Ἐπιστ. V – ΤΛΘ΄ Σερήνῳ Τριβούνῳ, SC 454, 4321-3 (=PG 78,
1533Α).
470. Του ιδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993AB.
471. Του ιδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ϞΒ΄ - Ὠφελίῳ Γραμματικῷ, PG 78, 796D. βλ. Ε. Αρτέμη, Η
περί του Τριαδικού Θεού διδασκαλία Ισιδώρου του Πηλουσιώτη και η σχέση της με
τη διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Αθήνα 2012, σ. 417-418. Να
σημειώσουμε ότι εμβληματικές προσωπικότητες του χριστιανικού στοχασμού,
όπως ο Ωριγένης και ο Μάξιμος ο Ομολογητής, είχαν εισηγηθεί την αλληγορική
ερμηνεία των Γραφών.
472. Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και Γλώσσα. Εμπειρική θεολογία – Συμβατική
γλώσσα, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1988, σ. 50.
473. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας. Εισαγωγή τοῦ Vladimir
Losky, Φιλόσοφος λόγος, έκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1983, σ. 23.
474. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 1, PG 3,
1013Α.
475. Αυτόθι.
476. Αυτόθι, 1, PG 3, 1016Α.
477. Αυτόθι. Σημειωτέον ότι ο όρος «αγαθός» αποτυπώνει μία ιδιότητα η οποία ενυπάρχει από κοινού στο σύνολο των ενεργειών.
478. Αυτόθι, 1, PG 3, 1017D.
479. Αυτόθι, 1, PG 3, 1020Β.
480. Αυτόθι, 1, PG 3, 1020ΒC.
481. Γ. Μαρτζέλου, «Κατάφαση και απόφαση κατά την Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση», στο Γηθόσυνον Σέβασμα, Αντίδωρον τιμής και μνήμης εις τον μακαριστόν καθηγητήν της Λειτουργικής Ιωάννην Μ. Φουντούλην († 2007), τόμ. Β΄, εκδ. αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 2013, (σ. 1243 – 1262), σ. 1245.
482. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 2, PG 3,
1036Α.
483. Αυτόθι.
484. Αυτόθι, 3, PG 3, 1040AB.
485. Αυτόθι, 5, PG 3, 1060BC.
486. Αυτόθι, 1 PG 3, 1021Α.
487. Αυτόθι, 5, PG 3, 1060D.
488. Αυτόθι, 5, PG 3, 1061D.
489. Αυτόθι, 5, PG 3, 1036-1040.
490. Αυτόθι, 2, PG 3, 1029CD.
491. Π. Τρεμπέλα, «Μυστικισμός - Αποφατισμός - Καταφατικὴ Θεολογία: Μάξιμος ο Ομολογητής», Γρηγόριος ο Παλαμάς, εκδ. Σωτήρ, Αθήνα 1980, σ. 27 κ.ε.
492. Ν. Ματσούκα, Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία, Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1988, 203-210.
493. Σ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και Γλώσσα. Εμπειρική θεολογία – Συμβατική
γλώσσα, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1988, σ. 165.
494. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος ΛΗ΄, 7, PG 36, 317-320.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου