Είναι Ιούλιος του 1989, είμαι μαζί με τον αγαπημένο μου φίλο Α. στο λιμάνι της Ουρανούπολης στη Χαλκιδική και περιμένουμε το καραβάκι που θα μας πάει στη Δάφνη και από εκεί στις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους. Είμαι χάλια. Θα μου πεις, “Πάλι;” Όχι, αυτή τη φορά είμαι πολύ χάλια, παύρο χάλι, φάντασμα του εαυτού μου.
Πριν λίγες μέρες συναντηθήκαμε τυχαία, στο δρόμο με τον Α., είχαμε να βρεθούμε δυο-τρία χρόνια, γούρλωσε τα μάτια του: “Πώς είσαι έτσι;” μου λέει “Γιατί έχεις αδυνατίσει τόσο; Συμβαίνει κάτι με την υγεία σου;” Την εποχή εκείνη θέριζε το aids, πριν από δύο χρόνια είχε πεθάνει ο νάρκισσος της μόδας, ο Billy Bo και ακολούθησαν πολλοί άλλοι. Τον διαβεβαίωσα ότι δεν είχα Αids και όταν στη συνέχεια του ζήτησα να μου δανείσει ένα 5χιλιαρο κατάλαβε. “Είσαι πολύ μέσα, ε;” με ρώτησε τρυφερά και με χάιδεψε στον ώμο.
"Έβαλα τα κλάματα, του είπα ότι είμαι κολλημένος εδώ και χρόνια με διάφορα, ότι δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή, ότι όλη τη μέρα τρέχω για να βρω τη δόση μου, ότι ξαναγύρισα στο πατρικό μου, ότι κάνω προσπάθειες να αποτοξινωθώ, όλα αυτά μονορούφι. Με άκουγε σκεφτικός. Όταν σταμάτησα, γυρίζει και μου λέει: “Δεν είσαι ο μόνος που έχει μπλέξει. Πριν δυο χρόνια ήμουν κι εγώ στην ίδια θέση. Κάποιος μου σύστησε ένα γέροντα στο Άγιον Όρος. Λέγεται Παϊσιος και είναι άγιος άνθρωπος. Πήγα σ΄αυτόν και με θεράπευσε. Θα φύγω σε μια βδομάδα, θα πάω να τον επισκεφθώ. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;"
Είπα ναι με ενθουσιασμό και τη άλλη μέρα το είχα ξεχάσει. Όχι όμως ο φίλος μου. Και μια βδομάδα μετά, αφού είχε συνεννοηθεί με τους γονείς μου, έβγαλε τα εισιτήρια, πέρασε με ένα ταξί, με πήρε άρον-άρον από το σπίτι και φύγαμε για το αεροδρόμιο. Ίσα που πρόλαβα να πάρω μαζί μου ένα χαρτάκι με λίγη σκόνη που μου είχε απομείνει.
Να ΄μαστε λοιπόν τώρα στην Ουρανούπολη, ταλαιπωρημένοι από το ταξίδι, να χαζεύουμε τις εφημερίδες στο περίπτερο μέχρι να έρθει το καράβι “Παναγιά η Γοργοεπήκοος”, η Παναγία που υπακούει γοργά στις προσευχές των πιστών.
Οι εφημερίδες γράφουν εκείνη την ημέρα για τον γάμο του Ανδρέα Παπανδρέου με την Δήμητρα Λιάνη. “Νυμφίος ο υπόδικος Ανδρέας”, ανακοινώνει ο “Ελεύθερος Τύπος” ενώ η “Απογευματινή” σημειώνει: “Χωρίς φιλί το μυστήριο για να μην κολλήσει μικρόβια ο γαμπρός”. “Εδώ πέθανε ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Χέμπερτ φον Κάραγιαν και αυτοί ασχολούνται με το γάμο του Παπανδρέου!” λέει ο Α. αλλά δεν του απαντάω, έχω κράμπες σε όλο μου το σώμα, με έχουν πιάσει ρίγη, το στομάχι μου πονάει φριχτά και μου έρχεται εμετός, καταλαβαίνω ότι έχει αρχίσει να με πιάνει το στερητικό σύνδρομο, σε λίγο θα χτυπιέμαι σαν ψάρι στη στεριά.
Μπαίνω σε μια τουαλέτα που είναι εκεί κοντά, βγάζω το διπλωμένο χαρτάκι με τη λίγη σκόνη που είχα προλάβει να πάρω, τη ρουφάω, νοιώθω ένα μούδιασμα να με τυλίγει, οι κράμπες σταματούν, το στομάχι δεν με πονάει πια, μια γλύκα απλώνεται σε όλο μου το κορμί, βγαίνω έξω, πάω στο λιμάνι, βλέπω σε μια γωνιά μια καρέκλα, πάω και κάθομαι και αρχίζω να κάνω ντάγκλες.
“Γρηγορείτε και προσεύχεστε! Γρηγορείτε και προσεύχεστε! Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής!” ακούω μια τσιριχτή φωνή και νοιώθω μια δυνατή αγκωνιά στο πλευρό. Ξυπνάω από το λήθαργο, ανοίγω τα μάτια, είμαι στο λεωφορείο που πάει στις Καρυές, δίπλα μου κάθεται ένας νεαρός, παχύς καλόγηρος που με κοιτάει επιτιμητικά.”Σας είχε πάρει ο ύπνος, ροχαλίζατε, για αυτό σας σκούντηξα.” μου λέει με δήθεν αγαθό ύφος. “Γέροντα”, επεμβαίνει ο Α. που κάθεται πίσω μου και έχει δει όλη τη σκηνή “αφήστε τον να κοιμηθεί τον άνθρωπο, είναι άρρωστος! Αν θέλετε γρηγορείτε και προσεύχεστε εσείς!” “Μα και αυτός ο ευλογημένος!” διαμαρτύρεται ο καλόγερος και με δείχνει. “Ηρθε στο Περιβόλι της Παναγίας για να κοιμηθεί;” Δεν λέμε τίποτα, έτσι κι αλλιώς έχουμε φτάσει στις Καρυές και πρέπει να κατεβούμε, να πάμε στο γραφείο της Ιεράς Κοινότητας και να πάρουμε τα διαμονητήρια, τις άδειες δηλαδή που μας επιτρέπουν να επισκεφτούμε τα μοναστήρια.
Συνήθως αυτές οι άδειες είναι για τρεις μέρες, αλλά ο Α. που έχει γνωρίσει τον γέροντα Πρόδρομο από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, τα έχει κανονίσει και μπορούμε να μείνουμε όσες μέρες θέλουμε. ” Για σκέψου! Η μονή Μεγίστης Λαύρας χτίστηκε από τον Άγιο Αθανάσιο το 963μ.Χ., είναι δηλαδή πάνω από 1000 ετών!” λέω του Α. που κοιτάει σκεπτικός ένα χάρτη. “Φαντάσου πόσες χιλιάδες, τι λέω; Πόσα εκατομμύρια αμαρτωλοί έχουν περάσει από εκεί!” αλλά ο Α. έχει αλλού το νου του. “Λοιπόν, θα πάμε πρώτα από τον γέροντα Παϊσιο να πάρουμε την ευλογία του και μετά θα συνεχίσουμε για το μοναστήρι. Το μόνο πρόβλημα που υπάρχει είναι ότι τo κελί του γέροντα απέχει μια ώρα με τα πόδια. Εσύ είσαι ταλαιπωρημένος. Θα μπορέσεις να περπατήσεις;” “Θα μπορέσω!”
Πράγματι, εκεί που περίμενα να ξενερώσω, και να με πιάσουν πάλι ρίγη, ιδρώτες και εμετοί, αισθανόμουν το αντίθετο, μια ευεξία και μια δύναμη πρωτόγνωρη. Το πρωινό αεράκι, ο ήχος από τις καμπάνες και τα σήμαντρα, η θρησκευτικότητα και η αίσθηση ότι ήμουν σε ένα μέρος με ιστορία αιώνων, μου είχαν φτιάξει το κέφι. Βάδιζα βιαστικά στο πέτρινο μονοπάτι σαν να είχα αργήσει σε ένα σημαντικό ραντεβού. Γύρω μου λουλούδια, δέντρα, θάμνοι, τζιτζίκια, ρυάκια, βρύσες με δροσερό νερό, πουλάκια που κελαηδούσαν, ένα πανέμορφο τοπίο που σε μαγεύει και σου ησυχάζει την καρδιά. Μόνο όποιος έχει επισκεφτεί το Άγιον Όρος ξέρει για ποια ομορφιά μιλάω. “Θεέ μου! Παναγίτσα μου! Κάντε το θαύμα σας!” έλεγα συνέχεια από μέσα μου σαν προσευχή.
Μετά από μιάμιση ώρα περπάτημα “Φτάσαμε!” μου λέει ο Α. “Αυτό είναι το κελί του γέροντα!” και μου δείχνει ένα μικρό σπιτάκι με αυλή, περιφραγμένο τριγύρω με κοτετσόσυρμα. Στην είσοδο, ακουμπισμένο πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, υπήρχε ένα τάπερ με ένα σημείωμα: “Λουκούμια. Φάτε. Ευλογία. Γέροντας Παϊσιος”. Δίπλα υπήρχε μια βρύση και ένα άλλο σημείωμα: “Πιείτε από εδώ. Νερό καθαρό”.
Είναι μεσημέρι, τριγύρω ερημιά, δεν υπάρχει ψυχή. “Τι κάνουμε τώρα;” μου λέει ο Α. “Να φωνάξουμε μήπως μας ακούσει κάποιος”. Αρχίζουμε κι οι δυο τις φωνές: “Γέροντα Παϊσιε! Γέροντα Παϊσιε!” Με τα πολλά κι αφού πια έχουμε ξελαρυγγιαστεί, ανοίγει η πόρτα του κελιού και βγαίνει ένα γεροντάκι σκυφτό, με ένα μπαλωμένο ράσο, άσπρα μαλλιά και γένια και μάτια κατακόκκινα, σαν να έκλαιγε ώρες. Πλησιάζει προς το μέρος μας, “Τι πάθατε και φωνάζετε μέσα στο μεσημέρι;” μας λέει “Ποιον θέλετε;” “Τον γέροντα Παϊσιο!” του λέω με λαχτάρα. “Τι τον θέλετε τον Παϊσιο; Σαν πολλή αξία του δώσατε! Τον Παϊσιο ο ένας, τον Παϊσιο ο άλλος! Παρατάτε τον, μην του δίνετε καμιά σημασία!” μου λέει και κάνει να φύγει. “Με συγχωρείτε που σας ανησύχησα, λυπάμαι.” λέω απογοητευμένος. Και έτσι όπως μου έχει γυρίσει την πλάτη να φύγει, ξαναγυρνάει προς το μέρος μου, “Λυπάσαι; Έχεις λύπη; Ο Θεός σου λείπει!” μου λέει χαμογελαστός και μου ανοίγει την πόρτα. Ήταν ο γέροντας Παϊσιος!Στην αυλή υπήρχε ένα δέντρο κι από κάτω κάτι κούτσουρα σαν σκαμνιά. Εκεί κάτσαμε. Μας πρόσφερε λουκούμι, έβγαλε κι από την τσέπη του ράσου μερικά φουντούκια, “Πάρτε” μας λέει “και να θυμάστε: Μετά από κάθε γλυκό, έρχεται πάντα ένα αλμυρό!”. Μετά γύρισε στον Α. “Εσύ” του λέει “δεν πέρασες πέρυσι τις εξετάσεις; Τι θέλεις πάλι εδώ;” “Εφερα γέροντα τον φίλο μου… Δεν είναι καλά. Εχει πρόβλημα με τα ναρκωτικά. Είναι άρρωστος…” Ο γέροντας αναστέναξε. “H μεγαλύτερη αρρώστεια είναι η περηφάνεια! Αυτή μας έριξε από τον Ουρανό στη Γη, κι από τη Γη προσπαθεί να μας πάει στην Κόλαση”. Ανοίγει το τάπερ, μου προσφέρει ένα λουκούμι, “Ελα” μου λέει, “μην τα θυμάσαι τα κρύα του χειμώνα γιατί θα κρυώνεις και τον Αύγουστο!” Μετά γυρνάει πάλι στον Α. “Παιδί μου, πήγαινε μέσα στο κελάκι, πάνω στο τραπέζι έχει πολλά κομποσκοίνια. Πάρε δυο και φέρτα εδώ.”
Και μόλις απομακρύνθηκε ο Α. μου πιάνει σφιχτά και τα δυό μου χέρια ” Πες μου, ποια είναι η ασθένεια και εγώ θα σου πω, πως θα την θεραπεύσουμε!” Άρχισα να κλαίω γοερά. Με άφησε να ξεσπάσω και ύστερα με ξαναρώτησε. “Πρέπει να βρω τη δύναμη να κόψω τα ναρκωτικά!” του λέω ανάμεσα στους λυγμούς μου. Ο γέροντας γέλασε. “Αυτό ήταν; Και που βρίσκεις τη δυσκολία; Κόψε ευλογημένε τα ναρκωτικά και θα βρεις τη δύναμη! Είναι απλό!” και μου δίνει μια τρυφερή σφαλιάρα στο κεφάλι. “Σε ποιο μοναστήρι θα πας; Στη Μεγίστης Λαύρας; Θα πας και θα βρεις εκ μέρους μου τον ηγούμενο, τον Φίλιππο. Σε αυτόν θα εξομολογηθείς, θα του τα πεις όλα, να γαληνέψει η ψυχή σου. Θα σου διαβάσει την ευχή, θα κοινωνήσεις και θα δεις, μετά τη μπόρα τη δαιμονική, θα έρθει η λιακάδα η θεϊκή!”
Βγαίνει από το κελί ο Α με τα κομποσκοίνια, τα ευλογεί και μας τα δίνει. “Αυτό θα είναι από εδώ και πέρα το τηλέφωνό σας με τον Θεό.” μας λέει. Όταν έχετε κάποιο πρόβλημα, θα πιάνετε το κομποσκοίνι, θα λέτε την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ ελεησόν με” και θα συνδέεστε με τα κεντρικά!” Μετά γυρνάει σε μένα “Και να θυμάσαι από εδώ και πέρα Γεώργιε, να ξεχωρίζεις το καλό από το κακό. Γιατί άλλο πράγμα είναι το άϋλον και άλλο είναι το νάιλον!”
Ενώ μιλάμε, μπαίνει μια παρέα από νέα παιδιά. Ο γέροντας τους βλέπει και αμέσως το πρόσωπό του φωτίζεται. “Σταθείτε να μιλήσω μια στιγμή με τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους της πατρίδας μας! Τα παιδιά είναι πιλότοι της πολεμικής αεροπορίας!” μας εξηγεί. Τους πλησιάζει, τους ευλογεί και αρχίζει να συνομιλεί μαζί τους. “Μη φοβάστε την Τουρκία” τον ακούμε να λέει. “Θα διαλυθεί εξ ων συνετέθη. Μόνη της θα φάει το κεφάλι της. Οι μεγάλες δυνάμεις θα τη χωρίσουν σε τρία κομμάτια και την Πόλη θα αναγκαστούν να την δώσουν σε εμάς, τους Έλληνες!”
Μας ευλόγησε ξανά και αναστέναξε με πόνο. “Ώρα να πηγαίνετε! ” μας λέει κουρασμένα. “Πάω κι εγώ μέσα, να πάρω… τηλέφωνο!” και μας δείχνει το κομποσκοίνι του!
Παρέα με τους αεροπόρους πήραμε το δρόμο για το μοναστήρι. Πώς τα κατάφερα εγώ, ένας εξαντλημένος οργανισμός και μπόρεσα να περπατήσω τόσες ώρες; Μέγα μυστήριο. Φτάσαμε, πήγα κατευθείαν στον γέροντα Φίλιππο, εξομολογήθηκα και την άλλη μέρα κοινώνησα. Κι ενώ με αγωνία περίμενα να με πιάσουν στερητικά, την πρώτη μέρα έφαγα ψάρια, που όταν κάνεις αποτοξίνωση όχι να τα φας, ούτε να τα μυρίσεις δεν μπορείς. Την δεύτερη μέρα έφαγα πάλι με όρεξη πρασόρυζο. Την τρίτη μέρα ξύπνησα με καλή διάθεση, έκανα ένα κρύο ντους, κάτι αδιανόητο άλλες φορές, και θες πίστεψέ το, θες μην το πιστεύεις, από εκείνη την ημέρα μέχρι σήμερα, τα έχω κόψει όλα, και τα άσπρα, και τα μαύρα και τα κόκκινα! Όλα αυτά που με βασάνιζαν τόσα χρόνια, χάθηκαν σαν τους εφιάλτες στα όνειρα που εξαφανίζονται όταν ξυπνάμε. Ήταν ένα θαύμα, που έγινε, είμαι σίγουρος, επειδή άκουσε τις προσευχές μου η Γοργοεπήκοος αλλά και επειδή ο Θεός απάντησε στα … “τηλεφωνήματα” του Αγίου Παϊσίου…
Κάποτε πριν αρκετά χρόνια ήταν μια οικογένεια μεροκαματιάρηδων ανθρώπων, απέκτησαν και ένα αγοράκι που το υπεραγαπούσαν . Δυστυχώς όμως η μάνα αρρώστησε βαριά και πέθανε . Ο πατέρας έγινε και μάνα και πατέρας, κόπιασε πολύ να το μεγαλώσει, ήταν βλέπετε και αρκετά ζωηρό, έλπιζε ότι μαγαλώνοντας θα "στρώση" . Όμως αντιθέτως γινόταν χειρότερος ! Το νουθετούσε, το παρακαλούσ,ε του έλεγε να αλλάξει τρόπο ζωής , να μην ξενυχτά, να μην μεθάει και ότι αυτή η ζωή που κάνει δεν οδηγεί στην ευτυχία... Πολλές φορές έκλαιγε μπροστά του σαν μικρό παιδί ! Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, που και πάλι ήρθε ξημερώματα και του έκανε παρατήρηση... Ο γιος τον έσπρωξε βίαια, ο πατέρας έπεσε πάνω σε κάτι παλιοέπιπλα και κατέληξε στο πάτωμα. Ενώ ο γιος έκλεισε με βία την πόρτα και ποτέ δεν ξαναγύρισε! Πέρασαν τα χρόνια... Το παλικάρι έγινε μεγάλος άνδρας και βρίσκεται στην Γερμανία, δεν άλλαξε τρόπο σκέψης και ζωής, δεν έκανε οικογένεια και η κούραση από την άσωτη ζωή ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπο του. Ένα βράδυ βλέπει στον ύπνο του θάλασσα, ένα κακοτράχαλο και πανύψηλο βουνό και ένα στενό μονοπάτι που εκεί ψηλά οδηγούσε σε μια καλύβα πέτρινη, παράξενη καλύβα ... διέκρινε στην άκρη σαν να είχε και μικρό τρούλο, άνοιξε την πόρτα της καλύβας και βλέπει να τον κοιτάει ένας γέροντας μοναχός μονόφθαλμος κρατώντας ένα κομποσχοίνι στο αριστερό του χέρι!!! Τρόμαξε πετάχτηκε από το κρεβάτι καταϊδρωμένος! Όνειρο ήταν;;;!!! Έμοιαζε αληθινό! Από πού ως πού καλύβα με εκκλησάκι και μοναχό;;;!!! Τι είναι αυτά;;;!!! Εγώ έχω να πάω σε εκκλησία από τότε που ήμουν μικρό παιδάκι και με πήγαινε ο πατέρας! σκέφτηκε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Βγήκε το βράδυ έξω μα δεν είχε όρεξη για τίποτα! Κάτι είχε συμβεί μέσα του.
Το μυαλό του στιφογύριζε στ'ονειρο! Ξάπλωσε, αποκοιμήθηκε και να πάλι το ίδιο ακριβώς όνειρο! Και την επόμενη μέρα πάλι το ίδιο! Δεν είναι καθόλου τυχαίο σκέφτηκε, που να 'ναι αυτό το μέρος άραγε; Το συζήτησε με κάτι γνωστούς φίλους Έλληνες και κάποιος του είπε ότι η περιγραφή μοιάζει με ένα μέρος που λέγεται Άγιον Όρος. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ετοιμάζει κάποια πράγματα και την επόμενη μέρα φεύγει για Ελλάδα! Στη Θεσσαλονίκη ρώτησε πώς θα πάω στο Όρος το Άγιο και του είπαν από Ουρανούπολη, από εκεί μπαίνει στο πρωινό καραβάκι και ξεκινά χωρίς να ξέρει τον ακριβή προορισμό του. Όταν τον ρώτησαν πού θα κατέβει, πλήρωσε εισιτήριο μέχρι το τέρμα και δεν μίλησε. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στις πλάγιες της οροσειράς του Άθωνα, μήπως και του θυμίσει κάτι απ' το όνειρο... Πέρασαν ώρες πολλές, τίποτε... Οι λιγοστοί επιβάτες σχεδόν όλοι κατέβηκαν. Πέρασαν την "Αγία Άννα" και κατευθύνθηκαν για τα "φρικτά καρούλια" όπως τα λένε. Όταν πλησίαζαν, ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το κορμί! Ναι, αυτό είναι, αναπήδησε, μοιάζει πολύ!!! Και πριν καλά καλά προλάβει να δέσει το καραβάκι, πήδηξε κάτω, ήταν πια σίγουρος!!! Ξεκίνησε την κατακόρυφη ανάβαση. Όσο προχωρούσε και άφηνε πίσω του τα κελάκια και τις καλύβες τόσο κάτι τον διαβεβαίωνε ότι θα βρει και την καλύβα με τον παράξενο Γέροντα! Πέρασαν ώρες κουραστικής πεζοπορίας, όταν σε κάποια στιγμή από μακριά αντίκρισε την καλύβα ,! Του έφυγε όλη η κούραση! Έτρεξε για να φτάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα! Ήταν ήδη απόγευμα, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα... περίοδος Μεγάλης Τεσσαρακοστής...! Όταν έφτασε στην πόρτα, μια γαλάζια πόρτα με έναν σταυρό πάνω της, τα συναισθήματά του ήταν ανάμικτα... έκανε τον σταυρό του για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια...ήταν ήδη σαράντα πέντε... ασπάστηκε τον Τίμιο Σταυρό και χτύπησε την πόρτα ! Μια ήρεμη και απαλή φωνή από μέσα του είπε "έρχομαι Νίκολαε παιδί μου"!!! Άνοιξε η πόρτα και αντίκρισε το γεροντάκι του ονείρου με το ένα μάτι τυφλό και το κομποσχοίνι στο αριστερό χέρι!!! Ποιος είσαι γέροντα; Και πού ξέρεις το όνομα μου; Και πώς μπήκες στα όνειρα μου και στη ζωή μου;;; Δάκρυα ξεπήδησαν από τα μάτια τού γέροντα και χάθηκαν στην άσπρη μακριά γενειάδα του! Δεν με γνώρισες, παιδί μου, Νίκο μου; εγώ είμαι ο πατέρας σου!!! Ο Νίκος έπεσε πρώτα στα πόδια του πατέρα του, με λυγμούς και κλάματα και έπειτα σηκώθηκε και σφιχτά αγκάλιασε τον γεροπατέρα του. Πες μου, πατέρα μου, πώς έγιναν όλα αυτά τα θαυμάσια πράγματα; Το μάτι σου τι έπαθε, πατέρα; ... Άκου, παιδί μου, εκείνο το βράδυ που με έσπρωξες και έπεσα, χτύπησα στη γωνία του τραπεζιού το μάτι μου και έχασα το φώς μου. Σε περίμενα να γυρίσεις, δεν φαινόσουν πουθενά! Μετά από ένα χρόνο αποφάσισα με τη βοήθεια του Θεού να μονάσω. Πήγα πρώτα σε κάποιο μοναστήρι και έπειτα ήρθα να ασκητεύσω εδώ. Πάντα σε είχα στην προσευχή μου, είχα βάλει κανόνα στον εαυτό μου να κάνω κάθε μέρα πολλά κομποσχοίνια με την ευχή του Χριστού και της Παναγίας μας! Και δεν αμέλησα ούτε μια μέρα σ' αυτό! Αυτή σε έφερε εδώ, παιδί μου, η ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον δούλο σου Νικόλαο". "Υπεραγία Θεοτόκε σώσον τον δούλο σου Νικόλαο"! Αφού πέρασαν κάποιες ημέρες, ο Νικόλαος εξέφρασε την επιθυμία του να μείνει εκεί, να εξομολογηθεί, να γίνει και αυτός μοναχός και να γεροκομήσει τον γέροντα και πνευματικό του επιπλέον πατέρα του! Όπως και έγινε!!! Αυτή είναι η δύναμη της προσευχής, αδελφοί μου, που δια της πίστεως... μετακινεί και όρη !
https://invite.viber.com/?g2=AQBGg%2F3uqI9oqUw2thChrAzBEquQ8wFpgVTxQwlw5%2FinqGps%2F%2BdzrswuvuYyL5pf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου