Σάββατο 30 Απριλίου 2022
Παγκόσμια Απροσδιοριστία με "πυροκροτητή " τις δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία
Κυριακή του Θωμά: Η Πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)
Γρίβας Κ.: Η απολύτως κατάλληλη στιγμή να επεκτείνουμε στα 12 ν. μ. τα χωρικά μας ύδατα.
A) ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ "PERSONA DEI" ΣΤΟΝ ΣΕΛΛΙΝΓΚ (Schelling)
Συνέχεια από: Τετάρτη 27 Απριλίου 2022
Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧΙX)Αυτός ο μεγάλος Ιεροεξεταστής πού υπήρξε ο Γιακόμπι, δεν θα μπορούσε από τήν ίδια του την λογική συνέπεια, να μήν κατηγορήσει για αθεϊσμό, και τήν φιλοσοφία τού Σέλλινγκ. Διότι και στον Σέλλινγκ διαλύεται ο «προσωπικός θεός». Η «δεύτερη κόρη» τής κριτικής φιλοσοφίας τού Kant είναι ακριβώς η φυσική φιλοσοφία τού Σέλλινγκ: Η διδασκαλία του για το “ΕΝΑ ΟΛΟ” (Alleinheitslehre) δεν είναι παρά μια αντιστροφή ή μετάλλαξη της φιλοσοφίας του Σπινόζα, δηλαδή ένας ιδεαλιστικός υλισμός. Εναντίον αυτού του ιδεαλιστικού ή υπερβατικού υλισμού ο Γιακόμπι επαναλαμβάνει όσα είχε προσάψει στον υπερβατικό ηθικισμό τού Φίχτε: Η νόηση χωρίς προσωπικότητα είναι ένας παραλογισμός, ο ίδιος ακριβώς παραλογισμός με εκείνη τήν θεμελιακή ύλη ή πρωτογενές θεμέλιο, που είναι το ΟΛΟΝ αλλά όχι το ΕΝΑ, δηλαδή ένα και κανένα, η τελειότης τής ατέλειας, το απολύτως ακαθόριστο, το οποίο μάλιστα ονομάζεται θεός από όσους δεν θέλουν να γνωρίσουν τον αληθινό θεό, αλλά διστάζουν επίσης να τον αρνηθούν με τα χείλη.
Ο άνθρωπος κατά τον Γιακόμπι, δεν μπορεί να απαρνηθεί τον προσωπικό θεό, ένα «αιώνιο ΕΣΥ που να απαντά στο δικό μου ΕΓΩ» όπως έλεγε ο Σέλλινγκ, τραβώντας στα άκρα αυτή την σκέψη.
Ο Σέλλινγκ από την μεριά του αντιδρούσε λέγοντας πως από την άμεση νόηση δεν μπορούμε να φθάσουμε, όπως υπέθετε και ο Γιακόμπι, σ’ έναν προσωπικό θεό. «Η καθαρή και άμεση γνώση τής νοήσεως μπορεί να είναι τέτοια μόνον μέσω τού απολύτου νόμου της, δηλαδή μιας γνώσεως τής αντιφάσεως, δηλαδή την απόλυτη ταυτότητα του απείρου και του πεπερασμένου, η οποία είναι η υπέρτατη πραγματικότης. Αυτή η γνώση δίνει επίσης και την γνώση τού θεού καθότι η ουσία εκείνης τής απολύτου ταυτότητος είναι ήδη αυτός ο ίδιος ο θεός ή για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, είναι αυτή η ίδια ουσία η οποία μεταλλάσσεται σ’ έναν προσωπικό θεό. Όλο αυτό όμως δεν μπορούμε να το ονομάσουμε γνώση του προσωπικού θεού»!!!
«Μια άμεση γνώση τού προσωπικού θεού –συνεχίζει ο Σέλλινγκ– μπορεί να είναι επίσης μόνον προσωπική γνώση, βασισμένη και αυτή όπως και κάθε άλλη γνώση πάνω στην πρακτική μιάς πραγματικής εμπειρίας. Αυτή η γνώση όμως δεν έχει θέση στην φιλοσοφία, δεν αφορά την νόηση. Η ύπαρξις όμως τού θεού σαν προσωπική ύπαρξις είναι το αντικείμενο, μάλιστα δε ιδιαιτέρως τής επιστήμης και όχι μόνον γενικώς αλλά σαν το υπέρτατο και τελικό αντικείμενο, ο σκοπός τών βλέψεών της, για τον οποίο η επιστήμη πάλεψε διαμέσου όλων τών αιώνων και τον οποίο κατόρθωσε στους χρόνους μας, μέσω της φιλοσοφίας την οποία ο καλός μας άνθρωπος (ο Γιακόμπι) κατηγορεί για αθεΐα». Είναι η ιδιαιτερότης ακριβώς τής φιλοσοφίας σαν επιστήμης να δηλώσει πως δεν “υπάρχει” θεός, επειδή ακριβώς ο θεός είναι πάνω από την νόηση και είναι αντικείμενο βεβαιότητος μόνον τής πίστεως.
Ο Γιακόμπι κατηγορούσε τον Σέλλινγκ για αθεΐα, καθώς προσπαθούσε να θεοποιήσει τήν Φύση και να καταχραστεί λόγω αυτού τού σκοπού, θρησκευτικές έννοιες! Ο Σέλλινγκ λοιπόν απαντούσε από την μεριά του, από το ένα μέρος πως ο «επιστημονικός θεϊσμός» τού Γιακόμπι ήταν ανύπαρκτος και εάν έστω υπήρχε κάπως σε κάποιο μέρος ήταν ολότελα άγνωστος και από το άλλο μέρος πως η φυσική του φιλοσοφία δεν αφορούσε το σύνολο τού συστήματος και επομένως δεν απέκλειε καταρχάς έναν προσωπικό θεό. Μια «προσωπική ουσία» η οποία είναι δημιουργός και καθοδηγητής τού κόσμου, κατά τον Σέλλινγκ, δεν μπορεί να μην συγκινεί σαν ένα θαύμα και να μην μεταφέρει σ’ έναν εκστατικό ενθουσιασμό όποιον επιδιώκει να λύσει το αίνιγμα τής πραγματικότητος και να ενοποιήσει τό Όλον.
Όσον αφορά όμως τον στοχασμό τού πρώτου Σέλλινγκ, ακόμη και μια τέτοια τοποθέτηση δεν είναι σίγουρο πως μπορεί να βρει αντιστοιχίες. Ίσως είναι μια επιτυχημένη υπεράσπιση αλλά στα νιάτα του ο φιλόσοφος έδινε την εντύπωση πως προωθούσε ένα είδος «ηθικού αθεϊσμού» ο οποίος πίστευε στην αθανασία τού ανθρώπου και αδιαφορούσε για τον χριστιανικό θεό ή καλύτερα, πίστευε σ’ έναν «απόλυτο» θεό και στον τρόπο που αποκαλυπτόταν στην συνείδησή του.
Στο χαοτικό μάγμα τής σκέψης του θα μπορούσαμε να βρούμε ίσως κάποια ίχνη υπερβατικότητος, ένα είδος Μονισμού, «παν-εν-θεϊσμού», έναν «μόνιμο θεϊσμό», ο οποίος συνελάμβανε το Είναι όλων των πραγμάτων στον θεό και το Είναι του θεού σε όλα τα πράγματα. Η μεταστροφή λοιπόν του Σέλλινγκ στην φιλοσοφία τής Ταυτότητος έφερνε μαζί της έναν θεό σαν όλον και ένα όλον σαν θεό, ένα απόλυτο δηλαδή στο οποίο ο θεός, χωρίς κυριότητα και ελευθερία πάνω στο ΕΙΝΑΙ, βρίσκεται σε αναγκαία σχέση με τον κόσμο μέσα στον οποίο και μέσω του οποίου ξεδιπλώνεται. Σ’ ένα τέτοιο όραμα φυσικά, ο θεός δεν θα μπορούσε με οποιονδήποτε τρόπο να είναι πρόσωπο ή διαφορετικά θα έπρεπε να τον στοχαστούμε μόνον σαν μια καθολική προσωπικότητα η οποία περιέχει τα πάντα.
Όλοι αυτοί οι περιορισμοί στον στοχασμό του νεαρού Σέλλινγκ πήγαζαν από μια θέληση η οποία σκόπευε να συνδέσει τον Καντ με τον Σπινόζα. Με τον φιλόσοφο τού Könisberg χάραξε η αυγή, αλλά ο Σέλλινγκ ήθελε να είναι πιστός στο πνεύμα και όχι στο γράμμα της κριτικής φιλοσοφίας. Έτσι λοιπόν μαζί με τον Σπινόζα ξεκινά από τo απόλυτο, αλλά δεν το τοποθετεί όπως ο Σπινόζα στο αντικείμενο, αλλά στο υποκείμενο. Για τον νεαρό Σέλλινγκ δηλαδή ο θεός είναι κάτι παραπάνω από την «ηθική τάξη τού κόσμου» τού Καντ, αλλά δεν είναι ούτε το απόλυτο αντικείμενο του Σπινόζα. Ο θεός είναι ταυτότης γνώσεως καί υπάρξεως, υποκειμένου καί αντικειμένου (ψυχής και σώματος). Αυτή η ταυτότης είναι κάτι ζωντανό και δυναμικό. Αυτό που στόν Kant ήταν η πρόοδος τής ηθικής αυτοσυνειδήσεως γίνεται η πρόοδος τού απολύτου και τοιουτοτρόπως τής ιστορίας τού κόσμου. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο, στα μάτια τού Σέλλινγκ, μπορούσε να πραγματοποιηθεί ο στόχος τής υπερβατικότητος τού Kant και μαζί να διατηρηθεί η ελευθερία τού ανθρώπου.
Είχε δίκιο τελικά ο Φίχτε, κατά τον Σέλλινγκ, να μην αποδίδει στον θεό συνείδηση και προσωπικότητα: Η συνείδηση είναι συγκέντρωση και συμμάζεμα και εδώ ακριβώς βρίσκεται η δύναμις της ατομικότητος. Ο θεός, εάν είναι θεός, δεν μπορεί να είναι πεπερασμένος αλλά ούτε και άπειρος, μπορεί να είναι μόνον μια ζωντανή ταυτότης απείρου και πεπερασμένου. Γι’ αυτό ακριβώς έκανε λάθος ο Φίχτε και όλη η μοντέρνα φιλοσοφία από τον Καρτέσιο και έπειτα, διότι ο θεός, εάν είναι θεός, δεν μπορεί να είναι ένα αφηρημένο ens realissimum, αλλά μόνον μια δυναμική «ζωντανή ενότης δυνάμεων», ένας θεός υπονοούμενος ο οποίος φανερώνεται, ο οποίος δεν είναι πρόσωπο αλλά γίνεται προσωπικός.[Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ]
Όπως έχει αρχίσει να διακρίνεται, σ’ αυτή την θέληση τής coincidentia oppositorum (ενώσεως τών αντιθέτων) βρίσκεται και η αρχή τής περαιτέρω αναπτύξεως τής σκέψης τού Σέλλινγκ. Αυτή η προσπάθεια να μεσιτεύσει έναν ζωντανό θεό, ο οποίος αγκαλιάζει και οργανώνει το Είναι και την Ιστορία, μ’ έναν θεό προσωπικό, που αντιτίθεται στα πράγματα και τα υπερβαίνει, είναι η βασική προϋπόθεση τής μαρτυρικής πορείας τής φιλοσοφίας τής ταυτότητος τού Σέλλινγκ. Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί, για τον νεαρό Σέλλινγκ, ο θεός δε μπορεί να είναι παρά ένα «εγώ», ένα απόλυτο υποκείμενο, χωρίς κανένα αντικείμενο να το περιορίζει, διότι διαφορετικά δεν θα ήταν απόλυτο. Γι’ αυτόν τον λόγο δε, εντελώς παραδόξως, ακριβώς επειδή είναι ένα «ΕΓΩ», ο θεός δεν μπορεί να είναι πρόσωπο. Για να τον εννοήσουμε σαν πρόσωπο πρέπει να τον συλλάβουμε ανθρωπομορφικά, με την έννοια πως η ζωή του και το πρόσωπό του, σε αναλογία με την ζωή και το πρόσωπο τού ανθρώπου, θα έπρεπε να ανέχεται ένα άλλο πρόσωπο. Διαλεκτικά θα μπορούσαμε να πούμε, πως για τον Σέλλινγκ όπως και για τον Φίχτε, χωρίς αντίθεση δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει πρόσωπο. Το πρόσωπο ψάχνει το πρόσωπο. Ένας θεϊκός θεός λοιπόν, όπως σκέφτεται σ’ αυτό το σημείο της ωρίμανσής του ο Σέλλινγκ θα εισάγει στο σύστημά του τήν μεγάλη του ανακάλυψη, την διάκριση δηλαδή εννοίας και πραγματικότητος, ουσίας και υπάρξεως.
Τοιουτοτρόπως ο Σέλλινγκ θα αναγνωρίσει πώς κατέχουμε τον θεό, αλλά μόνο στην έννοια, και αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως πως ο θεός είναι το αποτέλεσμα τής αντικειμενικής προόδου. Στα πλαίσια μιας φιλοσοφίας η οποία θα ήθελε να δοκιμαστεί στην ζωή, ο θεός, λέει ο γέρο-Σέλλινγκ, πρέπει να αποδειχθεί στην πραγματικότητά του. Για το συγγραφέα της «Φιλοσοφίας τής αποκαλύψεως» (1854), μέσα σε μια ιστορική ατμόσφαιρα εντελώς καινούρια, μετά τον θάνατο του Hegel, ο θεός δεν εισέρχεται πλέον στην κίνηση τής έννοιας, σ’ έναν Βακχικό θρίαμβο, όπου όλα κυλούν και δονούνται. Ο θεός αναγνωρίζεται σαν ο ύπερ-υπαρκτός, αυτός που υπάρχει πάνω από το Είναι και ο οποίος δεν είναι μόνον το τέλος και το αποτέλεσμα τής σκέψεως, αλλά είναι επίσης αρχή και θεμέλιο, actus Purus, το οποίο προηγείται κάθε εξαντικειμενοποιήσεώς του σε Potentia Universalis.
Ο Hegel όπως γνωρίζουμε πλέον κάνει τον θεό έννοια και την έννοια θεό, μια έννοια που ξεδιπλώνεται και προοδεύει διαλεκτικά για να φτάσει μόνον στο τέλος σ’ αυτό που είναι στ’ αλήθεια. Για τον τελευταίο Σέλλινγκ όμως, ο θεός είναι μεν απόλυτη έννοια, η οποία συλλαμβάνεται στην διανοητική έκσταση και η οποία αναζητείται πρώτη-πρώτη στήν σκέψη αλλά και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κάτι επιθυμητό. Στην κατηγορία τού Hegel ότι μ’ αυτόν τον τρόπο το απόλυτο είναι σαν να εξερράγη στην αρχή σαν ένας πυροβολισμός, ο Σέλλινγκ ανταπαντά πως το πιστόλι, από το οποίο εξερράγη το απόλυτο, είναι απλά η βούληση να το αποκτήσουμε και επομένως είναι η ελευθερία.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Mητροπολίτης Geevarghese Coorilos - ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Mητροπολίτης Geevarghese Coorilos
Με την επακόλουθη κατάκτηση του βυζαντινού κόσμου από τις αραβικές και οθωμανικές αυτοκρατορίες, ο διάλογος με το Ισλάμ έγινε επίσης μια υπαρξιακή αναγκαιότητα.
Στον ανατολικό ορθόδοξο κόσμο, η συνύπαρξη ορθόδοξων εκκλησιών με θρησκευτικές παραδόσεις, όπως ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός και ο Ζαϊνισμός (Jainism), υπήρξε και εξακολουθεί να είναι, ως επί το πλείστον, μια χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υπόθεση. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Ορθοδοξία επέδειξε σταθερή δέσμευση στο διαθρησκευτικό διάλογο. Οι αρχιεπίσκοποι των ορθόδοξων εκκλησιών στο φετινό εορταστικό τους μήνυμα κατά την πρώτη τους συν-εορταστική εκδήλωση στη Βηθλεέμ το 2000 υπογράμμισαν τη σημασία του διαλόγου και τη δέσμευσή τους σε αυτόν, όταν είπαν: «Κοιτάμε και προς τις άλλες μεγάλες θρησκείες, ιδιαίτερα τις μονοθεϊστικές του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ και προετοιμαζόμαστε να αναπτύξουμε ακόμη περισσότερο τις προϋποθέσεις για διάλογο με αυτούς, επιδιώκοντας την επίτευξη ειρηνικής συνύπαρξης όλων των ανθρώπων... Η Ορθόδοξη Εκκλησία καταδικάζει τον θρησκευτικό φανατισμό από οπουδήποτε κι αν εμφανιστούν αυτά τα φαινόμενα».
Η ΜΕΡΑ ΦΕΥΓΕΙ, Ο ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΕΡΧΕΤΑΙ.
Εισαγωγή στο θέμα του Συμποσίου: «Ορθόδοξη προσέγγιση για μια Θεολογία των Θρησκειών»
Του ομότιμου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Πέτρου Βασιλειάδη
Με αφορμή αυτή την ρητή διαβεβαίωση, αλλά και τον προβληματισμό που δημιουργήθηκε, ακόμη και στον επιστημονικό κόσμο, πέρσι τέτοιο καιρό το τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, από κοινού με τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, διοργάνωσαν επιστημονική ημερίδα με θέμα:«Διαθρησκειακός Διάλογος και Σύγχρονα Θρησκεύματα». Στόχος εκείνης της εκδήλωσης ήταν η διερεύνηση του προβλήματος της ύπαρξης, αλλά και η υπεύθυνη αντιμετώπιση, των σύγχρονων ζωντανών θρησκευμάτων. Οι επιστημονικές απόψεις που κατατέθηκαν με τις εισηγήσεις, αλλά και τις κάθε μορφής παρεμβάσεις των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής, μας οδήγησαν στην απόφαση περαιτέρω διερεύνησης του θέματος σε μεταπτυχιακό επίπεδο καθόλη την περασμένη ακαδημαϊκή χρονιά. Μετά από μια καρποφόρα ακαδημαϊκή χρονιά, στην οποία κινηθήκαμε στη βάση της σύντομης μελέτης/παρέμβασης του Μητ. Περγάμου κ. Ιωάννη (Ζηζιούλα) στο «Βήμα των Ιδεών» της 6.7.2007 με θέμα «Αλήθεια, ανεκτικότητα και μονοθεϊσμός. Είναι δυνατός ένας Διαθρησκειακός Διάλογος;», αποφασίσαμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα και να αγγίξουμε την καρδιά του σύγχρονου ιεραποστολικού προβληματισμού, που δεν είναι άλλος από την ανάγκη ή δυνατότητα διατύπωσης μιας θεολογίας των θρησκειών.
Αν ο διαθρησκειακός διάλογος επιβεβαιώνεται σε ανώτερο Ορθόδοξο επίπεδο (όπως διατυπώθηκε στο τελευταίο μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών) και εμφανίζεται στις μέρες μας ως αδήριτη αναγκαιότητα σε αυστηρά επιστημονικό, πολιτικό, και κοινωνικό επίπεδο, δεν συμβαίνει το ίδιο και σε θεολογικό, και κυρίως σε ιεραποστολικό, επίπεδο. Ιδιαίτερα στον χώρο της χριστιανικής ιεραποστολής ο διαθρησκειακός διάλογος ως τμήμα και μεθοδολογία της χριστιανικής μαρτυρίας, συνάντησε από την πρώτη κιόλας στιγμή τεράστιες αντιδράσεις.
Ο διαθρησκειακός δηλαδή διάλογος δεν στοχεύει απλώς στο να εξαλείψει την εχθρότητα και τις εχθροπραξίες μεταξύ των ανθρώπων διαφορετικών θρησκειών – γι’ αυτό κυρίως ενδιαφέρονται οι μεγάλες δυνάμεις, αλλά μόνο για τη σταθερότητα της παρούσας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και του οικονομικού status quo.
Στις μέρες μας όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν μια πνευματικότητα που δεν είναι σεχταριστική, αλλά ολιστική, μια πνευματικότητα την ποία, όπως πιστεύουμε εμείς οι Ορθόδοξοι, ανοίγει τις καρδιές στους άλλους και δεν δημιουργεί έχθρα για τους άλλους, ακόμη και θρησκευτική και θεολογική αντιδικία με τους άλλους.
Οι πάντες σήμερα αναμένουν από τις θρησκευτικές κοινότητες να συμβάλουν στην ευημερία του κόσμου, και δεν ανέχονται οι θρησκείες να αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα διαίρεσης, μια ακόμα δύναμη κατακερματισμού. Προσδοκούν απ’ αυτές να είναι πηγή συμφιλίωσης και θεραπείας, και από τους χριστιανούς να καταθέτουν την μαρτυρία τους ως οι κατ’ εξοχήν «διάκονοι της καταλλαγής», αφού «τὰ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς» (Β΄ Κορ 5,18). Στο παγκόσμιο ιεραποστολικό συνέδριο που συνήλθε το 2005 στην Αθήνα η ιεραποστολή ως κοινή χριστιανική μαρτυρία, και κυρίως ως διακονία τῆς καταλλαγῆς, προβλήθηκε. Ο π. Ιουστίνος Κεφαλούρος, μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Θεολογίας, θα μας θυμίσει τι πρέσβευε ο πρώτος «διάκονος της καταλλαγής» της νεώτερης μεταπολεμικής Ορθοδοξίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, για τα άλλα θρησκεύματα.
Αυτή όμως η αδήριτη ανάγκη διαθρησκειακού διαλόγου δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη στο παγκόσμιο χριστιανικό ιεραποστολικό κίνημα. Για 50 και πλέον χρόνια τόσο σε πολυμερές, όσο και σε αυστηρά ομολογιακό, επίπεδο οι χριστιανοί ήταν αρνητικά διακείμενοι στην αποδοχή του διαθρησκειακού διαλόγου ως θεμιτό «ιεραποστολικό παράδειγμα». Ήταν ο Ορθόδοξος μητροπολίτης του Όρους του Λιβάνου Georges Khodr που πρώτος κατά την δεκαετία του ’70 υποστήριξε με πάθος την αναγκαιότητά του, με βάση την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος». Υπογράμμισε πως μια χριστοκεντρική θεολογία διαχωρίζει το Χριστό από το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Πέρα από την υποστατική αυτονομία του Πνεύματος, υπογράμμισε ότι η έλευση του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο δεν είναι υποδεέστερη από αυτή του Υιού, αλλά ούτε και μια απλή λειτουργία του Λόγου. Ανάμεσα στην «οικονομία του Υιού» και την «οικονομία του Πνεύματος υπάρχει μια αμοιβαιότητα. Από τη στιγμή που το Πνεύμα «όπου θέλει πνει» (Ιω. 3,8) δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, υποστήριζε, τις μη-χριστιανικές θρησκείες ως σημεία στα οποία επενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Ο Khodr θεωρούσε πως το κύριο ιεραποστολικό μας έργο είναι «να ακολουθήσουμε τα ίχνη του Χριστού όπως αυτά γίνονται αισθητά στις σκιές των άλλων θρησκειών» Ο Δρ.Θ. του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ και Αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών του Αμερικανικού Κολλεγίου στο γνωστικό αντικείμενο «Θρησκείες του κόσμου», κ. Νικόλαος Δημητριάδης θα μας υπενθυμίσει την Ορθόδοξη συμβολή στο διαθρησκειακό διάλογο και τη θεολογία των θρησκειών.
Με την συμβολή της Ορθόδοξης πνευματολογίας άρχισε σε ευρύτερο διαχριστιανικό επίπεδο να διευρύνεται το θεολογικό όραμα και να αλλάζει ριζικά η έννοια της χριστιανικής μαρτυρίας με τις ποικίλες μορφές ιεραποστολικής δράσης. Εξ ου και οι σπασμωδικές αντιδράσεις τόσο των ακραίων συντηρητικών προτεσταντικών ομάδων, όσο και μερικών εκ αυτοαποκαλούμενων γνήσιων ή υπερ-ορθοδόξων. Προβάλλει, λοιπόν, επιτακτικό το ερώτημα: ποια είναι τα όρια της εν Χριστώ σωτηρίας; Είναι δυνατόν να νομιμοποιούνται έστω και κατ’ ελάχιστον τα άλλα ζωντανά θρησκεύματα; Ποιες μπορεί να είναι οι βιβλικές και πατερικές καταβολές για μια τέτοια θεώρηση;
Αναμφίβολα, τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην μακραίωνη Παράδοση της Εκκλησίας υπάρχουν στοιχεία που οδηγούν στη θεώρηση των άλλων θρησκειών ως ανθρώπινων κατασκευών, όπως βέβαια υπάρχουν και μαρτυρίες που ενώ αναγνωρίζουν το Ιησού Χριστό ως τον μοναδικό σωτήρα του κόσμου, και την Εκκλησία του ως κιβωτό σωτηρίας, αναγνωρίζουν τη σωστική παρουσία του Θεού και πέραν των ορίων της Εκκλησίας, κυρίως με βάση την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος», παράλληλα βέβαια και στον ίδιο βαθμό με την «οικονομία του Υιού». Από θεολογικής απόψεως, λοιπόν, και κυρίως στα πλαίσια της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, είναι δυνατή μία σύνθεση των δύο αυτών θέσεων, που αποτελούν εξ ίσου ουσιαστικά στοιχεία της χριστιανικής πίστεως; Η Ορθόδοξη θεολογία θα πρέπει να βασίζεται στην καθολικότητα της χριστιανικής παράδοσης, ή σε επιλεκτικά στοιχεία που τις περισσότερες φορές αντανακλούν προσωπικές φοβίες και ιδεολογικές συντηρητικές ή φιλελεύθερες αντιλήψεις; Σε τελευταία ανάλυση, είναι δυνατή, θεμιτή, ή εφικτή μια θεολογία των θρησκειών; Στο θέμα αυτό επιχειρεί μια προκαταρτική εξέταση ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης π. Εμμανουήλ Κλάψης με την εισήγησή του «Προς μία θεολογία των θρησκειών. Η παγκόσμια εν Χριστώ σωτηρία», στην οποία θα παρουσιάσει τον προβληματισμό Ελλήνων δογματολόγων που μίλησαν για την παγκοσμιότητα της σωτηρίας και προσπάθησαν να διαμορφώσουν μια Ορθόδοξη θεολογία των θρησκειών.
Αλλά και από τον ευρύτατο χώρο της Πατερικής θεολογίας ο καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Γεώργιος Μαρτζέλος θα μας παρουσιάσει σήμερα τη «Θεολογία του σπερματικού λόγου και τη σημασία της για τους χριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους», ενώ αύριο ο υποψ. Διδάκτορας του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ και Νομικός, κ. Στυλιανός Χαραλαμπίδης, θα μας αναπτύξει την «Μαρτυρία της Πατερικής Παράδοσης» για μια θεολογία των θρησκειών.
Πηγή : Amen.gr
Σχόλιο: Οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση. Δέν νομίζουμε να υπάρχει πιό κατάλληλος άνθρωπος απο τον γόη τον Μαρτζέλο, να μας μιλήσει για τον σπερματικό λόγο. Ούτε απο τον Βασιλειάδη να μας μιλήσει για την Θεολογία των θρησκειών, διότι είναι ο μοναδικός καθηγητής πανεπιστημίου ο οποίος δέν ξέρει τί λέει. Έχουμε αναρτήσει το "περί διαλόγου" του Panikkar, όπου δηλώνεται απερίφραστα ότι ο διάλογος ιδρύει μία νέα θρησκεία. Είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που λέει ο Βασιλειάδης ότι ερευνάται μία Θεολογία των θρησκειών. Κάθε θεολογία αντιστοιχεί σε μια μικρή θρησκεία κ.Βασιλειάδη.
Ήταν ο Ορθόδοξος μητροπολίτης του Όρους του Λιβάνου Georges Khodr που πρώτος κατά την δεκαετία του ’70 υποστήριξε με πάθος την αναγκαιότητά του, με βάση την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος».
Έχουμε αναρτήσει όλη την ιστορική πορεία αυτής της ιστορικής αιρέσεως που εισάγει η Ακαδημία Βόλου και η σχολή Θεσσαλονίκης και η οποία σε συνδυασμό με την σχολαστική θεολογία του Ζηζιούλα που είναι το θεμέλιο της αποτελεί την ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ. Η Θεολογία αυτή παρουσιάζεται στο blog μας με τον Τίτλο Ο Αποκρυφισμος του Γερμανικου ιδεαλισμού.
Για όποιον ενδιαφέρεται.
Το αφιέρωμα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ στο Ουκρανικό Αυτοκέφαλο υπό το φως του πολέμου
Σήμερα, Παρασκευή 29 Απριλίου 2022, στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, ένα τετρασέλιδο αφιερωμένο στην πρόσφατη εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών, σε συνεργασία με το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών (CEMES), με τη συμμετοχή του Μητροπολίτου Χαλκηδόνος, Γέροντος Εμμανουήλ, του Ομότ. Καθ. Ιωάννη Κονιδάρη και εμού, με συντονισμό και πρωτοβουλία του Καθ. και πρώην Αντιπροέδρου της Ελληνικής Κυβερνήσεως, Ευάγγελου Βενιζέλου.
Ομότ. Καθ. Πέτρου Βασιλειάδη, Προέδρου επί τιμή του CEMES
Στη εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών για τα 200 χρόνια από την εθνική παλιγγενεσία υποστήριξα πως η ανακήρυξη από την Ελλαδική Εκκλησία το 1833 αντικανονικώς της ανεξαρτησίας της από Οικουμενικό Πατριαρχείο, έγινε η απαρχή της αποψίλωσης του Οικουμενικού θρόνου με τις αναγκαστικές χορηγήσεις αυτοκεφαλίας στις ομόδοξες χριστιανικές κοινότητες των Βαλκανίων. Με τον τρόπο αυτό άρχισε να παγιώνεται η ομοσπονδοποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας…Η προτεραιότητα αυτοκεφαλίας των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών έναντι της ενότητας και καθολικότητάς της, τις οδήγησε στο να καταστούν εθνικές, λειτουργώντας σε πολλές περιπτώσεις με εθνικιστικά κριτήρια.Σε παρόμοια εκδήλωση, πάλι με αφορμή την Ουκρανική αυτοκεφαλία, υποστήριξα πως τα βαθύτερα αίτια της κρίσης είναι ότι συμβάλλαμε στην αίρεση του εθνοφυλετισμού και των εθνικιστικών τάσεων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κι αυτό, γιατί έχει ασυναίσθητα αναπτυχθεί μια «αρνητική» Ορθόδοξη ταυτότητα: δεν είμαστε αυτό που η παράδοση μας άφησε ως κληρονομιά, αλλά αυτό που οι άλλοι, κυρίως οι Καθολικοί, δεν είναι. Δηλαδή, χωρίς πρωτείο, την ορατή έκφραση ενότητας της Εκκλησίας.Τη στιγμή μάλιστα που σήμερα η Καθολική Εκκλησία επιδιώκει να αποκαταστήσει τη συνοδικότητα στην αυθεντική της μορφή. O Πασκάλ έλεγε: «H πολυμορφία της αυτοκεφαλίας που δεν οδηγεί στην ενότητα καταλήγει σε χάος, όπως βέβαια και η ενότητα που δεν βασίζεται στη συνοδικότητα καταλήγει σε τυραννία».
Περιττό να τονίσουμε ότι όλες οι αυτοκεφαλίες αναπτύχθηκαν εκβιαστικά, όχι απελευθερωτικά, όπως της Κύπρου (από την κυριαρχία τότε της εκκλησίας της Αντιόχειας), και πρόσφατα της Ουκρανίας από εκείνην της Ρωσικής.
Το πρόβλημα του Πατριαρχείου της Μόσχας δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό. Προηγουμένως, η απουσία της από την Αγία και τη Μεγάλη Σύνοδο του 2016, και το βέτο της στην ολοκλήρωση του προσυμφώνου εγγράφου για την αυτοκεφαλία, σε ιδεολογικό και γεωπολιτικό επίπεδο εξηγείται ως προσπάθεια πρόληψης της απώλειας της Ουκρανίας, κάτι που θα αποδυνάμωνε τη θεωρία περί “Ρωσικού λαού”, ένα μείγμα απολυταρχικής διακυβέρνησης με στοιχεία θρησκευτικού και κοσμικού ιμπεριαλισμού.
Πίσω από όλες τις αντιδράσεις της Ρωσικής Εκκλησίας βρίσκεται η άρνηση αποδοχής εκ μέρους της, μιας Εκκλησίας με ορατή κεφαλή (Πρώτον). Η επιτακτική ανάγκη ύπαρξης πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο, αμφισβητείται διαρκώς από τη Μόσχα, τη στιγμή που αυτό υπάρχει σε όλα τα άλλα επίπεδα (μητροπολιτικό, επισκοπικό και ενοριακό).
Οποιαδήποτε νέα αντίληψη για την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία προωθείται σήμερα από τους Ρώσους, με βάση το ότι η Μόσχα σήμερα είναι πρωτεύουσα μιας κυρίαρχης αυτοκρατορίας, όπως συνέβαινε προηγουμένως με την Νέα Ρώμη, την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πολύ δύσκολα μπορεί να έχει σήμερα κάποια εκκλησιολογική ή κανονική νομιμοποίηση.
Οι Ορθόδοξοι θα πρέπει να επανεξετάσουμε την αυθεντική εκκλησιολογία μας, με την κύρια έκφραση της «ενότητας» – και κυρίως της «καθολικότητας» – και να εγκαταλείψουμε την ιδεολογική αντίληψη για την «Ορθοδοξία», που χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον ενάντια στη δυτική χρήση του όρου «Καθολική», ως στοιχείου της ταυτότητάς της.
Στην σημερινή κατάσταση «υπό το φως του πολέμου» σε θεολογικό και εκκλησιαστικό επίπεδο η προσοχή πλέον επικεντρώνεται όχι στην βάναυση Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά στην επευλογία της από τον Πατριάρχη Μόσχας. Κάτι που στα μάτια της διεθνούς χριστιανικής κοινότητας, σημαίνει πως κάθε πολίτης που δολοφονείται στην Ουκρανία, κάθε βιασμός και βασανιστήρια, κάθε σπίτι που καταστρέφεται, αλλά και τα εκατομμύρια των προσφύγων, όλα γίνονται με τις ευλογίες του Πατριαρχείου Μόσχας.
Μετά τις αθρόες διακοπές μνημοσύνου του Πατριάρχη Μόσχας από κληρικούς της δικαιοδοσίας του, τις διεθνείς πρωτοβουλίες για Πανορθόδοξη κανονική καταδίκη του Κυρίλλου και της ιδεολογίας του περί Ρωσικού Κόσμου ως εθνοφυλετικής αίρεσης, ακόμη και της αναστολής της αυτοκεφαλίας της Ρωσικής Εκκλησίας, το CEMES εγκαινίασε ένα πρόγραμμα για την Ορθόδοξη Ουκρανική συμφιλίωση, προτείνοντας τη δημιουργία μιας μη επίσημης συνοδικής εκκλησιαστικής δομής, με βάση το μοντέλο της συμφωνίας του 1928 μεταξύ του Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος για την προσωρινή παραχώρηση των λεγομένων «Νέων Χωρών». Δηλαδή μιας προσωρινής επιτροπής έξι επισκόπων από την Αυτοκέφαλη και 6 από την υπό το Πατριαρχείο Μόσχας Ουκρανικής Εκκλησίας, που θα οδηγήσει τελικά στην ανάδειξη μίας πραγματικά ενωμένης Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας».
Συμπερασματικά, θα ήθελα να αναφερθώ στο μήνυμα που έλαβα από επίσκοπο της Ορθόδοξης Εκκλησίας: «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, αναλογιζόμενος, για την εικόνα της Εκκλησίας μου, πως όλοι αυτοί θα γιορτάζουν το Πάσχα με αναμμένα κεριά και χαμογελαστά πρόσωπα, με επικεφαλής τον Πατριάρχη Κύριλλο, και τον Βλαντιμίρ Πούτιν, που σίγουρα θα τον έχει κοινωνήσει εκείνη την ημέρα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία από αυτήν της εκκλησιαστικής αναλγησίας και του θρησκευτικού φανατισμού»!
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΩΝΤΑΣ (ΣΥΓΓΝΩΜΗ) ΣΤΗΝ ΝΟΜΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΑΥΤΟΝΟΜΗΜΕΝΗ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΟΝ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΠΑΡΟΤΙ ΑΝΕΜΕΝΕ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΤΟΥ. ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΤΗ Η ΑΙΣΧΡΗ ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΙΚΗ ΚΟΜΠΑΝΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΛΑΒΕ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΡΑΣΟΣ ΤΗΣ ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΟΡΙΖΕΙ ΑΟΡΙΣΤΩΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΡΠΑΖΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΥΠΟΥΛΟ ΟΡΙΣΜΟ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ, ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΣΩΤΗΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΕΤΟ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ, ΚΗΡΥΤΤΟΝΤΑΣ ΣΑΝ ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ ΣΩΜΑ(ΤΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΟΥΣ), ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΗΚΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙ ΣΤΟΝ ΚΛΗΡΟ, ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΖΟΝΑΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ, ΚΗΡΥΤΤΟΝΤΑΣ ΟΛΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ.
ΥΠΟΚΥΠΤΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΗ ΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
Ο κ. Βασιλειάδης προορίζεται να αντικαταστήσει τον Απόστολο των Εθνών, στην νέα εκκλησία που ετοιμάζεται! Όπως και στην κινηματογραφική ταινία «το πέταγμα του Φοίνικος», ένα μικρό ευκίνητο εκκλησιαστικό όχημα θα προκύψει απο το ναυαγισμένο όχημα της παραδοσιακής εκκλησίας, για να ανταποκριθεί καλύτερα στην νεωτερική εποχη! «Όπου το ζήτημα της ατομικότητος αναδεικνύεται επιτακτικά και το αίτημα ηθικής και κοινωνικής ευαισθησίας υπερκαλύπτει την υπαρξιακή αναγκαιότητα σωτηρίας».
Σε σημαντική του συνέντευξη στο αποκρυφιστικό περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ ο κ. Βασιλειάδης καταγγέλλει πως ο Απόστολος Παύλος διέστρεψε το μήνυμα του πρώτου Χριστιανισμού, το οποίο ήταν ηθικό και εσχατολογικό, όπως ακριβώς ξαναγεννιέται στην ευχαριστιακή εσχατολογία του κ. Ζηζιούλα, και επέβαλε την σωτηριολογική ερμηνεία της Οικονομίας. Καιρός να επανορθώσουμε το βαρύ λάθος για να συμβαδίσουμε με την εποχή μας!
Το περιοδικό διείδε την φιλοδοξία του Βασιλειάδη αλλά ο αξιότιμος καθηγητής δεν κατόρθωσε να δει τις σκοτεινές προθέσεις του περιοδικού, διότι στο ίδιο τεύχος του περιοδικού μαζί με την καταγγελία του Βασιλειάδη εναντίον του Αποστόλου Παύλου ανακοινώνεται, τυχαία, και η κατάρρευση των Ελλήνων από τον κ. Ζιάκα και η κατάρρευση της Ορθοδόξου εκκλησίας από τον Μέσκο!
κ. Βασιλειάδη καταλαβαίνετε σε τί μπελάδες βάζετε την εκκλησία;
Και τί θα κάνουν κ. Βασιλειάδη τόσα νέφη αγίων που σώθηκαν με την λανθασμένη διδασκαλία του Απ. Παύλου;
Θα πρέπει να επιστρέψουν όλοι τους σιγά – σιγά, με μετεμψυχώσεις και μετενσαρκώσεις για να πετύχουν την ηθική πρόοδο με την ευχαριστιακή εσχατολογία;
Θα αδειάσετε κυριολεκτικά την Βασιλεία των Ουρανών κ. Βασιλειάδη!
Είμαστε σοβαροί;
Γιατί δεν ρωτάτε τους αποκρυφιστές φίλους σας του ΑΒΑΤΟΝ, γιατί και πώς η διάσημη Μπλαβάτσκυ, χωρίς νάχει διαβάσει καν τα «Λόγια», κ. Βασιλειάδη, κατηγορούσε τον Απ. Παύλο ότι διέστρεψε το αρχικό μήνυμα του Χριστιανισμού και τον κατέστρεψε!; Πώς εξηγείται η συμφωνία απόψεων;
Ο σκοπός τών μεταρρυθμιστών όμως είναι ξεκάθαρος. Θέλουν να απαλλάξουν τον άνθρωπο από την αμαρτία, να αφαιρέσουν από την Εκκλησία την Ικεσία για την άφεση των αμαρτιών και σαν σωσμένοι, εφόσον ο Κύριος τελείωσε το έργο του, να βοηθήσουν να βυθιστούμε στην εκκοσμίκευση και να επιταχύνουνε την ένωσή μας με τον πάπα!
Πρέπει κατεπειγόντως να εγκαταλείψουμε το πρωτείο του Παύλου, υπέρ του πρωτείου του Πέτρου. Γιατί και οι Ορθόδοξοι έχουν λερωμένη τη φωλιά τους. Και αυτοί πιστεύουν σε ένα πρωτείο (του Απ. Παύλου).
Ο άνθρωπος πλέον θα εργάζεται και θα σώζεται στην Ιστορία, κτίζοντας πετραδάκι – πετραδάκι τον δρόμο προς τα έσχατα, με την αξιοπρέπειά του και την κενοδοξία του! Θα πραγματοποιήσει αυτός ο ίδιος και το μεγάλο σχέδιο του εωσφόρου!
Εφόσον έχει ήδη πραγματοποιήσει το μεγάλο σχέδιο του Θεού!
Ακόμη και σε μια ηθική εκκλησία εσείς και οι όμοιοί σας κ. Βασιλειάδη πάλι θάσαστε έξω από την εκκλησία!
Ο διάδοχος του αείμνηστου Αγουρίδη. Άνθρωποι που μισούν τους Αγίους μας.
Μας είναι αδύνατον να συλλάβουμε κάποιον έστω λόγο που θα δικαιολογούσε τον κ. Βασιλειάδη σαν θεολόγο!
Αμέθυστος