Συνέχεια από: Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022
Το μέτρο στην κριτική του ΚαντΤου Gerhard Krüger
ΙΙ. Το μέτρο του Καντ
Η μεθοδολογική δυσκολία αυτής τής αληθινής μεταφυσικής έγκειται στην ενότητα τής θεωρητικής και πρακτικής συμπεριφοράς. Ως διαπίστωση (Erkenntnis) βασίζεται στην εσωτερική ουσιώδη ενότητα του πρακτικού και θεωρητικού λόγου. Αν η διαπίστωση αυτή πρόκειται να εξασκηθεί και να κατανοηθεί ως αληθής και θεμελιώδης διαπίστωση, τότε πρέπει να γίνει αντιληπτή στην ενότητα τής ελπίδας, εφόσον αναφέρεται στο ηθικό μέτρο κάθε διαπίστωσης. Θα πρέπει να κατανοείται, στην πρωταρχική της ενότητα, ως τελεολογικά σκεπτόμενη εμπειρία του κόσμου από πλευράς τού ηθικά δρώντος ανθρώπου. Αν προσέξουμε όμως πως μιλά στο τρίτο μέρος του «Κανόνος του καθαρού λόγου» περί του χαρακτήρα της γνώσης τής αληθινής μεταφυσικής, περί «γνώμης, γνώσης και πίστεως», θα διαπιστώσουμε πως η ελπίζουσα γνώση ορίζεται ως πίστη, η πίστη από την άλλη ως κάτι μεταξύ γνώσης και γνώμης. Η πίστη είναι «να θεωρείς κάτι ως αληθές», για το οποίο λείπει η «αντικειμενική» πρόσβαση στην γνώση, το οποίο όμως είναι «υποκειμενικά»-δια του ηθικού φρονήματος το οποίο μας προσφέρεται-κάτι παραπάνω από την «υποκειμενικά» μη προσβάσιμη γνώμη. Στην περίπτωση αυτή, το θεμελιώδες δεν είναι η μεταφυσική διαπίστωση (Erkenntnis), όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά η γνώση (Wissen). Όταν ο Καντ θέλει να πει τι είναι η διαπίστωση, τότε στον ορίζοντά του προβάλλει, παρά την κριτική απόρριψη του δογματισμού, η θεωρητική διαπίστωση. Όταν αναφέρεται στην διαπίστωση με την πλήρη σημασία της λέξεως, την «τέλεια» διαπίστωση δηλαδή, τότε εννοεί την αντίληψη. Σκέφτεται την παλιά ιδέα τής απολύτως τέλειας διαπίστωσης, όπως την έχει ο Θεός, η αντιληπτική λογική τού οποίου παρέχει από μόνη της τα αντικείμενα τής αντιλήψεώς της. Όταν αναφέρεται στην ανθρώπινη κριτική όμως, τότε έχει κατά νου την σχετικά τέλεια διαπίστωση της νευτώνειας φυσικής επιστήμης.
Υπερβαίνουμε τον Καντ όταν εκφράζουμε την απορία αυτή; Πιστεύω πως, βάσει του μέτρου δεν τον υπερβαίνουμε. Μόνο στην κρίση περί τής εξάσκησης τής κριτικής, που ο ίδιος ο Καντ θεωρούσε σκοτεινή, και την έλλειψη της οποίας αναγνώρισε, με το να τροποποιήσει την «Κριτική του καθαρού λόγου», κυρίως όμως γράφοντας κατόπιν την «Κριτική του πρακτικού λόγου» που περιέχει την διδασκαλία περί προτάσεων, και την «Κριτική της κριτικής δυνάμεως», η εισαγωγή τής οποίας ξεκινά με τον στοχασμό πάνω στην έννοια της φιλοσοφίας και την ενότητα τού θεωρητικού και πρακτικού λόγου στην κρίση περί του σκοπού των πραγμάτων. Ο σκοπός μιας τελεολογικής εμπειρίας που έχει ο άνθρωπος για τον κόσμο, και η οποία γνωρίζει τον εαυτό της, δεν είναι άγνωστη στον Καντ. Καταπιάστηκε με αυτή στην «πραγματολογική» του ανθρωπολογία, αλλά και στην γεωγραφία του, την διδασκαλία του περί τής γης σάν σκηνικού τής ανθρώπινης δράσης. Τοποθέτησε αυτή την αυτογνωσία τού ανθρώπου που δρα εντός του κόσμου, και η οποία τον προσανατολίζει ως προς την «θέση» του, στην συνάφεια όλων των ερευνών του περί του σκοπού τής ανάπτυξης του κόσμου στην ιστορία τής φύσης και του ανθρώπου. Η κριτική τού καθαρού λόγου χρησιμοποιεί αυτή την τελεολογική εμπειρία του κόσμου της οποίας την ύπαρξη, επιτρέπει η ηθική, όταν μιλά περί των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Η αντίληψη όμως περί αυτής της πραγματικά θεμελιώδους διαπίστωσης, παρά τους στοχασμούς που της αφιερώθηκαν, παραμένει ασαφής, ακόμα και στο Opus postumum του Καντ, καθώς ο Καντ στο σημείο αυτό είναι δογματικά δεσμευμένος στην θεωρητική φυσική επιστήμη.
Συνεχίζεται
Το μέτρο στην κριτική του Καντ α
Το πραγματικό αίνιγμα της φιλοσοφίας τού Καντ έγκειται στην σχέση μεταξύ τής κριτικής και τής μεταφυσικής, και μάλιστα στο γεγονός πώς μεταξύ τους υφίσταται μια αμοιβαία εξάρτηση: η μεταφυσική-αυτή η «πρώτη φιλοσοφία»-χρειάζεται σύμφωνα με τον Καντ κριτική. Αλλά και η κριτική χρειάζεται την μεταφυσική. Το ένα είναι ένας σαφής ισχυρισμός, με τον οποίο ο Καντ αντιμετωπίζει κάθε προηγούμενη μεταφυσική, με σκοπό (πριν από κάθε άλλη προσπάθεια, αλλά και ενάντια σε κάθε βεβιασμένη απελπισία) να την αναγκάσει να σκεφτεί τα θεμέλια των δυνατοτήτων της. Το άλλο είναι ένα πρόβλημα, μάλλον μιά υποψία, η οποία στρέφεται εναντίον τής νομιμότητας τής κριτικής του μεθόδου, από τον καιρό που ζούσε: είναι η παρατήρηση πως ο ερμηνευτής τού Καντ πολύ συχνά αναγκάζεται να παραδεχθεί πως η κριτική, η οποία καθαιρεί πανηγυρικά από το πόστο του κάθε μεταφυσικό, μέχρι να αποδειχθεί η «δυνατότητα» του (ή το περιεχόμενο του) δια της εξετάσεως, έχει και αυτή (η κριτική) μεταφυσικές προϋποθέσεις, καθώς έχει μια συγκεκριμένη αντίληψη περί της θέσης τού ανθρώπου εντός του κόσμου. Η κριτική αξιολόγηση της ανθρώπινης γνωσιακής δυνατότητας, επικαλείται το γεγονός πως ο άνθρωπος ως πεπερασμένο, αισθητηριακό ον, έχει ανάγκη τα έξω από αυτόν δεδομένα πράγματα, και τού αποδίδει ένα «προορισμό» (μιλώντας για «προδιαθέσεις» και «δυνατότητες» της φύσης του), τον οποίο πρέπει να εκπληρώσει «στην θέση που κατέχει στον αισθητό κόσμο». Φαίνεται λοιπόν πως: αν η κριτική έχει την απαίτηση να είναι το αμερόληπτο «δικαστήριο», που ισχυρίζεται πως είναι, τότε δεν της επιτρέπεται να χρησιμοποιεί την μεταφυσική γνώση περί του κόσμου και του ανθρώπου. Η κριτική λοιπόν πρέπει να είναι μια «εντελώς νέα επιστήμη», όπως λέει ο Καντ στα «Προλεγόμενα» (κεφάλαιο 5). Μια νέα επιστήμη «περί της οποίας κανένας μέχρι τώρα δεν έχει κάνει ούτε μια σκέψη, περί της οποίας και η απλή ιδέα ήταν άγνωστη». Τα πράγματα περί αυτήν έχουν έτσι, καθώς πρέπει να είναι μια επιστήμη «από την οποία κάθε βοήθεια από τις άλλες λείπει». Από την άλλη είναι ευκόλως κατανοητό ότι ο Καντ κατέληξε σε ένα (πραγματικό ή φαινομενικό) κύκλο: πως μπορεί να διερευνήσει κανείς την δυνατότητα προς μεταφυσική, εάν δεν μπορεί να έχει ως μέτρο τήν εργασία του, δηλαδή την διερεύνηση μεταφυσικών αντικειμένων; Υπάρχει κάπου ένα αδιαμφισβήτητο μέτρο για μια τόσο θεμελιώδη κριτική;
Είναι γνωστό πόσο σημαντική ήταν η δυσκολία αυτή για την κατανόηση αλλά και για την φιλοσοφική επίδραση τού Καντ. Ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο εθεωρείτο αναγκαίο «να ξεπεράσει κανείς τον Καντ» για να μπορέσει να τον καταλάβει. Ιστορικά και αντικειμενικά υπάρχουν δυο δυνατότητες προς τούτο: μπορεί κανείς να παραδεχθεί ανοικτά την εξάρτηση (σχέση) τής κριτικής από την μεταφυσική, και να υποδείξει έτσι πως η λογική που ασκεί την κριτική θεωρείται «απόλυτη» λογική, η οποία βρίσκεται στη βάση όλων των πραγμάτων, ως «κοσμική λογική», η οποία μπορεί δει ποια είναι η θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Αυτός είναι ο δρόμος πάνω στον οποίο η κριτική του Καντ μεταμορφώθηκε στην «Φαινομενολογία του Πνεύματος» του Hegel. Από την άλλη, μπορεί κανείς να προσπαθήσει να καθαρίσει την κριτική από την μεταφυσική, και να την καταστήσει πράγματι ανεξάρτητη. Αυτό πάλι μπορεί να γίνει με δυο τρόπους: η κριτική μπορεί να διακόψει την σχέση προς την μεταφυσική, να τεθεί εχθρικά ή αδιάφορα προς κάθε μεταφυσική. Αυτός είναι ο δρόμος της θετικιστικής όπως και της νεοκαντιανής γνωσιολογίας. Μπορεί όμως να γίνει η ίδια μεταφυσική, μια μεταφυσική του ανθρώπου, η οποία δεν βρίσκεται στην βάση της κριτικής, αλλά συνίσταται στην κριτική. Η κριτική στην περίπτωση αυτή καθίσταται υπενθύμιση, πως εγώ ως εκείνος που θέτει όλα τα πιθανά μεταφυσικά ερωτήματα και εκείνος που κατανοεί, δεν είμαι ένα ολοκληρωμένο δεδομένο, αλλά ένα είναι που σχηματίζεται στην διαδικασία τής κατανόησης, και το οποίο «ωριμάζει» την πεπερασμένη του ύπαρξη μέσα στην πρωταρχική ελευθερία. Αυτός είναι ο δρόμος της σημερινής οντολογίας τού είναι (Ontologie des Daseins). Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως όλοι αυτοί οι δρόμοι, δεν είναι μόνο τρόποι ερμηνείας του Καντ, αλλά και διέξοδοι από την κατάσταση του μοντέρνου πνεύματος, την οποία δημιούργησε ο Καντ. Η αντιμετώπιση τού Καντ που συνοδεύει το μοντέρνο πνεύμα σε όλες του τις μεταμορφώσεις, είναι ταυτόχρονα και αντιμετώπιση τής ίδιας του της κατάστασης (του μοντέρνου πνεύματος). Αν είναι όμως έτσι, πως στο σημείο αυτό εξαρτώμαστε ιστορικά από τον Καντ, τότε το αίνιγμα τής φιλοσοφικής μας κατάστασης, συνίσταται στο ότι ο Καντ παρακολουθεί ακίνητος την είσοδο μας στις διεξόδους, στο ότι ο ίδιος φαίνεται πως δεν χρειάζεται κάποια διέξοδο. Σε ένα σημείο μπορούμε να συμφωνήσουμε: ο Καντ δεν ανησύχησε τόσο βαθιά για τήν προβληματική σχέση κριτικής και μεταφυσικής, όσο οι μεταγενέστεροι, αλλά και οι σύγχρονοι οπαδοί του . Τι πρέπει να πούμε επ’αυτού; Μήπως να παραιτηθούμε από την αναζήτηση μιας λύσης τής δυσκολίας; Να αφήσουμε ήσυχη την απορία τής καντιανής κριτικής; Να θεωρήσουμε πως τα προσφάτως ανακαλυφθέντα μεταφυσικά στοιχεία ισχύουν όπως και τα κριτικά στοιχεία; Είναι μήπως ακριβώς αυτή η στάση φιλοσοφικά διδακτική; Ο ίδιος ο Καντ όμως θεωρούσε πως η κριτική του, παρά τα όποια σκοτεινά σημεία στην εφαρμογή της, είναι στις αρχές της άψογη. Πίστευε πως είχε ένα άψογο μέτρο για την κριτική. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να αποφύγουμε να πούμε, πως και το απλό εγχείρημα τής κριτικής τής μεταφυσικής, εμπεριέχει ήδη την μεταφυσική. Σε τι συνίσταται αυτό το μέτρο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου